Πρώτα από όλα, η μακροβιότητα της σχέσης ενός ζευγαριού, δεν αποδεικνύει μόνον το συναισθηματικό βάθος του δεσίματος των δύο συζύγων, αλλά και το ότι πρόκειται για ηλικιωμένους, οπότε εκείνος ή εκείνη που χηρεύει είναι λιγότερο ανθεκτικός ή ανθεκτική στις βιολογικές επιπτώσεις του stress της απώλειας.
Πρόκειται για το αναφερόμενο στη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία ως “Widowhood Effect”, δηλαδή της «επίδρασης της χηρείας», η οποία φαίνεται να αυξάνει τη θνησιμότητα του εναπομένοντος ή της εναπομένουσας συζύγου κατά 18% και κατά 16%, αντίστοιχα.
Το σύνδρομο αιφνιδίου θανάτου, εκ καρδιοπάθειας, είναι μία από τις κυριότερες αιτίες θανάτου σε πενθούντα σύζυγο. Πρόκειται για το λεγόμενο «Σύνδρομο Takotsubo» ή αλλιώς «Σύνδρομο της ραγισμένης καρδιάς», χωρίς αυτό να σημαίνει πως όλοι οι καρδιολογικής αιτιολογίας θάνατοι που ακολουθούν, σε σύντομο διάστημα, την απώλεια συντρόφου αποτελούν εκδήλωση του εν λόγω συνδρόμου.
Ο θάνατος συζύγου, ιδιαίτερα μετά από πολυετή έγγαμο βίο, συνδέεται με αύξηση της πιθανότητας επακόλουθου θανάτου του χηρεύοντος ή της χηρεύουσας και από ορισμένες χρόνιες παθήσεις που δύνανται να προϋπάρχουν της απώλειας, όπως για παράδειγμα ο σακχαρώδης διαβήτης, η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και ο καρκίνος του παχέως εντέρου, καθώς και από ατυχήματα.
Αυτό εξηγείται, καθώς η απώλεια του συζύγου δημιουργεί νέα δεδομένα προσαρμογής στη μοναξιά, με αποτέλεσμα αυξημένη ευαλωτότητα, παραμέληση της φροντίδας υγείας και κενά στη θεραπεία.
Μπορεί κάποιος να πεθάνει από «ραγισμένη καρδιά»;
Η καρδιά εθεωρείτο για μεγάλο διάστημα της ανθρώπινης ιστορίας ως η έδρα των συναισθημάτων, μέχρι τα νεότερα δεδομένα της ανατομίας και της φυσιολογίας να μετακινήσουν την εντόπισή τους αυτή στον εγκέφαλο, δηλαδή στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα.
Τα νευρικά, όμως κύτταρα, όπως και τα κύτταρα του μυοκαρδίου «επικοινωνούν» με τη διαμεσολάβηση συγκεκριμένων ουσιών, δηλαδή νευροδιαβιβαστών ή ορμονών.
Το “Σύνδρομο Takotsubo”, εμφανίστηκε επίσημα στη διεθνή βιβλιογραφία το 2005, προσδίδοντας επιστημονικότητα στη διαχρονικότητα της μεταφορικής έκφρασης «ραγισμένη καρδιά».
Πρόκειται για παθολογική απάντηση του καρδιακού μυός στην υπερέκκριση κετοχολαμινών και συγκεκριμένα αδρεναλίνης και νοραδρεναλίνης, ουσιών που εκκρίνονται ως απάντηση στο stress που βιώνει ο οργανισμός μας, εξαιτίας μιας απειλής, μιας απώλειας ή ενός οποιουδήποτε δυσάρεστου ή επικίνδυνου συμβάντος.
Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε δυσκολία στη συστολή ή ακόμη και ακινησία της αριστερής κοιλίας, με αποτέλεσμα ο ασθενής να εμφανίζει εικόνα οξέος καρδιακού επεισοδίου ή ακόμη και να πεθαίνει, χωρίς να υπάρχουν ευρήματα αποφρακτικής νόσου των στεφανιαίων αρτηριών.
Αν και δεν είναι πλήρως γνωστός ο παθοφυσιολογικός του μηχανισμός, φαίνεται πως το έντονο stress που προκαλείται από ψυχολογικούς ή φυσικούς παράγοντες, προκαλεί, δια των υπερεκκρινόμενων κετοχολαμινών παροδικό, οξύ και πολλαπλό σπασμό των στεφανιαίων αρτηριών, ικανό να προκαλέσει δραματική μείωση της ροής του αίματος στο μυοκάρδιο, ενώ φαίνεται να παίζει ρόλο και η μικροαγγειακή δυσλειτουργία του στεφανιαίου δικτύου της καρδιάς που, υπό καθεστώς έντονης αδρενεργικής διέγερσης την οποία π.χ. μπορεί να εχει προκαλέσει η αιφνίδια απώλεια του συντρόφου, αδυνατεί να τροφοδοτήσει επαρκώς με οξυγόνο τον καρδιακό μυ.
Το «σύνδρομο της ραγισμένης καρδιάς» καλύπτει το 2-3% των οξέων καρδιακών συμβάντων και είναι πιο συχνό σε γυναίκες που βρίσκονται μετά την εμμηνόπαυση, πιθανώς λόγω της άρσης του χημειοπροστατευτισμού των οιστρογόνων στα αγγεία.
Είναι δε αναμενόμενο, μια γυναίκα που χάνει τον σύντροφό της, μετά από πολυετή έγγαμο βίο, να βρίσκεται σε μετεμμηνοπαυσιακή κατάσταση.
Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο πως στις κύριες αιτίες του συνδρόμου αυτού συμπεριλαμβάνονται η θλίψη για τον θάνατο αγαπημένου, ο καυγάς με τον σύντροφο και οι διαφωνίες στη σχέση.
Ο χωρισμός ή η απώλεια έχουν επιπτώσεις στις βιολογικές λειτουργίες του οργανισμού και ποιες είναι αυτές;
Πρέπει να γίνει κατανοητή η γενικότερη αλληλεπίδραση βιολογικών και ψυχοκοινωνικών παραγόντων. Το νευρικό, το ανοσοποιητικό και το σύστημα των ενδοκρινών μας αδένων βρίσκονται σε μια δυναμική και συνεχή αλληλεξάρτηση.
Η κατάθλιψη που μπορεί να πυροδοτηθεί από έναν χωρισμό ή από την απώλεια ενός αγαπημένου συντρόφου, εξασθενεί την άμυνα του οργανισμού μας, με αποτέλεσμα να γινόμαστε πιο ευάλωτοι σε λοιμώξεις.
Γι’ αυτό αρρωσταίνουμε περισσότερο από λοιμώδη νοσήματα, όπως η γρίπη, όταν πενθούμε ή όταν δεν είμαστε καλά ψυχολογικά.
Η κατασταλτική επίδραση της χρόνιας θλίψεως στο ανοσοποιητικό σύστημα στερεί από το τελευταίο την ικανότητα άμεσης αντιμετώπισης των προκαρκινικών εξαλλαγών που συμβαίνουν καθημερινά σε πολλά από τα κύτταρα του οργανισμού μας, χωρίς -ευτυχώς- να εκδηλώνονται τελικώς ως καρκίνος. Έτσι εξηγείται ένα κομμάτι της σχέσης της κατάθλιψης με την εμφάνιση καρκίνου.
Σχέση η οποία, για λόγους που η ανάλυσή τους ξεφεύγει από το πλαίσιο της τόσο εύστοχα συγκεκριμένης αυτής ερώτησης, είναι αμφίδρομη.
Όπως αμφίδρομη είναι και η σχέση της κατάθλιψης που μπορεί να μας προκαλέσει π.χ. ένας χωρισμός ή ο θάνατος του συζύγου μας, με την εκδήλωση ενός δερματικού ή ενός αυτοάνοσου νοσήματος, όπως το έκζεμα, η λεύκη ή η ψωρίαση.
Θα πρέπει επίσης να υπογραμμίσουμε τη σχέση της κατάθλιψης με την εκδήλωση και την επιβάρυνση των καρδιαγγειακών παθήσεων, ενώ πολλές μελέτες συντείνουν στο ότι οι παντρεμένοι άντρες κινδυνεύουν λιγότερο από εμφράγματα και άλλα καρδιαγγειακά συμβάματα, σε σχέση με τους εργένηδες ή τους χωρισμένους.
Βεβαίως, δεν σημαίνει πως όσοι ή όσες σύζυγοι ζουν για μεγάλο χρονικό διάστημα, μετά την απώλεια του συντρόφου τους, (και χωρίς να εμφανίσουν, άμεσα, προβλήματα ψυχικής ή σωματικής υγείας, κάτι που είναι και το συνηθέστερο) δεν τον αγαπούσαν αρκετά.
Είμαστε φτιαγμένοι για να αντέχουμε, για να μεταβολίζουμε το πένθος και να συνεχίζουμε. Συγκεκριμένα, εξάλλου, επιστημονικά δεδομένα αναφέρουν για παράδειγμα πως οι σύζυγοι πασχόντων που έχασαν τη ζωή τους από νόσους όπως η Alzheimer’s ή η Parkinson’s ή ορισμένες μακροχρόνιες καρκινικές καταστάσεις, εμφανίζουν πολύ λιγότερα ποσοστά επακόλουθων θανάτων, μετά την απώλεια των συζύγων τους.
Φαίνεται, επίσης, πως για τα ποσοστά των ανδρών που πεθαίνουν σε κοντινά διαστήματα από την απώλεια της συζύγου τους παίζει ρόλο και το είδος της ασθένειας από την οποία εκείνη έπασχε, ενώ για τις γυναίκες οι οποίες μένουν χήρες είναι η απώλεια του συντρόφου που επηρεάζει αυτή καθ´ εαυτή την πιθανότητα επακόλουθου θανάτου.
Αναμφίβολα, η θλίψη για τον θάνατο ενός αγαπημένου συζύγου επιβαρύνει τη συνολική ψυχοσωματική υγεία εκείνου που μένει πίσω. Η απώλεια της συντροφικότητας και της συχνά αλληλοσυμπληρούμενης φροντίδας των ηλικιωμένων συμβίων έχει έντονο πρακτικό και ψυχολογικό αντίκτυπο στην καθημερινότητα και άρα και στο προσδόκιμο επιβιώσεως του συζύγου ή της συζύγου που μένει πίσω.
Όμως, παρά τη μελαγχολική τρυφερότητα των ειδήσεων περί ταυτόχρονης απώλειας αγαπημένων ηλικιωμένων συζύγων, αξίζει να σταθούμε και στις πολλές, αφανείς και αδημοσίευτες μικρο-ιστορίες των ηλικιωμένων ζευγαριών της διπλανής πόρτας.
Ιστορίες γερόντων που μπορεί να μην πεθάνανε ταυτόχρονα αγαπημένοι, ζήσανε όμως μαζί, κερδίζοντας όχι το εξιδανικευμένο μεγαλείο της «αιώνιας αγάπης» που νικά τον θάνατο, αλλά τις μικρές καθημερινές νίκες των προστριβών, της συνήθειας και των αμοιβαίων υποχωρήσεων που δίνουν στο τραγικό μεγαλείο της προσωρινότητας της ύπαρξής μας μια τόσο καθημερινή αλλά και τόσο ξεχωριστά ανθρώπινη διάσταση ελπίδας.
Της ελπίδας πως χάρη στην αλήθεια των στιγμών που μας χαρίζει η συντροφικότητα (βαθιά ή επιφανειακή, σε κάθε έκφανσή της), μπορούμε να πορευθούμε και μόνοι, αν χρειαστεί στον ούτως ή άλλως εφήμερο -για τα μεγέθη της αιωνιότητας- δρόμο της ανθρώπινης ζωής.
Γράφει ο Χρίστος Χ. Λιάπης MD, MSc, PhD (Ψυχίατρος, Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου