Η εξέγερση των καπνοπαραγωγών
του Ξηρομέρου και του Βάλτου
τον Σεπτέμβρη του 1962
Η δολοφονία του Μήτσου Βλάχου
Στις 4:00 το πρωί του Σαββάτου, 8 Σεπτεμβρίου 1962,
οι καμπάνες των εκκλησιών στα καπνοχώρια
του Ξηρομέρου και του Βάλτου
έδωσαν το σύνθημα της εκκίνησης του συλλαλητηρίου
Από πολύ νωρίς το πρωί οι καπνοπαραγωγοί του Ξηρομέρου και του Βάλτου άρχισαν να καταλαμβάνουν το οδόστρωμα της Εθνικής οδού Αγρινίου – Αμφιλοχίας σε δύο σημεία: πεντακόσιοι (500) αγρότες περίπου, κατέλαβαν τη γέφυρα στο χωριό Σφήνα (σημερινή Κυψέλη), ενώ παραπάνω από 3.500 περίπου, «μπήκαν» στην Εθνική οδό, λίγο νοτιότερα της Αμφιλοχίας, στο ύψος του χωριού Στάνος, στη Θέση «Σαμάρι».
Από τις πρώτες κιόλας ώρες κατέφθασαν και στα δύο μπλόκα ισχυρές δυνάμεις της χωροφυλακής, καθώς και το σύνολο σχεδόν της κρατικής εξουσίας της περιοχής. Ανάμεσά τους ο Νομάρχης Αιτωλοακαρνανίας Ιωάννης Μήλλιος, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Μεσολογγίου Δημόπουλος, ο Αντιεισαγγελέας Πρωτοδικών Αγρινίου Αθανάσιος Πέταλας, ο βουλευτής της ΕΡΕ, Νικόλαος Φαρμάκης, ο ανώτερος διοικητής της Χωροφυλακής, συνταγματάρχης Βινιαράκης, και ο διοικητής της διεύθυνσης Ακαρνανίας, συνταγματάρχης Σκαντάρης.
Μέχρι το μεσημέρι πραγματοποιήθηκαν μία σειρά από διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους κρατικούς αξιωματούχους και τους αγρότες, για να σταματήσει το μπλοκάρισμα του δρόμου, αλλά οι καπνοπαραγωγοί, με πίστη στον αγώνα τους παρέμειναν στη θέση τους, υπογραμμίζοντας, ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί, μόνο εάν ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους.
Γύρω στις 2:00 το μεσημέρι, οι δύο εισαγγελείς όπως αναφέρει η εφημερίδα «Μακεδονία» «έδωσαν διά μεγαφώνου εντολήν εις τους παραγωγούς να διαλυθούν ηρέμως, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Επειδή και νέα πεντάλεπτος προθεσμία απέβη άκαρπος, εδόθη διαταγή εις τους χωροφύλακας, να κάμουν χρήση των κλόμπς. Όταν οι χωροφύλακες επλησίασαν, εδέχθησαν καταιγισμόν από λίθους και πολλοί άνδρες, ως ανεκοίνωσεν η χωροφυλακή, κατέπεσαν αιμόφυρτοι. Επακολούθησε χρήσις δακρυγόνων άνευ αποτελέσματος και εν συνεχεία συνήφθη αληθής μάχη σώματος προς σώμα με αποτέλεσμα να τραυματισθούν πολλοί χωροφύλακες και αγρόται. Επειδή και πάλι οι αγρόται δεν διελύοντο διετάχθη η χρήσις των όπλων προς εκφοβισμόν και νέα χρήσις δακρυγόνων. Η αληθής αυτή μάχη έληξε μετά μίαν περίπου ώραν. Ενώ οι αγρόται απεσύροντο εις τους πέριξ αγρούς και συνεκεντρούντο εις απόστασιν ενός περίπου χιλιομέτρου από της δημοσίας οδού, απεστέλλοντο εις τα νοσοκομεία Αγρινίου 12 τραυματίαι χωροφύλακες και 18 τραυματίαι αγρόται περισυνελέγετο δε νεκρός ο Π.(sic) Βλάχος, ετών 30 (sic)». (Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι το όνομα του Βλάχου ήταν Δημήτρης και όχι «Π.», όπως λανθασμένα αναφέρει η εφημερίδα, η δε πραγματική ηλικία του ήταν 24 ετών ).
O νεαρός Δημήτρης Βλάχος ήταν παιδί μιας πολύτεκνης οικογένειας αγροτοκτηνοτρόφων της Λεπενούς, του Κωσταντίνου και της Γεωργίας Βλάχου, οι οποίοι είχαν άλλα πέντε παιδιά. Ο Μήτσος, όπως τον αποκαλούσαν όλοι, είχε πρόσφατα ολοκληρώσει τη μεγάλη στρατιωτική θη-τεία και όσοι τον γνώριζαν, μιλούσαν για ένα ζωηρό και δυναμικό νέο, που δεν έβαζε εύκολα νερό στο κρασί του. Η μαχητικότητα του Βλάχου στη σύγκρουση αυτή ξεχώρισε ιδιαίτερα, αφού ο νεαρός Λεπενιώτης πρωτοστατούσε στον αγώνα και μοιραία στοχοποιήθηκε. Το αποτέλεσμα ήταν η σφαίρα ενός χωροφύλακα να τον τραυματίσει θανάσιμα στο κεφάλι. Αμέσως μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Αγρινίου, όπου όμως απλώς διαπιστώθηκε ο θάνατός του.
«Ο φονευθείς εδέχθη πλήγμα εις την κεφαλήν. Το κρανίον του εθραύσθη και η εγκεφαλική ουσία εχύθη επί του καταστρώματος της γέφυρας», αναφέρει η παραπάνω εφημερίδα στη σελίδα 12.[5]
Η παραπάνω φράση της εφημερίδας, «ο φονευθείς εδέχθη πλήγμα εις την κεφαλήν» αποτέλεσε την αιχμή της επικοινωνιακής αντιμετώπισης από την πλευρά της κυβέρνησης του θανάτου του Βλάχου, στόχος της οποίας ήταν να αποδοθεί ο θάνατός του σε χτύπημα από «αδέσποτη» πέτρα.
Αυτή η επικοινωνιακή διαχείριση είχε ως σημείο εκκίνησης τη δήλωση του συνταγματάρχη Βινιαράκη (επικεφαλής της χωροφυλακής στην επιχείρηση κατά των αγροτών στη Σφήνα , ότι «ο Βλάχος εφονεύθη από λίθον ριφθέντα υπό αγρότου».
Η προσπάθεια όμως αυτή στάθηκε ανεπιτυχής, αφού πολύ σύντομα αποδείχθηκε, και από ιατροδικαστική έκθεση την οποία πραγματοποίησαν οι γιατροί του Αγρινίου Τσούτσος, Ζαπατίνας και Παπαθανασιάδης ότι ο Βλάχος, χτυπήθηκε από σφαίρα η οποία του προκάλεσε διαμπερές τραύμα στο κεφάλι.
Από προφορική μαρτυρία του Αλ. Τσούτσου στη Μαρία Αγγέλη[6] μαθαίνουμε ότι ο ίδιος βρέθηκε δίπλα στο Βλάχο από την πρώτη στιγμή που χτυπήθηκε.
«Το τραύμα ήταν διαμπερές στο κρανίο», αναφέρει: «Οπότε όπως καταλαβαίνετε πήραμε ένα ταξί που βρήκαμε μπροστά μας, με τον – δε ζει τώρα – Γρηγόρη Σταυρόπουλο, το δημοσιογράφο […] και τον πάμε στο Νοσοκομείο. […] Βέβαια δεν τον προλάβαμε ζωντανό! Πάει επιτόπου. Ακαριαίως. Κι αυτό μπορεί νά΄ναι και καλό. Μετά άρχισαν οι άλλες διαδικασίες τώρα, οι φασαρίες, οι ιατροδικαστικές εξετάσεις […]. Εφόσον η χωροφυλακή έλαβεν γνώσιν του συμβάντος, αμέσως έστειλε τα όργανα να δει τι γίνεται.
Εν τω μεταξύ η οικογένεια του Βλάχου, ζήτησε να μετέχω κι εγώ. Πήραμε την παραγγελία από τον κ. Καντάρη, Διοικητή της Χωροφυλακής τότε να είμαι κι εγώ στη νεκροψία και τη νεκροτομή. Οπότε από κοινού βγάλαμε την Ιατροδικαστική Έκθεση… Λοιπόν στην Ιατροδικαστική Έκθεση, βεβαιώσαμε όλα τα στοιχεία: ότι ήταν δολοφονία από σφαίρα. Ήταν θάνατος δηλαδή από σφαίρα. Διαμπερές τραύμα στο κρανίο…».
Εκτός όμως από την ιατροδικαστική έκθεση υπήρξε και μια σειρά από αυτόπτες μάρτυρες, οι οποίοι επιβεβαίωναν το γεγονός. Η αθηναϊκή εφημερίδα «Ελευθερία» έγραφε στις 11 Σεπτεμβρίου του 1962:
«Πέραν των επισήμων αυτών στοιχείων υπάρχουν και οι δηλώσεις σειράς αυτοπτών μαρτύρων προς εντόπιους δημοσιογράφους και τους απεσταλμένους αθηναϊκών εφημερίδων κατά τις οποίες οι δυνάμεις της Χωροφυλακής, έκαμαν αθρόα χρήσιν των όπλων κατά «την μάχην της Σφήνας». Συγκεκριμένως ο Κώστας Βλαχοδήμος, ετών 48, κάτοικος Λεπενούς, αφηγήθη: «Βρισκόμουν δίπλα στον σκοτωμένο. Ένας χωροφύλακας γονάτισε στη γέφυρα και τον πυροβόλησε. Τον είδα με τα μάτια μου. Στη συγκέντρωση δεν είμαστε κομμουνιστές. Είμαστε αδικημένοι αγρότες. Οι χωροφύλακες βαράγαν στο ψαχνό».
Επίσης ο καπνοπαραγωγός Μακρυπίδης από χωρίον Μαχαλά, αφηγήθη τα εξής: «Το συλλαλητήριον ήταν αυθόρμητον. Από το Μαχαλά είμαστε πάνω από 700 άτομα. Κανείς δεν το οργάνωσε. Δεν είχαμε πολιτικό σκοπό. Θέλαμε μόνο να πουλήσουμε τον καπνό μας. Κατεβήκαμε στο δημόσιο δρόμο και τους είπαμε ότι εμείς θα σταματήσουμε την κεντρική αρτηρία μέχρις ότου μας δώσουν απάντησιν στα αιτήματά μας. Καθίσαμε εκεί και μετά αυτοί οι κύριοι μας επιτέθησαν. Με καπνογόνα, με δακρυγόνα και με όπλα. Μας κυνηγήσαν από την Σφήνα μέχρι την διασταύρωσιν. Κι έριχναν με τα όπλα. Όχι μόνο στον αέρα αλλά και στο ψαχνό. Γι’ αυτό είχαμε και θύματα. Εμείς είχαμε και τραυματία, τον μικρό Μπίλια, ο οποίος δεν τραυματίσθηκε μέσα στο συλλαλητήριο, αλλά τέσσερα χιλιόμετρα πέρα από το συλλαλητήριο».
Διά τον τραυματισμόν του μικρού Μπίλια αναφέρετο υπό των χωρικών ότι ούτος εβλήθη υπό χωροφύλακος, επιβαίνοντος σε «τζιπ», ο οποίος «έρριψεν εις τον σωρόν», ενώ το όχημα έτρεχε με μεγάλην ταχύτητα. Ο μικρός επλήγη ενώ εξήρχετο μετά του πατρός του από καφενείον της Σφήνας[7].
Ο φόνος του Βλάχου είχε βυθίσει στο πένθος ολόκληρη την Αιτωλοακαρνανία. Πάνω από χίλιοι αγρότες είχαν συγκεντρωθεί το απόγευμα της Κυριακής, 9 Σεπτεμβρίου, στη Λεπενού για να παρευρεθούν στην κηδεία του δολοφονημένου από τα πυρά της χωροφυλακής. Την ώρα της κηδείας όλες οι καμπάνες των χωριών και των κωμοπόλεων της περιοχής χτυπούσαν πένθιμα, ενώ τα συνθήματα τα οποία ακούγονταν ήταν «Δημοκρατία», «Ζήτω η αγροτιά», «Δεν πέθανες ήρωα» κ.ά.
«Έξω από το φτωχικό σπίτι της οικογένειας του Δημ. Βλάχου, είναι μαζωμένοι οι στενότεροι συγγενείς. Μπήκαμε στο μικρό, σκοτεινό δωμάτιο που έχουν το νεκρό. Το φέρετρο βρίσκεται στη μέση του δωματίου. Το δωμάτιο είναι γεμάτο από μαυροφορεμένες, μαυρομαντηλάτες γυναίκες, που κάθονται καταγής και κλαίνε το παλληκάρι. Αντηχεί ο θρήνος της μάνας και της αδελφής. Χαϊδεύουν στοργικά το κεφάλι του νεκρού, που είναι δεμένο με επίδεσμο και λένε με αναφιλητά: «Σε δολοφόνησαν λεβέντη μας». «Γιατί να πας έτσι άδικα»; Κόκκινα τριαντάφυλλα, γιασεμιά γεράνια, βασιλικά αγριολούλουδα σκεπάζουν το σώμα του νεκρού. Του έχουν φορέσει ένα καινούργιο άσπρο πουκάμισο, χωρίς γραβάτα και ένα σκούρο κοστούμι.
Στο δάχτυλό του έχουν περάσει μια βέρα. Είναι το έθιμο της περιοχής να ντύνουν γαμπρό το παλληκάρι που θα πεθάνει ανύπαντρο. Μια μαυροφόρα φέρνει εκείνη τη στιγμή λίγα αμύγδαλα και ένα μήλο και τα ακουμπάει στο φέρετρο, πάνω στα λουλούδια…»[8].
Την εκφορά του νεκρού παρακολούθησαν όλοι οι εκπρόσωποι των κοινοτήτων και των καπνοπαραγωγικών συνεταιρισμών της περιοχής στους επικήδειους δε που εκφωνήθηκαν η επίθεση της Σφήνας παρομοιάσθηκε με αυτή του Κιλελέρ. Οι αγρότες, συγκεντρωμένοι, στα καφενεία και τις πλατείες εξέφραζαν την αγανάκτησή τους για τα αιματηρά γεγονότα και δήλωναν την απόφασή τους να κατέβουν σε νέες αποφασιστικές εκδηλώσεις, περιφρονώντας τις συνέπειες. Συζητούσαν ακόμα και την περίπτωση να κατέβουν σε «πορεία θανάτου» στο Αγρίνιο και το Μεσολόγγι
Για τη δολοφονία του Βλάχου και τον τραυματισμό του Μπίλια ο αντεισαγγελέας Αγρινίου Πεταλάς απήγγειλε, στις 11 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς, κατ’ αγνώστων οργάνων της χωροφυλακής, για τη μεν πρώτη περίπτωση την κατηγορία της ανθρωποκτονίας, για τη δεύτερη δε την κατηγορία της πρόκλησης τραυμάτων.
Κατά τη διάρκεια των επόμενων ημερών, οι αρχές της χωροφυλακής προσπάθησαν να αναζητήσουν στοιχεία τα οποία να πλήττουν την αξιοπιστία όσων υποστήριζαν την άποψη ότι οι αγρότες δεν κινούνταν από πολιτικές σκοπιμότητες και επιδιώξεις των κομμάτων του κέντρου και της αριστεράς, αλλά μοναδική τους επιδίωξη ήταν ο αγώνας για την υπεράσπιση της δουλειάς και του κόπου τους.
Σ’ αυτή τους την προσπάθεια επιχείρησαν να ενοχοποιήσουν το Βαγγέλη Αυδή, γνωστό στην περιοχή κομμουνιστή, αφού, όπως ανέφεραν οι πληροφορίες της χωροφυλακής, από το σπίτι του, που βρισκόταν δίπλα στη γέφυρα της Σφήνας, εκσφενδονίστηκαν δύο βόμβες, οι οποίες εξερράγησαν πάνω στην γέφυρα. Τις βόμβες αυτές όμως δεν τις άκουσε ούτε τις είδε κανείς. Ούτε καν ο ταγματάρχης Κονταρίνης, ο οποίος ήταν επικεφαλής της σχολής ενωματαρχών, η οποία πήρε μέρος στη μάχη της Σφήνας, αφού όπως δήλωσε «κατά την ώρα της συγκρούσεως δεν αντελήφθη την έκρηξη των βομβών, λόγω της ταυτοχρόνου εκρήξεως των δακρυγόνων βομβών» της χωροφυλακής. Εκείνο όμως που αξίζει να σημειωθεί είναι το γεγονός ότι παρά την επικοινωνιακή κατηγορία «των εναυσμάτων» που βρέθηκαν στο σπίτι του Αυδή, αυτός ουδέποτε συνελήφθη, γεγονός που αποδεικνύει ότι η συγκεκριμένη κατηγορία δεν μπόρεσε να στοιχειοθετηθεί. Χρησιμοποιήθηκε μόνο για τη δημιουργία εντυπώσεων από τους κρατικούς μηχανισμούς.
Τα πρωτοσέλιδα
Στα παρακάτω link δείτε τα πρωτοσέλιδα των ημερών εκείνων:
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 9 9 1962 | ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 11 9 1962 | ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 14 9 1962
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 9 9 1962 | ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 13 9 1962
ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ 10 9 1962 | ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ 11 9 1962
Μετά τα αιματηρά αυτά γεγονότα στη Σφήνα, το μπλόκο στο χωριό Στάνος εγκαταλείφθηκε. Οι αρχές συνέλαβαν 18 καπνοπαραγωγούς, εκ των οποίων οι 11 παραπέμφθηκαν σε δίκη με την κατηγορία ότι διέπραξαν τα αδικήματα της «στάσεως και της παρακωλύσεως των συγκοινωνιών», ενώ οι υπόλοιποι 7, με την κατηγορία ότι «από κοινού ενεργούντες υπεκίνησαν τους καπνοπαραγωγούς εις στάσιν, πρωτοστατήσαντες εις την οργάνωσιν της διαδηλώσεως των καπνοπαραγωγών». Οι 11 που αντιμετώπισαν την πρώτη κατηγορία ήταν οι: Δημοσθένης Θ. Παλκογιάννης, Γεράσιμος Μ. Τζαχρήστας, Βασίλειος Δ. Βραχάς, Ιωάννης Δ. Γκόργκας, Ιωάννης Β. Μπακογιώργος, Κων/νος Αθ. Κούτσικος, Πάτροκλος Ι. Ρούτσης, Ιωάννης Αδάμος ή Τσούλος, Κων/νος Β. Σκοτίδας, Ανδρέας Γ. Τζαμαλής και Λάμπρος Αποστόλου. Οι υπόλοιποι 7 ήταν οι: Δημήτριος Αθ. Τζούρος, Ιωάννης Π. Σούνας, Γεώργιος Απ. Μαγκλάρας, Δημήτριος Νικ. Μαυρομμάτης, Κων/νος Η. Ζέλος, Δημήτριος Κων. Κουτρούμπας, Παναγιώτης Κων/νου Κόκκαλης.
Η δίκη πραγματοποιήθηκε στις 10 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς, αλλά σε αυτή θα αναφερθούμε σε επόμενο τεύχος του «αΑ».
Θα κλείσουμε αυτό το αφιέρωμα με ένα απόσπασμα από το ποίημα του Αγρινιώτη ποιητή Πάνου Χατζόπουλου, ο οποίος έγραψε:
«Τρία πουλάκια κάθουνται στου Πεταλά τη ράχη.
Το΄να κοιτάει το Μαχαλά, τ ‘ άλλο κατά το Ρίβιο,
το τρίτο το καλύτερο, τη Λεπενού τη δόλια.
Το΄να το λέει σαν πέρδικα, σα χελιδόνα τ΄ άλλο,
το τρίτο το πικρότερο, σα λαβωμένη μάνα,
που της επήρε τον υγιό φαρμακωμένο βόλι.
Κι όλο ξεσκλάει τα ρούχα της κι όλο τροχάει τα νύχια
κι όλο βουρλιέται και βογγάει, σκούζει και καταριέται:
«Πανάθεμά σας έμποροι και τρις ανάθεμά σας,
που βάλατε τους αδερφούς, αδέρφια να σκοτώνουν,
για να μας πάρτε τα καπνά, το γαίμα της καρδιάς μας».
Μια μπαταριά ν ‘ ακούστηκε, πιο πέρα απ ‘ το ποτάμι.
Γιόμοσ ‘ ο κάμπος γαίματα, γιόμοσ’ η πλάση φρίκη
κι ο Άσπρος πίσω έκαμε κι οι λίμνες ξεχειλίσαν.
Βογγάν΄ τα καπνοχώραφα, σκούζουν οι βαλαώρες
κι ο Πεταλάς σκοτείνιασε και βάφτηκε στα μαύρα.
Αστράφτ’ ο Μπούμπστος τρεις βολές και τ ‘ Άγραφα βροντάνε.
Το Μήτσο Βλάχο βάρεσαν στη Σφήνα στο γιοφύρι,
για να κιοτέψει η αγροτιά, τη σύναξη να λύσει.
Μα ετούτοι δεν κιοτέβουνε, το δίκιο τους το παίρνουν,
στήνοντας φλάμπουρο τρανό κι αιώνια τιμημένο
του Μήτσου Βλάχου το κορμί, σκιάχτρο μαζί κι ελπίδα,
πάνου απ’ του Βάλτου τα χωριά κι όλο το Ξηρομέρι.
Ν’ αναθυμιέται η αγροτιά, πως το ψωμί κερδιέται».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου