Δεν αποκλείεται η ζωή της Τζέλης Χατζηδημητρίου να είχε εξελιχθεί διαφορετικά αν το 1980, παραμονές Δεκαπενταύγουστου στη Μυτιλήνη, δεν είχε επιβιβαστεί στο λάθος λεωφορείο.
«Ήθελα απλά να να πάω για ένα Σαββατοκύριακο στον Μόλυβο -που τότε ήταν το αγαπημένο μέρος των Μυτιληνιών- για να ξεφύγω» λέει σήμερα η διακεκριμένη κινηματογραφίστρια, φωτογράφος και συγγραφέας. «Είχα πολλά προσωπικά θέματα. Ήμουν πολύ ζορισμένη γιατί η μητέρα που πέθαινε από καρκίνο, ήταν άρρωστη 7 χρόνια, από τα 11 μου. Ήθελα λοιπόν να πάω διακοπές αλλά δεν βρήκα εισιτήριο για το λεωφορείο. Και μου λένε στο σταθμό: Πάρε το λεωφορείο που πάει στην Ερεσό, έχει ακόμη μερικές κενές θέσεις». Όντως μπήκε στο λεωφορείο χωρίς να έχει ιδέα για το τι επρόκειτο να συναντήσει εκεί και κυρίως για την μακρά ιστορία της Ερεσού.
«Ήμουν 18 χρονών, “επαρχιωτάκι” από τη Μυτιλήνη. Ζούσα μεν εκεί αλλά είχα πάει μόνο μια φορά στην Ερεσό, με το σχολείο. Το να πας στην Ερεσό από τη Μυτιλήνη όπου έμενα εγώ ήταν δύσκολο, ήθελες οπωσδήποτε τέσσερις ώρες με το λεωφορείο για να φτάσεις. Στην Ερεσό λοιπόν δεν πήγαινε πολύ κόσμος. Πήγαιναν κυρίως οι ντόπιοι, όσοι δηλαδή κατάγονταν από εκεί. Και φυσικά δεν είχαμε ακούσει τίποτα για το ότι μπορεί η Ερεσός να συνδέεται με τη Σαπφώ». Δεν γνώριζε καν ότι η Σαπφώ ήταν ομοφυλόφιλη. «Μιλάμε για μία εποχή που όχι internet δεν υπήρχε, ούτε καν πληροφόρηση. Δηλαδή για να βρω τα ποιήματα της Σαπφούς και γενικά για να μάθω περισσότερα πράγματα για εκείνη, έπρεπε να ψάξω σε εγκυκλοπαίδειες Πάπυρος Λαρούς».
Το καταφύγιό της ήταν τα βιβλία. «Ήμουν ένα παιδί πολύ περίεργο και επαναστατημένο σαν χαρακτήρας. Στα 12 διάβαζα Ντοστογιέφσκι και στα 14 Καμύ, έψαχνα και σε αρχαίους φιλοσόφους να βρω απαντήσεις στα ερωτήματα που είχα, αλλά η κοινωνία γύρω μου ήταν ασφυκτική. Το θέμα της ομοφυλοφιλίας δεν ετίθετο καν». Τι κι αν ήταν ανάμεσα στις καλύτερες μαθήτριες της τάξης της; Δεν είχε κανένα συγκεκριμένο σχέδιο για το μέλλον της. Δεν είχε περιθώρια, όπως λέει, να θελήσει κάτι πολύ γιατί ήταν τόσο κακή η κατάσταση στο σπίτι και την οικογένεια της. «Ονειρευόμουν καμιά φορά ότι θα μπορούσα να γίνω δημοσιογράφος. Πάντως σίγουρα δεν ήθελα να κάνω τίποτα που να έχει σχέση με κλασικές, καθώς πρέπει δουλειές, τύπου γιατρός, καθηγήτρια, δικηγόρος κλπ. Όλα αυτά για μένα ήταν ξένα εντελώς. Τελικά πέρασα στη Βιομηχανική Θεσσαλονίκης χωρίς καν να δώσω εξετάσεις, μόνο με τους βαθμούς που είχα στο σχολείο. Ήταν τόσο δύσκολα τα πράγματα με τη μητέρα μου στο σπίτι που δεν έγραφα καν, έδινα σχεδόν λευκές κόλλες».
Έπρεπε να περάσουν τριάντα χρόνια από την πρώτη της επίσκεψη στην Ερεσό (κατά τη διάρκεια των οποίων φυσικά επέστρεφε διαρκώς εκεί) για να επιχειρήσει, αρχικά χωρίς καλά καλά να το συνειδητοποιεί, κάτι σχετικό με τη συρροή λεσβιών στον συγκεκριμένο τόπο. «Τη δεκαετία 2010-2020 υπήρξε μια μείωση του κόσμου που ερχόταν στην Ερεσό. Τότε αποφάσισα να βγάλω τον πρώτο, και μοναδικό μέχρι σήμερα οδηγό που αναφέρει την Ερεσό ως λεσβιακό προορισμό» λέει, αναφερόμενη στο “A Girl’s Guide to Lesbos” (2012). «Όλο αυτό δεν υπήρχε πουθενά αλλού ως πληροφορία γιατί “άμα πούμε ότι εκεί μαζεύονται λεσβίες θα μας διώξουν τον οικογενειακό τουρισμό”.
Δηλαδή η φάση τότε ήταν: “Δεν θέλουμε τις λεσβίες με τα βρωμόσκυλά τους, θέλουμε τις οικογένειες με τα παιδάκια τους”. Πολλοί ακόμα έτσι το σκέφτονται. Δηλαδή ένα μεγάλο μέρος των ντόπιων θα προτιμούσαν ακόμα και σήμερα να βλέπουν τα παιδάκια των ετεροφυλόφιλων ζευγαριών παρά των ομοφυλόφιλων που έρχονται. Είχαν γίνει και διάφορα σκηνικά που δεν υπάρχουν στην ταινία, αλλά είναι στο υλικό που θα μεταφερθεί online όταν ολοκληρωθεί ο κύκλος της προώθησής της. Δηλαδή έρχονταν λιγότερα άτομα και περισσότερο για να διασκεδάσουν, χωρίς καμία φεμινιστική συνείδηση. Οπότε αποφάσισα να βγάλω τον συγκεκριμένο οδηγό της Λέσβου και αμέσως υπήρξε μεγάλο ενδιαφέρον. Ακόμα και τα άτομα που έρχονταν χωρίς να ξέρουν τίποτα, ήθελαν να μάθουν».
Με την πρώτη HD κάμερα που είχε στην κατοχή της αποφάσισε να ξεκινήσει να τραβάει «κι ό,τι γίνει. Κατέγραφα χωρίς να ξέρω ότι κάνω ταινία. Απλά ένιωσα ότι έπρεπε να κρατήσω ζωντανή την ιστορία μας». Εννοεί την ιστορία των λεσβιών. Εννοεί και την ιστορία της Ερεσού, από την πρώιμή της περίοδο ως λεσβιακό safe space, τότε που τα πράγματα ήταν πιο «spiritual» και έμεναν σε σκηνές στην παραλία, κατόπιν στα χρόνια της οργανωμένου camping, των rooms to let, των λεσβιακών μπαρ, της πολυκοσμίας, των εντάσεων, της μετέπειτα «νηνεμίας» και φτάνοντας τελικά στο σήμερα.
Για την Τζέλη Χατζηδημητρίου όπως ίσως θα περίμενε κανείς η πιο αγαπημένη από όλες αυτές τις περιόδους είναι η πρώτη, με τις «καλύβες στην παραλία. Ήταν η πιο αυθεντική. Ή μου φαίνεται έτσι γιατί ήμασταν πολύ νέες. Υπήρχε όμως η αίσθηση ότι ανακαλύπτεις τον κόσμο από την αρχή. Ή ότι ζεις σε έναν αντεστραμμένο κόσμο. Ότι έχεις τη δύναμη να κάνεις αυτό που θες. Ότι επιτέλους δεν είσαι μειοψηφία. Δεν είσαι η “ανώμαλη”. Υπήρχε τόση χαρά, τόσο παιχνίδι, τόσος έρωτας, τόσο σεξ, τόσο μοίρασμα. Ήταν το μόνο μέρος που αισθανόσουν ότι δεν είσαι απόκληρος της κοινωνίας».
Ξεκίνησε να κινηματογραφεί χωρίς κανένα συγκεκριμένο σχέδιο, χωρίς σενάριο, γρήγορα όμως, μέσα από τις συνεντεύξεις, συνειδητοποίησε ότι έπρεπε στο εγχείρημα της να εμπλέξει και τους ντόπιους. «Η ιστορία που περιέγραφαν οι δικές μας κοπέλες, εμπεριείχε και τους ντόπιους. Δεν μπορούσα να τους αφήσω έξω. Αυτό το κομμάτι ήταν το πιο δύσκολο. Βρέθηκα να ακούω ξανά πράγματα που νόμιζα ότι δεν θα ξανακούσω στη ζωή μου. Πράγματα που με πλήγωσαν πολύ». Τόσο που κόντεψε να παρατήσει το ντοκιμαντέρ της στη μέση. «Όταν είσαι νέος και δεν έχεις περάσει τόσα χρόνια σε μια υποτιθέμενη συνύπαρξη, το αντέχεις, είσαι και πιο επαναστατικός. Αλλά να έχω κλείσει τα 50, να ζω εκεί -γιατί πλέον περνάω το μισό μου χρόνο στην Ερεσό- και να ακούω ξανά από την αρχή για το πώς ένιωθαν για εμάς επί δεκαετίες, ήταν σοκαριστικό. Ευτυχώς, αφού ξεπέρασα το τραυματικό σοκ, το γύρισα στην πλάκα, δηλαδή αλληλοκοροϊδευόμασταν για το πώς ήμασταν όλοι εκείνα τα παλιά χρόνια. Και τελικά μέσα από όλο αυτό γεννήθηκαν εξαιρετικά δυνατές φιλίες με ντόπιους. Όταν τα κρατάς μέσα σου αυτά, είναι σαν ένα τραύμα που δεν επουλώνεται ποτέ. Όταν όμως τα βγάλεις από μέσα σου και ξέρεις ότι ο άλλος δεν σε κρίνει -γιατί εγώ ποτέ, σε καμία ταινία μου δεν παρεμβαίνω σε ό,τι μου λένε μπροστά στην κάμερα- γίνεται η επούλωση».
Για τις ανάγκες της νέας της, μεγάλου μήκους ταινίας, πήρε συνεντεύξεις από περισσότερα από 170 άτομα: λεσβίες, ελληνικής καταγωγής και μη και στρέιτ άτομα. Τις μεγαλύτερες «χοντράδες» τις άκουσε από στρέιτ γυναίκες. «Γιατί είχαμε μεταξύ μας μεγαλύτερη οικειότητα. Οι άντρες κατά κάποιο τρόπο δεν μπορούσαν ούτε καν να το αγγίξουν το θέμα. Δεν μπορούσαν να δεχτούν το γεγονός ότι δεν τους συμπεριλαμβάναμε σε τίποτα στη ζωή μας, οπότε όταν τους συνάντησα για τα γυρίσματα, παρόλο που έλεγαν χοντράδες, ήταν διαφορετικές από αυτές που έλεγαν οι γυναίκες. Ήταν διαφορετική η ένταση και η ποιότητά τους» λέει η σκηνοθέτρια και στέκεται σε άλλη μία σημαντική διάσταση στις σχέσεις των λεσβιών επισκεπτριών με τον ντόπιο πληθυσμό, αυτή της οικονομικής συναλλαγής. Όπως επισημαίνεται στο ντοκιμαντέρ δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που οι τύχες των ντόπιων άλλαξαν ακριβώς γιατί πούλησαν κατά κανόνα σε ξένες λεσβίες τα μισογκρεμισμένα παραπήγματα που είχαν στα χωράφια τους. «Ναι, όταν μπήκε στη μέση ο οικονομικός παράγοντας άρχισε να υπάρχει μεγαλύτερη ανοχή».
Μόνο ανοχή; Όχι αποδοχή; «Η αποδοχή ήρθε σε προσωπικό επίπεδο με κάποιους. Οι γείτονές μου που ανταλλάζουμε μελιτζάνες και άλλα από τους κήπους μας και κάθε μέρα μου φέρνουν ένα πιάτο φαϊ, είναι σαν οικογένειά μου. Ξέρουν τα πάντα για μένα. Αυτό έχει συμβεί με πολλές ακόμη γυναίκες – και με ξένες. Δηλαδή γυναίκες που πηγαίνουν πολλά χρόνια στην Ερεσό και μπορεί να μένουν στο ίδιο δωμάτιο κάθε χρόνο, αναπτύσσουν στενές σχέσεις με τον ντόπιο κόσμο, κάνουν μαζί γενέθλια, Χριστούγεννα, ανταλλάζουν δώρα κάθε φορά που έρχονται και φεύγουν. Αυτό πια δεν είναι οικονομική συναλλαγή. Είναι σχέση κανονική, είναι φιλία. Ναι, στην αρχή το έκαναν οι ντόπιοι για τα χρήματα, μετά όμως υπήρξε κατανόηση, δημιουργήθηκαν δεσμοί, κατάλαβαν τη δική μας πλευρά, πώς είμαστε, πώς νιώθουμε. Για να καταλάβεις, τώρα πια αν χωρίσει κάποια από τις παλιές κοπέλες, γίνεται ολόκληρο θέμα από τις ντόπιες. “Γιατί χώρισες, α’ να μου χαθεί αυτή που σε άφησε”, τέτοια πράγματα. Τονίζω όμως ότι αυτά δεν ισχύουν για όλους τους ντόπιους».
Τα γυρίσματα για το ντοκιμαντέρ «Λεσβία» ξεκίνησαν στην αυγή της προηγούμενης δεκαετίας και ολοκληρώθηκαν πέρυσι, οπότε και η Χατζηδημητρίου πήρε τις τελευταίες συνεντεύξεις, έχοντας συνολικά στα χέρια της υλικό διάρκειας πάνω από εκατό ώρες, σημαντικό τμήμα του οποίου συγκεντρώθηκε από «το λεσβιακό δίκτυο που σε βοηθάει». Όπως σε βοηθάνε μερικές φορές και τα social media. «Από τη στιγμή που έφτιαξα μια σελίδα στο Facebook και ζήτησα υλικό, μου ήρθε άπειρο απ’ όλες τις γυναίκες που θέλανε να μοιραστούν την εμπειρία τους και την ιστορία τους με μένα. Μέχρι την τελευταία στιγμή λάμβανα υλικό. Σκέψου ότι ενώ είχε τελειώσει το coloring, την μοντάρισα ξανά γιατί μου ήρθαν μερικά αρχεία από το εξωτερικό».
Στη «Λεσβία» της Τζέλης Χατζηδημητρίου απονεμήθηκε ειδική μνεία στο πρόσφατο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, με την κριτική επιτροπή του βραβείου Mermaid να αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «δεν είναι απλώς μια ταινία για τις λεσβίες απ’ όλο τον κόσμο που βρίσκουν τον δικό τους παράδεισο στο αιγαιοπελαγίτικο νησί της Σαπφούς, αλλά και μια ιστορία εξευγενισμού (gentrification) και “οικονομικής ανακωχής” ανάμεσα στους ντόπιους και τις λεσβίες τουρίστριες που καταφθάνουν στην Ερεσό κάθε καλοκαίρι. Η “Λεσβία” δεν χαρακτηρίζεται μόνο από την αυτοβιογραφική τόλμη, αλλά και από την πρόθεσή της να φέρει στο προσκήνιο ευρύτερες δομικές παθογένειες, όπως το ομοξέπλυμα (pinkwashing), τις πολιτικές ανάπτυξης και εξευγενισμού και τις αποικιοκρατικές συμπεριφορές με τις οποίες συχνά αντιμετωπίζεται ο ευρωπαϊκός Νότος. (…). Την ίδια στιγμή, η ταινία είναι σέξι».
Λίγο πριν την επικείμενη προβολή της ταινίας στην Αθήνα (4-10 Απριλίου, Τριανόν) και τη συνέχιση της φεστιβαλικής πορείας της σε Ευρώπη και Αμερική, απευθύνει στη Τζέλη Χατζηδημητρίου μία ακόμη, πολύ απλή ερώτηση:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου