Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη
Μάλλον μπήκε για τα καλά ο Χειμώνας. Δεν εξηγείται αλλιώς το τσουχτερό κρύο.
Βρισκόμαστε μόλις λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Βρισκόμαστε δηλαδή σε μέρες άγιες. Ποτέ του δεν κατάλαβε γιατί οι μέρες αυτές λέγονται «άγιες», αφού για κείνον όλες οι μέρες ήταν ίδιες και απαράλλαχτες.
Άσε που αυτές τις «άγιες», όπως τις λένε, μέρες κρύωνε περισσότερο από τις υπόλοιπες.
Τα πάνινα παπούτσια του, τού ήταν πλέον πολύ στενά και το σχίσιμο του δεξιού, κυρίως, παπουτσιού είχε μεγαλώσει τόσο πολύ που το πόδι του κινδύνευε να βγει έξω. Ή το φορούσε ή δεν το φορούσε το ίδιο πράγμα ήταν. Το νερό και το κρύο περνούσαν ανενόχλητα στο εσωτερικό του παπουτσιού με αποτέλεσμα, το ξυπόλητο περιεχόμενό του να απολαμβάνει συχνά ένα κρύο μπάνιο με βρόχινο νερό.
Ευτυχώς που ο παππούς του φρόντισε και του βρήκε ζεστό παντελόνι, μπλούζα μάλλινη και πανωφόρι γιατί αλλιώς θα ξεπάγιαζε ο πιτσιρίκος μας.
Τι πιτσιρίκος δηλαδή; Τα είχε κλείσει τα 12 και βάδιζε στα 13. Αν συνέχιζε το σχολείο θα ήταν τώρα στο γυμνάσιο.
Χρυσό τον έκανε ο παππούς του να συνεχίσει στο γυμνάσιο όταν τελείωσε το δημοτικό αλλά εκείνος δεν ήθελε ν’ ακούσει κουβέντα.
Και να πεις ότι δεν τά΄παιρνε τα γράμματα; Μωρέ σαΐνι σκέτο ήταν. Δεν ήθελε να αφήνει όμως μόνο τον παππού του, ειδικά τώρα που το φως των ματιών του έσβησε τελείως.
Μπορεί να μην έβλεπε με τα μάτια ο παππούς του αλλά σίγουρα έβλεπε με την ψυχή. Όταν ήταν πιο μικρός, πίστευε πως έβλεπε με τα χέρια. Δεν μπορούσε αλλιώς να εξηγήσει πώς γινόταν ένας άνθρωπος να μην βλέπει παρά μόνο σκιές και όμως να μπορεί να παίζει τόσο τέλεια το ακορντεόν του.
«Το έχω εκπαιδεύσει και παίζει μόνο του. Ξέρει ότι το αγαπάω και μου κάνει όλα τα χατίρια», του έλεγε συχνά ο παππούς για να τον πειράξει.
«Πάλι ψέματα μου λες, παππού. Όπως τότε μ΄εκείνον τον πληγωμένο που μπήκε στο σπίτι μας τις προάλλες».
«Τι ψέμα σου είπα παλικαράκι μου;»
«Μου είπες πως ήταν καλός, έτσι δε μου είπες;»
«Αφού ήταν. Τι ήθελες να σου πω;»
«Τότε γιατί τον κυνηγούσαν οι αστυνομικοί; Από πότε οι αστυνομικοί κυνηγάνε και τους καλούς;»
«Καμιά φορά κυνηγάνε και τους καλούς. Μην το παιδεύεις άλλο το μυαλουδάκι σου. Σα μεγαλώσεις λίγο ακόμα, θα δεις, θα σκεφτείς και θα καταλάβεις. Άντε! Άστα αυτά τώρα και σύρε να μου φέρεις το ακορντεόν από πάνω. Δίπλα στο κρεβάτι το έχω. Έλα, οι φίλοι μας θα περιμένουν να ακούσουν λίγη μουσική. Δεν κάνει να τους απογοητεύσουμε».
«Και πως ξέρεις πως θα περάσουν τώρα παππού;»
«Δεν ακούς τα βήματα των ανθρώπων που πλήθυναν; Αυτό πάει να πει πως άνοιξαν τα μαγαζιά για την απογευματινή βάρδια. Άντε, πήγαινε σου λέω και μην ξεχάσεις να μου φέρεις να ανάψω και ένα τσιγάρο».
Ο πιτσιρίκος μας, ανέβηκε δυο-δυο τα ξύλινα σκαλιά της παλιάς διώροφης κατοικίας που έμενε με τον παππού του, βρήκε το ακορντεόν, το σκούπισε προσεκτικά με το βαμβακερό ύφασμα με το οποίο ήταν σκεπασμένο, πήρε και τα τσιγάρα με τον αναπτήρα από το κομοδίνο και, κρατώντας με προσοχή το ακορντεόν, έφτασε γρήγορα στον παππού του που είχε πάρει ήδη θέση στην πάνινη πολυθρόνα του, έτοιμος να ξεκινήσει για μία ακόμη φορά, την καθιερωμένη του «παράσταση».
Ο Μπάρμπα-Σίμος ήταν γνωστός σε όλους όσους είχαν τα καταστήματά τους στον πεζόδρομο που βρισκόταν και το σπίτι του. Κληρονομιά από τον πατέρα του. Πάσχιζε να το συντηρήσει μαζί με τον εαυτό του και τον πιτσιρίκο μας με τη μικρή αναπηρική σύνταξη που έπαιρνε, λόγω της μειωμένης όρασής του, «παράσημο» της δουλειάς. Οξυγονοκολλητής στα καράβια ήταν στα νιάτα του ο Μπάρμπα-Σίμος μέχρι που μια μέρα έπαθε το ατύχημα.
Από τότε, ζούσε με τη σύνταξη που του έδωσαν και η ζωή του φωτιζόταν μόνο τις στιγμές που έπιανε στα χέρια του το ακορντεόν και το΄κανε να κελαηδάει.
Μέχρι τη μέρα που στα σκαλιά του σπιτιού του, εμφανίστηκε ο πιτσιρίκος μας, ο Άρης. Τον έφερε μια κυρία, υπάλληλος του υπουργείου εξωτερικών. Ήταν το παιδί του γιου του, του Νίκου, που είχε φύγει πριν πολλά χρόνια για άλλες, μακρινές πολιτείες και δεν είχε δώσει ποτέ μέχρι τότε σημεία ζωής. Αφού υπήρχαν μέρες που ξεχνούσε πως είχε κάποτε και ένα γιο.
Μήτε γυναίκα είχε πια ο Μπάρμπα-Σίμος. «Έφυγε», δύο χρόνια μετά το ξαφνικό φευγιό του Νίκου. Δεν άντεξε τον πόνο από την απουσία του γιου της και διάλεξε να μη θέλει άλλο να ζει.
Δύο μερόνυχτα την πενθούσε ο καημένος ο Μπαρμπα-Σίμος, παίζοντας ασταμάτητα με το ακορντεόν, όλα τα τραγούδια που της άρεσαν όσο ζούσε.
Γιατί της Πελαγίας, της γυναίκας του, της άρεσε πολύ να ακούει τον άντρα της να παίζει και να τον συνοδεύει τραγουδώντας.
Όταν ο Σίμος, αντίκρισε για πρώτη φορά τον Άρη και άκουσε τις εξηγήσεις που του έδινε η υπάλληλος του υπουργείου, σκέφτηκε πως βλέπει όνειρο κακό. Μα σαν ο Άρης του έσφιξε το χέρι κοιτώντας την υπάλληλο που έφευγε από το σπίτι, ένιωσε την καρδιά του να πάει να σπάσει από συγκίνηση. Θυμήθηκε το Νίκο, την Πελαγία και τις λίγες ευτυχισμένες μέρες που είχε καταχωνιάσει σε μια άκρη του μυαλού του.
Από τότε, έγινε για τον Άρη και παππούς, και πατέρας και μάνα και δάσκαλος μαζί.
Έπιασε, λοιπόν, ο Μπάρμπα-Σίμος, το ακορντεόν που του έφερε ο Άρης, πέρασε τα λουριά στους ώμους και άρχισε να μιλάει μαζί του πατώντας με μαεστρία τα πλήκτρα.
Ο πεζόδρομος γέμισε νότες που ταξίδευαν στον αέρα και περνούσαν ασυναίσθητα στα στόματα των περαστικών και των ανθρώπων που δούλευαν στα γειτονικά καταστήματα.
Ο Άρης, πότε καθόταν δίπλα του και τον συνόδευε στο τραγούδι, πότε σηκωνόταν και έπαιζε εκεί γύρω και πότε προσπαθούσε να συνταιριάξει τα πόδια του στο ρυθμό κάποιου τραγουδιού.
Κουρασμένος από το παιχνίδι, κάθισε στο τελευταίο σκαλί του σπιτιού, ακουμπώντας στην άκρη το καπέλο του που δεν το αποχωριζόταν παρά μόνο σαν έπεφτε για ύπνο, και σιγοτραγουδούσε μαζί με τον παππού του.
Ένα καλοντυμένο αντρόγυνο πλησίαζε προς το μέρος τους συζητώντας και κοιτώντας το γέροντα με τον πιτσιρικά με περιέργεια και συμπόνια.
«Αντώνη, ρίξε κάτι στο καπέλο του παιδιού σε παρακαλώ. Κρίμα! Είναι εντελώς άδειο. Χάθηκε τελείως η ανθρωπιά σε τούτη την πόλη; Δεν αντέχω! Μόλις που κρατιέμαι για να μη δακρύσω», είπε η γυναίκα και έψαξε στην τσάντα της να βγάλει το μεταξένιο της μαντίλι για να σκουπίσει τα ανύπαρκτα δάκρυα.
«Έχεις δίκιο, Άννα», συμφώνησε μαζί της ο συνοδός της και έκανε να βγάλει ένα χαρτονόμισμα από το δερμάτινο πορτοφόλι του.
Ο μικρός Άρης που άκουσε τη συζήτηση, πήρε το καπέλο και το φόρεσε. Μετά, γυρνώντας προς το ζευγάρι, τους είπε:
«Κάνετε λάθος. Ο παππούς μου δεν παίζει ακορντεόν για να μαζέψει χρήματα. Παίζει επειδή του αρέσει να διασκεδάζει τους περαστικούς».
Ο Μπάρμπα-Σίμος, μέχρι τότε δεν είχε μιλήσει.
«Κρατήστε τα λεφτά σας κυρία. Νομίζω πως τα έχετε περισσότερο ανάγκη από μας. Εμείς τραγουδάμε για το κέφι μας όχι για χρήματα», είπε ο Μπάρμπα-Σίμος γεμάτος ευγένεια στη φωνή του.
«Γέρο, δεν ξέρεις τι σου γίνεται! Αυτά τα χρήματα για μένα είναι ένα τίποτα. Ούτε καν ψίχουλα. Έχω τόσα χρήματα, όσα δεν μπορείς να φανταστείς. Μπορώ να αγοράσω ότι θέλω».
«Είμαι σίγουρος, κυρία πως έχετε πολλά. Και είπατε να δώσετε μερικά ψίχουλα για να σώσετε την ψυχή σας; Δεν μπορείτε πλέον να τη σώσετε. Είναι αργά! Αλλά να ξέρετε πως δεν αγοράζονται όλα με τα λεφτά».
«Αλήθεια; Για πες μου τί δεν αγοράζεται;»
«Δεν τα γνωρίζετε εσείς κυρία αυτά. Φιλότιμο, αγάπη, μπέσα, φιλία, χαρά, πόνος, νταλκάς. Ξέρω κι άλλα να σας πω αν δε βαρεθήκατε».
«Είσαι αγενής και αυθάδης! Πώς μιλάς έτσι σε μια κυρία. Αντί να πεις ¨ευχαριστώ¨ βγάζεις και γλώσσα. Δεν κοιτάς τα χάλια που έχει ο εγγονός σου; Δεν βλέπεις που το πόδι του σε λίγο θα βγει έξω από το παπούτσι;», πήρε το λόγο ο συνοδός της κυρίας σε μια προσπάθεια να την υπερασπιστεί.
«Φίλε, η αξιοπρέπεια σιχαίνεται το χρήμα. Αυτό να το θυμάσαι!», απάντησε ο Μπάρμπα-Σίμος και άρχισε σιγά-σιγά να χαϊδεύει τα πλήκτρα του ακορντεόν στέλνοντας στους περαστικούς τις νότες του ¨Bella Ciao¨.
Η κυρία είχε κοκκινίσει, είχε πρασινίσει είχε αλλάξει χίλια χρώματα από την οργή της.
«Πάμε Αντώνη. Πέσαμε σε ακατάδεχτους φτωχούς».
«Στο καλό κυρία. Δεν είμαστε ακατάδεχτοι. Περήφανοι είμαστε και θα μείνουμε, αν δεν σας πειράζει», της είπε αναπάντεχα ο Άρης και ζήτησε από τον παππού του να συνεχίσει το τραγούδι.
Εν τω μεταξύ, πολλοί περαστικοί, που είχαν αντιληφθεί το περιστατικό, είχαν μαζευτεί τριγύρω. Κάποιοι επικροτούσαν τη στάση του παππού και του πιτσιρίκου μας, οι περισσότεροι σιγοτραγουδούσαν το τραγούδι που έπαιζε ο Σίμος και υπήρχαν και ορισμένοι που έδιναν δίκιο στο πλούσιο ζευγάρι.
Ο Άρης ξαναβρήκε το κέφι του και προσπαθούσε να χορέψει στους ρυθμούς του τραγουδιού μέχρι που ένας παρατεταμένος θόρυβος και μια παράξενη οχλαγωγία που όλο και δυνάμωνε, άρχισε να καλύπτει σιγά-σιγά την ένταση του τραγουδιού.
Όλοι σταμάτησαν να έχουν το νου τους στο τραγούδι και προσπαθούσαν να καταλάβουν τι συνέβαινε.
«Οι αστυνομικοί, έριξαν δακρυγόνα και κυνηγάνε τους διαδηλωτές», είπε κάποιος που έτρεχε προς το μέρος τους με δακρυσμένα μάτια.
Πολύ σύντομα, εκατοντάδες διαδηλωτών, περνούσαν τρέχοντας μπροστά από τα έκπληκτα μάτια του Άρη, προσπαθώντας να φύγουν μακριά από τα δακρυγόνα και από τους αστυνομικούς που τους ακολουθούσαν φορώντας ασπίδες, μάσκες και κράνη και κρατώντας στα χέρια τους τα λαστιχένια γκλομπς.
Τα μάτια του Άρη άρχισαν να τσούζουν και να δακρύζουν, χωρίς να ξέρει το λόγο. Ο Μπάρμπα-Σίμος, που κατάλαβε τι είχε συμβεί, άρχισε να παίζει πάλι το ¨Bella Ciao¨ και να τραγουδάει με όση δύναμη είχε.
Κάποιος νεαρός διαδηλωτής σταμάτησε μπροστά του και προσπάθησε να τον πείσει πως έπρεπε να φύγει γιατί ήταν επικίνδυνο το να μένει εκεί, στη μέση του χαμού, και να τραγουδάει.
Ο γέροντας αρνήθηκε ευγενικά και αμέσως μετά φώναξε δυνατά στον νεαρό:
«Πώς σε λένε παλικάρι;»
«Νίκο, με λένε, αλλά δεν είναι ώρα τώρα για συστάσεις».
Στο άκουσμα του ονόματος ο Σίμος πετάχτηκε από την πολυθρόνα του.
«Πάρε τον Άρη, τον εγγονό μου και ανεβείτε γρήγορα πάνω στο σπίτι. Εμένα δεν θα με πειράξουν. Είμαι γέρος και τυφλός, τι να με κάνουν εμένα.»
«Που είναι ο Άρης;»
«Εδώ γύρω ήταν. Ψάξε σε παρακαλώ, ψάξε…»
Ο νεαρός με δυσκολία εντόπισε λίγα μέτρα πιο πέρα τον Άρη, τον άρπαξε από τις μασχάλες και τον ανέβασε στο σπίτι.
Το τι ακολούθησε κάτω στον πεζόδρομο, δεν περιγράφεται. Σε μια ατμόσφαιρα αποπνικτική, κόσμος έτρεχε δεξιά κι αριστερά, μάχες γίνονταν σώμα με σώμα ανάμεσα σε αστυνομικούς και διαδηλωτές, συνθήματα ακούγονταν σποραδικά και όλα αυτά κάτω από τον ήχο ενός ακορντεόν.
Ο Μπάρμπα-Σίμος δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να παίζει. Είχε σηκωθεί από την πολυθρόνα του και ο ιδρώτας κυλούσε πάνω του από την ένταση, το πάθος και τη συγκίνηση.
Θυμήθηκε παρόμοιες καταστάσεις που έζησε ο ίδιος σε μια μεγάλη απεργία του σωματείου του.
Κάποια στιγμή, ένιωσε να χάνει την ισορροπία του από ένα δυνατό χτύπημα που δέχτηκε στο κεφάλι. Σωριάστηκε πάνω από το ακορντεόν, το οποίο χτυπώντας στο οδόστρωμα έβγαλε έναν παρατεταμένο ήχο.
Η μουσική διακόπηκε απότομα. Μια φωνή: «Είναι νεκρός! Τον σκοτώσατε!», έκανε όσους ήταν εκεί κοντά να παγώσουν.
Οι διαδηλωτές, σταμάτησαν να τρέχουν και οι αστυνομικοί σταμάτησαν να καταδιώκουν και άρχισαν να κινούνται, οπισθοχωρώντας προς την κατεύθυνση από την οποία εμφανίστηκαν.
Το τραγικό νέο μεταφέρθηκε γρήγορα από στόμα σε όλο το μήκος της διαδήλωσης. Ο κόσμος άρχισε να συσπειρώνεται σε μεγάλες ομάδες και να κινείται τώρα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κανείς δεν είχε πλέον διάθεση να φύγει, κανείς δεν φοβόταν.
Συνθήματα, οργής άρχισαν να ακούγονται παντού, κάνοντας τον πεζόδρομο να σείεται από παλμό και ένταση.
Το ασθενοφόρο, με δυσκολία κατάφερε να φτάσει στο σημείο που «έπεσε», ο Μπάρμπα-Σίμος όπου και διαπιστώθηκε ο θάνατός του.
Ο μικρός Άρης, πεσμένος πάνω στον παππού του έκλαιγε ασταμάτητα.
«Έλα, παππού! Σήκω! Σήκω να πιάσεις πάλι το ακορντεόν. Μην κοιμάσαι άλλο. Δεν βλέπεις πόσος κόσμος μαζεύτηκε και περιμένει να σε ακούσει;»
Με δυσκολία, ο Νίκος, ο νεαρός διαδηλωτής που τον ανέβασε στο σπίτι κατάφερε να τον απομακρύνει αγκαλιάζοντάς τον και παρηγορώντας τον.
Παρηγορούσε τον πιτσιρίκο μας που μέσα σε λίγη ώρα ανδρώθηκε με τον πιο σκληρό τρόπο.
Το ποτάμι του κόσμου, δεν επέτρεψε στο ασθενοφόρο να απομακρυνθεί. Μια νέα παράξενη διαδήλωση ξεκίνησε με το ασθενοφόρο να είναι στην κορυφή της και τον κόσμο να το συνοδεύει μέχρι το νοσοκομείο τραγουδώντας:
Επέσατε θύματα, αδέρφια, εσείς
Σε άνιση Πάλη κι Αγώνα
Ζωή, λευτεριά και τιμή του Λαού
Γυρεύοντας, βρήκατε μνήμα
Συχνά σε υγρές, σκοτεινές φυλακές
Πικρές επεράσατε μέρες
Και μ’ ένα του δήμιου νεύμα ευθύς
Σας φέραν μπροστά στην κρεμάλα…
Γλεντούν οι τυράννοι και μες το πιοτό
Τη λήθη γυρεύουν να βρούνε
Μα οι μέρες τους όμως μετρήθηκαν πια
Και τέλος φρικτό τους προσμένει
Θεριεύει ο γίγαντας τώρα Λαός
Και σπάει δεσμά κι αλυσίδες
Αιώνια η μνήμη σε σας, αδελφοί
Στον τίμιο που πέσατε Αγώνα…
Στο νοσοκομείο οι γιατροί ανακοίνωσαν και επίσημα το θάνατο του Μπάρμπα-Σίμου:
«Σήμερα στις 16:22 μεταφέρθηκε με το ασθενοφόρο, ήδη νεκρός, στο Νοσοκομείο μας ο Σίμος Δεληγιάννης, ετών 73. Ο θάνατός του προήλθε από ανακοπή της καρδιάς. Φέρει χτύπημα στη δεξιά περιοχή του κεφαλιού το οποίο ενδέχεται να προέρχεται από κάποιο ραβδοειδές αντικείμενο».
……………………………………………………………………………………………………………..
Την άλλη μέρα, ο κόσμος έμαθε, από το στόμα του ίδιου του πρωθυπουργού, την απομάκρυνση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης και την έναρξη της ένορκης διοικητικής εξέτασης για να αποδοθούν ευθύνες στους υπαίτιους.
Τα γεγονότα, έκαναν το γύρω του κόσμου, φτάνοντας μέχρι και τις χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Σε μία από αυτές, βρισκόταν και ο Νίκος Δεληγιάννης, ο γιος του Μπάρμπα-Σίμου, ο οποίος, μόλις πριν δύο μήνες είχε αποφυλακιστεί μετά από έξι χρόνια εγκλεισμού του στις φυλακές για αντικαθεστωτική δράση. Με την αλλαγή της πολιτικής κατάστασης στη χώρα, δόθηκε αμνηστία σε όλους τους πολιτικούς κρατούμενους.
Έτσι, μπόρεσε, μετά από λίγες μέρες, σε συνεννόηση με το Ελληνικό Προξενείο, να φτάσει στην Ελλάδα και να παραλάβει το γιο του.
Οι δυο τους επέστρεψαν στη Λατινική Αμερική όπου και ζουν μέχρι σήμερα.
Ο μικρός Άρης ζήτησε από τον πατέρα του πριν φύγουν, να περάσουν από το σπίτι στον πεζόδρομο και να πάρουν μαζί τους το ακορντεόν.
Φεύγοντας από το σπίτι και κρατώντας σφιχτά στον κόρφο του τη φωτογραφία του παππού του, κοντοστάθηκε για λίγο μπροστά στα σκαλιά.
Δεκάδες αναμνήσεις, γέμισαν τα μικρά του μάτια με δάκρυα που δεν χωρούσαν στα βλέφαρά του και κύλησαν, καυτά ρυάκια στα δυο του μάγουλα.
«Θα ξανάρθω παππού. Θα ξανάρθω για να σε τιμήσω όπως σου πρέπει….».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου