Το άσβεστο ερωτικό πάθος μεταξύ μιας 50χρονης γυναίκας και ενός αρκετά μικρότερού της άνδρα 26 ετών οδήγησε σε ένα πολύνεκρο φονικό όπου έχασαν τη ζωή τους τρεις ανυποψίαστοι άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και δύο μικρά παιδάκια. Δέλεαρ για να οδηγηθούν στον θάνατο και να ικανοποιηθεί το ακόρεστο ερωτικό πάθος ήταν ένα κουτί με κουραμπιέδες, οι οποίοι, εκτός από τη ζάχαρη άχνη, είχαν πασπαλιστεί και με παραθείο.
Πρόκειται για ένα από τα εγκλήματα που παρουσιάζονται στο βιβλίο «100 εγκλήματα στην Ελλάδα» που έχει κυκλοφορήσει μαζί με το ΘΕΜΑ της Κυριακής
Τ
ο περιστατικό έγινε στην Αμφιλοχία τα Χριστούγεννα του 1965 και πρωταγωνιστές ήταν η πενηντάχρονη Ειρήνη Τ. και ο Βασίλης Τ., ηλεκτρολόγος στο επάγγελμα. Η Ειρήνη γνώρισε τον νεαρό ηλεκτρολόγο όταν του νοίκιασε το ισόγειο κάτω από το σπίτι που διέμενε εκείνη, ώστε να το χρησιμοποιεί ως επαγγελματική στέγη. Η ερωτική της πίεση ήταν τόσο φορτική, που τελικά ο Βασίλης ενέδωσε και σύναψε ερωτικό δεσμό με την κατά πολύ μεγαλύτερή του γυναίκα.
Ο νεαρός ήταν αρραβωνιασμένος με τη Βασιλική Κ., 29 ετών, η οποία ζούσε σε ένα κοντινό χωριό στο Ξηρόμερο μαζί με τον παντρεμένο αδελφό της Χριστόφορο και τα δύο μικρά του παιδιά. Η μικρή πόλη βοούσε από το σκάνδαλο της ανοίκειας σχέσης των δύο, παρά το γεγονός ότι ο ηλεκτρολόγος προσπαθούσε να διακόψει.
Όμως η τυφλωμένη από το ερωτικό πάθος Ειρήνη αποφάσισε να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα και να βγάλει από τη μέση την αρραβωνιαστικιά του ηλεκτρολόγου, έτσι ώστε να τον έχει όλο δικό της. Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1965, έστειλε σε συνεννόηση, όπως έλεγε η ίδια, με τον εραστή της, ένα κουτί με γλυκά και κουραμπιέδες στην αρραβωνιαστικιά του.
Τους κουραμπιέδες η 50χρονη γυναίκα τούς είχε πασπαλίσει με παραθείο, θέλοντας να σκοτώσει την αρραβωνιαστικιά. Το δέμα το παρέλαβε ο αδελφός της από το ΚΤΕΛ της περιοχής και το πήγε στο σπίτι. Εκεί, αφού υπέθεσαν ότι επρόκειτο για δώρο από τον νεαρό ηλεκτρολόγο, το άνοιξαν, και πρώτος δοκίμασε ο πεθερός.
Μετά από λίγη ώρα ο 70χρονος άνδρας άρχισε να σφαδάζει από τους πόνους και μέχρι να ξημερώσει είχε χάσει τη ζωή του. Ο γιατρός που κλήθηκε να δώσει τη γνωμάτευση είπε ότι σχετιζόταν με πρόβλημα με την καρδιά του, καθώς ήταν γνωστό ότι ο ηλικιωμένος άνδρας έπασχε από καρδιακά νοσήματα. Επειδή ήταν παραμονή της μεγάλης γιορτής και πολλοί νήστευαν, κανείς άλλος δεν δοκίμασε εκείνο το βράδυ από τους κουραμπιέδες.
Όμως το πρωί, τα δύο μικρά ανίψια της αρραβωνιαστικιάς, δύο κοριτσάκια 3 και 4 ετών αντίστοιχα, μπήκαν στον πειρασμό και έφαγαν από έναν κουραμπιέ, με αποτέλεσμα να ξεψυχήσουν μέσα σε λίγες ώρες. Από τους κουραμπιέδες δοκίμασαν και δύο γειτόνισσες, οι οποίες όμως γλίτωσαν με απλή τροφική δηλητηρίαση, κάτι που έγινε και με την αρραβωνιαστικιά, μια και, όπως έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής, είχε την τύχη να τινάξει τη δηλητηριασμένη ζάχαρη άχνη από τους κουραμπιέδες προτού τους δοκιμάσει.
Η Αστυνομία δεν άργησε να φτάσει στα ίχνη της δηλητηριάστριας της Αμφιλοχίας και η υπόθεση πήρε μεγάλη δημοσιότητα λόγω των ανάρμοστων σχέσεων μεταξύ των δύο εραστών, αλλά και της μεθόδου που οδήγησε στον θάνατο τρεις αθώες ψυχές, μεταξύ αυτών και δύο παιδάκια.
Κατά την ανάκριση προέκυψαν και άλλα επιβαρυντικά στοιχεία για τον νεαρό ηλεκτρολόγο, όπως το γεγονός ότι ο αδελφός της αρραβωνιαστικιάς του τον είχε κατηγορήσει για προικοθήρα και ότι είχε καταχραστεί χρήματα από τη νεαρή γυναίκα. Μάλιστα ο ηλεκτρολόγος πίεζε την 50χρονη ερωμένη του να του βρει τα χρήματα ώστε να μπορέσει να διακόψει τον αρραβώνα, όμως εκείνη αποφάσισε ότι θα ήταν καλύτερα και πιο εύκολο να τη βγάλει από τη μέση δηλητηριάζοντάς την.
Η υπόθεση εκδικάστηκε τον Μάρτιο του 1967 στο Κακουργιοδικείο της Πάτρας. Κατηγορούμενη ήταν η Ειρήνη ως φυσικός αυτουργός της τριπλής δολοφονίας με ηθικό αυτουργό τον νεαρό ηλεκτρολόγο. Στην απολογία της η Ειρήνη είπε ότι δεν είχε καμία σχέση με το περιστατικό και ότι το παραθείο το είχε βάλει ο Βασίλης, από τον οποίο, όπως είπε, είχε πολλά παράπονα γιατί δεν της φερόταν καλά και της είχε πάρει και αρκετά χρήματα.
Ο νεαρός ηλεκτρολόγος από την πλευρά του είπε ότι δεν γνώριζε τίποτα για το παραθείο και ότι όλα ήταν σχέδιο της ερωμένης του. Αναφερόμενος στη σκανδαλώδη σχέση τους, οι λεπτομέρειες της οποίας, όπως ήταν φυσικό, ενδιέφεραν το αναγνωστικό κοινό που παρακολουθούσε με τεράστιο ενδιαφέρον τα πεπραγμένα της δίκης, είπε ότι του ασκούσε φορτική πίεση ώστε αναγκάστηκε να ενδώσει και μάλιστα από οίκτο. Ακόμα και όταν μετακόμισε από τον χώρο κάτω από το σπίτι της 50χρονης, εκείνη συνέχιζε να τον πιέζει να χωρίσει την αρραβωνιαστικιά του και να ζήσουν μαζί.
Το δικαστήριο έβγαλε μία απόφαση που σχολιάστηκε έντονα από τις εφημερίδες και την κοινή γνώμη της εποχής -και μάλιστα με αρνητικό τρόπο- καθώς θεωρήθηκε ότι έπεσαν στα «ψιλά» σε μία εποχή που ίσχυε ακόμα η θανατική ποινή. Ο εισαγγελέας ήταν καταπέλτης, υποστηρίζοντας ότι έδρασαν από κοινού, λέγοντας ότι η φαρμακεύτρια της Αμφιλοχίας ήταν το εκτελεστικό όργανο και ότι το σατανικό σχέδιο το είχε καταστρώσει ο εραστής της.
Όμως η απόφαση του δικαστηρίου, προς έκπληξη όλων, ήταν διαφορετική. Συγκεκριμένα, στις 29 Μαρτίου του 1967, η Ειρήνη καταδικάστηκε σε κάθειρξη 20 ετών και αποζημίωση 115.000 δραχμών συνολικά στους συγγενείς των θυμάτων, με το ελαφρυντικό της δράσης σε κατάσταση σύγχυσης, αλλά και της καλής διαγωγής μετά τη σύλληψή της.
Ο Βασίλης απαλλάχθηκε από κάθε κατηγορία, καθώς θεωρήθηκε ότι δεν γνώριζε τίποτα για την πράξη της ερωμένης του. Η «λύκαινα της Αμφιλοχίας», όπως την είχαν χαρακτηρίσει οι εφημερίδες της εποχής, οδηγήθηκε στη φυλακή όπου εξέτισε μεγάλο μέρος της ποινής της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου