Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Μαΐου 26, 2024

ΤΟ ΑΛΟΓΟ

Έφευγε. Όσες φορές και να του λέγανε μείνε, εκείνος ντυνότανε, γέμιζε το ταγάρι με τα απαραίτητα, σέλωνε τ’

άλογο κι’ έφευγε. Δεν μπορούσε να ησυχάσει αν δεν γύριζε πίσω, να δει πως όλα ήταν στη θέση τους, να ταΐσει τα ζωντανά και μετά να ξαναφύγει για μια νέα αποστολή. Ο χειμώνας έσφιγγε σιγά σιγά τα δόντια και η νύχτα έπεφτε νωρίς. Κάποιες φορές το σκοτάδι ήταν τέτοιο που σε ζάλιζε. Χανόταν η προοπτική από το μάτι κι’ έμοιαζε πως δεν μετακινείσαι καθόλου. Μαρτύριο!


Η ηλικία του ζώου είχε κάνει άλματα τον τελευταίο καιρό, σαν να βιαζόταν να γεράσει. Κάλπαζε  ρυθμικά, στοχαστικά, χωρίς νεύρο. Πάνω του ένιωθε σαν να κολυμπάει σε ήρεμη λίμνη. Ήταν δεμένοι, ειδικά μετά την μεγάλη, αβέβαιη περίοδο που αγωνίστηκαν πλάι πλάι να νικήσουν το θάνατο. Δεν φεύγει ποτέ από το μυαλό του εκείνο το άδειο βλέμμα του αλόγου, μετά τη μεγάλη επίθεση. Πού να το φανταστεί ότι θα χτυπούσαν άλογα;


Οι ριπές έπεφταν ασταμάτητα, σαν παιδικό παιχνίδι. Ό,τι έβρισκαν το εξαφάνιζαν. Νόμιζε ότι ανοίγοντας τις πόρτες των στάβλων, θα είχαν περισσότερες ελπίδες να διαφύγουν, να σωθούν. Αλλόφρονα άρχισαν να τρέχουν προς κάθε κατεύθυνση , χωρίς προσανατολισμό, χωρίς ελπίδα. Το ένστικτο τα οδηγούσε όλα έξω, στο πηχτό σκοτάδι. Ο φόβος ήταν παρών. Δεν μπόρεσε να καταλάβει, βιαζόταν και μια ενόχληση, σαν κάψιμο, τον πίεζε να κάνει γρήγορα. Δεν θυμάται πόσες φορές πήγε κι’ ήρθε για να βεβαιωθεί. Βουβά, χωρίς να ακούγεται ούτε φωνή, ούτε αλύχτισμα, ούτε ανάσα, έτρεχε , ξεμαντάλωνε και άνοιγε.



Ο σκύλος είχε βουβαθεί, η επίθεση γινόταν σαν τις αστραπές που δεν έχουν ήχο -ενώ το ξέρεις πως θα έρθει με καθυστέρηση- αλλά δεν ερχόταν. Το χάραμα, το κάψιμο στον ώμο έγινε πόνος οξύς . Κατάλαβε. Θα’ πρεπε να το δέσει. Βρήκε κάτι πρόχειρα κουρέλια και έδεσε όπως όπως το τραύμα. Ίσα που ξεχώριζε κάποιους όγκους καινούργιους στο τοπίο. Δεν είχε χρόνο. Άρχισε να περνά πάνω απ’ αυτά τα σκοτεινά,  σαν πέτρινα, ακίνητα κουφάρια.   Τα μέτρησε, τριάντα δύο άλογα . Κι’ ο σκύλος. Κι’ η σιωπή  του.


Μείνανε μια βδομάδα, δέκα μέρες, λουφαγμένοι στο σκοτεινό παράπηγμα. Χωρίς να ξεχωρίζει η μέρα από τη νύχτα, χωρίς να καταλαβαίνουν αν κοιμούνται και αν ζουν. Επιβίωσαν ο ένας πλάι στον άλλο, ο ένας χάρη στον άλλο. Η πληγή στο λαιμό του ζώου ήταν βαθιά και δεν έκλεινε εύκολα. Έκανε όσα ήξερε για να το φροντίσει, το μοναχό που έζησε, το μόνο που του απέμεινε. Πέρασε καιρός ώσπου να φτάσουν  άλλοι στην κορφή, τα χιόνια ήταν απάτητα. Επιβίωσαν κι’ οι δυο. Σαν να συνεννοήθηκαν ότι αυτό θα γίνει και τίποτε άλλο. Έπρεπε να σηκωθούν μαζί, να σταθούν όρθιοι πάλι.


Τα θυμήθηκε όλα, όπως κάθε βράδυ όταν κάνουν μαζί τη διαδρομή της επιστροφής. Δεν ήξερε, μα πίστευε ότι κι’ εκείνο τα ίδια σκεφτόταν στην επιστροφή. Η μνήμη είναι πρωτότυπη, ποτέ δεν επαναλαμβάνεται. Γι’ αυτό κάθε φορά άφηνε να τον συνεπάρει και να τον οδηγήσει η μνήμη, με εμπιστοσύνη και ανυπομονησία.


Όταν έφυγαν οι δικοί του ήταν ακόμη παιδί. Ξεκίνησαν να ελέγξουν τη διαδρομή  και να βρουν ασφαλές καταφύγιο. Του είπαν πως θα γυρίσουν να τον πάρουν μαζί με όλα τα ζωντανά σε μια βδομάδα. Δεν έπρεπε να δώσουν στόχο. Θα ταξίδευαν νύχτα. Τα μονοπάτια έπρεπε να είναι ασφαλή. Περίμενε. Πέρασε καιρός, μήνες…τον ξέχασαν….


Έκλαιγε μόνος του το βράδυ, αλλά όλη την υπόλοιπη μέρα δεν σκεφτόταν  άλλο παρά τη φροντίδα του στάβλου, το τάισμα, το πότισμα, το άρμεγμα. Όταν ερχόταν κανένας να πάρει γάλα ή κάτι άλλο, ένιωθε το βλέμμα πάνω του παράξενο, απορημένο. Δεν έπαιρνε απάντηση γιατί δεν ρωτούσε τίποτα. Κανείς δεν είχε νέο γιατί κανέναν δεν ρώτησε. Έμαθε να ζει χωρίς απορίες.


Έφτιαχνε μόνος του τυρί και γιαούρτι. Θυμόταν τη μάνα να καταγίνεται μ’ αυτά. Μαζί με την αδελφή του άρμεγαν, βράζανε το γάλα κι’ η μάνα έκανε τα υπόλοιπα. Όποτε άρμεγε τα ζωντανά, σκεφτόταν ότι θα χαρεί πολύ  αν καταφέρει να της πάει την τσανάκα χωρίς να του χυθεί. Ακόμη και τώρα το σκεφτόταν , μετά από τόσον καιρό. Είχε να πει τη λέξη μάνα πάνω από δώδεκα χρόνια.


Εκείνη πήρε την απόφαση να το σκάσουν πρώτα με την αδελφή του -τα κορίτσια κινδύνευαν περισσότερο. Ο πατέρας με τον μεγάλο του αδελφό ετοίμασαν το κάρο. Λίγα, τα απαραίτητα μόνο, για να είναι ελαφρύ. Τα ζώα δεν έπρεπε να κουραστούν και οι κορφές είχαν αρχίσει να στρώνουν αρκετό χιόνι. Τον άφησαν μόνο με τα άλογα και τα μικρότερα ζώα μέχρι να βρουν ένα προσωρινό, ασφαλέστερο μέρος. Οι επιθέσεις πλήθαιναν και όλοι έλεγαν πως πρέπει να μετακινηθούν πιο δυτικά. 


Έμεινε μόνος και γεμάτος προσμονή για πολλά χρόνια. Έμαθε να μετράει τον καιρό, τα χρόνια, να διαβάζει τα άστρα στον ουρανό, να βοηθάει τα ζωντανά όταν έχαναν το δρόμο τους κι’ όταν ήταν η ώρα τους να γεννήσουν . Έμαθε να τα ξεπροβοδίζει όταν τέλειωνε η ζωή τους. Κατάλαβε τον κύκλο της. Ερημίτης και έμπειρος σε ό,τι χρειαζόταν ένα ζώο, έγινε γνωστός στα γύρω μέρη και τον φώναζαν να βοηθήσει. Πότε κάποια δύσκολη γέννα, πότε κάποιο επίμονο θανατικό που τα ρήμαζε. Τον καλούσαν παντού με γενναίες αμοιβές για την βοήθειά του.


Στο κεφαλοχώρι  αυτό δεν είχε φτάσει ποτέ. Ρώτησε ποιανού είναι τα άρρωστα γελάδια , του δείξανε το μεγάλο σταύλο  στην άκρη του δρόμου. Απέναντι το δίπατο σπίτι του αφεντικού. Χτύπησε το ξύλο στην πόρτα και γρήγορα κατέβηκε μια γυναίκα με καλυμμένο πρόσωπο. Τον πήγε στον σταύλο, του άνοιξε και του έφερε μια λάμπα πετρελαίου. Βιαστική μπαινόβγαινε να του φέρνει ό,τι χρειαζόταν. Την ένιωθε πίσω του όση ώρα αυτός αγωνιζόταν να σώσει ό,τι μπορούσε. Ήταν καταδικασμένο να χαθεί ολόκληρο κοπάδι. Ο πυρετός τα σκότωνε.



Έμεινε δύο ολόκληρα μερόνυχτα , χωρίς να σταματήσει ούτε στιγμή. Με ένα σταμνί νερό, μια καράφα κρασί και δύο πιάτα που κρύωναν ανέγγιχτα δίπλα στην πόρτα, περίμενε να δει την εξέλιξη. Τη δεύτερη μέρα του έφερε και ένα πεπόνι, δροσερό, όλο άρωμα. Το ακούμπησε στο τραπέζι και άφησε μαζί ένα μαχαίρι. Το μαχαίρι του θύμισε κάτι, ένα όνειρο πολύ παλιό. Είχε μια ξύλινη λαβή, σα φτερό, σκαλιστή. Ήταν  κατασκευή του πατέρα του, εκείνος έφτιαχνε τέτοιες λαβές , άλλοτε σαν φτερά , άλλοτε σαν ψάρια. Ήτανε μάστορας και καλλιτέχνης ο πατέρας του.


Ένα ρίγος τον διαπέρασε από την κορυφή ως τα πόδια. Η γυναίκα  σαν να το ένιωσε, τον πλησίασε και του μίλησε σε άλλη γλώσσα. Δεν της απάντησε. Όταν τέλειωσε , βοήθησε στην απολύμανση του χώρου, μάζεψε τα σύνεργά του, πήρε την αμοιβή του κι’ ένα καλάθι με τρόφιμα και ξεκίνησε.


Το πηχτό σκοτάδι δυσκόλευε πια πολύ την μετακίνηση και το άλογο πήγαινε όλο και πιο αργά. Είχαν φτάσει σχεδόν και σαν να ένιωθε έναν δισταγμό στην ανάσα του. Μια αμφίβολη σκέψη, ένα προαίσθημα, τον προβλημάτισε και αποφάσισε να ξεκουράσει το ζώο. Κατέβηκε και το χάιδεψε στο μακρύ λαιμό, όπως έκανε μόνο αυτός. Του γύρισε το κεφάλι και τότε ένιωσε ένα κορδόνι να κρέμεται ψηλά απ’ το γκέμι. Στο κορδόνι περασμένο το φυλαχτό του, δηλαδή όχι το δικό του, αλλά ολόιδιο μ’ αυτό. Τους τα είχε φτιάξει ο πατέρας, δυο ίδια φυλαχτά για τα δίδυμα. Αυτός φορούσε πάντα το δικό του πάνω του. Το άλλο κρεμάστηκε στο άλογό του αυτές τις δύο μέρες από τα χέρια εκείνης, της μονάκριβης αδελφής του.


Μεγάλωσε, ποιος ξέρει πώς, έζησε και του έστειλε με το άλογό τους το σημάδι. Μονάχα εκείνος θα μπορούσε να το αναγνωρίσει. 


Εκείνος και το άλογο που κοντανάσαινε πια τόσο πολύ ώστε δεν θέλησε να το κουράσει άλλο. Βρήκε ένα καθαρό και προστατευμένο μέρος. Το βοήθησε να ξαπλώσει, κάθισε δίπλα του και πήρε στη αγκαλιά το κεφάλι του. Με την παλάμη χάιδευε το λαιμό του ήσυχα και λυτρωτικά. Το ανακούφιζε αυτό το πέρασμα της παλάμης από το λαιμό του.


Κι’ αν έρθει νύχτα μη σκιαχτείς,


Τ’ αστέρια να μετρήσεις


Μην σε τρομάξει ο ουρανός,


Κι’ η γη θα γίνει οδηγός


Το δρόμο σου ν’ ανοίξεις…


Θυμήθηκε το νανούρισμα της μάνας, θυμήθηκε τη συντροφιά τους όταν ήταν παιδιά και παίζανε με το νεαρό πουλάρι. Το ζούσε ή το ονειρευόταν όλο αυτό; Δεν κατάλαβε πότε βγήκε ο ήλιος και ρόδισε τον ορίζοντα. Είχε αποκάμει μετά από το διήμερο που πέρασε. Είχε καταλάβει ότι έφυγε… Άφησε την τελευταία του πνοή εκεί, στην αγκαλιά του. Η συγκίνηση από την αναπάντεχη συνάντηση το συντάραξε τόσο, που δεν άντεξε η καρδιά του.


Γιατί η μνήμη είναι μια δύναμη αναπάντεχη- με τον δικό της τρόπο σε οδηγεί και ξάφνου σε αφήνει. Όποτε θέλει εκείνη.





πηγη

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου