Οι στάχτες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου (1823-1825), έδωσαν στον Σουλτάνο Μαχμούτ Β΄, τον επικαλούμενο Γαζή, την ευκαιρία να σβήσει την ελληνική επανάσταση.
Ο Κιουταχής |
Αρχές Μαρτίου του 1825, ο Κιουταχής, ύψωσε στα Γιάννενα τη σημαία του πολέμου, καλώντας υπό τη σκιά της όσους πίστευαν στο κοράνι. Η ελληνική επανάσταση είχε εισέλθει στην πιο οδυνηρή της φάση, ο δε ήχος από τα πολεμικά ταβλαμπάζια έφτανε να ακούγεται μέχρι την πόρτα του Καζά του Βάλτου, το Μακρυνόρος.
Πληροφορίες, για πολύ μεγάλη εισβολή στο Κάρλελι -όπως ονομαζόταν τότε η Ακαρνανία και η Αιτωλία – περνούσαν από στόμα σε στόμα διογκώνοντας τον αριθμό των εχθρικών στρατευμάτων και απλώνοντας παντού τρόμο και πανικό:
‘’Ο Σερασκέρης συνάζει στρατεύματα όλο Αρβανίτες…έως 40 χιλιάδες. Εργάτας με τα σακιά των και τζαπιά και φτυάρια και 4 χιλιάδες μαστόρους κτιστάδες και όλο ετοιμάζονται’’
Από τη Μηλιά του Βάλτου έναν μικρό οικισμό, γραδωμένο σε μια κλίση του απότομου όρους Καλάνα, όπου και η ονομαστή ‘’αποκλείστρα’’ του Βάλτου, στέλνεται στους αρμόδιους ολιγόλογο σημείωμα:
‘’ο στρατός συμποσούται περί τας 20 χιλιάδες· έφερον προσέτι και 600 σφυριά και 150 αμόνια με τους γύφτους και 40 βουβάλια με αμάξια’’
Και καθημερινά οι ειδήσεις πυκνώνουν:
‘’…θα ορμήσουν από τρία μέρη δια το Μεσολόγγι, με προσταγή βασιλική να αφήσουν εις κάθε στένωμα αρκετούς δια οπισθοφύλαξιν, μάλιστα δε εις Μακρυνόρος 2 χιλιάδες. Ανάγκη να στείλουν -οι δικοί μας- πιστούς Αρχιστρατήγους με αρκετές δυνάμεις να πιάσουν το Μακρυνόρος και Καρβασαράν’’.
Η τριμελής επιτροπή που βρισκόταν στο Μεσολόγγι και ενεργούσε αντί του Γενικού Διευθυντού Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, προέκρινε ότι τρία ήταν τα σημαντικότερα, αλλά και πλέον επικίνδυνα σημεία που έπρεπε να ενισχυθούν με ισχυρές ελληνικές δυνάμεις προς αναχαίτιση του εχθρού· το Μακρυνόρος, η Βόνιτσα και ο Καρβασαράς.
Ο Καρβασαράς, κατά την περίοδο εκείνη, δεν ήταν παρά ένα πέρασμα, όπου υπήρχε το μεγάλο χάνι, το κεντρικό πηγάδι, 4-5 οικήματα και ένα μεγαλύτερο κτίριο στην παραλία, που αναφέρεται ως ‘’τα τελωνεία του Καρβασαρά’’. Η θέση ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Βρισκόταν στο σημείο όπου τα τελευταία κύματα του Αμβρακικού βρέχουν την ακτή και έπειτα ξεκινά χαράδρα, -1,5 περίπου χιλιομέτρου-, που σχηματίζουν οι βάσεις των βουνών, Πέταλα (ανατολικά) και Πλατού (δυτικά). Στην Ανατολική πλευρά της θέσης αυτής, ήταν κτισμένη η αρχαία Λιμναία, με τα τείχη της να φτάνουν στην επιθαλάσσια πύλη, κατά μέτωπο του Αμβρακικού Κόλπου.
Πύλη τοίχους αρχαίας Λιμναίας |
Στον περιτοιχισμένο αρχαίο χώρο ο Αλή Πασάς Τεπελενλής, είχε εγκαταστήσει προ της ελληνικής επαναστάσεως ισχυρή φρουρά από τουρκαλβανούς, που σκοπός τους ήταν να ελέγχουν το επικίνδυνο αυτό πέρασμα, καθιστώντας τη στρατηγική αυτή θέση ως ορμητήρια στρατιωτική στενωπό, που κατά την περίοδο εκείνη -και όχι μόνο- σχετιζόταν με την κατοχή του υπερκείμενου Μακρυνόρους και την πολύ σημαντική θέση Λαγκάδα, από την οποία γινόταν το υποχρεωτικό πέρασμα προς την βόρεια είσοδο των ακαρνανικών Θερμοπυλών (ή δυτικών Θερμοπυλών όπως είχε ονομαστεί το Μακρυνόρος).
Η στρατηγική αξία της στενωπού του Καρβασαρά, η οποία συναντάται και με το πολύ ποιητικό και ελάχιστα γνωστό όνομα ‘’Χαλκαί Πύλαι’’ αποτυπώνεται εναργέστατα στην αγωνιώδη αλληλογραφία που διακινήθηκε κατά τις παραμονές της εκκίνησης του εχθρού από την Ήπειρο προς το Μεσολόγγι:
‘’ανάγκη να στείλουν πιστούς Αρχιστρατήγους να πιάσουν το Μακρυνόρος και Καρβασαράν…’’ (επιστολή Αναστ. Αλεξίδη 3/1/1825)
‘’Η αντί του Γεν. Διευθυντού κατά την Δ. Ελλάδα ενεργούσα επιτροπή θέλει διορίση να ανακατασκευασθούν τα δύο οχυρώματα εντός του Καρβασαρά (Αρχαία Λιμναία) να καθαρισθή η στέρνα και να οχυρωθή το αναγκαιότατον αυτό μέρος’’. (20 Φεβρουαρίου 1825 από Ναύπλιο).
‘’να δυναμωθή ο Καρβασαράς με 4 μπάρκες κανονιέρες δια να γενή κυρία του Αμβρακικού κόλπου’’ (επιστολή Αθ. Ψαλίδα 3/1/1825 από Κέρκυρα)
‘’ξεκινούμεν όλα τα μικρά σώματα και τα συγκεντρώνομεν εις τας δύο θέσεις Μακρυνόρος και Καρβασαράν δια να προλάβωμεν τα κινήματα του εχθρού’’. (επιστολή Σπανιολάκη από Μεσολόγγι)
‘’εάν οι εχθροί πιάσουν τον Καρβασαράν και εμφωλεύσουν εκεί, εις τρόπον ώστε να σταθή ύστερον δύσκολον είς ημάς να τους εβγάλωμεν με μεγαλωτάτην ζημίαν του Έθνους και κίνδυνον της Δ. Ελλάδος.’’ (επιστολή Σπανιολάκη προς Μαυροκορδάτον)
‘’Ως αρχηγός της θέσεως Καρβασαρά συμπεραίνω ότι η μεγαλυτέρα δύναμις χρειάζεται εδώ· γιατί το πόστο του Καρβασαρά, είναι το ωφελιμότερον’’. (επιστολή Νότη Μπότσαρη 16 Μαρτίου 1825 από Καρβασαρά)
‘’όποιος πιστεύει εις τον Ιησούν Χριστόν με προθυμίαν να καταφθάση εις το εδώ πόστον του Καρβασαρά… όπου μένει η θέσις παντελώς άδεια…’’ (επόμενη επιστολή Νότη Μπότσαρη από Καρβασαρά)
Από τα λίγα που παρετέθησαν -καθότι είναι εκτεταμένη η αγωνιώδης αλληλογραφία-, εξάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι, επιβαλλόταν αντί πάσης θυσίας να ενισχυθεί πρώτα η θέση του Μακρυνόρους και κατόπιν αυτή του Καρβασαρά, ούτως ώστε σε περίπτωση διάσπασης του μετώπου του Μακρυνόρους -σχεδόν ακατόρθωτο, εάν ήταν καλά οχυρωμένο- να αναχαιτισθεί ο εχθρός στην στενωπό του Καρβασαρά.
Δυστυχώς, αλυσίδα από ανεπίτρεπτα λάθη, αμέλειες και αδιαφορία, από την ίδια ακόμα την Κυβέρνηση –αφού ούτε ψωμί δεν είχαν τα στρατεύματα- όπως και οι εχθρότητες μεταξύ των οπλαρχηγών για τα αξιώματα, είχαν ως αποτέλεσμα να αφεθή ο εχθρός και ανενόχλητος να εισβάλει στο Μακρυνόρος, να περάσει το στένωμα του Καρβασαρά, χωρίς εμπόδια και με ολάνοιχτο το δρόμο να κατευθυνθεί προς το Μεσολόγγι.
Ο Κιουταχής, με μελετημένες κινήσεις έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην απρόσκοπτη διάβαση των εφοδιοπομπών του, ώστε όταν θα πολιορκούσε το Μεσολόγγι, να μην κινδυνεύει να βρεθεί, από ενδεχόμενες δολιοφθορές, από πολιορκητής πολιορκημένος. Προς επίτευξη του στόχου του διέταξε να πυρποληθούν οι λόγγοι του Μακρυνόρους και σε όλη την έκταση του δρόμου, από Καρβασαρά μέχρι Γουριά, κατασκεύασε οχυρώματα που απείχαν μεταξύ τους μία έως δύο ώρες. Σε αυτά τοποθέτησε δυνάμεις με αρκετούς άνδρες, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να σπεύδουν σε αλληλοβοήθεια μεταξύ τους, όποτε αυτό καθίστατο αναγκαίο. Στον Καρβασαρά, επειδή η τροφοδοσία θα κατέφθανε και δια θαλάσσης, ενίσχυσε τα αρχαία τείχη της Λιμναίας, όπου υπήρχαν ελλείψεις και εγκατέστησε στρατιωτική δύναμη 500 περίπου ανδρών, που είχαν στη διάθεσή τους περί τις 300 γκαμήλες και άλλα τόσα σχεδόν άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια, προς μετακόμιση των ζαερέδων (τροφών) από εκεί στο Μεσολόγγι. Έφερε δε από την Πρέβεζα 50 μονόξυλα, που τα φόρτωσε σε βοϊδάμαξες και τα μετέφερε στο Ανατολικό (Αιτωλικό) για να τα ενώσει με τσετέρες (σχεδίες) και να πραγματοποιήσει εκεί απόβαση. Στο Μεσολόγγι έφτασε στα μέσα Απριλίου 1825 και έστησε αμέσως τα πυροβόλα και τα ολμοβόλα· έτσι σχηματίστηκε ο από ξηράς κλοιός στη μαρτυρική Πολιτεία και τα μελλούμενα θα προσελάμβαναν τραγωδίας σχήμα…
Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Μεσολογγίου, ο Καραϊσκάκης είχε ξεκινήσει τη στρατολόγηση παληκαριών, με σκοπό να αρχίσει τη δολιοφθορά εναντίον των εχθρικών εφοδιοπομπών, ώστε τελικά να φέρει τον πολιορκητή Κιουταχή σε δύσκολη θέση. Το Καλοκαίρι του 1825 τον συναντάμε στο Βάλτο, στο ‘’περιβόλι του διαόλου’’, όπως χαριεντιζόμενος ο ίδιος τον αποκαλούσε, όπου βρήκε στο κάλεσμά του αναπάντεχη ανταπόκριση. Σε δύο επιστολές του εκείνη ακριβώς την περίοδο, αναφέρει:
‘’άμα έφθασα εις το Βάλτον εγώ, εκ Βάλτου ηκολούθησαν μαζί μου και έβγαλαν τόσα άρματα του Βάλτου, όπου κανείς δεν ενθυμείται άλλοτε να εκστρατεύσουν τόσοι βαλτινοί επικεφαλής των οποίων έχω αυτούς (τους Καραχρησταίους εκ Χαλκιοπούλων Βάλτου) οίτινες έδειξαν εν πολέμοις και δείχνουν μεγάλα κατορθώματα…’’
‘’Ημείς εδώ όθεν απεράσαμεν εμψυχώσαμε τον κόσμον και αποδιώξαμε πάσαν τουρκολατρίαν. Ο Γεωργάκης Καραχρήστος και Κασβίκης και όλοι οι βαλτινοί εσυνάχθησαν και είναι μαζύ μας…’’
Κατόπιν στρατοπέδευσε στο Δραγαμέστο (κοντά στον Αστακό) όπου συγκεντρώθηκαν και άλλοι αγωνιστές και ενωμένοι άρχισαν να στήνουν ενέδρες εναντίον τούρκικων εφοδιοπομπών, γεγονός που το ομολογεί και ο Μαυροκορδάτος, σε μια επιστολή του , στις 05 Μαΐου 1825 :
‘’…διάφορα Σώματα -αποφεύγει να αναφέρει τον Καραϊσκάκη-περιερχόμενα και ενεδρεύοντα εις την Ακαρνανίαν τον εχθρόν άρχισαν να του δυσκολεύουν την μετακίνησιν των τροφών εις το ενδότερον όπου εύρε τον τόπον πάντα έρημον των αναγκαίων’’
και στη συνέχεια της επιστολής του προτείνει την παρεμπόδιση των τροφών δια του αποκλεισμού του Αμβρακικού,
‘’..όλες οι ελπίδες του εχθρού να λάβουν τροφάς στέκονται εις Καρβασαράν και Πρέβεζαν. Η καταστροφή του εχθρού κρέμεται από εν και μόνον μέσον· το να παρουσιασθή μια ολιγάριθμος ελληνική μοίρα και να αποκλείση τούτον τον λιμένα και ούτω οι εχθροί οίτινες αλλαχόθεν δεν ημπορούν να λάβουν τροφάς ειμή από Πρέβεζαν και Καρβασαράν θέλουν ψοφήσει της πείνας…’’.
Σε άλλη επιστολή, στις 11 Ιουνίου 1825, που στέλνουν πολιορκημένοι οπλαρχηγοί από το Μεσολόγγι, προς τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, επισημαίνουν το πόσο σημαντικό είναι να εμποδισθή η τροφοδοσία του εχθρού από Καρβασαρά και Λουτράκι (Κατούνας Ξηρομέρου).
Η εκστρατεία του Κιουταχή όσο εύκολη φάνηκε στην αρχή, τόσο δύσκολη εξελισσόταν, καθώς περνούσε ο καιρός. Οι ενοχλήσεις που δεχόταν οι εφοδιοπομπές του, είχαν αρχίσει να δημιουργούν πολλά προβλήματα· το ψωμί που περίμεναν από Καρβασαρά ήταν ανακατεμένο πλέον με καλαμπόκι και κεχρί και υπερβολικά μαύρο. Οι αρρώστιες και οι πυρετοί τους εξαντλούσαν. Οι αποτυχίες στα γιουρούσια και η αναπάντεχη αντίσταση των πολιορκημένων, τους απογοήτευε. Έτσι το αγωνιστικό τους φρόνημα κάμπτονταν και ακολουθούσαν λιποταξίες.
Η εκστρατεία του Κιουταχή βρισκόταν σε σημείο καμπής· αν οι Έλληνες κατόρθωναν να αποκόψουν την πρόσβασή του στις τροφές και τα πολεμοφόδια, θα έμενε μόνο να τον αποδεκατίσουν· εκεί στον κάμπο, έξω από τα τείχη του Μεσολογγίου.
Αυτός ο φόβος του Κιουταχή, ήταν το σχέδιο που επεξεργαζόταν το κοφτερό μυαλό του «γιού της Καλόγριας»…
Το τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου, το σχέδιο να χτυπηθή η φρουρά του Καρβασαρά και να καταστραφεί ολόκληρος ο συρμός από τις εκατοντάδες φορτηγών ζώων , που εφοδίαζαν το στρατόπεδο του Ρούμελή Βαλεσί Ρεσίτ Μεχμέτ Πασά (Κιουταχή) τέθηκε σε εφαρμογή:
‘’Ημείς αύριον Σάββατον εκστρατεύομεν όλοι μας από εδώ δια Καρβασαράν να βαρέσωμεν Τούρκους και καμήλες’’,
γράφουν από το Δραγαμέστο, προς την επιτροπή, οι Γ. Καραϊσκάκης, Ανδρίτσος Σαφάκας, Ευάγγελος Κοντογιάννης, Δημοτσέλιος, Γ. Πεσλής, Χρ. Μακρής και Ζαχαράκης Γιολδάσης.
Ο Καραϊσκάκης |
Νύχτα της Κυριακής προς Δευτέρα, της 28ης Σεπτεμβρίου 1825 τα τμήματα των οπλαρχηγών είχαν πλησιάσει αθόρυβα το τοιχόκαστρο του Καρβασαρά:
‘’ώραν τετάρτην της νυκτός ωρμήσαμεν αιφνιδίως κατά των βαρβάρων εστρατοπεδευμένων εις Καρβασαράν και επροξενήσαμεν μεγάλην φθοράν και φρίκην …’’
Ο αιφνιδιασμός ήταν φοβερός· οι Τουρκαλβανοί μισοκοιμισμένοι ακόμα, αλαλιάστηκαν από το ξαφνικό χτύπημα και μέχρι να πάρουν τα όπλα στα χέρια, άρχισαν να σωριάζονται οι πρώτοι νεκροί.
Στην παράκτια πύλη του τείχους της Λιμναίας -στο κέντρο δηλαδή της σημερινής Αμφιλοχίας- μόλις οι Έλληνες πάτησαν το τοιχόκαστρο, η φρουρά δεν είχε πια άλλο δρόμο σωτηρίας, παρά μόνον τη θάλασσα, όπου πάνω στην αγωνία τους να σωθούν από τη σφαγή, πολλοί έπεφταν μέσα και πνίγονταν.
Μέσα στο μεγάλο ανακάτωμα, που η νύχτα το είχε τυλίξει με τρόμο, δεν έπεφταν μόνο άνθρωποι· σακατεύονταν γκαμήλες, μουλάρια και άλογα:
‘’πολεμούντες λοιπόν -έγραφαν στη Διοίκηση ο Καραϊσκάκης και οι οπλαρχηγοί- εις αυτήν την νυκτομαχίαν εφονεύθησαν από τα ελληνικά όπλα περισσότεροι από τριακόσιους εχθροί, οι δε διασωθέντες ερρίφθησαν εις την θάλασσαν και από τον τρόμον των επνίγησαν. Τα δε εκείσε Ευρωπαϊκά πλοία εδόθησαν εις φυγήν. Επήραμεν καμήλια 130 εσκοτώσαμεν και υπέρ τα 150. Ομοίως αλογομούλαρα επήραμεν ογδοήντα και χωριστά τα σκοτωμένα και αφανήσαμεν εξ ολοκλήρου εκείνο το εχθρικό ορδί..’’
Η νικηφόρα εκείνη ‘’νυκτομαχία’’ έκανε φτερά και πέταξε από άκρη σ’ άκρη, όπου κατοικούσαν ελεύθεροι και σκλαβωμένοι Έλληνες.
Η εφημερίδα «Ελληνικά Χρονικά», που εξέδιδε στο Μεσολόγγι ο Ελβετός Φιλέλληνας Ιάκωβος Μάγερ, στο φύλλο της 3ης Οκτωβρίου 1825, γράφει:
‘’…ο γενναίος Καραϊσκάκης και οι λοιποί συνάδελφοί του οπλαρχηγοί, κατεπάτησαν όλα τα εμπόδια, εισεχώρησαν έως και εις αυτόν τον Καρβασαράν και δια των κατορθωμάτων των έδειξαν ότι είναι άξιοι συνάδελφοι των υπερασπιστών του Μεσολογγίου’’.
Η «Γενική Εφημερίς της Ελλάδος» σε δημοσίευμα της 03ης Οκτωβρίου 1825 σημειώνει:
‘’.. εις αυτόν τον πόλεμον που διήρκησεν 4 ώρας εσκοτώθησαν υπέρ τους 300 εχθρούς και όσοι έμειναν ερρίφθησαν ζώντες εις το πέλαγος να πνιγώσι από τον τρόμον των…’’
Την ίδια ημερομηνία, η «Εφημερίς Αθηνών», πληροφορούσε τους αναγνώστες ότι:
‘’Γενναιότατος Καραϊσκάκης όρμησεν αιφνιδίως με απαραδειγμάτιστον ανδρείαν και τόλμην και επήδησε μέσα εις τον Καρβασαράν, όπου εφόνευσε υπέρ τους τριακόσιους· εζώγρησεν 180 αλογομούλαρα και 120 καμήλια και έπνιξεν εις την θάλασσαν και άλλους πολλούς’’.
Παρόμοιες ανακοινώσεις και σχόλια σώζονται σε διάφορες αλληλογραφίες, όπως του Καραϊσκάκη προς τον Ι. Κωλέττη, του Βασ. Γούδα προς τον Κ. Μπότσαρη, καθώς και σε πολλές σημειώσεις -άλλες χρονολογούμενες και άλλες αχρονολόγητες- γραμμένες από αγωνιστές εκείνης της περιόδου οι οποίες διατηρούνται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, όπως του: Δημοτσέλιου, Κασομούλη, σε έγγραφο από τη συλλογή του Ρήγα Παλαμήδη, το οποίο μάλιστα χαρακτηριστικά αναφέρει το γεγονός, ως ‘’τον κατ’ εξοχήν πόλεμον, καθώς είναι εκείνος του Καρβασαρά», σε επιστολή που έστειλε ο Γεώργιος Σταύρου στον Πρόκριτο Γεώργ. Κουντουριώτη κ.α., που μας πληροφορούν ότι στη μάχη εκείνη
‘’ελαβώθησαν μόνον δύο και εφονεύθη είς’’ και ‘’ δια της βοηθείας του Υψίστου κατέστη το στρατόπεδο εκείνο Γής Μαδιάμ’’
και το ιδιαίτερα σημαντικό ότι τον πόλεμον εκείνο τον έκαναν ‘’νηστικοί’’ γι’ αυτό και δύο ημέρες μετά -30 Σεπτεμβρίου- σε αναφορές που στέλνουν οι πρωτεργάτες της μάχης ζητάνε ντουφέκια για να μην τους βρή ο εχθρός άοπλους:
‘’ως γυναίκας και μας κόψει’’ και ‘’ τροφές να μας σταλούν γρήγορα διότι σήμερον είμεθα νηστικοί…’’
Τα αποτελέσματα της μάχης ενθουσίασαν του Έλληνες, αναπτέρωσαν τις ελπίδες τους και ενίσχυσαν το πολεμικό τους φρόνημα. Από την άλλη μεριά έφερε το στρατόπεδο του πολιορκητή σε κατάσταση απελπισίας.
Η μάχη του Καρβασαρά, κατά το Σπηρομήλιο: ‘’έκανε τον Ρεσίτ να οργισθή τον Καραϊσκάκην μολονότι έκρυβε εις το στράτευμα το όνομά του διότι και το όνομά του μόνο επροξένει τρόμο…’’
και κατά μία σημείωση, εκ των Γ.Α.Κ. (συλλογή Βλαχογιάννη) :
‘’την δεινήν θέσιν εις ην είχαν περιέλθη ο αγέρωχος Ρούμελη Βαλεσί κατέστησεν αυτήν επιδεινωτέραν δια της φοβεράς εκείνης εν Καρβασαρά νυκτομαχίας’’.
Αν λάβουμε υπ’ όψιν :
α) ένα σχεδόν άγνωστο πολεμικό κατόρθωμα που πραγματοποιήθηκε κατά την κάθοδο της εμπροσθοφυλακής του Κιουταχή, στη θέση ‘’Παλιοκούλια’’ του Μακρυνόρους, όπου ο Βαλτινός οπλαρχηγός Γιαννάκης Στράτος, με μια μικρή δύναμη, κατόρθωσε, στις 14 Μαρτίου 1825, να αναχαιτίσει και να τρέψει σε φυγή ισχυρή στρατιωτική δύναμη, εκ χιλίων ιππέων και άλλων τόσων πεζών, που πραγματοποίησε δύο γιουρούσια και όχι μόνο δεν κατόρθωσε να διασπάσει τη σημαντική πλην ελάχιστα οχυρωμένη θέση αλλά ‘’και πάλιν ντροπιασμένοι έφυγαν’’ και
β) τον απρόσμενο θρίαμβο της νυκτομαχίας του Καρβασαρά με την ‘’εξ ολοκλήρου αφανισμού του εχθρικού εκείνου στρατοπέδου’’
αβίαστα συμπεραίνεται ότι η πλημμυρίδα του εχθρικού στρατού καθώς και ο αγέρωχος Σερασκέρης Ρεσίτ Μεχμέτ Πασάς Κιουταχής, που την κατηύθυνε προς το μαρτυρικό Μεσολόγγι, κάθε άλλο παρά αήττητοι -όπως κατόρθωσαν να ενσπείρουν τον φόβο- ήταν.
Εάν το Μακρυνόρος είχε ενισχυμένη οχύρωση, θα επαναλαμβανόταν και πάλι ο θρίαμβος της 18ης Ιουνίου 1821, όπου οι Τούρκοι έπεφταν πάνω στους λίγους αγωνιστές κατά κύματα και θερίζονταν όπως τα στάχυα του σταριού, όπου
‘’δια της ασφαλούς φυλάξεως του Μακρυνόρους ου μόνον η Ρούμελη εφρουρήθη εκ τούτου αλλά και η του Χουρσίτ μετά της Πελοποννήσου συγκοινωνία κατέστη δυσχερής…΄΄
Παρόμοια όμως επιτεύγματα απαιτούν εθνική ενότητα και όχι μίση, διαιρέσεις, ιδιοτέλειες και τελικά εμφύλιες συρράξεις, από τα οποία η Ελληνική Επανάσταση κινδύνευσε να σβήσει.
Στα 200 χρόνια από την εθνική μας Παλιγγενεσία αναζητούμε τους τρόπους προκειμένου να διατηρήσουμε αναμμένο το τρεμάμμενο καντήλι της ιστορικής μνήμης…
Νίκος Τέλωνας, συγγραφέας, πρώην Δήμαρχος Αμφιλοχίας |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου