Ο Έρολ Φλιν (Errol Flynn) ήταν αυστραλός ηθοποιός, από τους δημοφιλέστερους που ανέδειξε το
κινηματογραφικό σύμπαν του Χόλιγουντ. Έλαμψε από τα μέσα της δεκαετίας του ‘30 έως τις αρχές της δεκαετίας του ‘40, όταν κατηγορήθηκε για τον βιασμό δύο ανήλικων κοριτσιών και η καριέρα του πήρε την κατιούσα. Διακρίθηκε σε ταινίες περιπέτειας και θεωρείται ως ο απόλυτος ξιφομάχος της μεγάλης οθόνης.
Ο Έρολ Λέσλι Τόμσον Φλιν γεννήθηκε στις 20 Ιουνίου 1909 στο Χόμπαρτ της Τασμανίας, νήσου της Αυστραλίας. Γιος του διακεκριμένου αυστραλού υδροβιολόγου και ζωολόγου Θίοντορ Φλιν, φοίτησε στα καλύτερα σχολεία της Αυστραλίας, αλλά αποβλήθηκε απ’ όλα λόγω του ατίθασου χαρακτήρα του. Φύση τυχοδιωκτική, εργάστηκε ως ναυτιλιακός υπάλληλος στο Σίδνεϊ, προτού εγκατασταθεί στην Παπούα Νέα Γουϊνέα, όπου δούλεψε ως επιστάτης σε φυτείες και προσπάθησε να πιάσει την καλή ως χρυσοθήρας. Παράλληλα, δημοσιογραφούσε στην εφημερίδα «Sidney Bulletin», στέλνοντας ανταποκρίσεις από την εξωτική Παπούα και διατηρώντας τη δική του στήλη.
Κινηματογραφικό ντεμπούτο
Το 1933 τον ανακάλυψε ένας αυστραλός παραγωγός και του προσέφερε το ρόλο του στασιαστή Φλέτσερ Κρίστιαν στην περιπέτεια εποχής «In the Wake of Bounty» (1933). Έχοντας αποκτήσει αυτοπεποίθηση από την πρώτη κινηματογραφική του εμπειρία αποφάσισε ν’ ακολουθήσει καριέρα ηθοποιού.
Ο Έρολ Φλιν με την Ολίβια ντε Χάβιλαντ στην ταινία «Captain Blood» (1935)
Ύστερα από μία σειρά ρόλων σε αγγλικές παραγωγές, υπέγραψε συμβόλαιο συνεργασίας με τη Γουόρνερ. Το 1935, όταν ο Ρόμπερτ Ντόνατ απέρριψε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία του Μάικλ Κέρτιζ «Κάπταιν Μπλουντ» («Captain Blood»), ο Έρολ Φλιν άρπαξε την ευκαιρία και πρωταγωνίστησε στην ακριβή αυτή παραγωγή, που τον ανέδειξε σε αστέρι πρώτου μεγέθους. Μαζί του έπαιζε και η πρωτοεμφανιζόμενη Ολίβια ντε Χάβιλαντ, με την οποία συμπρωταγωνίστησε σε σειρά ταινιών τα επόμενα χρόνια.
Ακολούθησαν πολλοί ρόλοι σε ταινίες περιπέτειας, όπως «Η επέλασις της ελαφράς ταξιαρχίας» («The Charge of the Light Brigade», 1936), «Poμπέν των Δασών» («The Adventures of Robin Hood», 1938), για πολλούς η καλύτερη ταινία του, «Βασίλισσα Ελισάβετ και ο ιππότης του Έσσεξ» («The Private Lives of Elizabeth and Essex», 1939), «0 Κατακτητής» («Dodge City», 1939), «Ο αετός των θαλασσών» («The Sea Hawk», 1940), όλες σκηνοθετημένες από τον Μάικλ Κέρτιζ, «Η επέλασις των δραγώνων» («They Died with Their Boots On», 1941), «Ο τολμηρός Τζέντλεμαν («Gentleman Jim», 1942), «Λαίλαψ στη Βιρμανία» («Objective Burma», 1945) και οι τρεις σκηνοθετημένες από τον Ραούλ Γουόλς.
Η άστατη ζωή και οι κατηγορίες για βιασμό 2 ανηλίκων κοριτσιών
Η αδυναμία του στο ποτό, τα γλέντια και το ωραίο φύλο έβαλαν φρένο στη λαμπρή καριέρα του. Το 1942 κατηγορήθηκε για τον βιασμό δύο ανήλικων κοριτσιών, αλλά με ένα επιτελείο ικανών δικηγόρων κατόρθωσε ν’ αθωωθεί. Ωστόσο, η εικόνα του είχε δεχτεί τεράστιο πλήγμα, από το οποίο δεν συνήλθε ποτέ. Στις μετέπειτα ταινίες του στο Χόλιγουντ εμφανίστηκε καταβεβλημένος και πολύ μεγαλύτερος από την ηλικία του. Έχασε επίσης πολλά χρήματα από κακές επενδύσεις και προσπάθησε να βρει τη σωτηρία του την Ευρώπη.
Το 1956 επέστρεψε στις ΗΠΑ και αποκατέστησε εν μέρει τη φήμη του με τις ταινίες «Ο ήλιος ανατέλλει ξανά» («The Sun Also Rises», 1957) του Χένρι Κινγκ, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, «Οι ρίζες τού ουρανού» («The Roots of Heaven», 1958), του Τζον Χιούστον και «Too Much Too Soon (1958) του Αρτ Ναπόλιον. Σε αυτές τις ταινίες έπαιξε έναν αυτοκαταστροφικό μέθυσο, δηλαδή δεν υποδυόταν το ρόλο, αλλά ήταν ο εαυτός του, όπως επισήμαναν αρκετοί κριτικοί. Λίγο προτού πεθάνει κυκλοφόρησε την αυτοβιογραφία του με τίτλο «My Wicked, Wicked Ways» (1959) και συμμετείχε στο ντοκιμαντέρ του Βίκτορ Πάλεν «Cuban Story» (1959), που ήταν ένας ύμνος για τον Φιντέλ Κάστρο.
Ο Έρολ Φλιν πέθανε στο Βανκούβερ του Καναδά στις 14 Οκτωβρίου 1959, σε ηλικία 50 ετών. Είχε παντρευτεί τρεις φορές και ήταν πατέρας τεσσάρων παιδιών. Ο γιος του, Σον Φλιν, ήταν φωτορεπόρτερ κι εξαφανίστηκε το 1970, ενώ κάλυπτε τον πόλεμο του Βιετνάμ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου