Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Φεβρουαρίου 20, 2024

ΟΡΕΙΒΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΟΥ ΑΘΩΝΑ (ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ)

Το πλοίο μας άφησε στην αποβάθρα και ξεκινήσαμε φορτωμένοι να ανεβούμε τα σκαλιά για την σκήτη της

Αγίας Άννας. Χίλια πεντακόσια; Χίλια οκτακόσια; Δυο χιλιάδες; Πόσα είναι τελοσπάντων; Όσα απαιτούνται για τα 300 μέτρα υψόμετρο, απ’ όπου αγναντεύει τον κόλπο του Αγίου Όρους η σκήτη… Άλλωστε ποιος έχει το κουράγιο να τα μετρήσει από ένα σημείο και μετά; Τουλάχιστον για εκείνη την ημέρα στο πρόγραμμα δεν είχε άλλη ανάβαση. Μόνο που ο ύπνος θα γινόταν στην αυλή της σκήτης… Σε υπνόσακο…


Η περιπέτεια είχε αρχίσει στις έξι το πρωί, που έπρεπε να παραλάβουμε τα διαμονητήρια από την Ουρανούπολη. Σκοτάδι έξω ακόμα και ένα πλήθος κόσμου, κυρίως βαλκάνιοι, περίμενε από τα χαράματα. Κοσμοσυρροή λοιπόν για το Όρος, λίγο μετά τον Δεκαπενταύγουστο. Η προηγούμενη μέρα δεν σε προϊδέαζε γι’ αυτό τον χαμό. Βέβαια τα μαγαζιά ήταν γεμάτα με τουρίστες, οι παραλίες με λουόμενους, αλλά τίποτα δεν θύμιζε ορειβάτες ή πιστούς. Μόνο ανθρώπους κάθε ηλικίας βλέπαμε που υιοθετούσαν το ‘Σαν την Χαλκιδική δεν έχει’. Με άγχος για τον χρόνο αναχώρησης του πλοίου, καταφέραμε τελικά να πάρουμε το διαμονητήριο και να επιβιβαστούμε σε ένα δεύτερο πλοιάριο, γιατί το κυρίως καράβι είχε γεμίσει!!!


Μετά από κάποιες ώρες αποβιβαστήκαμε στην προβλήτα. Σαν πρωτάρηδες ορειβάτες που ήμασταν, βιώσαμε το πρώτο σοκ με τα σκαλοπάτια. Εν τέλει φτάσαμε, έστω και αγκομαχώντας, στη σκήτη της Αγίας Άννας. Ήδη πολλές δεκάδες κόσμου έκαναν εκεί την πρώτη τους στάση. Οι μοναχοί μας υποδέχτηκαν με λουκούμια και τσίπουρο, ενώ το μεσημέρι μας σέρβιραν ρεβυθάδα, φρούτο και γλυκό. Κι όμως, πολύ καλύτερα απ΄ όσο ακούγονται…. Η θέα προς την θάλασσα ήταν εντυπωσιακή αλλά έπρεπε να βρεθεί και σημείο να στρώσουμε τον υπνόσακο. Οι σκιές στην αυλή της σκήτης περιορισμένες και ο ανταγωνισμός γι’ αυτές μεγάλος. Λίγα σκαλιά πιο κάτω ανακαλύψαμε ένα κιόσκι για όσους θέλουν να επισκεφτούν το σπήλαιο του Αγίου Γερασίμου, όπου και στρώσαμε.



Το απόγευμα μας επιφύλαξε κάτι δυσάρεστο. Στην κορυφή που φαινόταν από τη σκήτη, μια φωτιά έκανε την εμφάνισή της. Όσοι είχαν ξεκινήσει την ανάβαση, επέστρεψαν. Τι απογοήτευση!!! Οι μοναχοί, αφού ενημέρωσαν τις αρχές για την φωτιά, κλείστηκαν στο ναό της σκήτης. Ακούστηκε ότι έβγαλαν τα λείψανα και προσευχήθηκαν. Μόνο μία ρίψη νερού πρόλαβε να γίνει εκείνο το απόγευμα πριν πέσει το σκοτάδι, που προφανώς δεν έσβησε την φωτιά. Εμείς έτσι κι αλλιώς θα ξεκινούσαμε το πρωί, οπότε παρέμεινε ερωτηματικό η πραγματοποίηση του σχεδίου μας.


Στα θετικά της ημέρας, για την πλάτη μας, η εξασφάλιση κρεβατιού στους ξενώνες της σκήτης. Στα αρνητικά, για τις αισθήσεις μας, καθώς η θερμοκρασία ήταν ιδανική και η έλλειψη τεχνητού φωτισμού ‘γέμισε’ το ουράνιο στερέωμα με εκατομμύρια φωτάκια. Ο ύπνος στην αυλή θα ήταν ό,τι πιο κοντινό σε ελεύθερο κάμπινγκ ενώ μέσα ήταν ό,τι πιο κοντινό σε στρατό. Πολλά κρεβάτια ανά τετραγωνικό, με άντρες κατάκοπους από κούραση που θα ξυπνούσαν χαράματα…


Το επόμενο πρωί, τα νέα ήταν ευχάριστα. Η φωτιά είχε σβήσει, αν και αεροπλάνα της πυροσβεστικής έκαναν ρίψεις, πιθανόν για να αποτραπεί η αναζωπύρωση. Φορτωθήκαμε ότι πιο απαραίτητο και ξεκινήσαμε με πρώτο στόχο έναν σταυρό στην κορυφή του λόφου, που ήταν ευδιάκριτος από τη σκήτη. Πέτρινα και τσιμεντένια σκαλιά καθώς αποχωριζόμασταν την Αγία Άννα, δύσβατο μονοπάτι μετά. Λίγο χώμα και περισσότερες πέτρες φυτεμένες ή ελεύθερες, καραδοκούσαν να μετατοπίσουν το βήμα μας και τον αστράγαλό μας. Η χρήση μπατόν, που ευτυχώς είχαμε μαζί μας, αποδείχτηκε σοφή επιλογή και επιβεβλημένη. Στο σταυρό, κατάκοποι πλέον, η στάση απολύτως απαραίτητη, αν και όχι μεγαλύτερη χρονικά απ’ ότι απαιτούσαν λίγες φωτογραφίες.


Η υπόσχεση για μια πιο χορταστική στάση στα οκτακόσια μέτρα υψόμετρο, στη λεγόμενη διασταύρωση, μας έδωσε το κουράγιο να συνεχίσουμε. Λίγο πιο βατός ο δρόμος από εκεί και πέρα, αλλά εύκολος σε καμία περίπτωση. Τουλάχιστον μέχρι το καταφύγιο ο ήλιος δεν μας έβλεπε γιατί η ορειβασία γινόταν μέσα στο πράσινο. Το οποίο πράσινο, ευτυχώς μόνο για λίγα μέτρα, έγινε μαύρο από την φωτιά της προηγούμενης νύχτας. Προηγήθηκε συνάντηση με πυροσβέστες που κατασκήνωσαν εκεί τη νύχτα και τώρα έκοβαν με αλυσοπρίονο τα καμένα για να περάσουν. Γι’ αυτούς η καθημερινότητα είναι αυτή, που για εμάς ήταν το μεγάλο εγχείρημα. Με μισθό επιβίωσης. Τι έχει πάει στραβά σε αυτό τον κόσμο και η κοινωνική προσφορά είναι αντιστρόφως ανάλογη των απολαβών;


Η διασταύρωση ήταν μια μικρή όαση. Ένα πλάτωμα μέσα στο πράσινο με πηγή από την οποία ανάβλυζε γάργαρο πεντακάθαρο νερό. Πινακίδες έδειχναν σε διάφορες κατευθύνσεις, κυρίως για μοναστήρια και προσκυνήματα. «Ξεζαλωθήκαμε», γεμίσαμε νερό τα μπουκαλάκια μας, φάγαμε ξηρά τροφή, τεντώσαμε τα πονεμένα άκρα μας. Πάνω από είκοσι λεπτά δεν κάτσαμε και η επόμενη μεγάλη στάση ήταν το καταφύγιο της Παναγιάς. Το σκηνικό της ανάβασης δεν άλλαξε, με βλάστηση αλλά και δύσβατο μονοπάτι με πολύ μεγάλη κλίση. Τουλάχιστον εκεί, στα χίλια πεντακόσια μέτρα, η στάση θα ήταν πολύωρη για ένα λόγο. Θα ακολουθούσε λιτανεία – ανάβαση στις έξι το απόγευμα μέχρι την κορυφή του Άθωνα. Ακολούθως αγρυπνία στο ναό Μεταμόρφωσης του Σωτήρος που γιόρταζε (παλιό ημερολόγιο γαρ). Αγρυπνία, ατενίζοντας τη Χαλκιδική από τα 2033 μέτρα υψόμετρο!!!


Η πολυκοσμία που συναντήσαμε στο καταφύγιο δεν μας έκανε εντύπωση, κρίνοντας από το πλήθος των ορειβατών που ανέβαιναν μαζί μας. Δυνατός αέρας επικρατούσε και ηλιοφάνεια. Ένα ερωτηματικό πλανιόταν ανάμεσά μας… Που θα κοιμόμασταν τη νύχτα, εκεί ή στην κορυφή; Την απάντηση έδωσε σύντομα ένας συμπορευτής μας, που θα καθόταν τελικά στο καταφύγιο, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να κάνουμε την τελευταία και σκληρότερη ανάβαση χωρίς πράγματα. Στρώσαμε τους υπνόσακους στην αυλή του καταφυγίου για να πιάσουμε μια δυσεύρετη θέση και το απόγευμα στις έξι ξεκινήσαμε για την κορυφή.


Μπροστά μοναχοί με εικόνες και δοξολογίες, από πίσω ουρά οι πιστοί… Πρωτόγνωρο θέαμα, κατανυκτικό. Αν και το δυσκολότερο σημείο της ανάβασης. Όχι λόγω έλλειψης βλάστησης, άλλωστε ο ήλιος εκείνη την ώρα δεν ήταν έντονος, αλλά λόγω κλίσης και κακοτράχαλων (δήθεν) μονοπατιών. Σαν αγριοκάτσικα, αργά και σταθερά, ξεκινήσαμε να σκαρφαλώνουμε μαζί με το υπόλοιπο πλήθος. Ένα πλήθος ετερόκλητο, από παιδιά μέχρι γέροντες, ευτραφείς και λεπτούς, Έλληνες και Ρουμάνους, Βούλγαρους και Μολδαβούς. Εκτός από γυναίκες βέβαια και όλοι ευπρεπώς ενδεδυμένοι. Απαγορεύονται βερμούδες και αμάνικα. Μετά από κάποιες στάσεις για ανάγνωση θρησκευτικών δοξολογιών, καταφέραμε το σούρουπο να φτάσουμε στην πολυπόθητη κορυφή.


Η θέα έκοβε την ανάσα, μπορούσες να δεις, αν και με λίγο πλέον φως, όλη την χερσόνησο του Άθω αλλά και τη Σιθωνία και την Κασσάνδρα… Σα να έβλεπες τρισδιάστατο χάρτη τεραστίων διαστάσεων. Ο κόσμος πολύς, κάποιοι είχαν στρώσει ήδη για ύπνο, ενώ το εκκλησάκι προετοιμαζόταν για την αγρυπνία. Μετά τις απαραίτητες φωτογραφίες στα δύο χιλιόμετρα υψόμετρο, πήραμε το δρόμο της επιστροφής για να προλάβουμε τη μισή κατάβαση έστω και με ελάχιστο φως. Πιο γρήγορη μεν, πιο επικίνδυνη δε, όπως κάθε κατάβαση, με την κούραση να έχει φτάσει σε πρωτόγνωρα επίπεδα. Ένιωθα μόνο ότι έχω κεφάλι, τα υπόλοιπα μέλη του σώματος ήταν ξένα πάνω μου.


Είχε πλέον νυχτώσει για τα καλά όταν φτάσαμε στο καταφύγιο. Οι συνθήκες ύπνου εκεί προδιαγράφονταν οδυνηρές. Ο αέρας ήταν πολύ δυνατός, το κρύο είχε κάνει την εμφάνισή του, ο κόσμος πολύς, το τσιμέντο από την φύση του σκληρό. Η κούραση ήταν τέτοια που έπρεπε να ξαπλώσουμε οπωσδήποτε ακόμα και αν δεν μας έπαιρνε ο ύπνος. Και πως να μας έπαιρνε με τέτοιον αέρα και την ακατάπαυστη Ρουμάνικη διάλεκτο να αντηχεί στα αυτιά, από τις παρέες αριστερά και δεξιά. Τελικά τα βλέφαρα έκλεισαν, αλλά ο ύπνος γινόταν με διακοπές…



Το κρύο και ο αέρας ανάγκαζαν τον ένα μετά τον άλλο τους ορειβάτες να αναζητήσουν θαλπωρή στο μικρό εκκλησάκι του καταφυγίου. Αέρας τόσο δυνατός που σήκωνε τα πάντα στο διάβα του, ακόμα και τους ξαπλωμένους, κάθε φορά που άλλαζαν πλευρό. Μπορούσαν να μετακινηθούν αρκετούς πόντους μαζί με τον υπνόσακο, μετά από λίγες ώρες. Μέχρι τα μεσάνυχτα, έξω είχαν μείνει ελάχιστοι μαζί με μένα, κυρίως λόγω καλού υπνόσακου. Όπως ήταν επόμενο, μετά από λίγο δεν υπήρχε ούτε στασίδι ελεύθερο μέσα. Κάποιοι κοιμόντουσαν καθιστοί, οι υπόλοιποι ο ένας πάνω στον άλλο για να χωρέσουν… Δεν μπορούσες ούτε να περπατήσεις, χωρίς να πατήσεις κάποιον. Μοναδική επιλογή ο ύπνος έξω πλέον. Ρούχα, κάλτσες, κουκούλα, υπνόσακος κλεισμένος με επιμέλεια σε όλες τις πλευρές και ότι μπορούσε να σωθεί. Με την ελπίδα, έστω για μισή ώρα, η κούραση να νικήσει το κρύο. Γιατί πριν καν ξημερώσει, έπρεπε να κατηφορίσουμε.


Έτσι, την επόμενη, τον πόνο στους τετρακέφαλους από την ανάβαση και τον πόνο στα πλευρά από τον ύπνο στο τσιμέντο, διαδέχτηκε ο πόνος στα γόνατα από την κατάβαση… Γρήγορη, με τα μπατόν να προσπαθούν να φρενάρουν το ουκ ολίγο βάρος μας στην απότομη κλίση. Το θαύμα έγινε, να κατεβούμε σε τρεισήμισι ώρες τα χίλια πεντακόσια μέτρα υψόμετρο, με μία ολιγόλεπτη στάση στην διασταύρωση, στο ξέφωτο. Κι όμως… Υπήρχαν κάποιοι που μας προσπερνούσαν στο στενό μονοπάτι, χωρίς μπατόν…


Δεν ξέρω αν είναι η ενέργεια της περιοχής, αλλά ο άνθρωπος έχει ικανότητες που δεν μπορεί να τις διανοηθεί. Και αυτό είναι τελικά που έμεινε σαν επίγευση της ολιγοήμερης περιπέτειας. Με πιο καλό εξοπλισμό και λιγότερο fast forward εκδοχή ορειβασίας από την δική μας, το εγχείρημα μπορεί να γίνει και απολαυστικό και κατανυκτικό, γιατί όχι και με πνευματικά συναπαντήματα…




πηγη

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου