Σκέψεις και κριτική στο θέμα των ημερών
Ηλίας Γιαννακόπουλος, Αρθρογράφος
Η Ελλάδα της υπερβολής, των παροιμιών και των ιδιωματισμών. Τι μπορεί να έγινε λάθος και σύμπασα η χώρα μας ασχολείται με ένα θέμα που αφορά λίγους; Ξαφνικά ο Έλληνας απέκτησε τέτοια κοινωνική ευαισθησία και απέδρασε από το ιδιωτικό του βασίλειο και μπήκε στη μάχη για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ;
Ατέρμονες συζητήσεις για το γάμο των ομοφύλων καταυγάζουν την μετάβαση και τον βίαιο μετασχηματισμό του Έλληνα από Homo Idiot σε Homo Politicus. Ίσως κάποιοι αυτό να το θεωρούν υγιές στοιχείο γιατί οξυγονώνει τη δημοκρατία μας και συντείνει στην κοινωνική ισονομία.
Όχι, βέβαια, πως λείπουν και εκείνοι που με κάποια δόση ειρωνείας ή και οργής μέμφονται όλους εκείνους που ανήγαγαν ένα θέμα ήσσονος κοινωνικής σημασίας σε πρωτεύον. Με αρκετή έκπληξη και απορία τονίζουν πως άλλα προβλήματα έχουν προτεραιότητα για την κυβέρνηση και όχι ο γάμος των ομοφύλων.
Πολλοί, ωστόσο, είναι κι αυτοί που δεν αντιλαμβάνονται τη σπουδή της κυβέρνησης για ένα τέτοιο ζήτημα που δεν φαίνεται να την πιέζει και ιδιαίτερα. Είδατε εσείς καμία απεργία ή πορεία των ΛΟΑΤΚΙ; Πώς ένα συντηρητικό κόμμα προωθεί-νομοθετεί το γάμο των ομοφύλων που ως πολιτική πράξη υπερβαίνει το ιδεολογικό του κέλυφος;
Ο κίνδυνος ενός ρήγματος στο σώμα της κυβέρνησης και μιας πληγής στο κόμμα είναι ορατός σύμφωνα και με τις διακηρυγμένες διαφωνίες κάποιων στελεχών του κόμματος (υπουργοί, βουλευτές, οπαδοί…). Το παρελθόν του κυβερνώντος κόμματος δεν μας έχει συνηθίσει σε τέτοιες ρηξικέλευθες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις.
Γνωστή είναι η αρνητική στάση της ΝΔ στην αποποινικοποίηση της μοιχείας, στη δυνατότητα της γυναίκα να κρατήσει το επώνυμό της, στη θέσπιση του πολιτικού γάμου και στην αφαίρεση του ΧΟ (Χριστιανός Ορθόδοξος) από τις ταυτότητές μας (το πολιτικό άγος της δεξιάς παράταξης
Γνωστός, επίσης, είναι και ο εναγκαλισμός του κόμματος με την εκκλησία που τάσσεται φανερά κατά της νομιμοποίησης του γάμου των ομοφύλων. Εξάλλου η πολιτική παράδοση έχει χρεώσει στο κόμμα της ελληνικής δεξιάς το σύνθημα ”Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια” με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ιδεολογική ταυτότητα του κόμματος.
Τα πολιτικά ερωτήματα πληθαίνουν και είναι πιο έντονα στο βαθμό που σε λίγους μήνες θα διεξαχθούν οι ΕυρωΕκλογές που η χαλαρή ψήφος είναι ένα από τα γνωρίσματά της. Αλήθεια δεν φοβάται ο Πρωθυπουργός μία εκροή ψήφων προς τα δεξιότερα κόμματα; Πώς θα πείσει ή θα συγκρατήσει το εκλογικό της σώμα η κυβέρνηση στις ΕυρωΕκλογές, όταν στην ακρίβεια και στην βία (κάθε μορφής) προστεθεί και το αμφιλεγόμενο νομοθέτημα του γάμου των ομοφύλων;
Κάποια απάντηση σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα μπορεί να είναι αυτή που πρεσβεύει πως ο Κ. Μητσοτάκης και η κυβέρνηση ίσως θέλουν να αντισταθμίσουν τις εκλογικές απώλειες προς τα δεξιά από το μεγάλο τμήμα της κεντροαριστεράς, αφού η «συνομιλία» με μία μεγάλη ομάδα πολιτών, των ΛΟΑΤΚΙ, προβάλλει με καθαρότητα το προοδευτικό προσωπείο της δεξιάς παράταξης. Έτσι αφαιρεί ψήφους από την αριστερά κι από ένα μεγάλο τμήμα πολιτών που δείχνει ευαισθησία σε θέματα ισότητας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Σε μία ακραία πολιτική εκδοχή κάποιοι φρονούν πως ο Πρωθυπουργός ετοιμάζοντας από τώρα την πολιτική του έξοδο θέλει να αξιολογηθεί ως εκείνος ο πολιτικός που υπερβαίνοντας τα όρια της παράταξής του προχώρησε σε τέτοιες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που δεν μας έχουν συνηθίσει οι πολιτικοί της παραδοσιακής συντηρητικής ή και αντιδραστικής δεξιάς. Η πολιτική υστεροφημία ενός πολιτικού και ιδιαίτερα ενός πρωθυπουργού είναι κάτι σημαντικό για τους τρόφιμους της πολιτικής εξουσίας.
Εξάλλου ο ίδιος ο Πρωθυπουργός σε μία πρόσφατη συνέντευξή του δήλωσε:
“Η Νέα Δημοκρατία μπορεί κάλλιστα να συγκεράσει τα παραδοσιακά συντηρητικά της χαρακτηριστικά με έναν νεοτερισμό, ο οποίος-όπως σας λέω- είναι ευθυγραμμισμένος με τον τρόπο με τον οποίο προοδεύει η ίδια η κοινωνία”.
Από τα λόγια αυτά του Πρωθυπουργού πηγάζει και η σημασία ή σκοπιμότητα της δήλωσής του «μη βάζετε το κάρο μπροστά από το άλογο», που τόσο παρεξηγήθηκε αλλά και τροφοδότησε με υπόρρητα νοήματα τον προβληματισμό και τον σκεπτικισμό κάποιων τόσο για την σκοπιμότητα του γάμου των ομοφύλων όσο και για την σπουδή της νομοθέτησής του.
Ένα άλλο θέμα, επίσης, που απορρέει από τη συζήτηση για το γάμο των ομοφύλων είναι κι αυτό. Aν, δηλαδή, ο νομοθέτης πρέπει να ακολουθεί την κοινωνία, να βαδίζει παράλληλα ή να προηγείται αυτής; Η ένσταση των συντηρητικών και όσων αντιτίθεται στη νομιμοποίηση του γάμου μεταξύ των ομοφύλων είναι ότι η “κοινωνία δεν είναι ακόμη ώριμη” να δεχτεί μία τέτοια ρύθμιση.
Δηλαδή οι ομόφυλοι και ο νομοθέτης θα πρέπει να περιμένουν την ωρίμαση της κοινωνίας. Και με ποιο όργανο θα μπορούμε κάθε φορά να μετρούμε την ωριμότητα μιας κοινωνίας; Ο κοινωνικός συντηρητισμός στην απολυτότητά του και στα ακραία όριά του.
Και εάν αυτός ο κοινωνικός συντηρητισμός ως ιδεολογία διαποτίζει κάποιο μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, μπορεί κάποιος να το αιτιολογήσει, να το δικαιολογήσει ή και να το κατανοήσει. Κανείς, όμως, δεν πρέπει να δικαιολογήσει τους πολιτικούς μας εκπροσώπους (βουλευτές) που αρνούνται τον καθοδηγητικό και διαπαιδαγωγητικό τους ρόλο.
Τους πολιτικούς μας τους θέλουμε να προηγούνται της κοινωνίας και να ανοίγουν δρόμους και όχι να πνίγουν τις νέες φωνές και να αναστέλλουν τα προοδευτικά βήματα. Ακόμη και όταν οι πολίτες αντιδρούν σε βήματα τολμηρά και προοδευτικά της κυβέρνησης και της κοινωνίας θα πρέπει να τον συμβουλεύουν και να τον πείθουν και όχι να τον κολακεύουν και να χαϊδεύουν τις φοβίες τους.
Μία ανάγνωση του Θουκυδίδη για το πολιτικό ανάστημα του Περικλή ίσως θα ήταν ωφέλιμη για τους πολιτικούς μας για τον τρόπο που πρέπει να πολιτεύονται:
“Κατείχε το πλήθος ελευθέρως, και ουκ ήγετο μάλλον υπ’ αυτού ή αυτός ήγε διά το μη κτώμενος εξ ου προσηκόντων την δύναμιν προς ηδονήν τι λέγειν, αλλ΄ έχων επ’ αξιώσει και προς οργήν τι αντειπείν “.
Με άλλα λόγια ο πολιτικός πρέπει να οδηγεί το λαό και να μην οδηγείται από αυτόν. Θα πρέπει να έχει το θάρρος να του λέει την αλήθεια και να μην αναλώνεται σε κολακείες για να αλιεύσει την ψήφο του.
Μία από τις αλήθειες για το θέμα του γάμου των ομοφύλων είναι κι αυτή που σχετίζεται με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Χρέος της κυβέρνησης είναι να τα προστατεύει και όχι να τα κατηγοριοποιεί ανάλογα με τις σεξουαλικές προτιμήσεις των πολιτών. Καμία πλειοψηφία βάσει του ισχύοντος φυσικού και ανθρώπινου δικαίου δεν μπορεί και δεν πρέπει να ορίζει κάποια δικαιώματα που συνθέτουν το βασικό πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης και ελευθερίας’
Τελεία και παύλα και λόγια καθαρά…
Όσοι δε, προτείνουν δημοψήφισμα θα πρέπει να γνωρίζουν πως σε τέτοια θέματα, όπως είναι αυτά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν ισχύει η δύναμη της πλειοψηφίας. Η αναγνώριση και η προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων δεν μπορεί να αποφασιστεί ούτε με τη διαδικασία του δημοψηφίσματος ούτε να αξιολογηθεί με βάση τις δημοσκοπήσεις.
Σε μία δημοκρατική κοινωνία τα ανθρώπινα δικαιώματα περιλαμβάνουν στο σώμα τους και τα δικαιώματα στη διαφορετικότητα, ακόμη κι αν αυτή η διαφορετικότητα αφορά μία μειοψηφία πολιτών. Στις δημοκρατικές κοινωνίες τα ανθρώπινα δικαιώματα των διαφόρων μειοψηφιών δεν εξαρτώνται από τη γνώμη της εκάστοτε πλειοψηφίας.
Σε μία κοινωνία ένας πολίτης που θέλει να μιλά τη γλώσσα του και να πιστεύει στο δικό του θεό (διαφορετική από τη γλώσσα και το θεό όλων των άλλων) καμία πλειοψηφία και κανένα δημοψήφισμα δεν μπορεί να τον υποχρεώσει να ακολουθήσει δια της βίας τα πιστεύω των πολλών. Στις δημοκρατικές κοινωνίες δεν μπορούν να υπάρξουν ομάδες ανθρώπων δύο ταχυτήτων.
Η περίπτωση της συγκέντρωσης υπογραφών από τον μακαριστό αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το Χ.Ο της ταυτότητάς μας και η άρνηση του τότε προέδρου της δημοκρατίας Κ. Στεφανόπουλου είναι ακόμη νωπή και ενδεικτική της άγνοιας πολλών πως τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν εμπίπτουν στη δύναμη της πλειοψηφίας. Αυτό είναι και το μεγαλείο της δημοκρατίας μας.
Η αυτονομία, ο αυτοκαθορισμός και η ελευθερία είναι αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα όλων των πολιτών και κανείς νομοθέτης δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνεται ο τιμητής και ο ρυθμιστής της ιδιωτικής ζωής των πολιτών στο βαθμό που αυτή η άσκηση των δικαιωμάτων τους δεν πλήττει και δεν προξενεί ζημιά στο κοινωνικό σύνολο.
Στο θέμα της τεκνοθεσίας και της παρένθετης μητέρας, ας μιλήσουν πρώτα οι ειδικοί και μετά ο νομοθέτης ας κρίνει για την ωφελιμότητα και το τελέσφορον της νομοθετικής ρύθμισης. Κι αυτό γιατί το θέμα είναι πολυσύνθετο και αφορά τόσο την Ηθική όσο και την Κοινωνική, Πνευματική και Ψυχολογική πλευρά των ανθρώπων και ιδιαίτερα των παιδιών που θα προκύψουν από μία τέτοια ρύθμιση.
Οι ενστάσεις και οι προβληματισμοί είναι να μην καταστούν οι γυναίκες παιδοποιητικές μηχανές και εργαλεία αναπαραγωγής με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κοινωνία μας και τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία μας. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να ανοίξουν οι δρόμοι για αντιλήψεις και πρακτικές για την Ευγονική.
Θα μελαγχολούσε και ο ίδιος ο Μαρξ αν έβλεπε πως οι γυναίκες μπορούν να καταστούν αντικείμενα εκμετάλλευσης μέσα από την τεκνογονία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου