Ο Λουκίνο Βισκόντι (Luchino Visconti) ήταν ιταλός σκηνοθέτης του κινηματογράφου, από τους κορυφαίους και επιδραστικότερους της έβδομης τέχνης. Θεωρείται ο «πατέρας του νεορεαλισμού» στο χώρο του κινηματογράφου και με το έργο του επηρέασε πλήθος κινηματογραφιστών σ’ όλο τον κόσμο. Στις ταινίες του πρωταγωνίστησαν μεγάλα ονόματα του παγκόσμιου κινηματογράφου, όπως η Σιλβάνα Μάνγκανο, η Κατίνα Παξινού, η Κλαούντια Καρντινάλε, ο Αλέν Ντελόν, ο Μπαρτ Λάνκαστερ, ο Χέλμουτ Μπέργκερ, ο Ντερκ Μπόγκαρντ και ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι. Επιβλήθηκε επίσης με τη σκηνοθετική του εργασία ως ανανεωτής του θεάτρου και της όπερας στα χρόνια που ακολούθησαν αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Λουκίνο Βισκόντι, κόμης του Μοντρόνε, όπως είναι το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στο Μιλάνο στις 2 Νοεμβρίου 1906 και ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας της μεγαλούπολης του ιταλικού βορρά. Οι Βισκόντι στα χρόνια της Αναγέννησης ήταν ηγεμόνες του Μιλάνου και είχαν συμβάλλει στην ανάπτυξη των τεχνών στην πόλης τους. Ο ίδιος, από μικρός είχε μεγάλη εξοικείωση με τις τέχνες. Η μητέρα του Κάρλα ήταν προικισμένη μουσικός, ενώ ο πατέρας του Τζουζέπε προσλάμβανε καλλιτέχνες για να εμφανίζονται στο ιδιωτικό τους θέατρο. Επί δέκα χρόνια έπαιρνε μαθήματα βιολοντσέλου και για ένα διάστημα ασχολήθηκε με τη σκηνογραφία. Ήταν επίσης κάτοχος στέρεης κλασικής παιδείας.
Το 1935 άρχισε η ενασχόλησή του με τον κινηματογράφο ως βοηθός του σημαντικού γάλλου σκηνοθέτη Ζαν Ρενουάρ, ο οποίος του πλούτισε την ευαισθησία στα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα. Η γνωριμία τους έγινε μέσω της κοινής τους φίλης Κοκό Σανέλ.
Το 1942, μεσούντος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, γύρισε την πρώτη του ταινία με τίτλο «Διαβολικοί Εραστές» («Ossessione»), βασισμένη στο αστυνομικό μυθιστόρημα του αμερικανού συγγραφέα Τζέιμς Κέιν «Ο Ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές» («The Postman Always Rings Twice»). Η δράση της ταινίας εκτυλίσσεται σε μια περιοχή της Ιταλίας στις όχθες του ποταμού Πάδου και ο Βισκόντι χρησιμοποιεί για ντεκόρ φυσικούς χώρους, κρυφές κάμερες κι έναν συνδυασμό από επαγγελματίες ηθοποιούς και ντόπιους κατοίκους για να προσδώσει μεγαλύτερη αυθεντικότητα στο έργο. Η ταινία αυτή προαναγγέλλει τη μεταγενέστερη νεορεαλιστική εργασία σκηνοθετών που προκάλεσαν διεθνές ενδιαφέρον, όπως ο Ρομπέρτο Ροσελίνι και ο Βιτόριο ντε Σίκα.
Το 1948 γύρισε τη δεύτερη ταινία του «Η γη τρέμει» («La terra trema» ), με την οποία κέρδισε την παγκόσμια αναγνώριση και το Ειδικό Διεθνές Βραβείο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας. Η ταινία αυτή, ένα από τα αριστουργήματα του νεορεαλισμού, είναι μία σπουδή σε ντοκιμαντερίστικο στιλ με πρωταγωνιστές τους ψαράδες ενός χωριού της Σικελίας, του Άτσι Τρέτσα. Γυρίστηκε επί τόπου και χωρίς επαγγελματίες ηθοποιούς, με τη χρηματοδότηση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας, του οποίου ο Βισκόντι υπήρξε μέλος, και παρακολουθεί τη ζωή και τα προβλήματα των ψαράδων, την πάλη τους με τα στοιχεία της φύσης, αλλά και με τους μεσάζοντες που τους εκμεταλλεύονται.
Στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’50, ο Βισκόντι ήταν ένας καταξιωμένος σκηνοθέτης που είχε διευρύνει τους ορίζοντές του σκηνοθετώντας παραστάσεις θεάτρου και όπερας. Αυτή η εμπειρία του θα χαρακτηρίσει έκτοτε το ύφος του και οι ταινίες του σταδιακά θα περάσουν από τον αυτοσχεδιασμό και τις ερασιτεχνικές ερμηνείες της νεορεαλιστικής περιόδου στο θεατρικό στιλιζάρισμα με καταγωγές από το λυρικό μελόδραμα.
Το 1954 μετέφερε στη μεγάλη οθόνη ένα μυθιστόρημα του Καμίλο Μπόιτο με τίτλο «Senso», όπου κυριαρχεί το θέμα της ταξικής προδοσίας με αφορμή ένα ερωτικό πάθος και τρία χρόνια αργότερα στην ταινία του «Λευκές Νύχτες» («Le Notti Bianche») διασκεύασε το ομώνυμο μυθιστόρημα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, μεταφέροντας τη δράση του στη σύγχρονη εποχή. Η ταινία του αυτή χτυπήθηκε από την αριστερή διανόηση της εποχής του ως «εστετίστικη» και ήταν η πρώτη σοβαρή αμφισβήτηση του Βισκόντι από τον συγκεκριμένο αυτό πολιτικό χώρο.
Ίσως εξ αιτίας αυτού του λόγου θα αναζητήσει και πάλι τις νεορεαλιστικές ρίζες του στο κορυφαίο μελόδραμα «Ο Ρόκο και τα αδέλφια του» («Rocco e i suoi fratelli», 1960), μία ιστορία της προσαρμογής μιας οικογένειας του αγροτικού Νότου στον βιομηχανικό Βορρά της Ιταλίας. Η ταινία έχει ως κεντρικό πρόσωπο τη μάνα, την οποία ερμηνεύει συγκλονιστικά η Κατίνα Παξινού.
Ο Βισκόντι συνέχισε να αντλεί έμπνευση από τη λογοτεχνία και το 1963 μετέφερε στον κινηματογράφο το μυθιστόρημα του Τζουζέπε Τομάζι ντε Λαμπεντούζα «Ο Γατόπαρδος» («II Gattopardo»), με ήρωα έναν παραδοσιακό αριστοκράτη με φιλελεύθερες πεποιθήσεις, χαρακτήρα με τον οποίο ο σκηνοθέτης της παρουσίαζε πολλές ομοιότητες. Το 1967 ήταν η σειρά του μυθιστορήματος του Αλμπέρ Καμί «Ο Ξένος» («Il Straniere» o ιταλικός τίτλος). Ο Βισκόντι μετέφερε το εμβληματικό έργο του νομπελίστα συγγραφέα με μεγάλη πιστότητα, γεγονός που εν μέρει αποδίδεται στην επιμονή της χήρας του Καμί να μην επιτρέψει την ελεύθερη απόδοσή του.
Ακολούθησε η ταινία «Οι Καταραμένοι» («La Caduta degli Dei», 1969), με θέμα την άνοδο του Ναζισμού στη Γερμανία, ιδωμένη μέσα από τις μηχανορραφίες μιας οικογένειας βιομηχάνων χάλυβα που αποδέχεται με ιδιοτέλεια τον ναζισμό. Το 1971 γύρισε την ταινία «Θάνατος στη Βενετία» («Morte a Venezia»), βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τόμας Μαν, με ήρωα ένα μεσήλικα συνθέτη που αφήνεται στην ενατένιση της ομορφιάς ενός 15χρονου αγοριού, με φόντο τη Βενετία που πλήττεται από επιδημία χολέρας. Η βιογραφική ταινία για τον βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο Β’ «Το Λυκόφως των Θεών» («Ludwig»), συμπληρώνει τη «Γερμανική Τριλογία» του Βισκόντι.
Το κινηματογραφικό του έργο θα ολοκληρωθεί με τις ταινίες «Η γοητεία της αμαρτίας» («Gruppo di Famiglia in un Interno», 1973) και «Ο Αθώος» («L’ Innocente», 1976), βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο, που ολοκληρώθηκε λίγο πριν από το θάνατό του.
Ως σκηνοθέτης του θεάτρου, ο Βισκόντι γνώρισε στο ιταλικό κοινό τα έργα Γάλλων και Αμερικανών συγγραφέων, όπως των Ζαν Κοκτώ, Ζαν Πολ Σαρτρ, Άρθουρ Μίλερ, Τενεσί Ουίλιαμς και του Έρσκιν Κάλντγουελ. Είχε συγκροτήσει ένα θίασο ρεπερτορίου, ο οποίος του προμήθευσε τους ηθοποιούς των μεταγενέστερων ταινιών του.
Στα χρόνια της δεκαετίας του ‘50 ο Βισκόντι ανέβασε όπερες που είχαν διεθνή αναγνώριση, με πρωταγωνίστρια τη Μαρία Κάλλας. Με έναν συνδυασμό ρεαλισμού και θεάματος σημείωσε καλλιτεχνικές επιτυχίες με τα έργα «Τραβιάτα» του Βέρντι (1955), «Η Υπνοβάτις» (1955) του Μπελίνι και «Ντον Κάρλος» (1958) του Βέρντι.
Ο Λουκίνο Βισκόντι δεν έκρυψε ποτέ την ομοφυλοφιλία του. Ανάμεσα στους εραστές του συγκαταλέγονται ο σκηνοθέτης Φράνκο Τζεφιρέλι και ο ηθοποιός Χέλμουτ Μπέργκερ. Δεινός καπνιστής υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο το 1972, αλλά συνέχιζε να καπνίζει πάνω από 100 τσιγάρα την ημέρα. Ένα δεύτερο εγκεφαλικό στις 17 Μαρτίου 1976 σήμανε το βιολογικό τέλος του σπουδαίου δημιουργού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου