Αν δεν υπήρχε ο Πολ Μόρισεϊ, δεν θα υπήρχε (κινηματογραφικά) ο Άντι Γουόρχολ –ισχύει και το αντίθετο. Εχθροί και φίλοι μέχρι το θάνατο τους, ο Πολ Μόρισεϊ ακόμη και το 2013 όταν μίλαγε για τον Άντι Γουόρχολ ξεκαθάριζε: «Ήταν γελοίος».
Ο Πολ Μόρισεϊ έφερε στις ταινίες τους κίνηση, χαρακτήρα και ουσιαστική κινηματογραφική αισθητική, άφηνε τους πειραματισμούς στον σχεδόν πάντα ατάραχο, βασιλιά της ποπ αρτ, Άντι Γουόρχολ. Σε ταινίες όπως το «Trash» και το «Women in Revolt» η επιρροή του είναι έκδηλη, σε κάθε πλάνο.
Συνεργός στα καρέ με τον Άντι Γουόρχολ μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 70, ο Πολ Μόρισεϊ συνυπέγραφε δημιουργικά τους φιλμικούς πειραματισμούς του σπάζοντας -ήρεμα, κάπως σνομπ-στερεότυπα.
Ακόμη και αν είναι ένας από τους καίριους συμμάχους της queer κινηματογραφικής θεματολογίας, ο Πολ Μόρισεϊ έβγαλε το σινεμά από τη ντουλάπα αλλά δεν γοητευόταν καθόλου από οτιδήποτε ήθελε να ενδυθεί τον όρο «επαναστατικό». Απλά απαθανάτιζε με προσεγμένο φωτισμό (ο Γουόρχολ δεν είχε τέτοιους ψυχαναγκασμούς είχε σχολιάσει) όσα συνέβαιναν στα «χαμένα» τέλη των 60s και το οργισμένο ξεκίνημα των 70s, στη Νέα Υόρκη.
Στο πέρασμα των χρόνων, ο Μόρισεϊ γινόταν ολοένα και πιο επικριτικός απέναντι στον Γουόρχολ, χλευάζοντας το έργο του και λέγοντας ότι μεγάλο μέρος του μύθου και πλούτου του είχε δημιουργηθεί από συνεργάτες του ίδιου, οι οποίοι και πλειοδοτούσαν για τα έργα του ώστε να αυξηθούν οι τιμές τους. «Δεν ήξερε τι του γινόταν» ήταν η απάντηση του Γουόρχολ
Με τις φυλές που περπατούσαν τη νύχτα σε πεζοδρόμια, τη μέρα ήταν στριμωγμένες σε λιμουζίνες και όταν η εξάντληση απαιτούσε ξεκούραση τα πατώματα ρημαγμένων loft ήταν ιδανικά κρεβάτια.
Στις ταινίες τους η Νέα Υόρκη των ναρκομανών, των drag queens και των hipsters βρισκόταν σε γκρο πλάνο, η αγέλη από ερασιτέχνες (συχνά σέξι) ηθοποιούς ανέδειξε underground αστέρια, όλα με την επίβλεψη του κυρίου Μόρισεϊ που πέθανε τη Δευτέρα στο Μανχάταν. Ήταν 86 ετών.
Ο θάνατος, σε νοσοκομείο, προκλήθηκε από πνευμονία, δήλωσε ο Mάικλ Χάικεν, έμπιστος και φροντιστής του στους New York Times.
Mε μηδαμινό προϋπολογισμό που σπάνια ξεπερνούσε τα 10.000 δολάρια, ο Μόρισεϊ και ο Γουόρχολ δημιούργησαν έκλυτα μικρά ντοκουμέντα.
Ταινίες όπως τα «Flesh», «Trash», «Heat» και «Women in Revolt» -κάθε μία από αυτές είναι καλτ και απαιτητές προς θέαση- έδειξαν τι μπορείς να δημιουργήσεις όταν το ταλέντο και η αναρχία σε κανόνες, σεναριακά αφηγήματα και φωτισμούς περισσεύουν. Σε κάποιες από αυτές η υπομονή του θεατή εξαντλείται σε σημείο να παγιδεύεται, το βλέμμα συμμετέχει σε ένα τριπ, για τους δύο τους το να στρέφεις μια κάμερα σε έναν ηθοποιό ή σε ένα κτίριο και να την αφήνεις να λειτουργεί για αρκετές ώρες ήταν (είναι) τέχνη.
«Δεν κρίνουμε τίποτα. Όλα είναι ανήθικα. Οι άνθρωποι μπορούν να είναι ο εαυτός τους αρκεί εμείς να το καταγράφουμε σε φιλμ»
Με συμμάχους μια συνεχώς μεταβαλλόμενη ομάδα ερασιτεχνών ηθοποιών, όπως ο Τζο Νταλεσάντρο και τη Viva, τρανς καλλιτέχνες όπως η Jackie Curtis, η Holly Woodlawn και η Candy Darling και περιθωριακών χαρακτήρων της πόλης που δεν κοιμάται ποτέ, ο Μόρισεϊ επινόησε ένα «ξεχωριστό αμάγαλμα άθλιας και μελοδραματικής φάρσας που καθήλωσε πολλούς κριτικούς και μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, μεταφράστηκε σε επιτυχία στο box office» σημειώνει ο William Grimes στους ΝΥΤ.
Τα σενάρια, ήταν υποτυπώδη, οι ήρωες του απλά κουβαλούσαν τη σάρκα και την ηδονιστική περσόνα τους στο στο πλατό. Οι πλοκές αψηφούσαν την όποια σύνοψη.
Σκουπίδια μητρόπολης
Στο «Trash», τη μεγαλύτερη κριτική και εμπορική επιτυχία του Μόρισεϊ ο θεατής παρακολουθεί τη ζωή του Νταλεσάντρο. Ο Νταλεσάντρο, σύμβολο του σεξ της ομοφυλοφιλικής υποκουλτούρας στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, και αρκετών αμερικανικών underground ταινιών πριν γίνει mainstream, υποδύθηκε με ακραία ακρίβεια έναν εθισμένο στην ηρωίνη ζιγκολό που παίρνει τη δόση του μπροστά σε ένα ζευγάρι μεγαλοαστών, θέλει να ξεγελάσει την πρόνοια βάζοντας τη σύντροφο του να υποδυθεί εγκυμοσύνη και προβληματίζει τις ερωμένες του με την ανικανότητα του να έχει στύση, αποτέλεσμα των ναρκωτικών που απολάμβανε.
Το περιοδικό Rolling Stone ανακήρυξε την ταινία ως την «Καλύτερη ταινία της χρονιάς», καθιστώντας τον αστέρι της νεανικής κουλτούρας, της σεξουαλικής επανάστασης και της καλλιτεχνικής κολεκτίβας που άλωνε τη Νέα Υόρκη στα έκλυτα 70s.
Με συμμάχους μια συνεχώς μεταβαλλόμενη ομάδα ερασιτεχνών όπως ο Τζο Νταλεσάντρο και τη Viva, τρανς καλλιτέχνες -οι Jackie Curtis, Holly Woodlawn και Candy Darling είναι μερικές μόνο από τις διεμφυλικές star του- και περιθωριακών χαρακτήρων της πόλης που δεν κοιμάται ποτέ, ο Μόρισεϊ επινόησε ένα «ξεχωριστό αμάγαλμα άθλιας και μελοδραματικής φάρσας που καθήλωνε»
Στο «Women in Revolt» ο Μόρισεϊ πάλι μπόλιασε το θέμα της γυναικείας απελευθέρωσης με τις τρεις πρωταγωνίστριες του, τις Holly Woodlawn, Jackie Curtis και Candy Darling -όλες τρανς- με σάτιρα. Στην ταινία η Woodlawn υποδύεται ένα νυμφομανές μοντέλο μόδας που απεχθάνεται τους άνδρες και προσχωρεί στη μαχητική οργάνωση P.I.G. (Politically Involved Girls). «Δεν ήξερα τι ήταν το κίνημα όταν το έκανα», είχε πει στο Village Voice το 1970. Τα κορίτσια του έσπερναν αφοριστικούς στοχασμούς για τη θέση τους σε μια σεξιστική κοινωνία και αυτό έφτανε.
Ο Μόρισεϊ, διφορούμενος, δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα ούτε για τον έναν, ούτε για τις άλλες. Παράλληλα πίστευε με πείσμα ότι οι stars, τα πρόσωπα και οι περσόνες στα κάδρα τους, είχαν και τη μόνη αξία. ήταν η θρησκεία του.
«Ο Άντι κι εγώ πραγματικά προσπαθούμε να μην σκηνοθετήσουμε καθόλου μια ταινία», είπε στους New York Times το 1972. «Και οι δύο πιστεύουμε ότι αν κάτι πρέπει να είναι το επίκεντρο μας είναι οι stars».
Για τον Mόρισεϊ η Holly Woodlawn θα «μείνει στη μνήμη για πολύ καιρό αφότου ξεχαστεί ακόμη και ο Πάμπλο Πικάσο», ισχύει αλλά μόνο αν υπάρξει συγκεκριμένο context.
Αν δεν υπήρχε ο Πολ Μόρισεϊ δεν θα υπήρχε ο ανεξάρτητος αμερικανικός κινηματογράφος
Ο Μόρισεϊ ολοκλήρωσε τη θυελλώδη σχέση του με τον ιδρυτή του The Factory, Άντι Γουόρχολ με τον δύο ταινίες τρόμου που προορίζονταν για ένα ευρύτερο κοινό. Το 3-D «Flesh for Frankenstein», που κυκλοφόρησε το 1973 με τον τίτλο «Andy Warhol’s Frankenstein» και το «Blood for Dracula», που κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά ως «Andy Warhol’s Dracula».
Και οι δύο ταινίες απορρίφθηκαν από τους περισσότερους κριτικούς ως υπερβολικές αποθεώσεις του αίματος.
«Ήταν υπέροχος γιατί κινηματογραφούσε ακόμη και πέρα από το περιθώριο», έγραψε σε ένα email ο Maurice Yacowar, ο συγγραφέας του «The Films of Paul Morrissey» (1993).
«Στη σκηνή του πάρτι στο ‘Καουμπόϊ του Μεσονυχτίου’, ο Τζον Σλέσινγκερ μας δίνει μια πρόσβαση στη νέα υποκουλτούρα των hustler στους δρόμους, αλλά ο Mόρισεϊ πραγματικά καταδύθηκε μέσα στον κόσμο αυτόν. Ο Τζιμ Τζάρμους, ο Χαλ Χάρτλεϊ – όλοι οι Αμερικανοί ανεξάρτητοι που μας δίνουν μεγάλα συναισθήματα από μικρές ιστορίες για ασυνήθιστους χαρακτήρες – οφείλουν την ύπαρξη τους σε αυτόν».
«Όλα είναι αποδοχή»
Ο Μόρισεϊ γεννήθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 1938 στο Μανχάταν και μεγάλωσε στο Yonkers της Νέας Υόρκης. Σε μία από τις πρώτες, βωβές ταινίες του 16 χιλιοστών, έδειξε έναν ιερέα να λειτουργεί στην κορυφή ενός βράχου και μετά να ρίχνει το παπαδάκι δίπλα του στο κενό.
Ωστόσο ο ίδιος δεν είχε κάποιο θέμα με τη θρησκεία, δεν επαναστατούσε σε αυτή και τις αξίες της, ήταν μάλλον συντηρητικός. Του άρεσε να μπερδεύει τους συνεντευξιαζόμενους υποστηρίζοντας πλήρως την παιδεία του δίπλα στους Ιησουίτες, περιφρονούσε τους φιλελεύθερους και ήταν καταγγελτικός σε καταχρήσεις, σεξ, ναρκωτικά. Ακόμη και το ροκ εν ρολ τον ενοχλούσε.
«Για εμάς όλα είναι αποδοχή», είχε πει κάποτε για τη μάλλον ανίερη δημιουργική συμμαχία με τον απολιτίκ Γουόρχολ. «Δεν κρίνουμε τίποτα. Όλα είναι ανήθικα. Οι άνθρωποι μπορούν να είναι ο εαυτός τους αρκεί εμείς να το καταγράφουμε σε φιλμ».
Ξεκαθαρίζοντας ότι δεν ήταν ποτέ κομμάτι της πειραματικής κινηματογραφικής σχολής, ο Μόρισεϊ ήθελε να τον αποκαλούν ως ο «ανεξάρτητος από τους ανεξάρτητους».
«Δεν ήξερε τι του γινόταν»
Ο Μόρισεϊ γνωρίστηκε με τον Γουόρχολ το 1965 σε μια προβολή ταινίας και έτσι έγινε κομμάτι του μύθου που λέγεται The Factory.
Η passive aggressive προσέγγιση του για τον Γουόρχολ ως κινηματογραφιστή ( «Οι ταινίες μου είναι δεμένες με αυτές που υπογράφει ο Άντι, αλλά οι δικές του γίνονταν χωρίς σκηνοθεσία, χωρίς προετοιμασία, με ολοκληρωτικό αυτοσχεδιασμό», είπε στους Times το 1972. «Χρησιμοποιώ πολύ αυτήν την τεχνική, αλλά προσθέτω σκηνοθεσία, ιστορία και δίνω λίγη περισσότερη επιλογή» είχε πει) και το 1974 οι δρόμοι τους χωρίζουν.
Ο Μόρισεϊ συνέχισε σκηνοθετώντας μια σειρά ταινιών που είχαν μικρή απήχηση σε κριτικούς και κοινό και η τελευταία του ταινία, το δράμα «News From Nowhere», κυκλοφόρησε το 2010.
Στο πέρασμα των χρόνων, ο Μόρισεϊ γινόταν ολοένα και πιο επικριτικός απέναντι στον Γουόρχολ, χλευάζοντας το έργο του και λέγοντας ότι μεγάλο μέρος του μύθου και πλούτου του είχε δημιουργηθεί από συνεργάτες του ίδιου, οι οποίοι και πλειοδοτούσαν για τα έργα του ώστε να αυξηθούν οι τιμές τους.
«Δεν ήξερε τι του γινόταν» απάντησε ο Γουόρχολ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου