Η επιστροφή του βασιλιά Καρόλου Β΄ στη Ρουμανία τον Ιούνιο του 1930 σήμανε την αρχή της φάσης χρεοκοπίας του κοινοβουλευτισμού στη χώρα. Τα πολιτικά κόμματα περιθωριοποιήθηκαν και η πολιτική στη χώρα καθορίστηκε από τον βασιλιά και τον κύκλο του, μια ομάδα καιροσκόπων βιομηχάνων και τραπεζιτών. Προϊόντος του χρόνου, ο αστικός κόσμος συνθηκολόγησε με τον Κάρολο Β΄. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ρουμανίας ουσιαστικά δεν υπήρχε στη χώρα, καθότι ήταν παράνομο από το 1924 και η ηγεσία του είχε καταφύγει στη Μόσχα.
Σε μεγάλο βαθμό η αντίδραση απέναντι στη διαφθορά του πολιτικού κόσμου εκφράστηκε με τη δράση της εξτρεμιστικής, αντισημιτικής και εθνικιστικής οργάνωσης «Σιδηρά Φρουρά» (Garda de Fier), επικεφαλής της οποίας ήταν ο Κορνέλιου Ζελέα Κοντρεάνου. Ο Κάρολος Β΄ ανεχόταν τη δράση της μέχρι του σημείου που η οργάνωση απείλησε το προσωπικό καθεστώς του ίδιου. Τον Φεβρουάριο του 1938, ο Κάρολος ανήγγειλε την επιβολή βασιλικής δικτατορίας στη Ρουμανία, επικαλούμενος τη δυσλειτουργία του κοινοβουλευτισμού, τα πολιτικά πάθη και τον κίνδυνο της «Σιδηράς Φρουράς». Ο Κοντρεάνου και οι άμεσοι συνεργάτες του φυλακίστηκαν το 1938, έπειτα από τη συγχαρητήρια δήλωση της οργάνωσης προς τον Χίτλερ για την προσάρτηση της Αυστρίας. Λίγους μήνες μετά, ο Κοντρεάνου εκτελέστηκε και την ηγεσία της οργάνωσης ανέλαβε ο Χόρια Σίμα.
Κατά τον Μεσοπόλεμο, η Ρουμανία τάχθηκε σθεναρά υπέρ της διατήρησης του εδαφικού καθεστώτος στην Ευρώπη. Η ρουμανική ηγεσία έβλεπε με σκεπτικισμό τις παραχωρήσεις των Βρετανών προς τον Χίτλερ, προσδοκώντας να μην υπάρξει ανάλογη εφαρμογή τους στη Βαλκανική Χερσόνησο σε σχέση με τις διεκδικήσεις της Ουγγαρίας και της Βουλγαρίας. Οι εγγυήσεις ασφαλείας του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας προς τη Ρουμανία και την Ελλάδα (Απρίλιος 1939) δεν έκαμψαν τις ανησυχίες της ρουμανικής ηγεσίας. Η βρετανική κυβέρνηση έβλεπε θετικά την παραχώρηση της Νότιας Δοβρουτσάς από τη Ρουμανία στη Βουλγαρία ως δέλεαρ, προκειμένου να μην προσχωρήσει η τελευταία στις δυνάμεις του Άξονα. Από την άλλη, η ρουμανική πλευρά θεωρούσε αυτή την κίνηση αχρείαστη, καθώς θα αποτελούσε κακό προηγούμενο για την Τρανσυλβανία, την οποία διεκδικούσε η Ουγγαρία, και τη Βεσσαραβία, την οποία διεκδικούσε η Σοβιετική Ένωση.
Η Ρουμανία τήρησε στάση ουδετερότητας κατά το πρώτο διάστημα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά την κατάρρευση της Γαλλίας, απώλεσε ουσιαστικά και τον τελευταίο μεγάλο της σύμμαχο. Η ρουμανική ηγεσία στράφηκε τότε προς τη Γερμανία, με την ελπίδα ότι θα εξασφάλιζε την εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Όμως, οι ελπίδες της διαψεύστηκαν. Στις 28 Ιουνίου 1940, η Σοβιετική Ένωση προσάρτησε τη Βεσσαραβία και τη Βόρεια Μπουκοβίνα. Η ρουμανική πλευρά υπέκυψε στο σοβιετικό τελεσίγραφο, καθότι δεν είχε τις δυνάμεις να αναμετρηθεί πολεμικά με τα σοβιετικά στρατεύματα. Δύο μήνες αργότερα, στο παλάτι Μπελβεντέρε στη Βιέννη, οι υπουργοί Εξωτερικών της Γερμανίας και της Ιταλίας, Ρίμπεντροπ και Τσιάνο, εξέθεσαν στους αντιπροσώπους της Ουγγαρίας και της Ρουμανίας την ετυμηγορία τους σχετικά με την τύχη της Τρανσυλβανίας. Η Βόρεια Τρανσυλβανία θα περνούσε στην Ουγγαρία. Αδυνατώντας για ακόμη μία φορά να αντιδράσει στις αποφάσεις των ισχυρότερων δυνάμεων, η Ρουμανία υπέγραψε τη σχετική συμφωνία στις 30 Αυγούστου 1940. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 7 Σεπτεμβρίου, υπογράφτηκε η Συνθήκη της Κραϊόβας, σύμφωνα με τις διατάξεις της οποίας εκχωρήθηκε η Νότια Δοβρουτσά μαζί με τη Σιλίστρια στη Βουλγαρία. Η Μεγάλη Ρουμανία του Μεσοπολέμου ήταν πλέον παρελθόν.
Η «Καθημερινή» παρακολουθούσε τις εξελίξεις στην ευρύτερη «γειτονιά» της Ελλάδας, τα Βαλκάνια. Λίγες ημέρες μετά την αποδοχή της εκχώρησης της Βόρειας Τρανσυλβανίας στην Ουγγαρία, την 1η Σεπτεμβρίου 1940, παρουσίασε σε εκτενές άρθρο τις λεπτομέρειες της συμφωνίας. «Κατά πληροφορίας των αρμοδίων κύκλων, το έδαφος το οποίον προσαρτάται εκ της Ρουμανίας εις την Ουγγαρίαν έχει έκτασιν 45.000 περίπου χιλιομέτρων και πληθυσμόν 2.370.000 ψυχών. Κατά τας στατιστικάς του 1930 ο πληθυσμός αποτελείται από 48% Ούγγρους, 43% Ρουμάνους, 2,5% Γερμανούς και 6,5% διάφορα άλλα στοιχεία», έγραψε χαρακτηριστικά. Παρακάτω ανέφερε ότι «ο κ. Μανωηλέσκο (υπουργός Εξωτερικών Ρουμανίας) ωμίλησε σήμερον την εσπέραν από ραδιοφώνου προς τον ρουμανικόν λαόν, εκφράσας την θλίψιν αυτού και όλων των Ρουμάνων δια την διαιτητικήν απόφασιν της Βιέννης, χαρακτηρίσας όμως την διαιτησίαν αυτήν ως σημαντικήν δια την Ευρώπην, εξ ίσου δε σημαντικήν και την εγγύησιν, την δοθείσαν εις την Ρουμανίαν υπό των Δυνάμεων του Άξονος».
Η λαϊκή δυσαρέσκεια στη Ρουμανία κορυφώθηκε. Στις 4 Σεπτεμβρίου 1940, ο Κάρολος Β΄ ανέθεσε την πρωθυπουργία στον στρατηγό Ίον Αντονέσκου, ο οποίος κατά τους προηγούμενους μήνες είχε ταχθεί υπέρ της στρατιωτικής εμπλοκής με τη Σοβιετική Ένωση για το θέμα της Βεσσαραβίας. Κρίθηκε από το Βερολίνο ως ο κατάλληλος άνθρωπος για να εξασφαλίσει την ανεμπόδιστη απόσυρση των ρουμανικών στρατιωτικών δυνάμεων από τη Βόρεια Τρανσυλβανία. Μετά τη φυγή του βασιλικού ζεύγους, η εξουσία περιήλθε πλήρως στον Αντονέσκου.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου