Άγαλμα του Gaspar Corte-Real - πηγή
Από τη φύση τους, οι εξερευνητές ωθούν τα όρια της επιβίωσής τους στο όνομα της δόξας. Οπότε, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί έχουν χαθεί κατά τη διάρκεια κάποιας αποστολής τους. Με την πάροδο των χρόνων, η αναζήτηση της αλήθειας για το τι τους συνέβη, έχει γοητεύσει το κοινό, τους ιστορικούς και τους δημοσιογράφους, οδηγώντας σε πολυάριθμες θεωρίες, αλλά και σε μερικά εκπληκτικά ευρήματα.
Gaspar και Miguel Corte-Real
Ο νεότερος από τους τρεις Πορτογάλους αδερφούς, ο Gaspar Corte-Real, ήταν ένας μανιακός εξερευνητής που πραγματοποίησε μια αποστολή στη Γροιλανδία το 1500. Το 1501, ξεκίνησε μια δεύτερη αποστολή με τον μεγαλύτερο αδελφό του, Miguel, στην οποία διεκδίκησαν τη Γροιλανδία για το στέμμα προτού πλεύσουν για να φτάσουν στη σημερινή επαρχία του Καναδά στον Ατλαντικό, Νέα Γη και Λαμπραντόρ. Εκείνην την εποχή, ο Gaspar έστειλε δύο από τα τρία πλοία του πίσω στην Πορτογαλία, συμπεριλαμβανομένου εκείνου του οποίου καπετάνιος ήταν ο αδελφός του. Το πλοίο του Gaspar συνέχισε τις εξερευνήσεις, αλλά δεν εθεάθη ποτέ ξανά.
Το 1502, ο Miguel Corte-Real, μαθαίνοντας την εξαφάνιση του αδελφού του, ηγήθηκε μιας ομάδας αναζήτησης στην περιοχή όπου θεωρήθηκε χαμένος ο Gaspar, αλλά δεν βρήκε τίποτα. Επιπλέον, χάθηκε και το δικό του πλοίο. Ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Vasco Annes, ζήτησε από τον βασιλιά να του επιτρέψει να ηγηθείς μιας νέας ομάδας για την αναζήτηση των χαμένων αδελφών του, αλλά ο βασιλιάς αρνήθηκε -ίσως επειδή ήταν απρόθυμος να διακινδυνεύσει την ντροπή να χαθεί και τρίτος Corte-Real.
Οι εξαφανίσεις παρέμειναν μυστήριο για αιώνες. Όμως, στη δεκαετία του 1910, ο Edmund Burke Delabarre, ένας καθηγητής ψυχολογίας, πρότεινε μια νέα θεωρία για τις επιγραφές στο διάσημο Dighton Rock στη Μασαχουσέτη. Ο βράχος είναι καλυμμένος με πετρογλυφικά, τα οποία πρώτη φορά παρατηρήθηκαν το 1680. Έκτοτε, μελετητές πρότειναν πολυάριθμες θεωρίες για το ποιος τα σκάλισε και γιατί. Ο Delabarre πρότεινε ότι η επιγραφή ήταν στην πραγματικότητα συντομογραφίες στην λατινική γλώσσα που γράφει, "Εγώ, Miguel Cortereal, 1511. Σε αυτό το μέρος, με το θέλημα του Θεού, έγινα αρχηγός των Ινδιάνων". Αυτή η θεωρία υποδηλώνει ότι ο εξερευνητής ίσως συνέχισε τα ταξίδια του στην Αμερική και επιβίωσε τουλάχιστον εννέα χρόνια στον Νέο Κόσμο. Αν κανείς πιστέψει αυτό, τότε πέτυχε πολλά στη νέα του ζωή.
Ζαν-Φρανσουά ντε Γκαλώπ
Η τελευταία επιστολή του ντε Γκαλώπ - πηγή
Ο Ζαν-Φρανσουά ντε Γκαλώπ (Jean-Francois de Galaup), κόμης του Λαπερούζ (Comte de la Pérouse), ήταν καταξιωμένος καπετάνιος. Το 1785, εμπνευσμένος από τις επιτυχίες του Τζέιμς Κουκ, ο Γάλλος βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΣτ' της Γαλλίας τον έστειλε να εξερευνήσει τον Ειρηνικό. Η ομάδα αποτελούνταν από δύο πλοία, το La Boussole και το L'Astrolabe, και συνολικό πλήρωμα 225 άντρες. Το ταξίδι θα διαρκούσε τέσσερα χρόνια. Ο Λαπερούζ κράτησε σχολαστικά αρχεία των ευρημάτων του κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, χαρτογραφώντας ακτές, λαμβάνοντας δειγμάτων και παρατηρώντας τους λαούς και τους τόπους που είδε. Ευτυχώς, έστειλε αυτά τα ημερολόγια στη Γαλλία, όπου διατηρήθηκαν και αργότερα δημοσιεύτηκαν με μεγάλη επιτυχία. Αφού πέρασε με επιτυχία τον Ειρηνικό από την Ιαπωνία, τις Φιλιππίνες και την Τόνγκα, ο Λαπερούζ έφτασε στον όρμο Botany Bay στην Αυστραλία. Εκεί, τον Μάρτιο του 1788, Βρετανοί έποικοι τον να ξεμπαρκάρει είδαν για τελευταία φορά. Το 1791, και χωρίς κανένα νέο να έχει ληφθεί για κάποιο χρονικό διάστημα, η Γαλλία έστειλε μια ομάδα αναζήτησης. Όμως, δεν βρέθηκε κανένα ίχνος της αποστολής.
Ο γρίφος φάνηκε να λύνεται το 1826, όταν ένας Ιρλανδός ναυτικός, ο Peter Dillon, βρήκε κάτι ενδιαφέρον καθώς εξερευνούσε τα νησιά του Σολομώντος. Οι ντόπιοι είχαν μερικά ευρωπαϊκά σπαθιά, τα οποία ο Dillon σκέφτηκε ότι ανήκαν στον Λαπερούζ. Μάλιστα, του είπαν για δύο μεγάλα πλοία που είχαν τσακιστεί στους υφάλους. Το 1964, ανακαλύφτηκε τελικά στους υφάλους του νησιού Βανικόρο των Νήσων του Σολομώντος το ναυάγιο του La Boussole, επιβεβαιώνοντας έτσι ότι η αποστολή είχε άσχημο τέλος. Όμως, το 2017, ένας Αυστραλός ερευνητής βρήκε ένα αρχείο του 1818 στο οποίο αναφέρεται ότι ο Λαπερούζ σκοτώθηκε από ντόπιους σε ένα μικρό νησί στην Βόρεια Αυστραλία, ίσως σε ένα μεταγενέστερο σκέλος του ταξιδιού του, όταν έφτιαξε μια σκούνα από τα απομεινάρια του La Boussole.
Ναόμι Ουέμουρα
Ο σύγχρονος εξερευνητής και τυχοδιώκτης Ναόμι Ουέμουρα (Naomi Uemura) ήταν μέρος της πρώτης ιαπωνικής ομάδας που ανέβηκε στο Όρος Έβερεστ το 1970. Θα ήταν ο πρώτος Ιάπωνας που θα έφτανε στην κορυφή, αν οι άψογοι τρόποι του δεν τον είχαν κάνει να εγκαταλείψει το προβάδισμα για να επιτρέψει στον μεγαλύτερό του, Teruo Matsuura, την τιμή να είναι ο πρώτος. Ο Ουέμουρα ολοκλήρωσε πολλές εκπληκτικές επιτυχίες κατά τη διάρκεια της ζωής του, συμπεριλαμβανομένης της αναρρίχησης μόνος του στο ψηλότερο βουνό σε κάθε μία από τις ηπείρους του κόσμου, έκανε πεζοπορία στην Αρκτική και έγινε ο πρώτος που έφτασε στον Βόρειο Πόλο μόνος του και έκανε ράφτινγκ στο Αμαζόνιο. Τον Φεβρουάριο του 1984, ο Ουέμουρα ξεκίνησε να ανέβει στο όρος ΜακΚίνλεϊ ή Ντενάλι στην Αλάσκα, σε μια προσπάθεια να γίνει ο πρώτος που θα το κατάφερνε μόνος του τον χειμώνα. Έφτασε στην κορυφή, αλλά αυτό είναι το μόνο που γνωρίζουμε, καθώς δεν κατέβηκε ποτέ από το βουνό. Οι ομάδες διάσωσης έψαξαν να τον βρουν, αλλά το μόνο που βρήκαν ήταν ο εξοπλισμός και το ημερολόγιό του, κρυμμένα σε μια σπηλιά χιονιού. Μέχρι σήμερα, δεν έχει βρεθεί το σώμα του και οι ακριβείς συνθήκες του τραγικού θανάτου του παραμένουν μυστήριο.
Πέρσιβαλ Χάρισον Φόσετ
Δείτε ακόμη:
Η Χαμένη Πόλη του Z και η μυστηριώδης εξαφάνιση του αντισυνταγματάρχη Πέρσι Φόσετ
Τα τελευταία 90 χρόνια, έχουν γίνει 13 αποστολές και πάνω από 100 άνθρωποι έχουν χαθεί σε μάταιες προσπάθειες να ανακαλύψουν τη μοίρα του Βρετανού αντισυνταγματάρχη, αρχαιολόγου και εξερευνητής της Νοτίου Αμερικής, Πέρσιβαλ Χάρισον Φόσετ ή Πέρσι Φόσετ. Ο Φόσετ ήταν η επιτομή ενός γοητευτικού εξερευνητή: Είχε διακεκριμένη στρατιωτική καριέρα πριν ακολουθήσει την αίσθηση της περιπέτειας για να βοηθήσει στη δημιουργία χαρτών της τεράστιας και αχαλίνωτης ζούγκλας του Αμαζονίου. Την δεκαετία του 1920, έκανε μερικές φιλόδοξες αποστολές σε μια προσπάθεια να εντοπίσει τη θρυλική χαμένη πόλη του Ελ Ντοράντο, την οποία ονόμασε την πόλη του "Z".
Το 1925, ο Φόσετ ήταν στην περιοχή Μάτο Γκρόσου της Βραζιλίας με τον μεγαλύτερο γιο του, Τζακ, και τον καλύτερο φίλο του γιου του, Ράλεϊ Ρίμελ. ΟΙ τρεις τους όργωσαν την ζούγκλα, καλύπτοντας μέχρι και 15 μίλια την ημέρα, στην προσπάθειά τους να βρουν τα φημολογούμενα πλούτη της χαμένης πόλης. Στις 29 Μαΐου, η ομάδα έστειλε τους οδηγούς τους πίσω με τις τελευταίες επιστολές τους, συμπεριλαμβανομένης μιας προς τη σύζυγο της Φόσετ, Νίνα, στην οποία έγραφε, "Δεν χρειάζεται να φοβάσαι καμία αποτυχία". Αυτή η επιστολή ήταν το τελευταίο πράγμα που έμαθε ποτέ κανείς για τον Φόσετ. Μετά από δύο χρόνια χωρίς κανένα ίχνος του, η Βασιλική Γεωγραφική Εταιρεία έστειλε την πρώτη από τις πολλές αποστολές αναζήτησης. Το γεγονός ότι δεν ανακαλύφθηκε κανένα ίχνος του Φόσετ απλώς χρησίμευσε για να κρατήσει ζωντανή τις διάφορες φήμες γύρω για το τι απέγινε.
Διάφοροι ερευνητές δίνουν πολλές διαφορετικές θεωρίες. Ο Φόσετ έγινε "ντόπιος" και έζησε σε μια απομακρυσμένη φυλή. Υπέκυψε από την ελονοσία ή από κάποια επίθεση από τζάγκουαρ. Εξαφανίστηκε σκόπιμα για να δημιουργήσει μια μυστικιστική κοινότητα. Όμως, ίσως η πιο αξιόπιστη εκδοχή της μοίρας του προέρχεται από τον δημοσιογράφο David Grann, ο οποίος ακολουθώντας τα βήματα του Φόσετ το 2005, ανακάλυψε ότι οι Ινδιάνοι Kalapalo είχαν μια προφορική ιστορία που έδειχνε ότι ο Φόσετ αγνόησε τις συμβουλές τους και μπήκε στην περιοχή μιας εχθρικής φυλής που, κατά πάσα πιθανότητα, τον σκότωσε.
Τζορτζ Μπας
Ο Τζορτζ Μπας (George Bass) ήταν ένας Άγγλος χειρούργος ο οποίος, εμπνευσμένος από τις ιστορίες εξερεύνησης του Ειρηνικού, ταξίδεψε στις θάλασσες ως χειρουργός σε πλοίο. Συμμετείχε σε πολλές αποστολές, αλλά αυτή για την οποία θα τον θυμούνται περισσότερο είναι το ταξίδι του στην Αυστραλία με τον Μάθιου Φλίντερς την δεκαετία του 1790. Οι δύο τους χαρτογράφησαν μεγάλα κομμάτια της αυστραλιανής ακτής και ο Μπας αναγνώρισε το στενό περιοχή μεταξύ Αυστραλίας και Τασμανίας, το οποίο αργότερα ονομάστηκε Στενό Μπας προς τιμή του. Παρά την επιτυχία του ως εξερευνητή, ο Μπας αισθανόταν υποτιμημένος και ζήλευε τους εμπόρους που έκαναν περιουσίες στέλνοντας αγαθά από την Ευρώπη στους νέους οικισμούς στην Αυστραλία. Έτσι, εγκατέλειψε την χαρτογραφία και ασχολήθηκε με το εμπόριο. Δυστυχώς όμως, ξεκίνησε αργά και όταν επέστρεψε στην Αυστραλία, το πλοίο του, φορτωμένο με αγαθά, ανακάλυψε ότι πολλοί άλλοι τον είχαν προλάβει στην αγορά η οποία ήταν κορεσμένη από βρετανικά προϊόντα.
Απτόητος, αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του στη Νότια Αμερική και να ταξιδέψει με το πλούσιο φορτίο του το 1803. Κανείς ποτέ δεν είδε ξανά τον Μπας και το πλοίο του και η μοίρα τους παραμένει αίνιγμα. Οι φήμες ανέφεραν ότι ο Μπας έφτασε στη Χιλή ή το Περού, όπου συνελήφθη από τους Ισπανούς και αναγκάστηκε να εργαστεί στα ορυχεία ως σκλάβος μέχρι το θάνατό του.
Τζωρτζ Μάλορι
Μέλη της αποστολής του 1924. Ο Μάλορι επισημαίνεται - πηγή
Ο Τζωρτζ Μάλορι ήταν ένας Βρετανός εξερευνητής και ορειβάτης που κυρίευσε τη φαντασία του κοινού όταν ρωτήθηκε γιατί ήθελε να ανέβει στο Έβερεστ και απάντησε, "Επειδή είναι εκεί". Ως ένας από τους κορυφαίους ορειβάτες της εποχής του, ο Μάλορι ήταν μια προφανής επιλογή να συμμετάσχει στις πρώτες βρετανικές αποστολές στο απάτητο ακόμα στις αρχές της δεκαετίας του 1920 Έβερεστ.
Τον Ιούνιο του 1924, ο Μάλορι και ο ορειβάτης Άντριου Ίρβαϊν ξεκίνησαν να φτάσουν στη κορυφή του όρους. Ένα άλλο μέλος της αποστολής τους είδε να ανεβαίνουν σε ύψος 26.800 ποδιών, αλλά αυτή ήταν και η τελευταία φορά που τους είδαν ζωντανούς. Το γεγονός ότι οι δύο τους πέθαναν στην προσπάθειά τους ήταν βέβαιο, αλλά η συζήτηση αφορούσε στο κατά πόσον είχαν γίνει οι πρώτοι που έφτασαν στην κορυφή και πέθαναν κατεβαίνοντας ή αν πέθαναν χωρίς ποτέ να φτάσουν στην κορυφή. Διάφορα κομμάτια του παζλ εμφανίστηκαν με την πάροδο του χρόνου -στη δεκαετία του 1930, το τσεκούρι του Ίρβαϊν βρέθηκε στα 27.700 πόδια και το 1991 βρέθηκε ένα δοχείο οξυγόνου του 1920. Τέλος, το 1999, μια αποστολή ανακάλυψε το κατεψυγμένο σώμα του Μάλορι στο βουνό, σαφώς θύμα μιας τρομερής πτώσης. Οι ορειβάτες έθαψαν προσεκτικά το σώμα εκεί που το βρήκαν, αλλά δυστυχώς δεν βρέθηκε κανένα ίχνος του Ίρβαϊν.
Πολλοί έλπιζαν ότι ίσως βρεθεί η κάμερα του Μάλορι -κάτι που θα μπορούσε να αποδείξει με βεβαιότητα αν έφτασε στην κορυφή- αλλά δυστυχώς η φωτογραφική μηχανή παραμένει χαμένη. Όμως, ο ίδιος είχε πει ότι θα κουβαλούσε μαζί του μια φωτογραφία της συζύγου του και θα την άφηνε στην κορυφή. Όταν βρέθηκε το σώμα του η φωτογραφία δεν υπήρχε, δίνοντας άλλη μια ένδειξη ότι ίσως αυτός ο σπουδαίος ορειβάτης είχε κατακτήσει το ψηλότερο βουνό του κόσμου.
Τζον Φράνκλιν
Ένας από τους πρώτους εξερευνητές της βικτοριανής εποχής ήταν ο σερ Τζον Φράνκλιν, ο οποίος είχε αρχίσει μια σειρά αποστολών στην Αρκτική για να βρεθεί το Βορειοδυτικό πέρασμα. Ο Φράνκλιν, στις δύο πρώτες αποστολές, κατάφερε να χαρτογραφήσει μεγάλες περιοχές ακτογραμμής, εντοπίζοντας πολλά νέα βοτανικά δείγματα και επεκτείνοντας τις γνώσεις μας για τον καιρό στην Αρκτική. Περίπου 20 χρόνια μετά την αποχώρησή του, ο Φράνκλιν μπήκε στον πειρασμό να κάνει μια τελική προσπάθεια να βρει το Βορειοδυτικό πέρασμα. Το 1845, όταν ο Φράνκλιν ήταν 60 ετών, ξεκίνησε με 129 μέλη πληρώματος και τα HMS Erebus και HMS Terror. Τα πλοία έφτασαν στη Γη του Μπάφιν, όπου τα είδε ένα φαλαινοθηρικό. Μετά από αυτό, δεν τα είδε ποτέ ξανά κανείς.
Χωρίς νέα από την αποστολή, απεστάλησαν πολλές αποστολές διάσωσης. Τελικά, το 1859, μετά από μια πληροφορία από τους ντόπιους κυνηγούς Ινουίτ, μια ομάδα με επικεφαλής τον εξερευνητή Φράνσις Μακκλίντοκ βρήκε αντικείμενα και απομεινάρια από την ομάδα στη Νήσος Βασιλιά Ουίλιαμ. Ήταν σαφές ότι τα δύο πλοία είχαν παγιδευτεί στον πάγο της θάλασσας. Βρέθηκε ένα σημείωμα το οποίο έδειχνε ότι τα πλοία εγκαταλείφθηκαν τον Απρίλιο του 1848, έχοντας κολλήσει γρήγορα στον πάγο από τον Σεπτέμβριο του 1846. Επίσης, το σημείωμα αποκάλυψε ότι ο Φράνκλιν είχε πεθάνει τον Ιούνιο του 1847, αν και δεν δόθηκε καμιά αιτία. Η επιστημονική ανάλυση των μουμιοποιημένων λειψάνων μερικών από τους ναύτες ανέφερε ότι μπορεί να πέθαναν από δηλητηρίαση από μόλυβδο, που προκλήθηκε πιθανώς από τον μόλυβδο που χρησιμοποιείται για τη σφράγιση των κονσερβοποιημένων τροφίμων. Οι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι όσοι δεν πέθαναν από τα μολυσμένα τρόφιμα πιθανώς έχασαν τη ζωή τους σε συνθήκες κατάψυξης, καθώς προσπάθησαν να περάσουν από τον πάγο στην ασφάλεια. Τον Σεπτέμβριο του 2016, οι αρχαιολόγοι ανακοίνωσαν την ανακάλυψη υπολειμμάτων του HMS Terror στην ακτή της Νήσος Βασιλιά Ουίλιαμ και ελπίζουν ότι θα έχουν ακόμη περισσότερες ενδείξεις για την τρομερή μοίρα του πληρώματος και τον απελπισμένο αγώνα τους για επιβίωση.
Ludwig Leichhardt
Το 1848, ο Γερμανός επιστήμονας και εξερευνητής Ludwig Leichhardt έκανε μια προσπάθεια να διασχίσει την έρημο της Αυστραλίας από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Ο Leichhardt ήταν ήδη εξερευνητής με κάποια φήμη μιας και είχε ολοκληρώσει δύο προηγούμενες αποστολές σε όλη την Αυστραλία. Σε μια περίπτωση, είχε θεωρηθεί νεκρός γιατί είχε πέρασε 18 μήνες στο εσωτερικό της Αυστραλίας και τελικά εμφανίστηκε ζωντανός και με πολλές σημειώσεις και ανακαλύψεις.
Ο Leichhardt ξεκίνησε την τελευταία του αποστολή συνοδευόμενος από επτά συντρόφους, 50 μοσχάρια, 20 μουλάρια, επτά άλογα και τεράστιες προμήθειες και εξοπλισμό. Παρ' όλα αυτά, το μοναδικό ίχνος που βρέθηκε ποτέ και αφορούσε την αποστολή ήταν μια μικρή ορειχάλκινη πλάκα με το όνομα του Leichhardt και το έτος 1848, η οποία ήταν στο όπλο του. Η έλλειψη περαιτέρω αποδεικτικών στοιχείων για τα σώματα ή τον εξοπλισμό της αποστολής έχει αποδειχθεί ένα διαρκές μυστήριο και τα πράγματα δεν γίνονται πιο ξεκάθαρα από το γεγονός ότι κανείς δεν είναι σίγουρος ποια διαδρομή ακολούθησαν ή πόσο μακριά προχώρησαν μέσα στο τεράστιο εσωτερικό της Αυστραλίας.
Το 1852, μια ομάδα αναζήτησης ανέφερε ότι είχε βρει ένα εγκαταλελειμμένο κάμπινγκ όπου υπήρχε ένα δέντρο και πάνω του χαραγμένο το γράμμα "L", ένα σημάδι που πάντα έκανε ο Leichhardt για να δείξει την πορεία του. Με την πάροδο των χρόνων, και άλλες έρευνες αποκάλυψαν περισσότερα δέντρα με χαραγμένο το γράμμα "L", αλλά οι διαφορετικές θέσεις τους δεν επέτρεψαν να λυθεί το μυστήριο της πορείας και της τύχης των εξερευνητών. Το κοινό ήταν τόσο ενθουσιασμένο από τη μυστηριώδη εξαφάνιση που πολλές φήμες δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες και οδηγούσαν σε ιστορίες ότι τα μέλη της ομάδας πέθαναν από τη δίψα, ή δολοφονήθηκαν από τους Αβορίγινους ή ακόμα και ότι ο Leichhardt επιβίωσε μέχρι τα γεράματά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου