Καθόταν στο μαρμάρινο σκαλάκι, πάνω σε ένα
τριμμένο μαξιλαράκι με τα πόδια αγκαλιά και το
πρόσωπο ακουμπισμένο στα γόνατα.
Γύρω στα δέκα τα χρόνια της.
Οι ώρες που επέλεγε ήταν μεσημεριανές τότε
που δεν υπήρχε κίνηση στο σοκάκι.
Και εκεί έβλεπε τα σπίτια με τα κεραμίδια και
αγαπούσε αυτή την εικόνα.
Ο κόσμος της εκεί…
Οι άνθρωποι του εκεί…
Και ήθελε μεγαλώνοντας να γράψει ένα βιβλίο
για αυτούς που μέσα στις διαφορετικότητες τους
τους παρατηρούσε γιατί τους αγαπούσε…
Ένα γλειφιτζούρι κόκκινο σε σχήμα κόκορα
συντροφιά.
Υπάκουη αλλά όχι υποταγμένη, είχε την δική της
άποψη που την κρατούσε δική της.
Ένα παιδί πώς να αντισταθεί στις διαφορετικές
γνώμες;
Είχε χωθεί σε όλα τα γειτονικά σπίτια, μια και οι
πόρτες δεν ήταν κλειστές.
Παρέα με τα παιδιά έπαιζε βόλους, κουτσό, τα μήλα,
κλέφτες και αστυνόμους….
Αγαπούσε τον Σίμο τον μεθυσμένο τσαγκάρη
που σόλιαζε τα τρύπια παπούτσια.
Τον γανωτή που μέσα στο ζεστό υγρό από μολύβι
βουτούσε τα μαχαιροπήρουνα να στραφτοκοπάνε
και τις φαινόταν μαγικό.
Το γαιδουράκι που έσερνε τα ζαρβατικά και τα φρούτα
που η μυρωδιά τους ήταν αληθινή.
Το φούρναρη που έψηνε τα φαγητά και στο μεγάλο πάγκο του
κάθε μέρα γεμάτο με τα ταψιά, που έγραφε με κιμωλία
τα ονόματα…
Στους συχνούς καυγάδες παρούσα!
Τα μαλλιοτραβήγματα των γυναικών το καλύτερο της.
Και η μάνα να την τραβά από τα μανίκια.
«Θα με σκάσει αυτό το παιδί με την περιέργεια του»
Σαν γινόταν φασαρία με ένοχους τα πιτσιρίκια ήξεραν
όλοι ποιος είχε παρακινήσει την σκανταλιά!
Σκασίλα της!
Είπαμε είχε τη δική της ρότα….
Μιλούσε στα ροδομάγουλα αγγελάκια που μάζευε...
Κάθε μπαλκόνι έχει άλλη θέα…
Το αφιερώνω στην μικρή Αντιγόνη
και σε όσα είδε από το μπαλκόνι
της δικής της ψυχής.
Χωρίς ποτέ να την νοιάξει το κοίταγμα
των άλλων!
απο Γιαγιά Αντιγόνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου