Τώρα πια, εκείνες οι πρώτες μέρες μοιάζουν σαν ένα κεφάλαιο της ιστορίας που ανήκει στο απώτερο παρελθόν, πολύ μακρύτερο από όσο πραγματικά είναι, είτε σαν ένα κακόγουστο αστείο το οποίο συμφωνήσαμε σιωπηρά να μην ξαναναφέρουμε, γιατί μας κούρασε αφόρητα. Δεν αναφέρομαι φυσικά στην ίδια την πανδημία, με την οποία όλοι μας αργά ή γρήγορα ήρθαμε αντιμέτωποι, αλλά για το γεγονός της κρατικής επιβολής ενός καθολικού lockdown που έθεσε την πόλη και τους εαυτούς μας στην αδράνεια.
«Είναι ίσως το τελευταίο βήμα μιας οργανωμένης Δημοκρατικής Πολιτείας, που όμως πρέπει να γίνει εγκαίρως, γιατί ο χρόνος δεν μετριέται πλέον σε μέρες αλλά σε ώρες», είχε δηλώσει στο διάγγελμα της 22ης Μαρτίου, τέσσερα χρόνια πριν από σήμερα, ο πρωθυπουργός. Περίπου ένα μήνα πριν, είχε εντοπιστεί το πρώτο επιβεβαιωμένο κρούσμα στη χώρα και μέχρι εκείνη τη στιγμή τα κρούσματα είχαν περάσει το κατώφλι των 500, ανατρέποντας όποια υπόνοια για κατάσταση που παραμένει υπό έλεγχο.
Τα νούμερα ανέβαιναν εκθετικά, όσο αποφασιστικά και αν προχωρούσε η κρατική μηχανή στην αναστολή κλάδων και λειτουργιών, σχετικών με τον κίνδυνο μετάδοσης – είχαν τεθεί περιορισμοί στην είσοδο πολιτών στη χώρα, τα εμπορικά καταστήματα είχαν κατεβάσει ρολά, αλλά ο ρυθμός μετάδοσης μεγάλωνε απτόητα.
«Το μεγαλύτερο όπλο κατά του αόρατου εχθρού είναι η προσωπική μας συμπεριφορά», είχε τονίσει σε εκείνο το κομβικό διάγγελμα που έμελλε να σημάνει την αρχή μιας σκοτεινής, τραυματικής εμπειρίας, για την οποία τρέφαμε τότε την αυταπάτη ότι θα διαρκέσει δύο εβδομάδες. «Δεν κυκλοφορούμε χωρίς αιτία. Μένουμε σπίτι». Από το πρωί της επομένης, σημαντικοί περιορισμοί επιβλήθηκαν στην κυκλοφορία και τη μετακίνηση των πολιτών σε ολόκληρη την επικράτεια, με τα αστικά κέντρα να βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με την επαρχία.
Πολύ γρήγορα, το αίσθημα έγινε ασφυκτικό.
Με την απόσταση που προσφέρει κυριολεκτικά και μεταφορικά ο χρόνος σήμερα, αναρωτιέται κανείς τι είχε νόημα από όλα αυτά που κάναμε, παραδομένοι σε ένα απροσδιόριστο μείγμα άγχους και φόβου. Ακολουθώντας την οδηγία να παραμείνουμε όσο περισσότερο προσεκτικοί μπορούμε, πλέναμε τα τρόφιμα όποτε επιστρέφαμε από το super market, βγάζαμε απευθείας τα ρούχα μας και τα ρίχναμε στο πλυντήριο με τη σκέψη ότι ο ιός ενδέχεται να έχει εισχωρήσει στις ίνες του υφάσματος, εκμηδενίσαμε τις επαφές μας για παν ενδεχόμενο. Θρέψαμε τους ψυχαναγκασμούς στην καθαριότητα, τον κοινωνικό στιγματισμό των κρουσμάτων, το χάσμα που προϋπήρχε μεταξύ προνομιούχων και μη στην κοινωνία.
Το αφήγημα της ατομικής ευθύνης καλλιέργησε ενοχές. Απ’ την άλλη, το καθεστώς ελέγχου με τον αριθμό 13033 καλλιέργησε τον φόβο. Μάθαμε να ζούμε έτσι στα νέα δεδομένα, με νέες συνήθειες, απομονωμένοι πίσω από την οθόνη του υπολογιστή μας, ψάχνοντας δόσεις χαράς σε συνταγές από μπανανόψωμα και ασκήσεις γυμναστικής στο σπίτι.
Μερικές εβδομάδες αργότερα, η άρση των μέτρων εν όψει της τουριστικής περιόδου θα ήταν μια πρώτη επιβεβαίωση της προβληματικής στρατηγικής που η χώρα είχε επιλέξει να ακολουθήσει, χωρίς να φροντίζει για τις ΜΕΘ και τις ανάγκες του συστήματος υγείας. Έναν χρόνο και μερικούς μήνες αργότερα, η διαπίστωση αυτή θα γινόταν ακόμη πιο ξεκάθαρη, όταν κατά τη διάρκεια του δεύτερου και πιο ασφυκτικού lockdown, μια διεθνής έκθεση θα κατέτασσε την Ελλάδα ψηλά στη λίστα με τις χώρες όπου επιβλήθηκαν τα αυστηρότερα μέτρα για τη διαχείριση της πανδημίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου