Ο Τάκης (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Παναγιώτη Βασιλάκη), υπήρξε
παγκοσμίου φήμης γλύπτης, γνωστός διεθνώς ως Takis. Αυτοδίδακτος εκ πεποιθήσεως και πρωτοπόρος της κινητικής τέχνης, κατάφερε να δημιουργήσει μια άρρηκτη σχέση ανάμεσα στην τέχνη και τις επιστήμες συνδυάζοντας στοιχεία της φύσης και της φυσικής στη γλυπτική του. Από τις αρχές της δεκαετίας ’60 πραγματοποίησε τομή στην πρωτοποριακή γλυπτική. Επηρεασμένος από τον Αλεξάντερ Κάλντερ και τον Ζαν Τενγκελί πειραματίστηκε πάνω σε κινητικές γλυπτικές φόρμες, ηλεκτρομαγνητικούς μηχανισμούς, αυτόματα που παράγουν ήχους, μηχανικά ελάσματα που κινούνται σαν μίσχοι λουλουδιών, σήματα της τροχαίας που αναβοσβήνουν, εξαρτήματα παλιών εργαλείων που επανασυντίθενται μ’ έναν τρόπο αναρχικό.Ο Παναγιώτης Βασιλάκης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 25 Οκτωβρίου 1925. Η παιδική του ηλικία και η εφηβεία του σημαδεύτηκαν από αλλεπάλληλους πολέμους από τους οποίους η Ελλάδα υπέφερε όπως η Γερμανική και η Ιταλική Κατοχή και ο Εμφύλιος Πόλεμος. Μεγάλωσε στην Νέα Χαλκηδόνα μέσα στην φτώχεια, καθώς η οικονομική ευμάρεια της πολυμελούς οικογένειάς του, με καταγωγή από την Αλαγονία της Μεσσηνίας, είχε πληγεί ήδη από το 1922 , δηλαδή την περίοδο της Μικρασιατικής Καταστροφής. Κατά την διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στον ΕΔΕΣ και μετά την απελευθέρωση στην ΕΠΟΝ. Για την δράση του φυλακίστηκε για ένα εξάμηνο στις αρχές του Εμφυλίου Πολέμου.
Η καλλιτεχνική του πορεία ξεκίνησε σε ηλικία 20 ετών, παρά το γεγονός ότι η οικογένειά του δεν αποδεχόταν την κλίση του προς τις καλές τέχνες, σε ένα υπόγειο εργαστήρι, όταν έρχεται σε επαφή με τα έργα του Πικάσο και του Τζιακομέτι. Το 1952 δημιούργησε το πρώτο του ατελιέ με τους παιδικούς του φίλους και καλλιτέχνες Μίνω Αργυράκη και Ραϋμόνδο (Παναγιώτη Ρεμούνδο) στην περιοχή της Ανάκασας. Τα πρώτα έργα του Τάκη είναι προτομές από γύψο και γλυπτά από σφυρήλατο σίδηρο εμπνευσμένα και από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό αλλά και από καλλιτέχνες όπως ο Πικάσο και Τζιακομέτι.
Το 1954, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και για λίγους μήνες εντάχθηκε στο ατελιέ του φημισμένου γαλλορουμάνου γλύπτη Κονσταντίν Μπρανκούζι. Τα επόμενα χρόνια ταξίδεψε και έζησε μεταξύ Παρισίων και Λονδίνου, όπου εμπνεύστηκε και δημιούργησε τα πρώτα του κινητικά έργα. Eντυπωσιασμένος από τα ραντάρ, τις κεραίες και τα τεχνολογικά κατασκευάσματα που κοσμούσαν τον σιδηροδρομικό σταθμό στο Καλέ της Γαλλίας, δημιούργησε τα πρώτα του «Σινιάλα», τα οποία ενώ στην αρχή ήταν άκαμπτα και είχαν φωτεινά σήματα στην κορυφή τους, σταδιακά άλλαξαν μορφή. Στην κορυφή τους τοποθετούνται πυροτεχνήματα μέσω των οποίων ο καλλιτέχνης πραγματοποιεί διάφορα χάπενινγκ στις πλατείες των Παρισίων, αποκτούν ευελιξία, λικνίζονται χάρη στην πνοή του ανέμου ενώ όταν κρούουν μεταξύ τους παράγουν μοναδικούς ήχους δίνοντας την αίσθηση της δόνησης των χορδών και της μελωδίας της άρπας.
Από το 1955 και μέχρι το τέλος του 1965, ο Τάκης εξερευνά τις μαγνητικές δυνάμεις και την ενέργεια των μαγνητικών πεδίων, τα οποία αποτελούν ένα από τα θεμέλια του έργου του. Πειραματίστηκε με τον ηλεκτρισμό, τον ήχο και το φως όπως και άλλοι καλλιτέχνες της γενιάς των Νεο-Ρεαλιστών της δεκαετίας του ’60 στο Παρίσι. Επηρεασμένος από όλα όσα αναφέρθηκαν αλλά και από τις κοσμικές δυνάμεις και την επικοινωνία με το υπερπέραν δημιούργησε τα «Τηλεγλυπτά» τους «Τηλεπίνακες» και τα «Τηλεφώτα».
Το 1960 παρουσίασε τρία έργα τής σειράς αυτής στην γκαλερί Κλερ των Παρισίων με τον τίτλο «Το Αδύνατον: Ο Άνθρωπος στο Διάστημα», σε συνεργασία με το φίλο του Νοτιοαφρικανό ποιητή Σινκλέρ Μπέιλς (1930-2000). Κατά την διάρκεια της παρουσίασης ο Μπέιλς διάβασε το περίφημο Μαγνητικό Μανιφέστο του: «Είμαι γλυπτό...Υπάρχουν κι άλλα γλυπτά σαν εμένα. Η κύρια διαφορά είναι ότι δε μπορούν να μιλήσουν...Θα ήθελα να δω όλες τις πυρηνικές βόμβες στη Γη να μετατρέπονται σε γλυπτά ...» και «εκτοξεύεται στον αέρα» στιγμιαία αιωρούμενος από το μαγνητικό πεδίο ενός μαγνήτη που συνδέεται με τη ζώνη του.
Το 1961, πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι του στις ΗΠΑ, όπου παρουσίασε τα ηλεκτρομαγνητικά γλυπτά του στην γκαλερί του Αλέξανδρου Ιόλα στην Νέα Υόρκη και γνωρίστηκε με τον μετέπειτα φίλο του Μαρσέλ Ντισάν. Τον ίδιο χρόνο εκδίδεται η αυτοβιογραφία του στα γαλλικά με τίτλο «Estafilades» («Ουλές»). Στα ελληνικά το βιβλίο του θα εκδοθεί το 2005 από τις εκδόσεις «Φερενίκη» με τίτλο «Takis».
Το 1968- 1969 συνεργάστηκε ως υπότροφος με το Τεχνολογικό Ινστιτούτο τής Μασαχουσέτης (ΜΙΤ.), στο Κέντρο Ανώτερων Εικαστικών Σπουδών. Εκεί δημιούργησε μια σειρά από ηλεκτρομαγνητικά γλυπτά, και αφού μελέτησε την υδροδυναμική ενέργεια, εμπνεύστηκε και μια σειρά από υδρομαγνητικά γλυπτά. Ριζοσπαστικός και ανατρεπτικός, ίδρυσε μαζί με άλλους καλλιτέχνες τον Ιανουάριο του 1969 τον «Συνασπισμό των Εργατών της Τέχνης» («Art Workers Coalition») με σκοπό την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των καλλιτεχνών ενάντια στην εκμετάλλευσή τους από τους γκαλερίστες, τους εικαστικούς επιμελητές και τα μουσεία. Χαρακτηριστικό γεγονός αποτελεί η εφόρμισή του στο Mουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (MoMA) με σκοπό να αποσύρει ένα έργο του προτού προλάβει η ασφάλεια του Μουσείου να αντιδράσει. Η συμβολική του αυτή κίνηση έγινε πρωτοσέλιδο στους Τάιμς της Νέας Υόρκης.
Το 1974, έχοντας πλέον επιστρέψει και πάλι στο Παρίσι, ξεκινά να δημιουργεί τα ερωτικά του γλυπτά και τα μαγνητικά του κοσμήματα. Το 1986 επέστρεψε στην Ελλάδα και ίδρυσε το Κέντρο Ερευνών για την Τέχνη και τις Επιστήμες (KETE) σε έκταση που είχε αγοράσει από το 1963 στο Γεροβουνό (περιοχή Καματερού) Αττικής. Τα επίσημα εγκαίνια του ΚΕΤΕ έγιναν το 1993.
Το 1985, κατασκεύασε ένα μαγνητικό τοίχο, μήκους 80 μέτρων, που έχει τοποθετηθεί ως διακόσμηση στο ισόγειο τού Κέντρου Μπομπούρ στο Παρίσι. Το 1987 και το 1990 αντίστοιχα διαμορφώθηκαν με «Σινιάλα» η τεχνητή λίμνη και η μεγάλη αψίδα της επιχειρηματικής συνοικίας Λα Ντεφάνς των Παρισίων. Το 1988 «Σινιάλα» τοποθετήθηκαν στο Ολυμπιακό Πάρκο Γλυπτικής στην Σεούλ, ενώ στα τέλη του 1991 άρχισε μια μνημειώδης κατασκευή του στο υδραγωγείο της πόλης Μποβέ.
To 1986, εξέθεσε στην γκαλερί «Μέδουσα» της Αθήνας τα «Διαστημικά» με τους φίλους της εφηβείας του, Μίνω Αργυράκη και Ραϋμόνδο. Δύο έργα του, «Τα φωτεινά σινιάλα» και «Φωτοβολταϊκή Ενέργεια», κοσμούν από το 2001 τον σταθμό του αθηναϊκού μετρό «Συγγρού-Φιξ».
Παρά το γεγονός ότι ήταν παγκοσμίως αναγνωρισμένος για τα κινητικά του γλυπτά, ο Τάκης πρωτοπόρησε και στη δημιουργία σκηνικών, στη μουσική επιμέλεια θεατρικών παραστάσεων και περφόρμανς. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι συνεργασίες του με τον Κώστα Γαβρά στην ταινία του «Ειδικό Δικαστήριο» («Section Spéciale», 1975), με τον Μιχάλη Κακογιάννη για την παράσταση «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου (1983), με τον Ναμ Τζουν Πάικ για τις «Τρωάδες» (1979), με τη Ζοέλ Λεάντρ και τη χορεύτρια Μάρθα Ζιώγα για την περφόρμανς « Ligne Parallèle Erotique» («Παράλληλη Ερωτική Γραμμή», 1986) και με τη Βαρβάρα Μαυροθαλασσίτη για την περφόρμανς «Isis Awakening» (Το ξύπνημα της Ίσιδος, 1990). Το 1973 παρουσίασε το μπαλέτο «Έλκυσις» στο Φεστιβάλ Ολλανδίας και το 1978 τον «Μουσικό Χώρο» στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης τής Πόλης τού Παρισιού.
Ο Τάκης (Παναγιώτης Βασιλάκης) πέθανε στις 9 Αυγούστου 2019, σε ηλικία 93 ετών. Από τον γάμο του με την αμερικανίδα γλύπτρια Λίλιαν Λάιν (γ.1939) απέκτησε δύο παιδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου