Στο ιατρείο των φυλακών προσέρχεται ένας
εξ αυτών παραπονούμενος για πολλοστή φορά για επιληπτικές κρίσεις. Ο ιατρός της φυλακής, κ. Χρήστος Δημάκης, με τις υπ. αριθμ. 251 και 252 γνωματεύσεις του διαπιστώνει ότι ο κρατούμενος πάσχει από κρίσεις επιληψίας και υπογράφει παραπεμπτικό, προκειμένου να γίνουν οι προβλεπόμενες εξετάσεις στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Νίκαιας. Πριν λίγους μήνες, που o ο ίδιος έγκλειστος είχε ισχυριστεί ότι υποφέρει, είχαν εκδοθεί δύο παραπεμπτικά: το πρώτο ήταν για τις 21 Σεπτεμβρίου 2000. Ο ίδιος ακύρωσε την τότε προγραμματισμένη μεταγωγή του, δηλώνοντας ενυπογράφως ότι έγινε καλά. Το δεύτερο παραπεμπτικό όριζε ως ημερομηνία μεταγωγής την 9η Οκτωβρίου 2000, οπότε ο κρατούμενος πήγε στο Γενικό Κρατικό συνοδευόμενος από τρεις αστυνομικούς. Μπήκε στο εσωτερικό του νοσοκομείου, αλλά τελικώς αρνήθηκε να υποβληθεί στην προβλεπόμενη εξέταση για άγνωστους λόγους.
Στις 7 Φεβρουαρίου 2001 το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο εγκρίνει τη μεταγωγή στο νοσοκομείο και λαμβάνεται η σχετική απόφαση σε συνεννόηση με το Τμήμα Μεταγωγών. Στις 16 του ίδιου μήνα δύο αρχιφύλακες του Τμήματος Μεταγωγών, οι Aθανάσιος Δρακόπουλος, 47 ετών και Διονύσιος Aλεβιζόπουλος, 49 ετών και ένας ειδικός φρουρός του υπουργείου Δικαιοσύνης, ο Ανδρέας Φυσέκης, 33 ετών, αναλαμβάνουν να συνοδεύσουν τον κρατούμενο από τις φυλακές στο Γενικό Κρατικό. Οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι φωνάζουν το όνομά του, για να προσέλθει για τα περαιτέρω: «Κωνσταντίνος Πάσσαρης». Αφού κάνει ανάληψη 100.000 δρχ. από τον ατομικό του λογαριασμό στο λογιστήριο της φυλακής, οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι των παραδίνουν στους αστυνομικούς του Τμήματος Μεταγωγών.
Η μεταγωγή διεξάγεται, ως συνήθως, με μια κάποια χαλαρότητα. Μοιάζει υπόθεση ρουτίνας, αλλά δεν είναι καθόλου τέτοια, καθώς η επικινδυνότητα του κρατούμενου δεν έχει εκτιμηθεί σωστά, παρόλο που έχει σταλεί ειδικό σήμα στο Τμήμα Μεταγωγών από τη διεύθυνση των φυλακών …
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Το παρελθόν του Πάσσαρη ήταν, ήδη από τότε, πλούσιο σε παραβατική συμπεριφορά και καταδίκες. Γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου 1975, όταν ο πατέρας του ήταν μόλις 17 ετών, ενώ η μητέρα του, η Ρουμάνα Μαρία Αυγούστα, πέθανε έξι χρόνια αργότερα. Όσοι τον ήξεραν από μικρό τον χαρακτήριζαν ατίθασο παιδί. Όταν ήταν 15 ετών, η αστυνομία βρήκε στο σπίτι του κλεμμένα αντικείμενα. Οδηγήθηκε στο αναμορφωτήριο για έξι μήνες, έπειτα απολύθηκε υπό όρο και, λίγο καιρό αργότερα, συνελήφθη για επαιτεία και οδηγήθηκε εκ νέου σε αναμορφωτήριο.
Όταν υπηρετούσε στο 29ο Σύνταγμα Πεζικού, στην Κομοτηνή, κατηγορήθηκε για κλοπές μέσα κι έξω από το στρατόπεδο. Στις αρχές του 1995 συνελήφθη από τη Στρατονομία, βρέθηκε έγκλειστος στις Στρατιωτικές Φυλακές Αυλώνα, από όπου ένα χρόνο αργότερα απέδρασε! Κηρύχθηκε λιποτάκτης και καταζητείτο.
Αργότερα κατά το έτος 1996 λήστεψε υπό την απειλή όπλου μία γυναίκα που πουλούσε φρούτα στον ηλεκτρικό σταθμό της Kαλλιθέας, ακολούθησε καταδίωξη από αστυνομικούς, εναντίον των οποίων δεν δίστασε να πυροβολήσει, όμως τελικά συνελήφθη επί τόπου.
Eκτίοντας την ποινή του στις φυλακές Kασσάνδρας, στη Xαλκιδική, γνωρίσθηκε με τον Pουμάνο Nικολάε Γκόρεα Στις 4 Δεκεμβρίου του 1999 αποφυλακίσθηκε και συνένωσε τις εγκληματικές του τάσεις με τον ως άνω Ρουμάνο και έναν άλλο ομοεθνή του, Iον Bασίλι. Σύμφωνα με την Ελληνική Αστυνομία, από τις 31 Iανουαρίου έως τις 17 Φεβρουαρίου του 2000 πραγματοποίησαν από κοινού ληστείες σε ξενοδοχεία, ανταλλακτήρια συναλλάγματος και ταξιδιωτικά γραφεία στο κέντρο της Aθήνας.
Στις 19 Φεβρουαρίου 2000 και οι τρεις συνεπλάκησαν με αστυνομικούς στην πλατεία Bάθη, με αποτέλεσμα να τραυματισθούν δύο αστυνομικοί και να σκοτωθεί ο Bασίλι. Ο Πάσσαρης μετά τη συμπλοκή είχε τηλεφωνήσει στον τηλεοπτικό σταθμό Alpha και είχε απειλήσει τους αστυνομικούς με αντίποινα:«Θα σκοτώσω τρεις αστυνομικούς για να εκδικηθώ», ήταν τα λόγια του. Οι έρευνες των διωκτικών αρχών εντατικοποιήθηκαν και τελικά τρεις ημέρες αργότερα συνελήφθη στην πλατεία Aμερικής έχοντας πάνω του πιστόλι και χειροβομβίδα. Tο απόγευμα της ίδιας ημέρας έπεφτε νεκρός έπειτα από συμπλοκή με αστυνομικούς στην Πετρούπολη ο άλλος συνεργός του, Νικολάε Γκόρεα. Το μένος του εναντίον των αστυνομικών, έπειτα από το θάνατο και του άλλου του συνεργού, μπορεί να το φανταστεί ο καθένας. Μερικά χρόνια αργότερα ο ίδιος έλεγε μπροστά στις κάμερες: «Έχω μακρά εμπειρία με τους αστυνομικούς, με ταλαιπωρούν από μικρό… Έχω πρόβλημα με αυτούς που έρχονται να με συλλάβουν, όχι με όλους».
ΑΠΟΔΡΑΣΗ
O Πάσσαρης την ημέρα της μεταγωγής του έχει συμπληρώσει περίπου ένα χρόνο συνεχόμενου εγκλεισμού και το «ποινικό» ιστορικό του δεν τον κατατάσσει σε καμία περίπτωση στην κατηγορία των ακίνδυνων κρατουμένων. Χωρίς να προηγηθεί σωματικός έλεγχος, επιβιβάζονται στο υπηρεσιακό όχημα, το οποίο λίγο αργότερα φτάνει κανονικά στο νοσοκομείο και οι αστυνομικοί με τον Πάσσαρη μπαίνουν στο χώρο υποδοχής. Η συνέχεια της αφήγησης του περιστατικού ανήκει στον ειδικό φρουρό: «Πήγαινα μπροστά για τις πληροφορίες. Πίσω μου ακολουθούσαν ο κρατούμενος και οι δύο αρχιφύλακες. Ξαφνικά ακούω μπαμ-μπαμ, γυρνάω· είδα τον κρατούμενο να στρέφει πάνω μου ένα όπλο φορώντας χειροπέδες. Μετά δέχτηκα τις σφαίρες και δεν θυμάμαι τίποτε άλλο...». Οι δύο συνάδελφοί του ήταν ήδη νεκροί κι ο Πάσσαρης εξαφανιζόταν τρέχοντας προς άγνωστη κατεύθυνση.
Ακολούθησε πανδαιμόνιο. Ο κόσμος που έζησε το συμβάν έτρεχε να κρυφτεί κι επικράτησε πανικός σε όλη η νοσοκομειακή μονάδα Στα μέσα μαζικής ενημέρωσης τα έκτακτα δελτία ειδήσεων διαδέχονταν το ένα το άλλο, ενώ στα Υπουργεία Δικαιοσύνης και Δημοσίας τάξεως, στη Γ.Α.Δ.Α. και στη Φυλακή Κορυδαλλού είχε ήδη σημάνει συναγερμός. Τα ερωτήματα που γεννήθηκαν ήταν άπειρα, με πρώτο και καλύτερο το πώς βρέθηκε το όπλο στα χέρια του Πάσσαρη. Δεν ήταν γνωστό αν είχε συνεργούς, αν το μετέφερε από τη φυλακή ή αν του το έδωσαν στο νοσοκομείο, ούτε το διευκρίνισε ποτέ ο ίδιος.
Σημαντική λεπτομέρεια: χρονικά βρισκόμαστε ακριβώς έναν χρόνο και τρεις ημέρες μετά το θάνατο του φίλου του στη συμπλοκή με τους αστυνομικούς στην Πλατεία Βάθη...«Θα σκοτώσω τρεις αστυνομικούς για να εκδικηθώ»,είχε πει και σχεδόν το κατάφερε, παρόλο που υποστήριξε μετά από χρόνια: «Δεν ήθελα να πυροβολήσω κανέναν… Σκοπό είχα να τους αφοπλίσω και να φύγω, αλλά ο Αλεβιζόπουλος τράβηξε όπλο κι από κει δεν υπάρχει γυρισμός. Έκανα δεκάδες ληστείες χωρίς να πυροβολήσω κανέναν κι ας υπήρχαν ένοπλοι φρουροί». Για τον Φυσέκη, που επιβίωσε τελικά, ο Πάσσαρης είπε σε τηλεοπτική συνέντευξη: «Χαίρομαι που επιβίωσε ο Φυσέκης, γιατί δεν γνώριζα ότι ήταν σωφρονιστικός υπάλληλος. Ήταν χειμώνας, φόραγαν τζάκετ κι είχα κάθε λόγο να υποθέσω ότι ήταν οπλισμένος…Θα πρέπει κάποια στιγμή να βγει και να πει την αλήθεια».
Στο πόρισμα που εκδόθηκε πολύ αργότερα από τον εισαγγελέα Γιάννη Μωραϊτάκη αναφερόταν: «οι εσωτερικοί κανονισμοί της φυλακής δεν προβλέπουν την εξονυχιστική σωματική έρευνα στους υπό μεταγωγή κρατούμενους, παρά μόνο στους εισερχόμενους, στους οποίους η έρευνα πρέπει να πραγματοποιείται διακριτικά έτσι ώστε να μη θίγεται η αξιοπρέπειά τους. Την έρευνα θα έπρεπε να είχαν πραγματοποιήσει οι αστυνομικοί συνοδοί των κρατουμένων. Σύμφωνα με τα άρθρα 144 έως 154 του Π.Δ. 141/1991 πριν από την παραλαβή των μεταγομένων ο επικεφαλής των αστυνομικών ενεργεί προσεκτική έρευνα στους κρατούμενους και τις αποσκευές τους για την ανεύρεση όπλων, ναρκωτικών ή άλλων αντικειμένων που μπορεί να διευκολύνουν την απόδρασή τους». Σύμφωνα με το εισαγγελικό πόρισμα, τίποτα από τα παραπάνω δεν συνέβη, ούτε ασφαλίστηκαν με χειροπέδες οι κρατούμενοι εντός της κλούβας.
Όσον αφορά το εάν ο Πάσσαρης γνώριζε εκ των προτέρων την ημέρα μεταγωγής του, το πόρισμα αναφέρει:«Υπάρχει ενδεχόμενο να είχε την ευκαιρία να μεθοδεύσει και να οργανώσει την απόδρασή του με πολύ πιθανές τηλεφωνικές συνεννοήσεις που έκανε από τα εφτά συνολικά καρτοτηλέφωνα που βρίσκονται στη Δ΄ πτέρυγα όπου εκρατείτο». Ο κρατούμενος Χαράλαμπος Φραγκόπουλος κατέθεσε στον εισαγγελέα Μωραϊτάκη ότι όταν η κλούβα βγήκε από τη φυλακή, ο Πάσσαρηςφώναξε μία φορά το όνομα«Λεωνίδας» και ότι ο ίδιος παρατήρησε καθ΄ όλη τη διάρκεια της διαδρομής μία μοτοσικλέτα να παρακολουθεί την αστυνομική κλούβα. Κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώθηκε από κανέναν άλλο κρατούμενο που επέβαινε στο ίδιο όχημα με τον Πάσσαρη.
Ο ίδιος, αρκετά χρόνια αργότερα, τοποθετήθηκε σε σχέση με την απόδραση: «Απέδρασα, όχι γιατί ήμουν έξυπνος ή διαφορετικός από τους άλλους, απλώς το σύστημα δεν το περίμενε αυτό από εμένα».
ΜΕΤΑ ΤΟ Γ.Κ.Ν.Ν.
Δεν μεσολάβησε καν ένας μήνας όταν, στις 2 Μαρτίου 2001, δύο άντρες λήστεψαν το υποκατάστημα της ΔΕΗ στο Περιστέρι. Την ώρα που έφευγαν με μια μοτοσικλέτα, αυτός που καθόταν στη θέση του συναναβάτη γύρισε και σημάδεψε τον ταμία Γιάννη Παπαλεξανδρή, 36 ετών, ο οποίος αποπειράθηκε να τους καταδιώξει. Πυροβόλησε και τον σκότωσε. Η Αστυνομία ύστερα από έρευνες κατέληξε στο πρόσωπο του Πάσσαρη.
Σύμφωνα με τον τύπο, η πληροφόρηση του οποίου βασιζόταν σε πηγές προερχόμενες από την Αστυνομία, ο Πάσσαρης στις 10 Μαΐου 2001 γνώρισε μια κοπέλα από τη Βουλγαρία, μόλις 22 ετών, που ήταν ιερόδουλος. Έμειναν μαζί σε ένα ξενοδοχείο του Παλαιού Φαλήρου για δύο ημέρες. Κάποια στιγμή η Μπλάγκα Σλάτσεβα αντελήφθη με ποιον είχε να κάνει και το μεσημέρι της 11ης Μαΐου, την οδήγησε με τη βία σε άλσος στο Τροκαντερό, την έβαλε να γονατίσει και την πυροβόλησε εν ψυχρώ στο πρόσωπο. Ο Πάσσαρης όταν ερωτήθηκε για αυτό το περιστατικό, είπε ότι πρόκειται για ηλιθιότητες του τύπου.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας, με μια κλεμμένη BMW, κατέβηκε στον Πειραιά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ασφάλειας, ο Πάσσαρης εισέβαλε στο τουριστικό γραφείο "Sea Line" στην Ακτή Ποσειδώνος 30 και απείλησε τις δύο γυναίκες υπαλλήλους. Αρπαξε μισό εκατομμύριο δραχμές, κλείδωσε τις γυναίκες στην τουαλέτα κι εξαφανίστηκε. Αμέσως μετά μπήκε σε ένα κατάστημα χρωμάτων στην οδό Ιπποδαμείας 6 και πάλι απειλώντας με το πιστόλι του άρπαξε 80.000 δραχμές κι έφυγε με την ίδια BMW. Είκοσι λεπτά αργότερα και ενώ είχε ειδοποιηθεί η Αστυνομία του Πειραιά για τις ληστείες εντοπίστηκε το αυτοκίνητο στη διασταύρωση Πειραιώς και Καρ. Δημητρίου στο Φάληρο από περιπολία της Ασφάλειας Πειραιά και άρχισε η διακριτική του παρακολούθηση. Ομως, στην οδό Υψηλάντους πέρασε ένα περιπολικό της Άμεσης Δράσης και, σύμφωνα με την Ασφάλεια Αττικής, ο Πάσσαρης θεώρησε ότι ενδεχομένως να έπεσε σε μπλόκο. Σταμάτησε το αυτοκίνητο, πυροβόλησε τρεις φορές εναντίον των αστυνομικών της Ασφάλειας κι εξαφανίστηκε.
Πέρασε ένας μήνας και στις 26 Ιουνίου 2001, το βράδυ, μαζί με το Ρουμάνο φίλο και συνεργό του, Ραντουκάν ή Πόπα, μπήκαν στο φούρνο "Βενέτη" στην οδό Τατοΐου 110, στη Ν. Ερυθραία, και απείλησαν τους υπαλλήλους με όπλα. Πήραν μικρά ποσά από τον καθένα τους και την ταυτότητα της Μαρίας Πέτκοβα. Χαλάρωσαν για ένα μήνα. Μέχρι τις 27 Ιουλίου 2001 που πάλι οι δυο τους, σύμφωνα με την Ασφάλεια, λήστεψαν την Εμπορική Τράπεζα στην οδό Χαρ. Τρικούπη 7 στον Άλιμο, από όπου άρπαξαν 20 εκατομμύρια δραχμές. Τα μισά από αυτά, λέει η Ασφάλεια, βρέθηκαν στο διαμέρισμα της οδού Ιππάρχου, στο Νέο Κόσμο, όπου έγινε η μεγάλη αποτυχημένη επιχείρηση της Αστυνομίας στις 31 Ιουλίου. Τότε ήταν που συνελήφθη ο Πολυδωρόπουλος.
Όπως ανακοινώθηκε στις 10/12/2002 από την Aσφάλεια Aττικής, ο Πάσσαρης είναι ο δράστης της διπλής απόπειρας ανθρωποκτονίας σε βάρος του Aλβανού Aντρέα Σέρα και της φίλης του Xρυσάνθης Mαμνιόγλου, που έλαβε χώρα στις 11 Aυγούστου του 2001, στη συμβολή των οδών Λυκούργου και Σιβιτανίδου στην Kαλλιθέα. Eπιπλέον, ο Πάσσαρης είναι ο δράστης της ανθρωποκτονίας της ιατρού Mαρίας Σαφού και της απόπειρας ανθρωποκτονίας της αδελφής της Aργυρώς Xρηστάκου μέσα στο φαρμακείο της τελευταίας, στην οδό Πιπίνου 21 στην Kυψέλη, στις 28 Aυγούστου του 2001.
Υπάρχουν και πολλές άλλες ανεξιχνίαστες υποθέσεις, τις οποίες εξετάζει η αστυνομία, όπου φέρεται να έχει συμμετάσχει ο Πάσσαρης, όμως δεν έχει συγκεκριμένα ενοχοποιητικά στοιχεία σε βάρος του.
ΦΙΑΣΚΟ
Περί τα τέλη Ιουνίου 2001 η ΕΛ.ΑΣ. κάνει έφοδο σε ένα διαμέρισμα στον Νέο Κόσμο, στην οδό Ιππάρχου 52-54, όπου - σύμφωνα με πληροφορίες που αποδείχθηκαν αληθινές - υπήρχαν όπλα, χειροβομβίδες, ασυρμάτοι, λίστες με τις συχνότητες της Αστυνομίας και ναρκωτικά και συλλαμβάνουν επί τόπου τον 24χρονο Δημήτρη Πολυδωρόπουλο, πρώην κρατούμενο.
Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης προκύπτουν στοιχεία ότι ο Πολυδωρόπουλος, όχι μόνο υπήρξε συγκρατούμενος του Πάσσαρη, αλλά ήταν και κατά περίσταση συγκάτοικοι σε εκείνο το ίδιο διαμέρισμα!
Η ευκαιρία που παρουσιάστηκε ήταν σπάνια. Οργανώθηκε από τα υψηλά ιστάμενα πρόσωπα του Σώματος γιγαντιαία επιχείρηση σύλληψης του δραπέτη και το απόγευμα της 31/7/2001 επιστρατεύθηκαν περισσότεροι από εκατό αστυνομικοί. Σχεδόν όλοι τοποθετήθηκαν σε διάφορα «πόστα» στους γύρω από το διαμέρισμα δρόμους, ενώ μια επταμελής ομάδα των ειδικών δυνάμεων της ΕΛ.ΑΣ τον περίμενε μέσα στο διαμέρισμα.
Μετά από πολύωρη αναμονή, γύρω στις 23:00 δόθηκε το σήμα: «Αγνωστο και ύποπτο άτομο πλησιάζει την είσοδο της πολυκατοικίας». Δευτερόλεπτα μετά, αφού μπήκε κλειδί στην πόρτα, ακούστηκε η φράση: «Δημήτρη, τι έγινε;». Οι αστυνομικοί φώναξαν από μέσα,. πριν καν μπει στο διαμέρισμα: «Αστυνομία! ακίνητος». Ο άγνωστος έκλεισε την πόρτα και την ίδια στιγμή ο ένας αστυνομικός πυροβόλησε διαδοχικά πίσω από την πόρτα. Μια σφαίρα πέτυχε το πόδι του αγνώστου, προκαλώντας του μικρό τραύμα. Ο άγνωστος έφυγε τρέχοντας. Κατέβηκε τους δύο ορόφους κι εξαφανίστηκε προς την οδό Εκαταίου.
«Αιφνιδιάστηκαν», είπε λίγες μέρες αργότερα ο αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. αντιστράτηγος Γεωργακόπουλος, αναφερόμενος στους αστυνομικούς που βρίσκονταν μέσα στο διαμέρισμα. «Ειδοποίησαν, αλλά μέχρι να γίνει αυτό είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος και ο κακοποιός πρόλαβε να φύγει». «Μια άτυχη στιγμή...», θα πει αργότερα ο διοικητής της Ασφάλειας Αττικής, ταξίαρχος Γ. Αγγελάκος, που δήλωσε «ο Πάσσαρης στάθηκε τυχερός κι εμείς άτυχοι», ενώ προανήγγειλε τη σύλληψη του δραπέτη λέγοντας: «Είναι λίγες οι ώρες του».
«Ήταν μια πολύ καλά σχεδιασμένη επιχείρηση που κατά ένα μέρος της απέτυχε στην πρακτική της εφαρμογή», θα προσθέσει. Και εντόπισε το «μέρος» αυτό στο σημείο όπου, μετά τους πυροβολισμούς και την πεζή απομάκρυνση του Πάσσαρη, οι άντρες των ΕΚΑΜ που ήταν μέσα στο διαμέρισμα δεν ενημέρωσαν εγκαίρως τους συναδέλφους τους που ήταν σκορπισμένοι στην περιοχή γύρω από την πολυκατοικία της οδού. Βασικές προτεραιότητες του σχεδίου ήταν να αποφευχθούν πάση θυσία οι περιπτώσεις τραυματισμού κάποιου αθώου πολίτη ή κάποιου αστυνομικού, ομηρίας κάποιου ενοίκου της πολυκατοικίας ή περαστικού.
Ο Πάσσαρης, αφηγούμενος το περιστατικό, υποστηρίζει ότι κατάλαβε πως κάτι δεν πάει καλά όταν πλησίασε στο διαμέρισμα και μόλις άνοιξε την πόρτα έριξε μέσα μια χειροβομβίδα, χωρίς να την απασφαλίσει. Οι σφαίρες των αστυνομικών τον βρήκαν μία στο πόδι και μία στο αλεξίσφαιρο γιλέκο που φορούσε! «Ήμουν τυχερός»,παραδέχθηκε. Αμέσως έφυγε και μόλις βγήκε στο δρόμο βρήκε τυχαία ένα ταξί, που τον μετέφερε μακριά. Την ώρα που το ταξί απομακρυνόταν, από το αντίθετο ρεύμα περνούσαν τζιπ της αστυνομίας που έσπευδαν επί τόπου και τότε συνειδητοποίησε τί είχε συμβεί.
ΣΤΗ ΡΟΥΜΑΝΙΑ
Τελικά, αυτό που δεν κατάφεραν να κάνουν οι έλληνες αστυνομικοί το πέτυχαν Ρουμάνοι συνάδελφοί τους. Ο Πάσσαρης, περί τα μέσα Σεπτεμβρίου διέφυγε με πλαστό διαβατήριο για τη Ρουμανία – όπως αναφέρθηκε στην αρχή, η μητέρα του είχε γεννηθεί εκεί – όπου συνέχισε τη δράση του στην παρανομία με το συνεργό του Πόπα.
Τα ξημερώματα της 25ης Nοεμβρίου του 2001, κατά τη διάρκεια μιας ληστείας σε ανταλλακτήριο συναλλάγματος του Βουκουρεστίου, σκότωσε τον ιδιοκτήτη κι έναν υπάλληλο, αφαίρεσε 16.000 δολάρια, όμως έχασε το κινητό του τηλέφωνο. Οι ρουμάνοι αστυνομικοί που έφτασαν επί τόπου βρήκαν εύκολα τους τελευταίους αριθμούς που είχε καλέσει ο Πάσσαρης και συνέλαβαν σχεδόν αμέσως έναν ύποπτο, που αποδείχθηκε ότι είχε σχέση με κυκλώματα μαστροπείας.
Ύστερα από πολύωρες ανακρίσεις και υπό το φόβο της κατηγορίας και για συυμετοχή στη ληστεία του ανταλλακτηρίου, ο Ρουμάνος αναγκάστηκε να αποκαλύψει τα 5 διαμερίσματα - κρησφύγετα του Πάσσαρη.
Κάτω από τον έλεγχο της ρουμανικής αστυνομίας τηλεφώνησε στον Πάσσαρη για να του κλείσει δήθεν ραντεβού. Εκείνος, γνωρίζοντας ότι είχε χάσει το κινητό του και υποπτευόμενος παρακολούθηση του δεύτερου τηλεφώνου του από την αστυνομία, προσπάθησε να παραπλανήσει τον γνωστό του λέγοντάς του ότι βρίσκεται εκτός Βουκουρεστίου.
Οι Ρουμάνοι όμως κατάφεραν να εντοπίσουν ότι βρισκόταν σε συγκεκριμένο διαμέρισμα και αποφάσισαν την επιτυχή – τελικά - έφοδο. Αφού συνελήφθη και παρέμεινε υπόδικος για αρκετούς μήνες, τελικά, στις 30/7/03 οδηγήθηκε σε δικαστήριο του Bουκουρεστίου και του επιβλήθηκε η ποινή της ισόβιας κάθειρξης (δις) για τη ληστεία και τη διπλή ανθρωποκτονία.
Από τότε εκτίει την ποινή του στις φυλακές της Ρουμανίας, έχει καταθέσει, όμως, αρκετές φορές αίτηση έκδοσης στην Ελλάδα. Μέχρι σήμερα, όλες οι αιτήσεις του έχουν απορριφθεί, καθώς η ρουμανική νομοθεσία δεν επιτρέπει την έκδοση κρατουμένου σε άλλο κράτος, εκτός και αν έχει εκτίσει την ποινή του στις ρουμανικές φυλακές». Αυτό όμως, βάσει της ποινής που εκτίει, δεν θα συντελεστεί προ παρέλευσης 25ετίας με αποτέλεσμα να υφίσταται σοβαρός κίνδυνος παραγραφής.
Όπως αναφέρει στις αιτήσεις του: «Στην περίπτωση αυτή οι ευθύνες τις πολιτείας θα είναι τεράστιες τόσο απέναντι στα θύματα και τους συγγενείς τους, όσο και απέναντι σε μένα που κατηγορούμαι ότι διέπραξα αυτά τα εγκλήματα, αλλά που ποτέ δεν έχει αποδειχθεί δικαστικά εάν τα διέπραξα, αφού δεν κατέστη δυνατή η δικαστική πρόσβαση…εάν και θα μπορούσα να επιδιώκω την παραγραφή των αδικημάτων, για τα οποία κατηγορούμαι στην Ελλάδα, εντούτοις επιθυμώ να δικαστώ για όσα αδικήματα αποδεδειγμένα και πραγματικά διέπραξα και να απαλλαχθώ από όσα δεν έχω εμπλοκή...».
Μάλιστα, σε τηλεοπτική του εμφάνιση υποστήριξε: «Δεν με θέλουν πίσω η Αστυνομία και το Υπουργείο Δικαιοσύνης, γιατί μου έχουν φορτώσει ένα σωρό υποθέσεις κι εγώ μπορώ να αποδείξω ότι σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις έλειπα στην Ουγγαρία».
ΣΧΟΛΙΑ
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι το όνομα «Πάσσαρης» έχει εξελιχθεί σε συνώνυμο του προσωποποιημένου κακού για τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, μια γρήγορη ματιά στα δημοσιεύματα του τύπου θα πείσει και τους πλέον επιφυλακτικούς σχετικά με αυτό. Ο ιδιαίτερα σκληρός τρόπος δράσης του, αλλά και η αμετανόητη στάση του απέναντι στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης και στους κάθε είδους λειτουργούς του έχουν δημιουργήσει μια εικόνα, στην οποία αποτυπώνεται ευκρινώς το στερεότυπο του απόλυτου εγκληματία.
Αν και, όπως υποστηρίζει ο δρ Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαος Μάντης, χρειάζεται το σύνολο των στοιχείων για να ολοκληρωθεί η κλινική εικόνα του Πάσσαρη, η απλή παρατήρηση δείχνει - κατά τον ίδιο - ότι πρόκειται για ένα άτομο που προκαλεί. «Το αποτέλεσμα των πράξεών του, οι ανθρωποκτονίες, τον καθιστούν επικίνδυνο κακοποιό, αφού δείχνουν ότι η αξία της ανθρώπινης ζωής δεν έχει καμία σημασία γι΄ αυτόν».
Ανατρέχοντας στα παιδικά χρόνια, ο κ. Μάντης εξηγεί ότι η βία των παραβατικών εφήβων έχει ως αφετηρία την ήδη υφιστάμενη βία που ενδημεί στους χώρους όπου ζει και κινείται ο έφηβος.
«Θα μπορούσε να εξιδανικεύσει άλλα στοιχεία του περιβάλλοντός του και να μην οδηγηθεί στα χνάρια του πατέρα του. Είναι πιθανό μια συμπεριφορά που την έχει εγγράψει σε πολύ μικρότερες ηλικίες να τον οδηγεί, ώστε να υπερβαίνει κατά πολύ την απλή εγκληματικότητα και να καθίσταται επικίνδυνος κακοποιός. Εκείνο που δεν ξέρουμε είναι εάν πρόκειται για μια αντίδραση σε άμεσα βιώματα ή μια ιδιαίτερη διακεκριμένη δομή της προσωπικότητας».
Η στάση που έχει ακολουθήσει ενδεχομένως είναι η αντίδρασή του προς την εξουσία, που εκφράζεται στο πρόσωπό τους. Με βάση τα ελληνικά θέσμια ο άνθρωπος αυτός, εφ΄ όσον δικαστεί στην Ελλάδα, θα καταδικαστεί ισόβια και θα βγει στα 25 χρόνια, θα πουλά το βιβλίο με την ιστορία του έξω από τα δικαστήρια της Ευελπίδων, ενώ αντίστοιχα στις ΗΠΑ θα είχε εκτελεστεί. Η περίπτωση Πάσσαρη δεν είναι θέμα προσέγγισης από ψυχολογική σκοπιά, αλλά κυρίως από πλευράς λειτουργίας της ίδιας της κοινωνίας, των θεσμών της και του μέλλοντός της, επισημαίνοντας τη σπουδαιότητα της πρόληψης».
Δεν χρειάζεται να γίνει κάποιο ιδιαίτερο σχόλιο για την άποψη του επιστήμονα σχετικά με την επαναφορά της θανατικής ποινής, τουλάχιστον για την εγκληματολογία – ευτυχώς - δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα. Όμως, ο υπαινιγμός για την επανακοινωνικοποίηση του Νίκου Κοεμτζή, αλλά και η σύγκριση των δύο περιπτώσεων θεωρώ ότι είναι – με κάθε σεβασμό - τουλάχιστον άστοχες τοποθετήσεις.
Σύμφωνα με την άποψη της ψυχολόγου Bασιλικής Mπουκουβάλα, «ο εγκλεισμός από την εφηβική ηλικία μπορεί να επιβαρύνει τα όποια αρνητικά στοιχεία... Άτομα με ανάλογη συμπεριφορά, έχουν ισχυρή επιθετικότητα, αδυναμία κοινωνικής προσαρμογής, που οδηγούν σε εκδηλώσεις παραβατικότητας. Tα ίδια άτομα διακατέχονται από πολύ μεγάλο άγχος, που μπορεί να τα οδηγήσει σε ακραίες κινήσεις, που είτε έχουν αντίκτυπο στην κοινωνία είτε η οργή τους στρέφεται στον ίδιο τους τον εαυτό».
Για τον εαυτό του, ο Κώστας Πάσσαρης μοιάζει να έχει προσδώσει ρόλο «εχθρού του ανθρώπου», εξηγεί ο καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γιάννης Πανούσης. «Ενώ ως προς την Αστυνομία δείχνει υπεράνθρωπος, διαβόητος, σκληρός, ατίθασος, ως προς τα θύματά του λειτουργεί ως υπάνθρωπος. Δεν τον νοιάζει η έτσι κι αλλιώς χαμένη ελευθερία του, αλλά η προβολή μιας εικόνας πληγωμένου ζώου που σκοτώνει για να εκδικηθεί», σημειώνει ο κ. Πανούσης. «Ο Πάσσαρης χρησιμοποιεί άμετρη, άσκοπη και αδιάκριτη βία κατά παντός. Σκοτώνει για το τίποτα, ίσως γιατί πιστεύει ότι μόνον έτσι αυτός γίνεται κάποιος και συντηρεί την εικόνα του. Αυτό είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των χαμένων του παιχνιδιού. Δρα ως χαμένος που παίρνει στο χαμό και άλλους».
«Τώρα, ο Πάσσαρης δεν μπορεί να αλλάξει τίποτε», εξηγεί ο κ. Πανούσης.«Ούτε από τη δική του πλευρά ούτε από τη μεριά της κοινωνίας. Βρισκόμαστε στο τέλος του (αιματηρού) παιχνιδιού. Ο αδύναμος (ή χαλασμένος) κρίκος της ενηλικίωσης και μη κοινωνικοποίησής του μπορεί να αναζητηθεί σε πολλές από τις αλυσίδες που τον έδεναν κατά καιρούς. Ο Πάσσαρης ήταν και είναι μια ξεχωριστή περίπτωση. Τούτο δεν σημαίνει ότι άλλοι εγκληματίες είναι λιγότερο επικίνδυνοι, ούτε ότι κάπου πλάι μας δεν μπορεί να "μεγαλώνει" κάποιος άλλος Πάσσαρης. Άρα, αν υιοθετήσουμε ως κοινωνία το "διαρκές βλέμμα" που νοιάζεται για τα παιδιά της και προλαβαίνει το έγκλημα χωρίς ταυτόχρονα να δίνει το κακό - βίαιο παράδειγμα η ίδια η ζωή, ας μη σκεφτόμαστε να ξαναστήσουμε λαιμητόμους στις κεντρικές πλατείες...»
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Αντί άλλου επιλόγου, παραθέτουμε μερικές χαρακτηριστικές φράσεις του ίδιου του Κώστα Πάσσαρη, που ενδεχομένως να τραβούν την κουρτίνα του εσωτερικού του κόσμου και να μας βοηθούν να κατανοήσουμε, έστω και λίγο καλύτερα, το φαινόμενο και το πρόωπο «Πάσσαρης»:
«Δεν πιστεύω στον όρο κακοποιός, πιστεύω στον όρο παράνομος…
Εγώ δεν πιστεύω στη δικαιοσύνη, πιστεύω στην αυτοδικία…
Γνωρίζω ότι το να πεθάνω ή να μπω στη φυλακή με ισόβια έχει να κάνει με το λογικό υπολογισμό των πιθανοτήτων…
Από τη στιγμή που ξέρουν δύο χώρες το όνομά μου, προφανώς έκανα κάτι λάθος …»
ΠΗΓΕΣ:
http://topaliatzidiko.blogspot.com/2011/11/blog-post_9931.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου