«Όταν τράβηξα τα χέρια από τον λαιμό της και συνειδητοποίησα τι είχα κάνει, πανικοβλήθηκα. Από αυτήν τη στιγμή και μετά ήμουν ένα ρομπότ. Ό,τι έκανα, το έκανα μηχανικά» θα πει το 1999 σε συνέντευξή του ο Γιώργος Σκιαδόπουλος για την δολοφονία της συντρόφου του, που αποτέλεσε ένα από τα ειδεχθέστερα εγκλήματα στην Ελλάδα.
Συχνά ακούμε την φράση «ο έρωτας τυφλώνει», όμως κανείς δεν περίμενε ο παθιασμένος έρωτας του Γιώργου Σκιαδόπουλου με την εξωτική καλλονή Τζούλι Μαρί Σκάλι να τελειώσει με αυτό τον τρόπο. «Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά» έγραφαν οι εφημερίδες μετά την αποκάλυψη της στυγερής δολοφονίας και έμοιαζε να είναι αλήθεια, από τον τρόπο που εξελίχθηκε η γνωριμία του ζευγαριού.
Οι πρώτες γραμμές της ερωτικής τους ιστορίας γράφτηκαν πάνω σε ένα κρουαζιερόπλοιο τον Νοέμβριο του 1997. Ο 22χρονος Γιώργος εργαζόταν ως τρίτος μηχανικός στο Galaxy. Εκεί γνώρισε την 29χρονη Τζούλι, πρώην μοντέλο που ταξίδευε με το σύζυγο της Τιμ Νιστ. Το ζευγάρι ήταν παντρεμένο ήδη επτά χρόνια και είχαν μόλις ένα χρόνο νωρίτερα αποκτήσει ένα κοριτσάκι. Ο Τιμ είχε οικονομική άνεση, καθώς ήταν επιτυχημένος αρχιτέκτονας εξωτερικών χώρων.
Τα αγγλικά του Γιώργου ήταν ελάχιστα, αλλά με κάποιον μαγικό τρόπο άρχισε να κάνει παρέα με το ζευγάρι. Είχε ερωτευτεί την Τζούλι από την πρώτη στιγμή και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αντιλήφθηκε πως το αίσθημα ήταν αμοιβαίο. Αυτό ήταν αρκετό για να ξεκινήσει να την πολιορκεί, με την όμορφη Τζούλι να ανταποκρίνεται. Όταν η κρουαζιέρα τελείωσε, αν και θα περίμενε κάποιος πως θα έμπαινε τέλος και στο φλερτ τους, αυτό δεν συνέβη.
Μπορεί η Τζούλι να επέστρεψε στο Νιου Τζέρσεϋ με τον σύζυγό της, όμως διατήρησε επικοινωνία με τον Γιώργο. Μάλιστα, όταν κάποια στιγμή το πλοίο του έπιασε λιμάνι στο Πουέρτο Ρίκο, εκείνη δεν δίστασε να κάνει ένα πολύωρο ταξίδι μόνο για να τον συναντήσει για κάποιες ώρες. Ο έρωτάς τους δυνάμωνε και η Τζούλι δύο μήνες αργότερα είναι πλέον σε διάσταση με τον σύζυγό της. Τον Φεβρουάριο του 1998 θα ταξιδέψει ξανά με το κρουαζιερόπλοιο που εργαζόταν ο Σκιαδόπουλος.
Η αντίστροφη μέτρηση για το τέλος του γάμου της με τον Τιμ έχει αρχίσει. Ο Γιώργος την συστήνει σε όλους ως αρραβωνιαστικιά του. Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, εκείνος θα επισκεφθεί την Τζούλι στο πατρικό της στο Νιου Τζέρσεϋ για να γνωρίσει την οικογένειά της. Βρίσκει απέναντί του τον πρώτο εχθρό. Η μητέρα της Τζούλι διαφωνούσε με το διαζύγιο και διατράνωνε παντού ότι ο Έλληνας έχει βάλει “στόχο” τα χρήματα της κόρης της, η οποία αναμενόταν να λάβει 600.000 δολάρια μετά το διαζύγιο με τον Τιμ Νιστ.
Ο Σκιαδόπουλος έφυγε δυσαρεστημένος από την Αμερική και έφτασε στην Καβάλα. Εκείνη περίμενε να εκδοθεί το διαζύγιό της. Πράγματι στις 13 Οκτωβρίου είχε το πολυπόθητο χαρτί στα χέρια της και μια εβδομάδα αργότερα έφτασε στην Αθήνα για να προετοιμάσει το γάμο της. Θα επέστρεφε τον Νοέμβριο στην Αμερική για κάποια διαδικαστικά θέματα. Γιατί έτσι αντιμετώπισε εκείνη τη στιγμή το παιδί της.
Πραγματοποίησε το ταξίδι της στην Αμερική, όπου και υπέγραψε την παραχώρηση της πλήρους κηδεμονίας της κόρης της στον πρώην σύζυγό της. Αυτή η υπογραφή της χάρισε 150.000 δολάρια, ως πρώτη δόση από τον διακανονισμό που είχε κάνει με τον πρώην σύζυγό της. Πλέον ο Γιώργος και η Τζούλι είχαν αρχίσει να κάνουν σχέδια για την κοινή τους ζωή. Εκείνος δε, εγκατέλειψε την θάλασσα και αποφάσισε να εργαστεί ως ταξιτζής για να είναι δίπλα στην καλλονή σύντροφό του.Ωστόσο, λίγες ημέρες μετά την άφιξή της από την Αμερική, η Τζούλι «συνήλθε» και άρχισε να σκέφτεται ότι ίσως είχε κάνει λάθος με το ζήτημα της ανατροφής του παιδιού της. Αυτή η σκέψη έφερε την επόμενη, με το νεαρό μοντέλο να βασανίζεται στην ιδέα ότι άφησε την οικογένειά της και κυρίως την μικρή Κέιτι για να ζήσει με τον Γιώργο. Οι πρώτοι καβγάδες δεν άργησαν να έρθουν και για πρώτη φορά εκείνος ένιωσε ότι η σχέση του κλονίζεται και θα μπορούσε να την χάσει. Άρχισε να την πιέζει να προχωρήσουν γρήγορα σε πολιτικό γάμο. Είχε ήδη αγοράσει το νυφικό της. Όμως οι αμφιβολίες για αυτό που πάει να κάνει κυρίευαν το μυαλό της. Είχε αρχίσει να ασφυκτιά στην μικρή Καβάλα.
Το ταξίδι
Ο Γιώργος συνέχιζε να την πιέζει και στις 8 Ιανουαρίου νοικιάζουν ένα αυτοκίνητο προκειμένου να πάνε στην Αθήνα να επισκεφθούν τον πατέρα του, που ζούσε εκεί, αλλά και να παραλάβουν κάποια πράγματα της Τζούλι που είχαν φτάσει από την άλλη άκρη του κόσμου.
«Δεν θέλω να παντρευτώ. Θέλω να είμαι κοντά στο παιδί μου. Έλα μαζί μου στην Αμερική» φέρεται να του είπε κατά τη διάρκεια της διαδρομής. Εκείνος όμως δεν μπορούσε να φύγει, δεν είχε υπηρετήσει στο στρατό. Πάγωσε. Ήταν βέβαιος πως θα την χάσει. Στο 132ο χιλιόμετρο της εθνικής οδού Καβάλας – Θεσσαλονίκης, έβγαλε το όχημα από τον δρόμο και μπήκε σε ένα χωματόδρομο καθώς «ήταν ευκαιρία να τη χτυπήσει για να την ταρακουνήσει».
Η Τζούλι άρχισε να φωνάζει, το ινδιάνικο αίμα της την έκανε να βράζει και εκείνος της έκλεισε το στόμα και την έσφιξε με όλη του τη δύναμη, μέχρι που σταμάτησε να κινείται. Αργότερα, κατά την απολογία του θα επαναλάβει ότι δεν ήθελε να τη σκοτώσει, αλλά έχασε την ψυχραιμία του.
Ο ίδιος θα περιγράψει αργότερα τον εαυτό του σε κατάσταση πανικού. Όμως τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογήσει όσα συνέβησαν στα επόμενα λεπτά. Το πτώμα της Τζούλι κάηκε δύο φορές, με τη βοήθεια τεσσάρων μπιτονιών βενζίνης, αποκεφαλίστηκε και κατέληξε στριμωγμένο και ακέφαλο μέσα σε κάποια παλιά βαλίτσα που υπήρχε στο σπίτι της γιαγιάς του Σκιαδόπουλου. Πέταξε τη βαλίτσα με το ακέφαλο πτώμα στη λίμνη και πήρε το δρόμο της επιστροφής για την Καβάλα. Το κρανίο πετάχτηκε στην παραλία Καλαμίτσα της Καβάλας και δεν βρέθηκε ποτέ.
Η εξαφάνιση
«Το πρώτο που σκέφθηκα ήταν να εξαφανίσω την Τζούλι με κάθε τρόπο και στη συνέχεια να δώσω ένα τέλος στη ζωή μου. Έτσι δεν θα γινόταν γνωστό ότι ο Γιώργος Σκιαδόπουλος δολοφόνησε μ' αυτό τον τρόπο την αγαπημένη του» θα πει ο ίδιος μέσα από την φυλακή το 1999. Όμως δεν τα κατάφερε να βάλει τέλος στη ζωή του, αλλά έπρεπε να βρει ένα τρόπο να μην μάθει κανείς το έγκλημά του.
Τότε του ήρθε η ιδέα να πει πως εξαφανίστηκε. «Έπρεπε, λοιπόν, να δικαιολογήσω την απουσία της κι αυτό που σκέφτηκα ήταν να δηλώσω μια εξαφάνιση, με σκοπό να κερδίσω χρόνο και τελικά να βρω τη δύναμη να αυτοκτονήσω. Κι όχι ν' αποφύγω τις συνέπειες της πράξης μου. Δηλώνω την εξαφάνιση και από εκείνη τη στιγμή οι ίδιοι οι συγγενείς μού προτείνουν να πάω στις εκπομπές του Χαρδαβέλλα και της Νικολούλη» εξηγεί.
Προκειμένου να πετύχει το σχέδιό του άλλαξε τις ημερομηνίες λέγοντας, στην αστυνομία, ότι ταξίδεψε με την Τζούλι για την Αθήνα στις 10 του μηνός και όχι στις 8, και πως εκείνη χάθηκε από τα μάτια του, όταν σταμάτησαν σε ένα μαγαζί για να αγοράσει φαγητό. Για 18 μέρες ο πρώην μηχανικός του εμπορικού ναυτικού προσπαθούσε να κρύψει το αποτρόπαιο έγκλημά του.
Η αστυνομία όμως τον είχε βάλει στο κάδρο του βασικού υπόπτου από την αρχή. Την 19η ημέρα το θέατρο τελείωσε. Ο Γιώργος Σκιαδόπουλος ομολόγησε πως δολοφόνησε την αγαπημένη του και περιέγραψε με όλες τις λεπτομέρειες το αποτρόπαιο έγκλημα που διέπραξε. Η τελευταία σκηνή του δράματος γράφτηκε στο νεκροτομείο Αθηνών, με τον Πάνο Σόμπολο να περιγράφει στο βιβλίο του «Τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα»: «Εγώ, που έχω δει αμέτρητα πτώματα. Αυτό ήταν το κάτι άλλο! Θα το θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή».
Τα ισόβια του πρώτου βαθμού «έσπασαν» στο Εφετείο, με τον Σκιαδόπουλο να αποφυλακίζεται τελικά το 2009, δέκα χρόνια μετά το ανατριχιαστικό έγκλημα, που ενέπνευσε βιβλία και τηλεοπτικά σενάρια και πρωταγωνίστησε στις σελίδες των «New York Times».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου