Όλη η πορεία της εταιρείας, που 24 χρόνια μετά βγαίνει από την κατάψυξη...
«Είδατε ποτέ ελέφαντα στην Ελλάδα; Κι όμως θα συναντήσετε τη δύναμην και την αντοχή του εις τα προϊόντα της βιομηχανίας ΙΖΟΛΑ..» έγραφε το διαφημιστικό πόστερ για τα προϊόντα που «εισήγαγαν τον πολιτισμό». Σήμερα, εξήντα και πλέον, χρόνια μετά από την εκρηκτική άνοδο τους στην αγορά η τα προϊόντα βγαίνουν από το χρονοντούλαπο της ιστορίας για να φροντίσουν εκ νέου τις ανάγκες του σπιτιού…
Παρά την για είκοσι χρόνια σιωπή τους οι λευκές συσκευές της θρυλικής βιομηχανίας δεν έχουν χαθεί από την αγοραστική μνήμη του ελληνικού κοινού. Άλλωστε ακόμα και το λάστιχο στις πόρτες του ψυγείου έχει φυράνει, ακόμα κι αν ο φούρνος στο άνοιγμά του τρίζει, ακόμα κι αν το λευκό του ψυγείου έχει κατά τόπους ξεθωριάσει, τις συσκευές με το σήμα που ταυτίστηκε με την μοναδική περίοδο της βιομηχανικής ανάπτυξης της Ελλάδας, μπορεί να τις συναντήσει κανείς σε κάποιος εξοχικό ή σε κάποιο σπίτι στο χωριό. Παραμένουν εκεί όρθιες και λειτουργικές για να μας θυμίζουν πως υπήρξαν περιπτώσεις όπου τα προϊόντα που αγοράζαμε κατασκευάζονταν στην Ελλάδα, προσφέροντας εργασία σε 2.500 εργαζόμενους και εξοπλίζοντας 800.000 κατοικίες ετησίως.
Σε αυτές τις γλυκές αυτές αναμνήσεις της θρυλικής βιομηχανίας οικιακών συσκευών έρχεται να προστεθεί η ανακοίνωση που θέλει την μάρκα να βγαίνει από την κατάψυξη και να επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά πως μια «αγαπημένη ταινία φαίνεται από τα remake της»…
Η αναβίωση της ιστορικής ελληνικής μάρκας λευκών συσκευών ΙΖΟΛΑ, μέσω της Γ.Ε Δημητρίου Α.Ε.Ε, ανακοινώθηκε πρόσφατα πως θα προμηθεύει ξανά την αγορά με νέα, υψηλής αισθητικής και τεχνολογίας προϊόντα, εξελίσσοντας το ήδη ευρύ χαρτοφυλάκιο μαρκών που αντιπροσωπεύει η Γ.Ε. Δημητρίου στην ελληνική αγορά. «Η ΙΖΟΛΑ υπήρξε μια θρυλική μάρκα, υπόδειγμα δημιουργικότητας μέσα σε δύσκολες οικονομικές συγκυρίες και νιώθουμε υποχρεωμένοι να δώσουμε στη νέα γενιά καταναλωτών την ευκαιρία να τη γνωρίσει, να την εμπιστευτεί και να την αγαπήσει, όπως οι προηγούμενες», ανέφερε ο πρόεδρος της εταιρείας, Γιώργος Δημητρίου, σχολιάζοντας το νέο αυτό εγχείρημα.
Και πράγματι με αφετηρία την μεταπολεμική ανάπτυξη, σε μια εποχή που η καθημαγμένη ελληνική οικονομία δημιουργούσε τους δικούς της μύθους, η ελληνική βιομηχανία των λευκών συσκευών ήρθε να προσθέσει έναν ακόμα.
Ιδρύθηκε το 1930 και αποτέλεσε για τη χώρα, για πάνω από 50 χρόνια, μια από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες με περισσότερους από 2.500 εργαζόμενους και παραγωγή 800.000 συσκευών ετησίως.
Την εποχή που η ΔΕΗ έστηνε κολώνες και το ηλεκτρικό ρεύμα επεκτείνονταν σε όλη την Ελλάδα, ο Παναγιώτης Δράκος, που είχε φύγει κάποτε πάμφτωχος από την Θήβα, σκέφτηκε με την βοήθεια του σχεδίου Μάρσαλ και ένα δάνειο να επεκτείνει την μονάδα που έφτιαχνε σωλήνες, εμαγιέ και καζανάκια τα οποία πωλούσε στην οδό Αιόλου, στην κατασκευή ηλεκτρικών συσκευών.
Η ικανότητά του ιδιοκτήτη στο επιχειρείν άλλωστε είχε φανεί ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα και συγκεκριμένα από το 1906 όπου άνοιξε ένα εμπορικό κατάστημα υδραυλικών στην Αθήνα με μεγάλη επιτυχία. Ως και την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου η μικρή τότε βιομηχανία, η ανώνυμη εταιρεία Παναγιώτης Γ. Δράκος, με σύγχρονο εξοπλισμό, με τους γιους του Παναγιώτη Δράκου σε επιτελικά πόστα, δούλευε ρολόι στο ιδιόκτητο κτίριο στη Καλλιθέα. Σε αυτό το κτίριο στις Τζιτζιφιές είναι που το 1952, δημιουργήθηκε το πρώτο ελληνικό ψυγείο.
Μέσα σε λίγα χρόνια η Αθήνα και οι υπόλοιπες πόλεις είχαν πίσω τους τις παγωνιέρες και τα χωριά τα «φανάρια» για χάρη της Ιζόλα.
Για χάρη της, ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ο πατριάρχης της ελληνικής διαφήμισης, πραγματοποιούσε τις πρώτες έρευνες αγοράς στην Ελλάδα και μερικές από τις κλασικές καμπάνιες μέσω της πρωτοποριακής για την εποχή της διαφημιστικής ΑΔΕΛ.
Την ίδια περίοδο ο Μ. Καραγάτσης έγραφε μερικά από τα πιο εμπνευσμένα του κείμενα για την εταιρεία ηλεκτρικών συσκευών, αφού εργάζονταν στην ΑΔΕΛ. Ο εμπνευσμένος συγγραφέας της γενιάς του '30 άλλωστε ήταν αυτός που, λίγο πριν πεθάνει, συνέταξε την βιογραφία του Παναγιώτη Δράκου τον οποίο θαύμαζε και τον αποκαλούσε ο «αυτοδημιούργητος».
Συγγραφέας και ιδρυτής άλλωστε είχαν ενθουσιαστεί από την βιομηχανική επανάσταση της Ελλάδας και πίστευαν πως η ανάπτυξη θα ερχόταν μέσω αυτού του τομέα.
Και η αλήθεια είναι πως ήρθε αφού η ανάπτυξη της Ιζόλα συμβάδιζε με την ανάπτυξη της οικοδομής, του διαμερίσματος και του νέου μοντέρνου νοικοκυριού σε συνδυασμό με την προστασία που προσέφερε η συναλλαγματική ισορροπία.
Η επιτυχία ήταν εξασφαλισμένη ειδικά σε μια περίοδο όπου οι εισαγώγιμες ανταγωνίστριες της εποχής ήταν, κατά πολύ, ακριβότερες, χαρίζοντας της έτσι ένα ασύγκριτο προβάδισμα.
Χαρακτηριστικό της η πρωτοτυπία
Όταν στα ηνία βρέθηκε η νεότερη γενιά, κυρίως μέσω του Γιώργου Δράκου ο οποίος διετέλεσε και για περίπου 25 χρόνια πρόεδρος του ΣΕΒ, η εταιρεία ακολούθησε νέες μεθόδους μάρκετινγκ εισήγαγε καθώς και καινοτόμα, για την εποχή, πρακτική αγοράς της εφαρμόζοντας διευκολύνσεις προς τους υποψήφιους αγοραστές. Μέσω των εκθέσεων - καταστημάτων που διατηρούσε, με χαρακτηριστικότερο αυτό στην οδό Αμερικής, εισήγαγε την πολιτική των δόσεων, 6, 12 και 24.
Κύριο όπλο στο marketing αποτέλεσε και η χρήση του ραδιοφώνου που μαζί με τον κινηματογράφο αποτελούσαν τα βασικά μέσα διασκέδασης και ενημέρωσης της μεταπολεμικής Ελλάδας. Από αυτούς τους διαύλους περνούσε ευθέως από την διαφήμιση ή πλαγίως μέσω διαγωνισμών και συμβουλών προς τις νοικοκυρές το σλόγκαν «ο πολιτισμός στο σπίτι».
Παράλληλα προκήρυσσε μαθητικούς διαγωνισμούς, διοργάνωνε εκδηλώσεις και γιορτές με την παραμικρή αφορμή. Μια από αυτές ήταν το νέο ψυγείο που διέθετε ...θήκες για αυγά στην πόρτα του.
Καινοτόμα υπήρξε και ως προς τη σχέση εργαζομένων και διοίκησης, αφού οι πρώτοι είχαν μερίδιο στα κέρδη της εταιρείας, συνδικαλισμό, παροχές και νόμιμη εκπροσώπηση. Χαρακτηριστικό πως εξέδιδαν ακόμη και το δικό τους περιοδικό, «το Ελεφαντάκι» που ήταν και το σήμα της εταιρείας.
Στο μεσουράνημά της, κατά την περίοδο 1950-1970 η εταιρεία έφτασε να εξάγει το 1/3 της συνολικής παραγωγής της και ως τις αρχές της δεκαετίας του '90 η μάρκα κατέλαβε την πρώτη θέση στις πωλήσεις ηλεκτρικών συσκευών ξεπερνώντας σε μερίδια αγοράς το 48%.
Για την χρυσή περίοδο ο υιός Γιώργος Δράκος έγραφε, εν έτει 1989, στο βιβλίο του «Στον αστερισμό της δημιουργίας - Η ιστορία μιας προσπάθειας».
«Τον Σεπτέμβριο του 1951 αναγγείλαμε στις εφημερίδες ότι με υπερηφάνεια παρουσιάζουμε την πρώτη ελληνική ηλεκτρική κουζίνα. Εκόψαμε το πρώτο τιμολόγιο επ’ ονόματι του πατέρα μας, που δακρυσμένος έβγαλε και επλήρωσε την αξία της πρώτης κουζίνας σε χρυσάφι, για να πάει γούρι κατά την έκφρασή του. Τα αμέσως επόμενα τιμολόγιο εκόπηκαν στο όνομα ακριβών φίλων, όπως ο Χριστόφορος Κατσάμπας, ο Ηλίας Ηλιόπουλος, και άλλοι. Στο πρώτο τετράμημο του 1951 επουλήσαμε 260 συσκευές. Τον Αύγουστο του 1952 κυκλοφόρησε και το πρώτο ελληνικό ψυγείο, ενώ ολόκληρο το 1952 πουλήσαμε 1514 συσκευές . Το 1953 φθάσαμε τις 4175. Τα μεγέθη βέβαια φαίνονται σήμερα αστεία και μικρά, αλλά το ελληνικό κοινό της εποχής άρχισε αγνοώντας της σειρήνες της ξενομανίας να δίνει σιγά σιγά την εμπιστοσύνη του στα προϊόντα που κατασκευάζονταν από ελληνικά χέρια».
Παρομοίως παρουσίαζε την εικόνα και τα προϊόντα της εταιρείας η συγγραφέας-δημοσιογράφος Γεωργία Ταρσούλη, μετά την επίσκεψή της στο Ζάππειο στη θαυμαστή για την εποχή έκθεση «σύγχρονον ελληνικό σπίτι» το οποίο μεταξύ άλλων επώνυμων ελληνικών βιομηχανιών εξόπλιζε και η ΙΖΟΛΑ.
«Δύο τύποι ψυγείων, το ΜΙΝΩΑ νέον και το παλαιόν. Το νέον έχει εις το μέσα μέρος της πόρτας (καινοτομία των ημερών!) θέσι για αυγά και άλλα πολλά πράγματα... Μετά έρχονται οι κουζίνες για τις οποίες και επαίρεται όχι άδικα. Έχει οκτώ τύπους... Υπάρχουν και δυο επιτραπέζιοι μικροί και πολύ φθηνοί με 675 και 375 δραχμές -μια οκά ψωμί κόστιζε 4-5 δρχ.) Ακολουθούν οι θερμοσίφωνες τριών μεγεθών 120, 80 και 50 λίτρων. Μετά είναι οι θερμάστρες που έχουν την ίδια φήμη και ποιοτική αξία των άλλων προϊόντων. Ακολουθούν τα λουτρά, τα καλοριφέρ, οι νιπτήρες, οι λεκάνες τουρκικού αποχωρητηρίου, όλα σιδηρά ή εμαγέ...Τα προϊόντα φωνάζουν τι είναι η ΙΖΟΛΑ και ποίον πολύτιμον ρόλον διαδραματίζει εις την ελληνικήν οικονομίαν και πόσον ανεκτίμητος παράγων είναι».
Μετέπειτα από 23 χρόνια από το αρχικό ξεκίνημα, δηλαδή το 1974, ο Δράκος τονίζει πως οι αριθμοί ομιλούν για το έργο του ομίλου της Ιζόλα: τοποθετούμενοι στον πίνακα των 100 μεγαλύτερων κατά το 1974 βιομηχανιών, δίνουν στον όμιλο την 5η θέση από πλευράς απασχολήσεως, την 7η θέση από πλευράς ιδίων κεφαλαίων, την 7η θέση από πλευράς συνολικών κεφαλαίων και την 13η θέση από πλευράς εξαγωγών.
Βέβαια εκείνη η τόσο καλή χρονιά έμελλε να είναι και η τελευταία ανοδική… Η πρώτη οικονομική μεταπολεμική κρίση αλλάζει για άλλη μια φορά τα δεδομένα της εγχώριας αγοράς. Την ίδια ώρα που η εταιρεία βρίσκεται στη φάση της υλοποίησης των επενδυτικών προγραμμάτων της- κατασκευάζοντας το εργοστάσιο της Θήβας το οποίο δεν αποπερατώθηκε ποτέ, οι Γερμανοί εξαγοράζουν την Πίτσος. Ο ανταγωνισμός χτυπά κόκκινο. Εν έτει 1977 κι ενώ τα χρέη έχουν αρχίσει να αυξάνουν επικίνδυνα, η Ιζόλα μαζί με την Εθνική Τράπεζα και την Eskimo, συστήνουν την Ελίντα. Η ανάκαμψη δεν έρχεται ποτέ και ήδη από το 1979 η Ελίντα παρουσιάζει χρέη, ενώ δουλεύει απλά για να πληρώνει τους τόκους των δανείων.
Είναι αδύνατο ίσως να προσδιορίσει κανείς το τι ακριβώς πήγε στραβά για την Ιζόλα και για άλλα ελληνικά σήματα που άρχισαν να παίρνουν την κάτω βόλτα. Λάθος κυβερνητικές πολιτικές με τις κρατικοποιήσεις, μικρότερη από το αναμενόμενο τραπεζική χρηματοδότηση, ο εχθρικός ξένος δάκτυλος που απέβλεπε στην καταστροφή της ελληνικής βιομηχανίας, είναι ίσως μερικές από τις αιτίες που προκάλεσαν την κατιούσα.
Η ένταξη, το 1986, στον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων ΟΑΕ την κατατάσσει επισήμως στις προβληματικές επιχειρήσεις. Το παιχνίδι όμως έχει ήδη κριθεί και ο δρόμος φαίνεται να μην έχει γυρισμό τουλάχιστον σε παραγωγικό επίπεδο. Αντέχει μέχρι και τον Απρίλιο του 1991 όπου μπαίνει και το οριστικό λουκέτο. Οι εργαζόμενοι αποζημιώνονται, και αναζητείται η λύση. Τον Φεβρουάριο του 1993 στον διαγωνισμό που γίνεται από τη Διυπουργική Επιτροπή Αποκρατικοποιήσεων, επιλέγεται η προσφορά του επιχειρηματία Β. Παπαγιάννη και υπογράφεται λίγο αργότερα ένα προσύμφωνο μεταβίβασης. Τυπικά ο έλεγχος για την επαναλειτουργία αποκτιέται. Παρόλα αυτά η υπόθεση μπαίνει στο ψυγείο φτάνοντας το 1997 στα διαιτητικά δικαστήρια. Το προσύμφωνο καταγγέλλεται από τον ΟΑΕ και με τη σειρά του ο Β. Παπαγιάννης καταγγέλλει τον ΟΑΕ για αντισυμβατική συμπεριφορά. Το Μάιο του 2000 μπαίνει σε καθεστώς εκκαθάρισης και σε 24 μήνες τα στοιχεία του ενεργητικού μεταβιβάζονται στο δημόσιο. Ο Β. Παπαγιάννης κερδίζει το διαιτητικό δικαστήριο όμως τις μετοχές της εταιρείας τις κρατά το Δημόσιο. Το όνομα πλέον συνδέεται με σκάνδαλα για κακοδιαχείριση , δικαστήρια και δημόσιες αντιπαραθέσεις.
Το μόνο που απέμενε μέχρι σήμερα από την άλλοτε φημισμένη ΙΖΟΛΑ ήταν το φουγάρο του εργοστασίου στην Καλλιθέα… και ο ειδικά διαμορφωμένος πρώτος όροφος του σούπερ μάρκετ Σκλαβενίτης στην θέση του άλλοτε εργοστασίου με αφίσες της εποχής, φωτογραφίες κι ένα σύντομο αφιέρωμα που προβάλλεται σε γιγαντοοθόνη με το σύντομο ιστορικό της επιχείρησης.
Μαζί βέβαια με τον «θάνατο» της ΙΖΟΛΑ πέθανε και μια ολόκληρη περίοδος βιομηχανικής δραστηριότητας στην ελληνική οικονομία, με μοναδική κληρονομιά τα εμπορικά σήματα τα οποία συνεχίζουν να μιλάνε στους καταναλωτές. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός πως η αναγνωρισιμότητα της φίρμας στις ηλικίες από 5 έως 44 ετών είναι 85% ενώ άνω των 44 φτάνει το 100%. Αυτό όπως διευκρινίζει ο άνθρωπος που θέλησε να βγάλει τις λευκές συσκευές από το σκονισμένο παρελθόν τους, αποτέλεσε ένα ισχυρό κίνητρο για εμπορική εκμετάλλευση του σήματος έξι χρόνια μετά την απόκτησή του. Η παραγωγή των ηλεκτρικών συσκευών θα γίνεται στην Πολωνία, σε ένα από τα πιο σύγχρονα εργοστάσια την Ευρώπης, συνήθης πολιτική των ημερών. Η αρχική επένδυση υπολογίζεται στα 3 εκατ. ευρώ και ο κ. Δημητρίου υπολογίζει στην πλήρη εξέλιξη του σχεδίου η επένδυση θα ανέλθει στα 10 εκατ. ευρώ Μάλιστα φιλοδοξείς το μέλλον μετά την ικανοποιητική εξέλιξή της εταιρείας στην ελληνική αγορά να διευρύνει τους ορίζοντές της και εκτός ελληνικών συνόρων.
«Παρά την υφεσιακή πορεία της χώρας το περιβάλλον αποδεικνύεται συνηθέστερα δεκτικό στην αναβίωση παλαιών επιτυχημένων ελληνικών brand names, γεγονός που παρατηρείται και σε άλλους κλάδους, ίσως γιατί για το ευρύ καταναλωτικό κοινό σηματοδοτεί μια νέα οικονομική εποχή» είναι μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση μετά τα ευχάριστα νέα της θρυλικής επιστροφής. Εμείς το μόνο που ευχόμαστε, εν μέσω δημιουργικών ασαφειών και διαπραγματευτικών κρίσεων, είναι πράγματι να την σηματοδοτήσει...
ΠΗΓΗ
«Είδατε ποτέ ελέφαντα στην Ελλάδα; Κι όμως θα συναντήσετε τη δύναμην και την αντοχή του εις τα προϊόντα της βιομηχανίας ΙΖΟΛΑ..» έγραφε το διαφημιστικό πόστερ για τα προϊόντα που «εισήγαγαν τον πολιτισμό». Σήμερα, εξήντα και πλέον, χρόνια μετά από την εκρηκτική άνοδο τους στην αγορά η τα προϊόντα βγαίνουν από το χρονοντούλαπο της ιστορίας για να φροντίσουν εκ νέου τις ανάγκες του σπιτιού…
Παρά την για είκοσι χρόνια σιωπή τους οι λευκές συσκευές της θρυλικής βιομηχανίας δεν έχουν χαθεί από την αγοραστική μνήμη του ελληνικού κοινού. Άλλωστε ακόμα και το λάστιχο στις πόρτες του ψυγείου έχει φυράνει, ακόμα κι αν ο φούρνος στο άνοιγμά του τρίζει, ακόμα κι αν το λευκό του ψυγείου έχει κατά τόπους ξεθωριάσει, τις συσκευές με το σήμα που ταυτίστηκε με την μοναδική περίοδο της βιομηχανικής ανάπτυξης της Ελλάδας, μπορεί να τις συναντήσει κανείς σε κάποιος εξοχικό ή σε κάποιο σπίτι στο χωριό. Παραμένουν εκεί όρθιες και λειτουργικές για να μας θυμίζουν πως υπήρξαν περιπτώσεις όπου τα προϊόντα που αγοράζαμε κατασκευάζονταν στην Ελλάδα, προσφέροντας εργασία σε 2.500 εργαζόμενους και εξοπλίζοντας 800.000 κατοικίες ετησίως.
Σε αυτές τις γλυκές αυτές αναμνήσεις της θρυλικής βιομηχανίας οικιακών συσκευών έρχεται να προστεθεί η ανακοίνωση που θέλει την μάρκα να βγαίνει από την κατάψυξη και να επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά πως μια «αγαπημένη ταινία φαίνεται από τα remake της»…
Η αναβίωση της ιστορικής ελληνικής μάρκας λευκών συσκευών ΙΖΟΛΑ, μέσω της Γ.Ε Δημητρίου Α.Ε.Ε, ανακοινώθηκε πρόσφατα πως θα προμηθεύει ξανά την αγορά με νέα, υψηλής αισθητικής και τεχνολογίας προϊόντα, εξελίσσοντας το ήδη ευρύ χαρτοφυλάκιο μαρκών που αντιπροσωπεύει η Γ.Ε. Δημητρίου στην ελληνική αγορά. «Η ΙΖΟΛΑ υπήρξε μια θρυλική μάρκα, υπόδειγμα δημιουργικότητας μέσα σε δύσκολες οικονομικές συγκυρίες και νιώθουμε υποχρεωμένοι να δώσουμε στη νέα γενιά καταναλωτών την ευκαιρία να τη γνωρίσει, να την εμπιστευτεί και να την αγαπήσει, όπως οι προηγούμενες», ανέφερε ο πρόεδρος της εταιρείας, Γιώργος Δημητρίου, σχολιάζοντας το νέο αυτό εγχείρημα.
Και πράγματι με αφετηρία την μεταπολεμική ανάπτυξη, σε μια εποχή που η καθημαγμένη ελληνική οικονομία δημιουργούσε τους δικούς της μύθους, η ελληνική βιομηχανία των λευκών συσκευών ήρθε να προσθέσει έναν ακόμα.
Ιδρύθηκε το 1930 και αποτέλεσε για τη χώρα, για πάνω από 50 χρόνια, μια από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες με περισσότερους από 2.500 εργαζόμενους και παραγωγή 800.000 συσκευών ετησίως.
Την εποχή που η ΔΕΗ έστηνε κολώνες και το ηλεκτρικό ρεύμα επεκτείνονταν σε όλη την Ελλάδα, ο Παναγιώτης Δράκος, που είχε φύγει κάποτε πάμφτωχος από την Θήβα, σκέφτηκε με την βοήθεια του σχεδίου Μάρσαλ και ένα δάνειο να επεκτείνει την μονάδα που έφτιαχνε σωλήνες, εμαγιέ και καζανάκια τα οποία πωλούσε στην οδό Αιόλου, στην κατασκευή ηλεκτρικών συσκευών.
Η ικανότητά του ιδιοκτήτη στο επιχειρείν άλλωστε είχε φανεί ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα και συγκεκριμένα από το 1906 όπου άνοιξε ένα εμπορικό κατάστημα υδραυλικών στην Αθήνα με μεγάλη επιτυχία. Ως και την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου η μικρή τότε βιομηχανία, η ανώνυμη εταιρεία Παναγιώτης Γ. Δράκος, με σύγχρονο εξοπλισμό, με τους γιους του Παναγιώτη Δράκου σε επιτελικά πόστα, δούλευε ρολόι στο ιδιόκτητο κτίριο στη Καλλιθέα. Σε αυτό το κτίριο στις Τζιτζιφιές είναι που το 1952, δημιουργήθηκε το πρώτο ελληνικό ψυγείο.
Μέσα σε λίγα χρόνια η Αθήνα και οι υπόλοιπες πόλεις είχαν πίσω τους τις παγωνιέρες και τα χωριά τα «φανάρια» για χάρη της Ιζόλα.
Για χάρη της, ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ο πατριάρχης της ελληνικής διαφήμισης, πραγματοποιούσε τις πρώτες έρευνες αγοράς στην Ελλάδα και μερικές από τις κλασικές καμπάνιες μέσω της πρωτοποριακής για την εποχή της διαφημιστικής ΑΔΕΛ.
Την ίδια περίοδο ο Μ. Καραγάτσης έγραφε μερικά από τα πιο εμπνευσμένα του κείμενα για την εταιρεία ηλεκτρικών συσκευών, αφού εργάζονταν στην ΑΔΕΛ. Ο εμπνευσμένος συγγραφέας της γενιάς του '30 άλλωστε ήταν αυτός που, λίγο πριν πεθάνει, συνέταξε την βιογραφία του Παναγιώτη Δράκου τον οποίο θαύμαζε και τον αποκαλούσε ο «αυτοδημιούργητος».
Συγγραφέας και ιδρυτής άλλωστε είχαν ενθουσιαστεί από την βιομηχανική επανάσταση της Ελλάδας και πίστευαν πως η ανάπτυξη θα ερχόταν μέσω αυτού του τομέα.
Και η αλήθεια είναι πως ήρθε αφού η ανάπτυξη της Ιζόλα συμβάδιζε με την ανάπτυξη της οικοδομής, του διαμερίσματος και του νέου μοντέρνου νοικοκυριού σε συνδυασμό με την προστασία που προσέφερε η συναλλαγματική ισορροπία.
Η επιτυχία ήταν εξασφαλισμένη ειδικά σε μια περίοδο όπου οι εισαγώγιμες ανταγωνίστριες της εποχής ήταν, κατά πολύ, ακριβότερες, χαρίζοντας της έτσι ένα ασύγκριτο προβάδισμα.
Χαρακτηριστικό της η πρωτοτυπία
Όταν στα ηνία βρέθηκε η νεότερη γενιά, κυρίως μέσω του Γιώργου Δράκου ο οποίος διετέλεσε και για περίπου 25 χρόνια πρόεδρος του ΣΕΒ, η εταιρεία ακολούθησε νέες μεθόδους μάρκετινγκ εισήγαγε καθώς και καινοτόμα, για την εποχή, πρακτική αγοράς της εφαρμόζοντας διευκολύνσεις προς τους υποψήφιους αγοραστές. Μέσω των εκθέσεων - καταστημάτων που διατηρούσε, με χαρακτηριστικότερο αυτό στην οδό Αμερικής, εισήγαγε την πολιτική των δόσεων, 6, 12 και 24.
Κύριο όπλο στο marketing αποτέλεσε και η χρήση του ραδιοφώνου που μαζί με τον κινηματογράφο αποτελούσαν τα βασικά μέσα διασκέδασης και ενημέρωσης της μεταπολεμικής Ελλάδας. Από αυτούς τους διαύλους περνούσε ευθέως από την διαφήμιση ή πλαγίως μέσω διαγωνισμών και συμβουλών προς τις νοικοκυρές το σλόγκαν «ο πολιτισμός στο σπίτι».
Παράλληλα προκήρυσσε μαθητικούς διαγωνισμούς, διοργάνωνε εκδηλώσεις και γιορτές με την παραμικρή αφορμή. Μια από αυτές ήταν το νέο ψυγείο που διέθετε ...θήκες για αυγά στην πόρτα του.
Καινοτόμα υπήρξε και ως προς τη σχέση εργαζομένων και διοίκησης, αφού οι πρώτοι είχαν μερίδιο στα κέρδη της εταιρείας, συνδικαλισμό, παροχές και νόμιμη εκπροσώπηση. Χαρακτηριστικό πως εξέδιδαν ακόμη και το δικό τους περιοδικό, «το Ελεφαντάκι» που ήταν και το σήμα της εταιρείας.
Στο μεσουράνημά της, κατά την περίοδο 1950-1970 η εταιρεία έφτασε να εξάγει το 1/3 της συνολικής παραγωγής της και ως τις αρχές της δεκαετίας του '90 η μάρκα κατέλαβε την πρώτη θέση στις πωλήσεις ηλεκτρικών συσκευών ξεπερνώντας σε μερίδια αγοράς το 48%.
Για την χρυσή περίοδο ο υιός Γιώργος Δράκος έγραφε, εν έτει 1989, στο βιβλίο του «Στον αστερισμό της δημιουργίας - Η ιστορία μιας προσπάθειας».
«Τον Σεπτέμβριο του 1951 αναγγείλαμε στις εφημερίδες ότι με υπερηφάνεια παρουσιάζουμε την πρώτη ελληνική ηλεκτρική κουζίνα. Εκόψαμε το πρώτο τιμολόγιο επ’ ονόματι του πατέρα μας, που δακρυσμένος έβγαλε και επλήρωσε την αξία της πρώτης κουζίνας σε χρυσάφι, για να πάει γούρι κατά την έκφρασή του. Τα αμέσως επόμενα τιμολόγιο εκόπηκαν στο όνομα ακριβών φίλων, όπως ο Χριστόφορος Κατσάμπας, ο Ηλίας Ηλιόπουλος, και άλλοι. Στο πρώτο τετράμημο του 1951 επουλήσαμε 260 συσκευές. Τον Αύγουστο του 1952 κυκλοφόρησε και το πρώτο ελληνικό ψυγείο, ενώ ολόκληρο το 1952 πουλήσαμε 1514 συσκευές . Το 1953 φθάσαμε τις 4175. Τα μεγέθη βέβαια φαίνονται σήμερα αστεία και μικρά, αλλά το ελληνικό κοινό της εποχής άρχισε αγνοώντας της σειρήνες της ξενομανίας να δίνει σιγά σιγά την εμπιστοσύνη του στα προϊόντα που κατασκευάζονταν από ελληνικά χέρια».
Παρομοίως παρουσίαζε την εικόνα και τα προϊόντα της εταιρείας η συγγραφέας-δημοσιογράφος Γεωργία Ταρσούλη, μετά την επίσκεψή της στο Ζάππειο στη θαυμαστή για την εποχή έκθεση «σύγχρονον ελληνικό σπίτι» το οποίο μεταξύ άλλων επώνυμων ελληνικών βιομηχανιών εξόπλιζε και η ΙΖΟΛΑ.
«Δύο τύποι ψυγείων, το ΜΙΝΩΑ νέον και το παλαιόν. Το νέον έχει εις το μέσα μέρος της πόρτας (καινοτομία των ημερών!) θέσι για αυγά και άλλα πολλά πράγματα... Μετά έρχονται οι κουζίνες για τις οποίες και επαίρεται όχι άδικα. Έχει οκτώ τύπους... Υπάρχουν και δυο επιτραπέζιοι μικροί και πολύ φθηνοί με 675 και 375 δραχμές -μια οκά ψωμί κόστιζε 4-5 δρχ.) Ακολουθούν οι θερμοσίφωνες τριών μεγεθών 120, 80 και 50 λίτρων. Μετά είναι οι θερμάστρες που έχουν την ίδια φήμη και ποιοτική αξία των άλλων προϊόντων. Ακολουθούν τα λουτρά, τα καλοριφέρ, οι νιπτήρες, οι λεκάνες τουρκικού αποχωρητηρίου, όλα σιδηρά ή εμαγέ...Τα προϊόντα φωνάζουν τι είναι η ΙΖΟΛΑ και ποίον πολύτιμον ρόλον διαδραματίζει εις την ελληνικήν οικονομίαν και πόσον ανεκτίμητος παράγων είναι».
Μετέπειτα από 23 χρόνια από το αρχικό ξεκίνημα, δηλαδή το 1974, ο Δράκος τονίζει πως οι αριθμοί ομιλούν για το έργο του ομίλου της Ιζόλα: τοποθετούμενοι στον πίνακα των 100 μεγαλύτερων κατά το 1974 βιομηχανιών, δίνουν στον όμιλο την 5η θέση από πλευράς απασχολήσεως, την 7η θέση από πλευράς ιδίων κεφαλαίων, την 7η θέση από πλευράς συνολικών κεφαλαίων και την 13η θέση από πλευράς εξαγωγών.
Βέβαια εκείνη η τόσο καλή χρονιά έμελλε να είναι και η τελευταία ανοδική… Η πρώτη οικονομική μεταπολεμική κρίση αλλάζει για άλλη μια φορά τα δεδομένα της εγχώριας αγοράς. Την ίδια ώρα που η εταιρεία βρίσκεται στη φάση της υλοποίησης των επενδυτικών προγραμμάτων της- κατασκευάζοντας το εργοστάσιο της Θήβας το οποίο δεν αποπερατώθηκε ποτέ, οι Γερμανοί εξαγοράζουν την Πίτσος. Ο ανταγωνισμός χτυπά κόκκινο. Εν έτει 1977 κι ενώ τα χρέη έχουν αρχίσει να αυξάνουν επικίνδυνα, η Ιζόλα μαζί με την Εθνική Τράπεζα και την Eskimo, συστήνουν την Ελίντα. Η ανάκαμψη δεν έρχεται ποτέ και ήδη από το 1979 η Ελίντα παρουσιάζει χρέη, ενώ δουλεύει απλά για να πληρώνει τους τόκους των δανείων.
Είναι αδύνατο ίσως να προσδιορίσει κανείς το τι ακριβώς πήγε στραβά για την Ιζόλα και για άλλα ελληνικά σήματα που άρχισαν να παίρνουν την κάτω βόλτα. Λάθος κυβερνητικές πολιτικές με τις κρατικοποιήσεις, μικρότερη από το αναμενόμενο τραπεζική χρηματοδότηση, ο εχθρικός ξένος δάκτυλος που απέβλεπε στην καταστροφή της ελληνικής βιομηχανίας, είναι ίσως μερικές από τις αιτίες που προκάλεσαν την κατιούσα.
Η ένταξη, το 1986, στον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων ΟΑΕ την κατατάσσει επισήμως στις προβληματικές επιχειρήσεις. Το παιχνίδι όμως έχει ήδη κριθεί και ο δρόμος φαίνεται να μην έχει γυρισμό τουλάχιστον σε παραγωγικό επίπεδο. Αντέχει μέχρι και τον Απρίλιο του 1991 όπου μπαίνει και το οριστικό λουκέτο. Οι εργαζόμενοι αποζημιώνονται, και αναζητείται η λύση. Τον Φεβρουάριο του 1993 στον διαγωνισμό που γίνεται από τη Διυπουργική Επιτροπή Αποκρατικοποιήσεων, επιλέγεται η προσφορά του επιχειρηματία Β. Παπαγιάννη και υπογράφεται λίγο αργότερα ένα προσύμφωνο μεταβίβασης. Τυπικά ο έλεγχος για την επαναλειτουργία αποκτιέται. Παρόλα αυτά η υπόθεση μπαίνει στο ψυγείο φτάνοντας το 1997 στα διαιτητικά δικαστήρια. Το προσύμφωνο καταγγέλλεται από τον ΟΑΕ και με τη σειρά του ο Β. Παπαγιάννης καταγγέλλει τον ΟΑΕ για αντισυμβατική συμπεριφορά. Το Μάιο του 2000 μπαίνει σε καθεστώς εκκαθάρισης και σε 24 μήνες τα στοιχεία του ενεργητικού μεταβιβάζονται στο δημόσιο. Ο Β. Παπαγιάννης κερδίζει το διαιτητικό δικαστήριο όμως τις μετοχές της εταιρείας τις κρατά το Δημόσιο. Το όνομα πλέον συνδέεται με σκάνδαλα για κακοδιαχείριση , δικαστήρια και δημόσιες αντιπαραθέσεις.
Το μόνο που απέμενε μέχρι σήμερα από την άλλοτε φημισμένη ΙΖΟΛΑ ήταν το φουγάρο του εργοστασίου στην Καλλιθέα… και ο ειδικά διαμορφωμένος πρώτος όροφος του σούπερ μάρκετ Σκλαβενίτης στην θέση του άλλοτε εργοστασίου με αφίσες της εποχής, φωτογραφίες κι ένα σύντομο αφιέρωμα που προβάλλεται σε γιγαντοοθόνη με το σύντομο ιστορικό της επιχείρησης.
Μαζί βέβαια με τον «θάνατο» της ΙΖΟΛΑ πέθανε και μια ολόκληρη περίοδος βιομηχανικής δραστηριότητας στην ελληνική οικονομία, με μοναδική κληρονομιά τα εμπορικά σήματα τα οποία συνεχίζουν να μιλάνε στους καταναλωτές. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός πως η αναγνωρισιμότητα της φίρμας στις ηλικίες από 5 έως 44 ετών είναι 85% ενώ άνω των 44 φτάνει το 100%. Αυτό όπως διευκρινίζει ο άνθρωπος που θέλησε να βγάλει τις λευκές συσκευές από το σκονισμένο παρελθόν τους, αποτέλεσε ένα ισχυρό κίνητρο για εμπορική εκμετάλλευση του σήματος έξι χρόνια μετά την απόκτησή του. Η παραγωγή των ηλεκτρικών συσκευών θα γίνεται στην Πολωνία, σε ένα από τα πιο σύγχρονα εργοστάσια την Ευρώπης, συνήθης πολιτική των ημερών. Η αρχική επένδυση υπολογίζεται στα 3 εκατ. ευρώ και ο κ. Δημητρίου υπολογίζει στην πλήρη εξέλιξη του σχεδίου η επένδυση θα ανέλθει στα 10 εκατ. ευρώ Μάλιστα φιλοδοξείς το μέλλον μετά την ικανοποιητική εξέλιξή της εταιρείας στην ελληνική αγορά να διευρύνει τους ορίζοντές της και εκτός ελληνικών συνόρων.
«Παρά την υφεσιακή πορεία της χώρας το περιβάλλον αποδεικνύεται συνηθέστερα δεκτικό στην αναβίωση παλαιών επιτυχημένων ελληνικών brand names, γεγονός που παρατηρείται και σε άλλους κλάδους, ίσως γιατί για το ευρύ καταναλωτικό κοινό σηματοδοτεί μια νέα οικονομική εποχή» είναι μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση μετά τα ευχάριστα νέα της θρυλικής επιστροφής. Εμείς το μόνο που ευχόμαστε, εν μέσω δημιουργικών ασαφειών και διαπραγματευτικών κρίσεων, είναι πράγματι να την σηματοδοτήσει...
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου