Για μένα ήταν αυτό ακριβώς. Ένα τραγούδι… «Πώς μπορώ να ξεχάσω
τα λυτά της μαλλιά…». Στο άκουσμα των στίχων αυτών ήταν σαν, ξαφνικά, όλα γύρω να γίνονται θολά και ενώ ξέρεις ότι είσαι εδώ, είναι σαν το εδώ να μην υπάρχει πλέον, είναι σαν να έχεις μπει μέσα στη χρονοπύλη της καρδιάς και να μεταφέρεσαι σε εκείνη την στιγμή που ξαφνικά γίνεται το τώρα,το τώρα που είναι το παρελθόν αλλά είναι και το παρόν σου.Βρίσκομαι ακριβώς εκεί, σε εκείνη τη στιγμή που την κοιτώ να απομακρύνεται, κοιτώντας με στα μάτια από την πρύμνη του καραβιού που φεύγει από το λιμάνι. Το βιώνω τόσο δυνατά, τόσο ζωντανά, είμαι εκεί. Ο ήλιος ρίχνει της ακτίνες του στην καλντέρα και αντανακλά στο βαθύ μπλε της θάλασσας, τα άσπρα σπίτια στο φως του ήλιου είναι σαν να χαμογελούν και να λένε καλημέρα και αυτά με την σειρά τους.
Υπάρχει μια απέραντη ομορφιά γύρω σου που σε μαγεύει αλλά εμένα τα μάτια μου είναι καρφωμένα στα δικά της καθώς το καράβι φεύγει. Δεν ξέρω τι είναι πιο όμορφο πλέον, το τοπίο γύρω μου ή τα λυτά της ξανθά μαλλιά που ανεμίζουν στον ζεστό Αυγουστιάτικο αέρα; Τα δάκρυα μας είναι σαν να έχουν συντονιστεί και ρέουν από τα μάτια μας… Ξέρω ότι φεύγει μόνο για λίγες μέρες και θα επιστρέψει ξανά πίσω σε εμένα αλλά ακόμα και έτσι, ο πόνος της αποχώρησης δεν μπορεί παρά μόνο να εκφραστεί μέσα από τη σιωπή και το δάκρυ που κυλάει αργά στο μάγουλό μου. Δεν θέλω να το σκουπίσω για να μην με δει και την στεναχωρήσω ακόμα παραπάνω, καθώς ξέρω ότι πονάει και εκείνη το ίδιο.
Κάποιος θα έλεγε ότι είναι ίσως και υπερβολικό να αισθάνομαι έτσι, μιας και γνωριζόμαστε μόλις μερικούς μήνες, όμως τα συναισθήματα είναι τόσο δυνατά! Είναι ένας έρωτας με την πρώτη ματιά; Είναι άλλη μια ιστορία καλοκαιρινής αγάπης; Ή ίσως μια σχέση που θα κρατήσει μια ζωή;
Γνωριστήκαμε μέσω φίλων στην αρχή της σεζόν. Εκείνη τουρίστρια από Αυστραλία που δούλευε σε ένα μπαράκι ώστε να συνδυάσει διακοπές και δουλειά και εγώ, μπάρμαν, στο πιο γνωστό μπαρ του νησιού. Όλοι ήξεραν στο νησί, τη μεγάλη μου επιθυμία να φύγω για Αυστραλία, δεν είχαν περάσει ούτε έξι μήνες, από τότε που επέστρεψα από εκεί και δεν μπορούσα να περιμένω για να ξαναγυρίσω πίσω, ήμουν απλά, ερωτευμένος με τη χώρα αυτή!
Μου είχε γίνει σχεδόν εμμονή το να βρω τον τρόπο να γυρίσω, ήξερα ότι έπρεπε να φύγω και το συναίσθημα ήταν τόσο δυνατό, που κάποιες φορές, ένιωθα ότι πνιγόμουν εδώ. Καθώς όλα άρχιζαν να μπαίνουν στους ρυθμούς του καλοκαιριού, ένα βράδυ μετά την δουλειά, όπως συνηθίζαμε κάθε βράδυ, βγήκαμε όλοι για ένα ποτό στο στέκι μας. Μεταξύ χορού και τεκίλας, ένας από τους φίλους μου λέει «έλα να σε συστήσω σε μια φίλη μου από την Αυστραλία». Τα μάτια μου έλαμψαν και μόνο στο άκουσμα της λέξης «Αυστραλία». Εκείνη ήταν και η πρώτη φορά που είδα τα πράσινα της μάτια να με κοιτούν και αμέσως ήξερα ότι θα υπάρχουν πολλές στιγμές σαν και αυτή, στο μέλλον.
Πιάσαμε την κουβέντα αμέσως, καθισμένοι στο μπαλκόνι μέχρι το πρωί, με την καλντέρα στα πόδια μας να λάμπει από το φως της πανσελήνου. Τη συνόδευσα στο σπίτι της και συνέχισα προς το σπίτι μου. Περπατούσα εκείνο το πρωινό σαν χαμένος, ήμουν μεθυσμένος, ναι, αλλά όχι από την τεκίλα αλλά από τα μάτια της. Οι μέρες περνούσαν και εμείς βρισκόμασταν όλο και πιο συχνά. Για το κλασικό καφεδάκι μας το πρωί στην πλατεία, μεσημεριανό σε κάποια μικρή ψαροταβέρνα σε απόμακρες παραλίες και φυσικά, ποτάκι μετά από τη δουλειά. Περνάγαμε σχεδόν όλο μας το χρόνο μαζί αλλά ποτέ δεν είχε γίνει καμιά κίνηση και από τους δυο μας για κάτι παραπάνω, σαν να ήταν κάτι το ιερό αυτό που νιώθαμε και δεν θέλαμε να ρισκάρουμε να το χάσουμε.
Κάθε πρωί που άνοιγα τα μάτια μου, το πρώτο πράγμα που ήθελα να κάνω ήταν να ετοιμαστώ και να πάω να την πάρω από το σπίτι της, για το προγραμματισμένο μας καφεδάκι. Κάπως έτσι, νομίζω, ένιωθε και εκείνη μιας και κάθε φορά που πήγαινα να την πάρω, με περίμενε στο στενό σοκάκι με ένα πλατύ χαμόγελο και μια λάμψη στα μάτια της. Κάθε μέρα μιλάγαμε για ώρες, ήξερα σχεδόν τα πάντα για τη ζωή της και εκείνη για τη δική μου. Είχαμε έρθει τόσο κοντά ο ένας στον άλλον που ήταν σαν να γνωριζόμαστε χρόνια…
Κάπου εκεί, προς τη μέση του καλοκαιριού άρχισε να αισθάνεται άρρωστη, με ένα βήχα ο οποίος δεν υποχωρούσε με τίποτα, είχαμε δοκιμάσει τα πάντα και δεν μπορούσαμε να τον σταματήσουμε. Μια μέρα της είπα ότι αυτό δεν πάει άλλο και την πήγα στο νοσοκομείο. Ο γιατρός είπε ότι είναι από την υγρασία, στο σπίτι που έμενε και ότι θα έπρεπε να βρει κάπου αλλού να μείνει… Δεν ήταν καθόλου καλά τα νέα γιατί, το να βρεις να μείνεις κάπου αλλού στα μέσα της σεζόν στο πιο γνωστό νησί του κόσμου είναι λίγο δύσκολο έως και αδύνατο, θα έλεγα.
Μετά από αρκετή σκέψη και ατελείωτες ώρες, γυρεύοντας δωμάτιο σε τιμή που θα μπορούσε να αντεπεξέλθει με τον μισθό της και βεβαίως τον βήχα να μην υποχωρεί, έκανα τη μεγάλη ερώτηση… Μια ερώτηση που την είχα σκεφτεί πολλές φορές – να πω την αλήθεια – αλλά δεν τολμούσα να τη ρωτήσω, με το φόβο μήπως και παρεξηγηθώ. Έτσι, πήρα μια βαθιά (πολύ βαθιά) ανάσα και την ρώτησα:‘’Θέλεις να έρθεις να μείνεις στο σπίτι μου;’’ Ένιωθα τον ιδρώτα να τρέχει σαν νερό από το μέτωπό μου, τα χέρια μου είχαν παγώσει και είμαι βέβαιος ότι έτρεμαν κιόλας. Με κοιτάει σιωπηλή για μερικά λεπτά, που για μένα φάνηκαν αιώνας και μου λέει ‘’νόμιζα ότι δεν θα με ρώταγες ποτέ. Πολύ θα το ήθελα!».
Όλες οι γιορτές ήρθανε μαζί! Έτσι αισθανόμουν. Χωρίς δεύτερη κουβέντα και με χαμόγελα, πήγαμε στο σπίτι της και αρχίσαμε να βάζουμε όλα τα πράγματα της στο σακίδιο της, ξέρεις εκείνα τα σακίδια που χωράνε και εμένα μέσα. Φτάσαμε στο σπίτι μου καταϊδρωμένοι από τη ζέστη και όλα αυτά που είχαμε να κουβαλήσουμε. Έμενα σε ένα μικρό σπιτάκι λίγο έξω από την πόλη, με ένα υπνοδωμάτιο που είχε δύο κρεβάτια μέσα, μια κουζίνα με ένα τραπέζι και το μπάνιο του. Μικρό μεν αλλά χωρίς υγρασία δε και ερχόταν με τις έξτρα ανέσεις του κιόλας, μια αιώρα στην πίσω αυλίτσα του σπιτιού.
Τα μάτια της, αυτά τα υπέροχα καταπράσινά μάτια της έλαμπαν από χαρά, δεν χρειαζόταν να πει τίποτα, το ήξερα ότι ήταν ευτυχισμένη όπως ήμουν και εγώ άλλωστε. Από εκείνη τη μέρα και μετά σχεδόν δεν μας ξαναείδαν στο νησί. Φτιάχναμε πρωινό στο σπίτι, καφεδάκι στην αυλίτσα, μαγείρεμα μαζί και μετά τη δουλειά, μπυρίτσα στην αιώρα κάτω από τον καλοκαιρινό ξάστερο ουρανό. Δεν πέρασε πολύς καιρός για να ανακαλύψουμε ότι, τελικά, η αιώρα μπορεί να δεχθεί δυο άτομα αγκαλιασμένα και από εκείνη τη βραδιά και κάθε βραδιά, δεν κοίταξα ποτέ τον καλοκαιρινό ουρανό χωρίς να την έχω στην αγκαλιά μου και να της χαϊδεύω τα ξανθά της μαλλιά. Ήμουν ερωτευμένος!
Ζούσαμε ένα όνειρο, μια ιστορία καλοκαιρινής αγάπης, όπως εκείνες που βλέπεις μόνο σε ταινίες. Ήταν πολλές οι φορές που σκεφτόμουν ότι δεν μπορεί να είναι αλήθεια αυτό που ζω, πώς είναι δυνατόν να νιώθω τόσο ερωτευμένος μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, ήταν ένα όνειρο που δεν ήθελα ποτέ μα ποτέ να τελειώσει. Δίπλα της, ένιωθα άλλος άνθρωπος, για την ακρίβεια ένιωθα ο εαυτός μου. Ο πραγματικός μου εαυτός. Πρωτόγνωρα συναισθήματα, σχεδόν καθημερινά, και αυτά τα μάτια της, μια πράσινη λίμνη αγάπης και ευτυχίας!
Ένα πρωί, καθώς ετοιμάζαμε το πρωινό μας καφεδάκι, μου λέει ‘’θα πρέπει να φύγω για λίγες μέρες, να πάω στην Αθήνα για να διευθετήσω τη βίζα μου, θα είναι μόνο για δύο-τρεις μέρες’’. Ζαλίστηκα… “Τι εννοείς ;” ρώτησα με ένα τόνο πανικού στη φωνή μου. “Δεν μπορείς να φύγεις τώρα, θα το κανονίσουμε μετά το τέλος της σεζόν. Πρέπει να γίνει τώρα;;”. Ένιωθα χαμένος σαν να μου έλεγε ότι φεύγει για πάντα. Μου εξήγησε ότι δεν γινόταν να το αναβάλλει γιατί δεν ήθελε να το ρισκάρει και να έχει πρόβλημα αργότερα . Ό,τι μου έλεγε ακουγόταν λογικό αλλά η καρδιά μου πήγαινε σαν τρελή, μόνο με τη σκέψη. Αφού μου πέρασε η κρίση πήγαμε και βγάλαμε τα εισιτήρια για την επόμενη μέρα. Προορισμός, Πειραιάς…
Εκείνο το βράδυ δεν κοιμηθήκαμε καθόλου. Καθίσαμε όλο το βράδυ ξαπλωμένοι στην αιώρα, κοιτάζοντας τον ουρανό, αμίλητοι. Ήταν ξεκάθαρο ότι ήμασταν και οι δυο θλιμμένοι αλλά έπρεπε να γίνει. Κατεβήκαμε στο λιμάνι αρκετά πιο νωρίς και καθίσαμε σε ένα από τα καφέ, μέχρι να έρθει το καράβι. Όλα φαίνονταν σχεδόν ακίνητα, σαν και το νησί να έχανε ένα κομμάτι από τη ζωντάνια του, μαζί με εκείνη. Μέχρι που η βοή από τη σφυρίχτρα του καραβιού, καθώς έμπαινε στο λιμάνι, έδωσε στα πάντα γύρω μας κίνηση. Ήταν η στιγμή που έπρεπε να πούμε αντίο και όπως έδενε το καράβι, έτσι και το στομάχι μου δενόταν κόμπος από τη θλίψη.
Την αγκάλιασα τόσο σφιχτά που οι ανάσες μας κόπηκαν. Εκείνη τη στιγμή που βιώνω μια απέραντη θλίψη μέσα μου, την ακούω να μου ψιθυρίζει… “Σε αγαπώ, θα γυρίσω σύντομα, στο υπόσχομαι”… Αυτό που φοβόμουν να πω το είπε πρώτη. Έπιασα το κεφάλι της με τα δυο μου χέρια σαν να κρατούσα το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο και κοιτάζοντας μέσα στα πιο όμορφα μάτια που έχω δει στη ζωή μου ακούμπησα τα χείλη μου στα χείλη της μέχρι που η πνοή της έγινε πνοή μου. ‘’Σε αγαπώ, μην αργήσεις, θα σε περιμένω’’ της είπα. Ανέβηκε στο καράβι και εγώ απλά, περίμενα, περίμενα εκεί, στο ίδιο σημείο χωρίς να έχω τη δύναμη να κουνηθώ. Πονούσε όλο μου το σώμα, πονούσε η καρδιά μου, ένας πόνος που δεν θα μπορούσε να γιατρευτεί μέχρι να την ακούσω να μου λέει «Σε αγαπώ» ξανά.
Έτσι, την έβλεπα να φεύγει και να απομακρύνεται όλο και πιο πολύ από εμένα… Ώσπου η βοή από τη σφυρίχτρα του καραβιού ακούστηκε ξανά, μόνο που αυτή τη φορά ήμουν ξαφνικά, στο τώρα. Κούνησα λίγο το κεφάλι για να επανέλθω στην πραγματικότητα, βγαίνω από το αυτοκίνητο και εκεί, μπροστά στα μάτια μου, στην πρύμνη του καραβιού είναι και πάλι εκείνη! Όμορφη όπως και τότε. Τι και εάν πέρασαν 15 ολόκληρα χρόνια από εκείνο το καλοκαίρι, αυτά τα μάτια της πάντα θα κάνουν την καρδιά και την ψυχή μου να χαμογελάει. Έτρεξα αμέσως να τη συναντήσω όπως θα βγαίνει από το καράβι, αλλά αυτή την φορά άκουσα εκτός από το δικό της «Σε αγαπώ» και άλλα δύο, από τις πανέμορφες κόρες μας!
Το διήγημα του Δημήτρη Μελαχροινού ψηφίστηκε ως το πρώτο καλύτερο στον 4ο Διαγωνισμό Δημιουργικής Γραφής 2019 που διοργανώθηκε από το Harmony and Creativity.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου