Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Ιουνίου 09, 2024

ΤΟ ΑΣΗΜΑΝΤΟ, ΜΠΛΕ ΣΤΥΛΟ

Ήμουν, είμαι και θα είμαι ένα μικρό, μπλε, κοινότυπο και ασήμαντο στυλό. Για πάντα…

Αλλά το «πάντα» είναι μια λέξη σχετική… Άλλωστε, πόσο διαρκεί η θλιβερή και ασήμαντη ζωή ενός στυλού σαν κι εμένα; Άντε ένα ή δυο χρόνια αν με γεμίσουν πολλές φορές και με διαφυλάξουν με προσοχή.


Περίμενα υπομονετικά στο ράφι ενός μικρού και ξεχασμένου βιβλιοπωλείου, μήπως έρθει κάποιος και με πάρει. Αχ, τι ωραία θα ήταν να έχω και εγώ έναν ιδιοκτήτη! Να γράφουμε μαζί  όλη την ημέρα, με καθαρά καλλιγραφικά γράμματα χωρίς τσαπατσουλιές. Θα καμάρωνα! Αλλά μάλλον όλα αυτά, ήταν όνειρα. Θα ξέμενα εδώ για όλη τη διάρκεια της τιποτένιας ζωούλας μου…


Ξημέρωσε ένα ακόμα συνηθισμένο πρωινό. Εκεί που λαγοκοιμόμουν στο ραφάκι μου –ποιος ανόητος είπε ότι τα στυλό δεν κοιμούνται;!-, το καμπανάκι της πόρτας κουδούνισε χαρούμενα. Πετάχτηκα. Από το ψηλό μου ράφι δεν έβλεπα καλά, αλλά ξεχώρισα αχνά ένα μελαχρινό κεφάλι. Μακάρι να ήταν η τυχερή μου μέρα!



Καμαρωτό καμαρωτό, στάθηκα όσο πιο πολύ μπορούσα στην άκρη του ραφιού μήπως και με δουν. Το μελαχρινό κεφάλι κινήθηκε προς το μέρος μου. Σταμάτησε μπροστά από το ράφι μου. Κορδώθηκα! Το μελαχρινό κεφάλι –που δεν ήταν μόνο κεφάλι βέβαια- άπλωσε το χέρι του. Και… άρπαξε με φόρα το στυλό που ήταν δίπλα σε μένα! Απογοητεύτηκα. Είχα μια τοσοδούλα ελπίδα ότι θα έπαιρνε και μένα. Μα, όχι. Το άλλο στυλό, μου έγνεψε κάπως περιπαικτικά. Του έβγαλα το καπάκι, -κάτι αντίστοιχο με τη γλώσσα των ανθρώπων!- και ξαναξάπλωσα στο ράφι μου. Αχχχ… Ποτέ πια δεν θα έφευγα. Έπρεπε να το πάρω απόφαση…!


Το καμπανάκι ξαναήχησε. Δεν έδωσα σημασία. Συνέχισα να κοιμάμαι νωχελικά. Ξαφνικά ένιωσα δυο χέρια να με τραβάνε. Άνοιξα απότομα τα μάτια μου –ναι, έχω μάτια!, απλά είναι εσωτερικά, εσείς οι άνθρωποι δεν μπορείτε να τα δείτε!-. Δυο απαλά κοριτσίστικα χέρια με κρατούσαν. Διέκρινα αμυδρά, δύο μακριές ξανθές πλεξούδες. Η πλαστική ψυχή μου γέμισε ευφροσύνη. Επιτέλους! Θα ήμουν καποιανού το αγαπημένο στυλό! Χίλιες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου… Άρχισα να κάνω όνειρα! Θα πηγαίναμε μαζί σχολείο τα πρωινά, θα γράφαμε μαζί στα διαγωνίσματα, στο ημερολόγιό της, θα εμπιστευόταν σε μια κόλλα χαρτί μαζί μου, τα ενδόμυχα και πιο σκοτεινά μυστικά της! Πω πω! Τι αγαλλίαση! Ήμουν τόσο συγκινημένο! Λίγο έλειψε να βρέξω το χέρι της μέλλουσας ιδιοκτήτριάς μου, από την μεγάλη μου χαρά. Μα όχι! Είχα και μια αξιοπρέπεια! Η κοπέλα με απέθεσε απαλά –σαν να ήμουν κάποιος πολύτιμος θησαυρός- πάνω στο παλιό, σκονισμένο ταμείο. Ω! Τι ευδαιμονία! Κόντευα να σκάσω από την χαρά μου! Μα πόσο περήφανο έπρεπε να ήμουν!


Η καινούρια μου ιδιοκτήτρια με αγόρασε και με έβαλε μέσα στην τσάντα της. Πριν κλείσει το φερμουάρ, πρόλαβα και είδα όλα τα στυλό να αναπηδάνε ελαφρά στο ράφι, με αποτέλεσμα αυτό να καταρρεύσει και να σωριαστούν όλα στο έδαφος. Το κατάλαβα! Ήταν ένα σημάδι αποχαιρετισμού. Ανασήκωσα λίγο το καπάκι μου ως ένδειξη ότι έλαβα το σήμα τους. Ξέρετε δε τώρα, προσωπικά των στυλό! Ο βιβλιοπώλης, ένας γεράκος με γυαλιά, έτρεξε στα πεσμένα στυλό.


-Μα τι πάθατε όλα μαζί; Αφού είχα αλλάξει τους μεντεσέδες του ραφιού!, μουρμούρισε ο βιβλιοπώλης ξύνοντας το κεφάλι του.


Μέσα σε ένα κλίμα ευθυμίας και συγκίνησης, έκανα την έξοδο μου από το μαγαζί. Η κοπέλα βγήκε από το βιβλιοπωλείο. Όδευα πια ολοταχώς προς την νέα μου ζωή! Αντίο, αγαπημένο και σκονισμένο βιβλιοπωλείο! Υπήρξες σπίτι για τόσα χρόνια. Όμως ήρθε πια η ώρα το στυλό σου, να ανοίξει τα φτερά του! Έχε γεια λοιπόν.


Ανέπνεα πρώτη φορά τον καθαρό αέρα! Αχ… Πόσο όμορφη ήταν η γεύση της ελευθερίας! Μέχρι ως ότου η νέα ιδιοκτήτρια έκλεισε το φερμουάρ της τσάντας. Με χάλασε λίγο. Αλλά ήταν ωραία μέσα στην τσάντα, δεν θα πω ψέματα! Λίγο στριμωγμένα βέβαια. Έκανα και μερικούς φίλους. Χαρτομάντιλα τους λένε! Ενδιαφέροντα πράγματα! Με λίγο περίεργο όνομα βέβαια! Κάναμε καλή παρέα! Είναι πολύ διασκεδαστικά πράγματα! Σπάσαμε πλάκα! Αυτό που μου ξίνισε λίγο, ήταν το κραγιόν. Πολύ ψωροπερήφανο για τα γούστα μου… Πουφ… Όλο κοκορευόταν ότι έχει ωραίο χρώμα, στενή σχέση με την κοπέλα που με αγόρασε και μια υπέροχη αστραφτερή θήκη! Σιγά το πράγμα! Εγώ έχω υπέροχο λαμπερό χρώμα, -μπλε σας παρακαλώ πολύ!-, ξεχειλίζω μελάνι και έχω ένα ωραίο μυτερό καπάκι! Είμαι από τα καλύτερα και τα πιο βολικά στυλό! Θα με λατρέψει πιο πολύ κι από το κραγιόν η νέα μου ιδιοκτήτρια! «Σίγουρα», διαβεβαίωσα τον εαυτό μου.


«Για πείτε μου λοιπόν αγαπητά χαρτομάντιλα», είπα διακόπτοντας τον ειρμό των σκέψεων μου. «Ποιοι άλλοι κατοικούν σε αυτήν την πανέμορφη τσάντα;», ρώτησα περίεργο.


«Έχουμε και λέμε! Το κραγιόν ήδη το γνώρισες. Αυτό εκεί πέρα είναι το πορτοφόλι. Καλή φάτσα! Ευγενικό και καταδεκτικό! Πιο πέρα, τα μωρομάντηλα. Λίγο ξινισμένα. Ίσως φταίει και η γεύση λεμονιού. Δεν βαριέσαι;! Ποιος ξέρει… Εκεί δα, τα κλειδιά. Κουλ τύποι. Με αυτοπεποίθηση. Έχουν και ένα χρυσαφί χρώμα… Μούρλια! Τέλος, υπάρχει και το κινητό. Φίλε, είναι ο αρχηγός εδώ μέσα. Θέλεις να μάθεις το γιατί;», είπαν με μια ανάσα τα χαρτομάντιλα όλα μαζί συγχρονισμένα.


«Για πείτε, για πείτε», ψιθύρισα συγκλονισμένο.



«Αν αρχίσει και χτυπάει, παύουν όλοι να μιλάνε. Το τρέμει ο κόσμος όλος. Η Ευαγγελία σταματάει ό,τι κάνει και το βγάζει από την τσάντα κατευθείαν. Ειλικρινά, του το παραδέχομαι. Ξέρει να επιβάλλει τον σεβασμό…», συνέχιζαν χωρίς σταματημό τα χαρτομάντιλα.


«Ώστε έτσι λένε την κοπέλα που με αγόρασε. Ωραίο όνομα! Τέλος πάντων… Παιδιά ευχαριστώ για την ξενάγηση! Θα σας βλέπω εδώ γύρω, συχνά πιστεύω», είπα δυνατά.


Επιτέλους φτάσαμε στον προορισμό μας. Αμέσως ένιωσα ένα τράνταγμα. Το φερμουάρ της τσάντας άνοιξε. Ένα χέρι με τράβηξε από μέσα. Αντίκρυσα τον ήλιο να μπαίνει λαμπερός από το παράθυρο. Οι ακτίνες του παιχνίδιζαν στα παραθυρόφυλλα. Το χέρι με κράτησε ψηλά και ένα πρόσωπο βρέθηκε να με παρατηρεί. Γνώριζα επιτέλους την καινούρια μου ιδιοκτήτρια, δηλαδή συγκεκριμένα είχα την ευκαιρία να την παρατηρήσω από κοντά. Το όμορφο οβάλ πρόσωπό της πλαισίωναν «χρυσές» μπούκλες. Τα μακριά ξανθωπά μαλλιά της είχαν χυθεί πίσω στην πλάτη της. Μάλλον τα είχε λύσει από τις πλεξούδες. Το πρόσωπό της, κοσμούσαν δύο αμυγδαλωτά γαλανά μάτια που πέταγαν σπίθες. Τα φρύδια της σχημάτιζαν καλογραμμένες γραμμές, που σε συνδυασμό με τα λεπτά χείλη της έκαναν το πρόσωπό της να φαίνεται πιο ώριμο. «Καλό φαίνεται το κορίτσι!», σκέφτηκα ενθουσιασμένο. Αφού με κοίταξε καλά καλά, με ακούμπησε πάνω σε ένα ξύλινο γραφείο και βγήκε από το δωμάτιο με γοργά βήματα.


Αφού δεν είχα και τι άλλο να κάνω –δυστυχώς δεν έχω πόδια όπως εσείς οι άνθρωποι, τι να κάνουμε…- κοίταξα γύρω μου μήπως πάρω μια ένδειξη που βρισκόμουν. Στα δεξιά μου, από το ανοικτό παράθυρο με τις φλοράλ κουρτίνες, ξεχυνόταν στο δωμάτιο άπλετο φως του ήλιου. Το γραφείο στο οποίο βρισκόμουν, απ’ ότι έπιανα με την άκρη του ματιού μου, ήταν ξύλινο. Πάνω υπήρχαν λογής-λογής πράγματα. Ό,τι μπορούσες να φανταστείς. Μολυβοθήκες, ένας χαμός από χαρτιά, φάκελοι –ποοοοοολλοί φάκελοι- κίτρινοι, πράσινοι, μπλε, ντοσιέ, σχολικά βιβλία, δυο κουτάκια πορτοκαλάδας, περιτυλίγματα από σοκολάτες… Πιο πέρα στεκόταν μια βιβλιοθήκη με χίλια δυο βιβλία μέσα: σχολικά, λογοτεχνικά, επιστημονικά… Ό,τι τραβούσε η όρεξή σου. Τέλος ήταν ένα κρεβάτι, στο οποίο απλωνόταν μια κόκκινη κουβέρτα. Μάλλον σε υπνοδωμάτιο πρέπει να βρισκόμουν.


Η Ευαγγελία μπήκε πάλι μέσα στο υπνοδωμάτιο. Κατευθύνθηκε στην βιβλιοθήκη. Από ένα ράφι τράβηξε ένα ολοκαίνουριο μεσαίου μεγέθους μπεζ τετράδιο. Κάθισε στο γραφείο, τεντώθηκε, με πήρε στα χέρια της και άρχισε να γράφει στο τετράδιο.


«Αγαπητό μου ημερολόγιο,


Ονομάζομαι Ευαγγελία Παπαηλία και σε λίγες μέρες θα είναι η πρώτη μου μέρα στην Α’ Λυκείου. Μεγάλο γεγονός! Θα πάω σε ένα καινούριο λύκειο στο οποίο δεν θα ξέρω κανέναν… Φοβάμαι λιγάκι… Πώς φαντάζεσαι να είναι η όλη καινούρια κατάσταση; Τέλος πάντων, αποφάσισα να γράφω στο ημερολόγιο αυτό με το καινούριο μου στυλό, για να με βοηθήσει λίγο με το άγχος μου… Δεν γράφει και άσχημα αυτό το στυλό, στην τελική! Λοιπόν, σε αφήνω τώρα. Θα τα ξαναπούμε!


Ευαγγελία


Φούσκωσα από περηφάνια. Με επαίνεσε!! Το αγαπούσα κιόλας αυτό το κορίτσι! Ώστε καινούριο σχολείο ε;! Πω πω… Μεγάλη αλλαγή! Μακάρι να με έπαιρνε μαζί της να γνωρίσω το Λύκειό της!


Ξύπνησα ένα πρωινό μερικές μέρες μετά και συνειδητοποίησα πως επιτέλους έφτασε η μεγάλη μέρα! Είχε μεσολαβήσει ένα μικρό διάστημα από τότε που η Ευαγγελία έγραψε στο ημερολόγιό της, και έφτασε η μέρα που θα άρχιζε μαθήματα στο καινούριο της σχολείο. Από πρωί πρωί, με έχωσε σε μια τσέπη της σχολικής τσάντας. Επιτέλους διασχίζαμε το προαύλιο! Της συμπαραστεκόμουν στο άγχος της. Ίσιωσα λίγο το καπάκι μου. Τι θα έλεγαν τα άλλα στυλό αν με έβλεπαν ατημέλητο;!… Ούτε να το σκέφτομαι δεν ήθελα!


Η Ευαγγελία μπήκε στο πρώτο μάθημα της ημέρας. Με έβγαλε από την τσάντα της και άρχισε να γράφει αυτά που υπαγόρευε ένας καινούριος καθηγητής. Σε ένα πρόχειρο τετράδιο έγραψε ως επικεφαλίδα «Ιστορία Α’ Λυκείου. Σε τι μας χρησιμεύει η ιστορία;» και άρχισε να γράφει καθαρά και με τάξη την απάντησή της. Παρατηρούσα στα κλεφτά τα υπόλοιπα στυλό των γύρω θρανίων. Ξεχώρισα δυο τρία, που μου φαίνονταν καλά… Ίσως τα πλησίαζα αργότερα, να έκανα και εγώ κάποιον φίλο…!


Τελείωσε το πρώτο μάθημα, μπήκαμε στο δεύτερο, έπειτα στο τρίτο και πάει λέγοντας… Χωρίς λόγο φοβήθηκα! Η Ευαγγελία είχε προσαρμοστεί εύκολα! Στο σχόλασμα καθώς μέσα από το τσεπάκι κοίταζα από μια χαραμάδα της τσάντας, την είδα να συστήνεται σε δυο παιδιά. Ήμουν σίγουρο ότι θα την συμπαθούσαν! Σκούπισα τα μάτια μου βιαστικά. Δεν ήμουν τόσο συναισθηματικό, στην τελική!!


Γυρίσαμε σπίτι… Με παράτησε μαζί με την τσάντα σε μια γωνιά του δωματίου της. Καλύτερα που με άφησε εκεί… Είχα χρόνο να μιλήσω με το βιβλίο της Ιστορίας που μου έλυσε κάποιες απορίες!


Γενικά οι μέρες κυλούσαν σαν το νερό! Με την Ευαγγελία περνούσαμε πολύ ωραία τον καιρό μας! Ήταν καλό κορίτσι, πρέπει να το παραδεχτώ! Με μεταχειριζόταν πολύ προσεκτικά και με θρησκευτική σχεδόν ευλάβεια! Είχε επίσης και όμορφο γραφικό χαρακτήρα! Τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω;



Είχαν περάσει κάμποσες βδομάδες από την πρώτη ημέρα στο Λύκειο! Είχαμε ήδη Νοέμβριο! Με μεγάλη μου χαρά είχα ανακαλύψει πως η Ευαγγελία λάτρευε το γράψιμο! Είχε ήδη γεμίσει το μισό ημερολόγιο της! Συν ένα τετράδιο που έγραφε ιστορίες! Εγώ, ήμουν πάντα εκεί, ακούραστος συνοδός!


Όπως ανέφερα, είχαμε ήδη Νοέμβριο. Ο μήνας των διαγωνισμάτων, απ’ ότι με πληροφόρησαν. Πω πω άγχος!! Προετοιμασία στο σπίτι… Σημειώσεις, μικρά και μεγάλα χαρτιά, γραπτά προσομοίωσης, ο κακός χαμός γινόταν!… Αφήστε την ώρα του διαγωνίσματος… Η αγωνία φαινόταν από τον τρόπο με τον οποίο έγραφε! Το χέρι της αγαπημένης μου Ευαγγελίας έτρεμε, με αποτέλεσμα εγώ να ταρακουνιέμαι και να γεμίζω το γραπτό με μελάνια. Έβγαινα και έξω από τις γραμμές της κόλλας… Μουντζούρες από εδώ, μουντζούρες από κει… Διαγωνίσματα έπειτα και στο φροντιστήριο, άντε πάλι!… Ιδρώτας, άγχος, μελάνια παντού. Άσε που το καπάκι μου ήταν μονίμως μασημένο. Η υπέροχη, αστραφτερή εικόνα μου, είχε τσαλακωθεί… Αλλά, ας ήταν! Για την Ευαγγελία μου θα έκανα τα πάντα! Την λάτρευα αυτήν την κοπέλα! Πόση χαρά και αγαλλίαση ένιωθε η πλαστική καρδιά μου…! Ήμουν επίσης πεπεισμένο ότι με λάτρευε! Για να είμαι όμως ειλικρινές, εξουθενωμένο βγήκα από τον Νοέμβριο… Με το ζόρι επιβίωσα… Όμως άξιζε γιατί πήρε πολύ καλούς βαθμούς η Ευαγγελία! Άλλωστε, με επαναγέμισε κιόλας. Δεν είχα λόγο να παραπονιέμαι…


Επιτέλους τελείωσαν και τα διαγωνίσματα! Ησυχία και ξεκούραση πάλι! Ώρα να ηρεμήσω λιγάκι! Ήρθαν και τα Χριστούγεννα! Η ιδιοκτήτριά μου κι εγώ τόσο κουρασμένοι που ήμασταν, θεωρήσαμε σωστό πως αυτές οι διακοπές ήταν διακοπές χαλάρωσης! Βέβαια, πόσο να χαλαρώσει η καημένη η Ευαγγελία; Πρώτη Λυκείου ήταν, είχε υποχρεώσεις… Έτσι την δεύτερη εβδομάδα των διακοπών ξαναπιάσαμε δουλειά. Ευτυχώς, πρόλαβα να ξεκουραστώ λιγάκι. Πάντως, χαρά στο κουράγιο της!…


Μετά από πολύ καιρό αισθανόμουν ευτυχισμένο. Είχα μια ιδιοκτήτρια που με αγαπούσε, και εγώ την λάτρευα, μια καταδική μου θέση στη μολυβοθήκη, καλούς φίλους –π.χ. τα χαρτομάντιλα και το ημερολόγιο, με το οποίο έδεσα μετά από τόσες ώρες γραψίματος!-… Τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω;! Το μέλλον μου διαγραφόταν λαμπρό!


Οι μήνες περνούσαν, ο ένας μετά τον άλλο!… Ζούσα την απόλυτη ευτυχία… Ήρθε και το Πάσχα! Προς μεγάλη μου λύπη, δεν ξεκουραστήκαμε ούτε εγώ, ούτε η Ευαγγελία μου! Άρχιζαν οι εξετάσεις μια βδομάδα μετά το τέλος των διακοπών… Είχαμε πολλή δουλειά… Την λυπόμουν λιγάκι… Ήταν αρκετά αγχωμένη… Κι εγώ, σαν καλό στυλό, ήμουν πάντα δίπλα της… Ταλαιπωρημένο βέβαια, γεμισμένο καμιά δεκαριά φορές αλλά έστεκα στην μύτη μου! –Εε μην γελάτε! Την αλήθεια λέω!-. Εκείνες τις ημέρες, έγραψα δεκάδες σελίδες χαρτί, διαγωνίσματα προετοιμασίας, σημειώσεις, θεωρίες, απ’ έξω ολόκληρα κείμενα!… Και δυστυχώς ή μάλλον ευτυχώς έφτασαν οι μέρες των εξετάσεων… Άντε να τελειώνουμε!


Το κουδούνι σήμανε την έναρξη της εξέτασης του πρώτου μαθήματος. Μπήκε μέσα στην αίθουσα των εξετάσεων, η Ευαγγελία με εμένα στο χέρι της. Η ψηλή κορμοστασιά της ξεχώριζε! Η αλήθεια είναι πως είχε μεγαλώσει από την αρχή της χρονιάς! Είχε γίνει και πιο ώριμη! Χωρίς να θέλω να περιαυτολογήσω, εγώ στο χέρι της έλαμπα! Και ξεχώριζα επίσης! Ήμουν το πιο όμορφο στυλό, θεωρώ –χωρίς υπερβολή-! Εξάλλου είμαι και μετριοφρόνων!


 Η Ευαγγελία κάθισε στο θρανίο που της υπέδειξε ο υπεύθυνος καθηγητής. Τα χείλη της έτρεμαν. Μαζί έτρεμα κι εγώ. Πήρε την κόλλα στα χέρια της. «Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία Α’ Λυκείου». Ονοματεπώνυμο: Ευαγγελία Παπαηλία. Βαθιά ανάσα και ξεκινήσαμε…


Τρεις ώρες μετά ήμουν ξεθεωμένο. Αλλά χαρούμενο που τα βγάλαμε πέρα. Ήμουν ακουμπισμένο πάνω σε ένα σκαλί ενώ παραδίπλα είχε σωριαστεί η Ευαγγελία και έκλαιγε. Υπερβολές πάντα αυτό το κορίτσι! Αφού μια χαρά τα είχε πάει. Το ένιωθα εγώ. Εγώ τουλάχιστον καθόμουν και λιαζόμουν. Περίμενα υπομονετικά ώσπου η Ευαγγελία σηκώθηκε, με τοποθέτησε στην τσάντα της και πήραμε τον δρόμο του γυρισμού!


Για τις επόμενες δύο εβδομάδες, ξεθεώθηκα όσο ποτέ στην ζωή μου. Πολλή επανάληψη! Αλλά υπέμενα καρτερικά και ονειροπολούσα την μέρα που θα έβαζα και εγώ το μαγιό μου και μαζί με τη Ευαγγελία θα κολυμπάγαμε στην παραλία ανέμελα! Ονειρευόμουν ένα ξεκούραστο και όμορφο καλοκαίρι παρέα με την λατρεμένη μου ιδιοκτήτρια! Κι έτσι έπαιρνα κουράγιο!


15 Ιουνίου! Τελευταίο διαγώνισμα: Μαθηματικά Α’ Λυκείου! Με περισσότερη αυτοπεποίθηση από το πρώτο διαγώνισμα, η Ευαγγελία άρχισε να γράφει μαζί με εμένα φυσικά –το πολυαγαπημένο της στυλό!-. Παρέδωσε το γραπτό και βγήκε έξω στον καθαρό αέρα .


Καθίσαμε σε ένα παγκάκι να λιαστούμε! Το καλοκαίρι ξεκινούσε λαμπρό! Ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό κατακίτρινος, τα πουλάκια κελαηδούσαν γλυκά. Το θρόισμα των φύλλων ακουγόταν απαλά στην σιγαλιά της ημέρας. Οι μέλισσες βούιζαν. Ήμουν ευτυχισμένο!


Ξαφνικά, η Ευαγγέλια θυμήθηκε ότι σαν επιμελήτρια που ήταν την περίοδο των εξετάσεων είχε ξεχάσει να κλείσει το παράθυρο! Πω πω… Άντε πάλι μέσα… Ας είναι όμως! Μετά από αυτό θα φεύγαμε. Με σήκωσε και μπήκαμε μέσα στην αίθουσα. Η Ευαγγελία ακουμπώντας με στο καλοριφέρ, ανέβηκε σε μια καρέκλα να κλείσει το παράθυρο. Μόλις το έκλεισε, έκανε μεταβολή και βγήκε από την πόρτα της αίθουσας ήσυχα. Με άφησε όμως εκεί, ανάσκελα στο καλοριφέρ. Δεν ανησύχησα… Θα το θυμόταν κι αργότερα θα ξαναερχόταν να με πάρει. Περίμενα υπομονετικά.


Πέρασε μία μέρα… Καρτερούσα υπομονετικά την ώρα που θα ερχόταν να με πάρει. Πέρασαν δυο μέρες… Είχα αρχίσει να βαριέμαι όλη μέρα μόνο. Αλλά περίμενα. Πέρασαν τρεις, τέσσερις, πέντε ημέρες… Ψυχή δεν είχε πατήσει στο σχολείο. Μήπως η Ευαγγελία είχε πάθει κάτι; Είχα αρχίσει να ανησυχώ πολύ. Μια εβδομάδα μετά, κειτόμουν ακόμα στο καλοριφέρ καταπίνοντας τα δάκρυά μου. Είχα μια άσβεστη φλόγα στην πλαστική ψυχή μου, μια ελπίδα πως αποκλείεται να μην νοιάζεται και θα έρθει κάποτε. Εξάλλου ήμουν το λατρεμένο της στυλό! Δεν υπήρχε περίπτωση να με παρατήσει εκεί. Ξάφνου, άκουσα φωνές να εισέρχονται στο κτίριο… Σκίρτησα από χαρά! Αναθάρρησα! Ήρθε επιτέλους!


«Τάκη άνοιξε τα καλοριφέρ να ελέγξουμε αν υπάρχουν βλάβες», άκουσα μια χοντρή αντρική φωνή να φωνάζει.



«Μάλιστα κύριε Διευθυντά», απάντησε μια άλλη φωνή.


Απογοητεύτηκα. Δεν ήταν η Ευαγγελία. Απλά είχαν έρθει για τα καλοριφέρ. Συνέχισα να ονειροπολώ μόνο μου. Μετά από λίγο άρχισα να νιώθω μια ευχάριστη ζέστη. Ένα ζεστό κύμα θερμότητας με κατέκλυζε. Ωραία ήταν. Αλλά άρχισε να αυξάνεται. Μετά από κάποια στιγμή έγινε ανυπόφορο. Έσκαγα. Αλλά υπέμενα… Όπως και με την Ευαγγελία.


Από που προερχόταν αυτή η περίεργη κάψα; Μάλλον από το καλοριφέρ που τα είχαν ανοίξει για δοκιμές. Μα… Αυτό σήμαινε πως θα καιγόμουν. Έκανα απελπισμένες προσπάθειες να κουνηθώ, να κατέβω από το καλοριφέρ αλλά δεν κατάφερα πολλά. Μόνο αναδεύτηκα λίγο.


Δεν ένιωθα καλά. Ένιωθα την υπερβολική ζέστη να εισέρχεται και να διαπερνάει το πλαστικό, πλησιάζοντας απειλητικά το μελάνι. Ήμουν τρομοκρατημένο. Ευαγγελία που είσαι;… Αργά ή γρήγορα θα έλιωνα… Το πλαστικό θα έλιωνε, το μελάνι θα καιγόταν, η πλαστική καρδιά μου θα γινόταν απλά μια λιμνούλα στο πάτωμα, το καπάκι μου θα σκορπούσε στον αέρα διαλυμένο σε χιλιάδες μικρά κομματάκια… Κραύγαζα σιωπηλά. Ευαγγελία που είσαι; Δεν με βλέπεις που αργοπεθαίνω; Εσύ φταις που είμαι σε αυτήν την κατάσταση. Η λάβα εισχωρούσε όλο και πιο βαθιά στο πλαστικό. Ευαγγελία έλα να με πάρεις… Ούρλιαζα βουβά. Πίστεψα στην αγάπη, πίστεψα ότι κάποιος με θεωρούσε πολύτιμο, πίστεψα ότι μπορούσε να υπάρξει σχέση αμοιβαίας αγάπης μεταξύ ανθρώπου και στυλού. Ευαγγελία που είσαι; Με πρόδωσες, έτσι δεν είναι; Ποτέ δεν νοιάστηκες για μένα. Όμως όλα αυτά που μου έδειχνες; Αγάπη, προστασία, αδυναμία;… Που είναι; Χάθηκαν; Ευαγγελία που είσαι; Απαιτώ εξηγήσεις. Σε αγάπησα με όλη την πλαστική καρδιά μου, σου έδωσα ό,τι είχα και δεν είχα… Δεν θέλω να πιστέψω την στυγνή και σκληρή αλήθεια που ξεδιπλώνεται μπροστά μου. Με εγκατάλειψες; Ευαγγελία, που είσαι; Δικαιολόγησε τον εαυτό σου. Εμπρός… Ήμουν πάντα δίπλα σου. Εσύ;


Ζήτημα αν είχα ένα ή δυο λεπτά ζωής. Σταμάτησα να προσπαθώ να φωνάξω. Ήμουν εξαντλημένο και σχεδόν έτοιμο να λιώσω. Με το ζόρι συγκρατιόμουν. Ευαγγελία που είσαι; Επιτέλους το αποδέχθηκα. Δεν θα έρθεις Ευαγγελία μου… Το ξέρω. Ήμουν ανόητο που πίστεψα πως θα μπορούσαμε να δεθούμε… Άλλωστε, εσείς οι άνθρωποι είστε έτοιμοι να πετάξετε κάτι, άδειο ή όχι, μόνο και μόνο επειδή έχετε την δυνατότητα να αγοράσετε ξανά και ξανά, χωρίς να αντιλαμβάνεστε ότι τα «άψυχα» αντικείμενα που πετάτε, έχουν ψυχή. Ευαγγελία που είσαι; Καθώς το πλαστικό έχει ραγίσει και το μελάνι στάζει απαλά και αθόρυβα στο πάτωμα σχηματίζοντας μια μπλε λιμνούλα, τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα. Και παράπονο. Ένα βουβό παράπονο. Το καπάκι μου ήδη έλιωσε. Είμαι έτοιμο. Μια απορία μόνο μου μένει. Ευαγγελία που είσαι; Αλλά, τώρα πια καταλαβαίνω. Ήμουν, είμαι και θα είμαι ένα μικρό, μπλε, κοινότυπο, ασήμαντο στυλό. Για πάντα… Αλλά το «πάντα» είναι μια λέξη σχετική…


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου