Ο Γκιστάβ Φλομπέρ (Gustave Flaubert) ήταν γάλλος μυθιστοριογράφος. Θεωρείται ο
κύριος εισηγητής της ρεαλιστικής σχολής στη γαλλική λογοτεχνία και είναι ευρύτερα γνωστός για το μυθιστόρημά του «Η κυρία Μποβαρύ» (1856), το οποίο έχει μεταφερθεί επανειλημμένα στον κινηματογράφο. Άλλα σημαντικά έργα του είναι μυθιστορήματα «Σαλαμπώ» (1862), «Η Αισθηματική Αγωγή» (1869), «Ο πειρασμός του Αγίου Αντωνίου» (1874) και «Μπουβάρ και Πεκυσέ» (1881). Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες κι έχουν πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα σ’ όλο τον κόσμο.Ο Γκιστάβ Φλομπέρ γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 1821 στην πόλη Ρουάν της βόρειας Γαλλίας. Ο πατέρας του ήταν γιατρός και ασκούσε τη χειρουργική στο δημοτικό νοσοκομείο της πόλης. Η μητέρα του καταγόταν από αριστοκρατική νορμανδική οικογένεια.
Η γνωριμία με τον Ουγκό
Ο νεαρός Γκιστάβ έλαβε ιδιωτική εκπαίδευση με έμφαση στη λογοτεχνία και τον Νοέμβριο του 1841 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Παρισιού. Στο εργαστήριο του γλύπτη Τζέιμς Πραντιέ θα γνωρίσει τον Βίκτωρα Ουγκό και θα κάνει σχέδια για να γίνει συγγραφέας. Στο ατελιέ του θα γνωρίσει επίσης τον μεγάλο και μοναδικό έρωτα της ζωής του, την ποιήτρια Λουίζ Κολέ. Η σχέση τους θα έχει τα πάνω και τα κάτω της, αλλά δεν θα φθάσει σε γάμο. Το 1846 εγκατέλειψε το Παρίσι και τις σπουδές του, ύστερα από μία νευρική κρίση και αποσύρθηκε στη Ρουάν, όπου πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του.
Ο Φλομπέρ ταξίδεψε σε αρκετές χώρες της Ευρώπης και της Αφρικής. Οι ταξιδιωτικές του εμπειρίες, ειδικά εκείνες στην Ελλάδα, την Αίγυπτο και την Τυνησία, του έδωσαν υλικό για τα γραπτά του. Στην Ελλάδα βρέθηκε από τις 18 Δεκεμβρίου 1850 έως τις 11 Φεβρουαρίου 1851, όπου συναντήθηκε με τη βασίλισσα Αμαλία, τον Κωνσταντίνο Κανάρη κ.ά. Για τα της παραμονής του στη χώρας μας, πληροφορούμαστε από τις οκτώ επιστολές του (έξι στη μητέρα του και δύο στο φίλο του Λουί Μπουγιέ).
«Η Αισθηματική Αγωγή»
Το 1845 ολοκλήρωσε την πρώτη μορφή του μυθιστορήματός του «Η Αισθηματική Αγωγή» («L' Éducation sentimentale»), το οποίο θα δημοσιεύσει χρόνια αργότερα, το 1869. Ο Φλομπέρ ήταν τελειομανής κι έγραψε και ξανάγραφε πολλά από τα μυθιστορήματά του. Το έργο αποτελεί ένα τεράστιο πανόραμα της Γαλλίας της περιόδου της Ιουλιανής μοναρχίας (1830-1848), μέσα από την ερωτική ζωή ενός νεαρού άνδρα. Κατά τον ιστορικό Αλμπέρ Σορέλ αποτελεί απαραίτητο ανάγνωσμα για όποιον ενδιαφέρεται να μελετήσει τα αίτια και τα αποτελέσματα της επανάστασης του 1848. Πρότυπο για την ηρωίδα του Μαρί Αρνού ήταν η Ελίζα Σλέσινγκερ, σύζυγος του μουσικοεκδότη Μορίς Σλέσινγκερ, την οποίαν ο Φλομπέρ είχε συναντήσει το 1836 και την είχε ερωτευτεί με πάθος. Το πάθος του αυτό δεν αποκαλύφθηκε σ’ αυτήν παρά μόνο 35 χρόνια αργότερα, όταν ήταν χήρα.
Το 1849 έγραψε την πρώτη από τις τέσσερις εκδοχές του φιλοσοφικού μυθιστορήματός του «Ο πειρασμός του Αγίου Αντωνίου» («La Tentation de Saint Antoine»), η οποία απορρίφθηκε αρχικά από τους φίλους του Λουί Μπουγέ και Μαξίμ ντι Καν, με αποτέλεσμα να αναβληθεί η δημοσίευσή του. Τελικά εκδόθηκε το 1874. Ήταν το έργο που τον απασχολούσε συνεχώς από το 1848. Το εμπνεύσθηκε από τον ομώνυμο πίνακα του Πίτερ Μπρέγκελ του πρεσβύτερου, τον οποίο είχε δει σ’ ένα ταξίδι του στην Ιταλία το 1845 και αναφέρεται στο γνωστό επεισόδιο από τον βίο του αναχωρητή Αγίου Αντωνίου.
Η «Μαντάμ Μποβαρύ» που τον έκανε διάσημο
Η «Κυρία Μποβαρύ» ή «Μαντάμ Μποβαρύ» («Madame Bovary») είναι το μυθιστόρημα που τον έκανε διάσημο. Ολοκληρώθηκε έπειτα από πέντε χρόνια σκληρής εργασίας και δημοσιεύθηκε σε συνέχειες από την 1η Οκτωβρίου έως τις 15 Δεκεμβρίου 1856 στο περιοδικό «Revue de Paris» («Παρισινή Επιθεώρηση») που εξέδιδε ο φίλος του Μαξίμ ντι Καν. Η δημοσίευσή του προκάλεσε σκάνδαλο και η γαλλική κυβέρνηση έσυρε τον συγγραφέα και τον εκδότη στα δικαστήρια για ανηθικότητα. Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης (Ιανουάριος - Φεβρουάριος 1857) ο Φλομπέρ αθωώθηκε, αλλά έξι μήνες αργότερα, το ίδιο δικαστήριο δίκασε με την ίδια κατηγορία κι έκρινε ένοχο τον ποιητή Σαρλ Μποντλέρ.
Στο βιβλίο αυτό του Μποντλέρ το κοινότοπο θέμα μιας μοιχείας προσλαμβάνει βαθύτατα ανθρώπινες διαστάσεις, γεγονός που εξηγεί την τεράστια δημοτικότητα του. Το υποδειγματικό αυτό νατουραλιστικό μυθιστόρημα, με την άκαμπτη αντικειμενικότητά του — η οποία για τον Φλομπέρ σήμαινε την ψυχρή, αμερόληπτη καταγραφή κάθε λεπτομέρειας του χαρακτήρα ή του συμβάντος που θα φώτιζε την ψυχολογία των χαρακτήρων και τον ρόλο τους στη λογική εξέλιξη της ιστορίας— σφράγισε την απαρχή μιας νέας περιόδου στη λογοτεχνία.
Το 1862 δημοσίευσε το ιστορικό μυθιστόρημα «Σαλαμπώ» («Salammbo»), εμπνευσμένο από την ιστορία της Καρχηδόνας. Πρόκειται για τη ζοφερή ιστορία ενός φανταστικού προσώπου, της Σαλαμπώς, θυγατέρας του Αμίλκα, η οποία εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια της εξέγερσης των μισθοφόρων εναντίον της Καρχηδόνας το 240-237 π.Χ. Ο τρόπος με τον οποίο μεταμόρφωσε την ξηρή αφήγηση του Πολύβιου σ’ ένα ποιητικότατο πεζογράφημα, μπορεί να συγκριθεί με τον τρόπο που απέδωσε ο Σαίξπηρ την αφήγηση του Πλουτάρχου στις λυρικές περιγραφές του έργου του «Αντώνιος και Κλεοπάτρα». Ο ρώσος μουσουργός Μόδεστος Μουσόργκσκι επιχείρησε να γράψει μία όπερα βασισμένη στη Σαλαμπώ (1863-1866), αλλά δεν την ολοκλήρωσε.
Η νευρική κατάρρευση και ο θάνατος του
Το 1870, κατά τη διάρκεια του Γαλλο-Πρωσικού Πολέμου, το σπίτι του καταλήφθηκε από Πρώσους στρατιώτες, με αποτέλεσμα να υποστεί μία ακόμη νευρική κατάρρευση. Το 1872, ο θάνατος της μητέρας του, αλλά και κάποια οικονομικά προβλήματα τού προκάλεσαν κατάθλιψη. Είχε όμως την υποστήριξη του στενού του φίλου Ιβάν Τουργκένιεφ, του γνωστού ρώσου συγγραφέα που ζούσε τότε στην Ευρώπη. Ο Φλομπέρ απολάμβανε επίσης της φιλίας ων γάλλων ομοτέχνων Γεωργίας Σάνδη, Εμίλ Ζολά, Αλφόνς Ντοντέ και Γκι ντε Μοπασάν.
Μετά τα τραυματικά γεγονότα του πολέμου και το θάνατο της μητέρας του, ο Γκιστάβ Φλομπέρ έζησε ασκητικά για το υπόλοιπο της ζωής του. Σπάνια επισκεπτόταν το Παρίσι και η υγεία του επιδεινώθηκε γρήγορα. Πέθανε στις 8 Μαΐου 1880, στο σπίτι της μητέρας του στο Κρουασέ, και ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο των Φλομπέρ στο νεκροταφείο της Ρουάν.
Ένα χρόνο μετά το θάνατό του κυκλοφόρησε το ανολοκλήρωτο μυθιστόρημά του «Μπουβάρ και Πεκυσέ» («Bouvard et Pecuchet»). Οι ήρωές του είναι δύο γραφιάδες μικροϋπάλληλοι, οι οποίοι κληρονομούν μια μεγάλη περιουσία και αποσύρονται μαζί στην εξοχή. Για να απασχολούνται τις ατέλειωτες ελεύθερες ώρες τους, πειραματίζονται σε διάφορες δραστηριότητες (επιστημονικές καλλιέργειες, αρχαιολογία, χημεία, ιστοριογραφία κ.ά), αναλαμβάνουν ακόμη και την ανατροφή ενός εγκαταλελειμμένου παιδιού. Όμως, η μία αποτυχία τους διαδέχεται την άλλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου