Σε ένα χωριό σκαρφαλωμένο στη σκιά του βουνού γεννημένη. Ο ήλιος δεν την καταδέχτηκε από την κούνια. Απ’ το βυζί της μάνας στα χέρια της γιαγιάς. Ο Γιωργής ο αδελφός της ήταν στα πέντε, όταν τους είδε να φεύγουν…
«Τι είναι αυτό το Βέλγιο γιαγιά;» ρωτούσε με τη μύτη βουτηγμένη στη μύξα να την σκουπίζει στο μανίκι της ξεχειλωμένης μπλούζας πλεγμένης με τα περισσέματα..
«Μια μεγάλη πόλη, είναι ψυχή μου, με ψηλά σπίτια, εργοστάσια με ψηλά φουγάρα, να δουλέψει ο πατέρας σου και η μάνα και μη λυπάσαι μωρέ, ολάκερος άντρας είσαι!»
Εκοψε το καρβέλι στηριγμένο στη κοιλιά της με κάθετη φορά του μαχαιριού κατά πάνω της. Συνηθισμένη κίνηση μα τώρα σα να ήθελε να σκίσει τα σωθικά της…. Μια μεγάλη φέτα τη μισοβούτηξε στο λάδι με ρίγανη και αλάτι. Τον ξεγέλασε.. να του περάσει η πίκρα… Τη μικρή την είχε ξεχάσει στις κατουρημένες φασκιές.
Δεν είχε κουράγιο… στο «αντίο» της καρδιάς...
Το λεωφορείο που ξεμάκραινε .. η στροφή ..το χιόνι.. τα δέντρα συνωμότες της χάσης…
Ανηφόριζε ο Λάζαρος με το κασκέτο στο χέρι και με τ’ άλλο να κάνει το σταυρό του. Ο άντρας της που περνούσε το κατώφλι της εκκλησιάς Μ. Παρασκευή μονάχα.
«Ερμε μου.. σκιάζεσαι.» σκέφτηκε και έκλαψε, για τον άβγαλτο πόνο του.
Ανακάτεψε το ρυζάλευρο με το γάλα στο τσίγκινο πιάτο να ταίσει την Μαρία.
«Μη μου πάρεις την τύχη μωρουδέλι μου, μόνο τ’ όνομα κράτα».. Κάτι που συνήθιζε να της λέει και σαν μεγάλωνε.
Πρώτη νύχτα του αποχωρισμού και οι σκιές από τη λάμπα φάνταζαν τρομαχτικές να κρέμονται στο ταβάνι και τα πλαϊνά , να μπερδεύονται με τα σχέδια της υφαντής «πάντας» στο πλάι του κρεβατιού. Ακουσε τη φωνή του Λάζαρου..
«Από σήμερα να με λες ο τίποτας!»
«Μωρέ παλάβωσες;»
«Ξέρω τι λέω, γιατί πάλεψα; Γιατί πολέμησα; Για να στείλω το γιό μου στη δούλεψη τους;»
Σιωπές και βουβό κλάμα αντάμωσαν…
Περνούσαν τα βράδια, σκαρώνοντας παραμύθια μακριά από δράκους μη σκιαχτεί η καρδούλα τους. Με τα ίδια στήριζε το Λάζαρο..
……………………………………………………………………………………………………………
Επτά χειμώνες μετά, κατηφόρισαν, στη Πρωτεύουσα. Ένα ημιυπόγειο στα Πατήσια και το θυρωρείο που αγόρασε ο Λάζαρος. Να πάει και ο Γιωργής στο γυμνάσιο. Μετά το Μαράκι.
Τα συμφωνήσανε με τα παιδιά, που ήρθαν το καλοκαίρι.
Τι λαχτάρα εκείνη η νύφη της σαν στάθηκαν στην αυλή! Και πίσω ο γιός της να τρέμει το χείλι του.. άσπρισαν τα μαλλιά του .. σκέφτηκε. Η ξενιτιά «ξένους» του ονομάτισε.
Τα παιδιά δεν ζύγωναν .. με το κεφάλι κάτω, γαντζωμένα στη φούστα της..
Ένα βήμα απόσταση να ξεγράψει επτά χρόνια δεν ήταν μπορετό…
Η Μαρία έπρεπε να σβήσει το άρθρο.. από το «η μαμά» της φωτογραφίας να ειπωθεί σκέτο.. ..μαμά…
Το ξυρισμένο κεφάλι του Γιωργή χώθηκε στην αγκαλιά του πατέρα του δειλά.. ήθελε να το φωνάξει στο χωριό.. το ονειρευόταν τα βράδια, όμως δεν του έβγαιναν οι λέξεις..
Μια κούκλα με ξανθά μαλλιά κουνούσε η μάννα και άπλωσε τα χεράκια της η Μαρία να σμίξει με τη μυρωδιά της αγκαλιάς που δεν είχε.. μόνο της γιαγιάς τον κόρφο, ένοιωθε..
Εκεί μέσα χωμένη ως τα δεκαέξι.. για να μοιραστούν οι αγκαλιές, σαν ήρθαν οι γονείς κλείνοντας την πόρτα στο εργοστάσιο εκεί στο Βέλγιο, που τους στέρησε στιγμές, τους έδωσε μελαγχολικά βράδια, θλιμμένες γιορτές, γενέθλια με τα παιδιά απόντα, να σβήνουν τα κεριά μετρώντας το μεγάλωμα τους…
…………………………………………………………………………………………………………….
Σήμερα η Μαρία φόρεσε το νυφικό της…
Την περίμενε το στολισμένο αυτοκίνητο…
Ανοιξε την πόρτα της δικής της Μαρίας..
Ακίνητη με τη ματιά στο πουθενά η γιαγιά…
«Την αγάπησα την τύχη σου, γιαγιάκα μου.. τη θέλω.. να πάρω όση αγάπη πήρες.. να δώσω όσα χάρισες.. δες με καλή μου.. σε λατρεύω!»
http://giagia-antigonh.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου