Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Ιουλίου 07, 2015

Δε βρήκαν έλεος ούτε από τους Τούρκους

Ομάδα οπλαρχηγών στην Κρήτη

Επιστολή αγανάκτησης 12 γυναικών που «τυραννίστηκαν και ατιμάστηκαν»
Δεν έτυχαν «του ελέους» ούτε των Γερμανών ναζί τον Οκτώβριο του 1943 οι γυναίκες της Καλής Συκιάς και του Ροδάκινου στο Ρέθυμνο, αλλά ούτε και των Τούρκων πενήντα τέσσερα χρόνια πριν, που λεηλατούσαν τα σπίτια τους «μας τυραννούν και μας ατιμάζουν».

Με μια επιστολή τους, λοιπόν, συμπτωματικά, δώδεκα γυναικών, ίδιο αριθμό με εκείνον που πυρπολήθηκε στη γερμανική κυριαρχία, από την Καλή Συκιά και τον κοντινό Άη Γιάννη, στις 30 Νοεμβρίου 1889 «προς τους κυρίους προξένους εις Ρέθυμνον», οι δώδεκα γυναίκες «όλαι αγράμμαται», παρουσιάζουν «με όλην την αμάθειαν και την γυναικίστικήν μας γλώσσαν το τι τραβούμεν και τι υποφέρομεν άδικα ο θεός το ηξεύρει…

Η επιστολή αγανάκτησης και διαμαρτυρίας, που προέρχεται από το αρχείο του Γιάννη Γρυντάκη, διδάκτορος Ιστορίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, υπογράφεται από τις: Χρυσή Τρανταλιδοπούλα, Ζαμπιά Φραγκιαδοπούλα, Ζαφείρα Τρανταλιδοπούλα, Στυλιανή Βαβουροπούλα, Μαρία Σταυρουλοπούλα, Ειρήνη Κουμενταδοπούλα, Μαργαρίτα Ποθολοπούλα, Μαρία Χατζηδοπούλα, Ελένη Θεοδωροπούλα, Ευσεβία Χριστοδουλοπούλα, Ελένη Φραγκουδοπούλα και Ανεζίνα Κουφακοπούλα.
Καταλήγοντας στην επιστολή τους κάνουν έκκληση στους «εκλαμπρότατους προξένους»: «Λυπηθείτε μας, λυπηθείτε τα παιδιά μας και κάμετε το έλεός σας… Εις την εκλαμπρότητά σας κρεμούμεν τας τελευταίας ελπίδας μας».
Επαναστάτες στο Αρκάδι
«ΦΩΝΑΖΟΜΕΝ ΟΙ ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΕΣ…»
Η καθεμιά από αυτές καταγγέλλει αναλυτικά ορισμένα από τα περιστατικά κλοπών, απειλών και βίας που βίωσαν από τους Τούρκους, που «εμβαίνουνε καθ’ ημέραν εις τα σπίτια μας και μας απαγουρεύουνε μαζί με τον Μαμένη και τον μουλεζίμη Αλή εφέντη Πλανά και κινδυνεύουμε να μας αφήσουν χωρίς ρούχα, τσουκάλι, πιθάρι και λοιπά. Ό,τι εύρουν εις τα σπίτια μας όλα είναι ιδικά τους λέγουν και τα παίρνουν. Φωνάζομεν οι δυστυχισμένες και αλλοίμονόν μας…»
Η Ζαφείρα Τρανταλιδοπούλα που «είμαι γυναίκα άνανδρη, φτωχιά και γριά κακομοίρα», ζήτησε την «κασέλα ξένη κατωμερίτικη» που της πήραν, «αλλά με έδιωξαν με τις κλωτσιές», η Μαρία Κουμεντοπούλα έμεινε χωρίς «την κουρούπα με το λάδι που εφύλασσε δια τα παιδιά μου και τώρα τα δυστυχισμένα πεινούνε», από την Κοκόλη Νικητάκι «επήραν ένα σισανέ και ένα σπαθί ο ίδιος ο έπαρχος με το χέρι του και επειδή τον ηρώτησα την αιτίαν μου τα παίρνει, με έβαλεν εις την φυλακήν και έκαμα 11 ημέρες και υπέφερα πράγματα που δεν διηγούνται».
Σε ανάλογες πράξεις προέβησαν και σε βάρος της Ζαμπιάς Φραγκουδοπούλας, Μαρίας Χατζηδοπούλας, Μαρίας Ποθουλοπούλας, Ελένης Θεοδωροπούλας, Ανεζίνας Κουφακοπούλας, Ευσεβίας Χριστοδουλοπούλας.
Ενώ, «διαφόρων χωριανών κατέστρεψαν τους κυπαρισσώνας και έχουν εκ τώρα κομμένα τα κυπαρίσσια που με τα χέρια μας εφυτεύσαμεν περισσότερα από 1200…»
Επίσης από την εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα «έκλεψαν ένα περιζώνιον ασημένιον και πέταξαν κατά γης το ευαγγέλιον και ό,τι ευρήκαν επάνω εις την Αγίαν Τράπεζαν», από το ναό του Αγίου Γεωργίου «έκλεψαν τα κανδήλια οι νιζάμηδες και τα κρέμασαν εις τα τσαντήρια των».
Από τον Άγιο Αντώνιο της Καλής Συκιάς «επήραν ένα κουρούπι λάδι», στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου «έσπασαν την πλάκα της Αγίας Τράπεζας», έσπασαν το ναό του Σωτήρα Χριστού και στο φαράγγι του «Κοτσιφού» στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου «οι νιζάμιδες έσπασαν την εικόνα, την εκατέβασαν, την εκατούρησαν και ύστερα βρεγμένη την έβαλαν πάλι εις την θέσιν της».
Αποχώρηση των Τούρκων από το λιμάνι του Ρεθύμνου
«ΝΑ ΓΛΙΤΩΣΩΜΕΝ ΤΗΝ ΤΙΜΗΝ ΜΑΣ…»
Αναφέρουν παρακάτω: «Εκτός όλων τούτων υποφέρομεν ακόμα και άλλα. Νερόν δεν έχομεν να πίνομεν, διότι όλα τα νερά τα εμαγάρισαν» και καθεμιά από τις γυναίκες καταθέτει δικά της περιστατικά.
Όπως η Αργυρώ Κατσουλοπούλα:
«Χήρα, φτωχιά με δυο παιδιά, πολεμούν να μου πάρουν το σπίτι μου και θα χαθώ αν με βγάλουν στο δρόμον. Αυτήν την ζωήν δεν την υποφέρομεν πλέον. Οι νιζάμηδες δεν μπορούν να θέσουν εις τα τσαντίρια, διότι κρυώνουν και ήλθαν και εκάθισαν εις τα σπίτια μας, αλλά ας δώσουν εις ημάς τα τσαντίρια τουλάχιστον να πάμε εις τα βουνά να καθίσωμεν, να έχωμεν τουλάχιστον παστρικόν νερό και να γλιτώσωμεν και από τον φόβον και τα άλλα βάσανα. Κοντά εις όλα τα άλλα κακά έχομεν και τον φόβον, την τρομάραν δια την τιμήν μας διότι και αηυτήν πολεμούν να μας την καταστρέψουν…»
Μια άλλη γυναίκα που υπογράφει ως Αμαριώτισσα γράφει στους προξένους:
«… Όλα μας κινδυνεύουν και η περιουσία μας και η ζωή μας και η τιμή μας. Ημείς δεν είμεθα λαός, ημείς είμεθα περιφρονημένοι και διωγμένοι και δεν έχομεν κανέναν προστάτην, αν δεν κομίσετε το έλεος και την ευσπλαχνίαν σας εκλαμπρότατοι… Αν δεν μας βοηθήση, όμως, η εκλαμπρότητά σας, που είσθε το τελευταίον μας καταφύγιον, και η υστερνή μας ελπίδα, δεν θα το βαστάξωμεν πλέον, μόνο ημείς πρώται θα πιάσωμεν τα βουνά και ό,τι έλθη ας έλθη.Καλύτερα θάνατος παρά τέτοια ζωή δυστυχισμένη και ατιμασμένη. Και ας ‘οψεται η κυβέρνησις που χωρίς να το θέλωμεν μας αναγκάζη να γενούμεν φυγόδικοι. Αν δεν κερδίσωμεν τίποτα άλλο, τουλάχιστον την τιμήν μας θα γλιτώσωμεν, διότι τώρα κινδυνεύει η τιμή όχι μόνον των γυναικών, μόνον και των αρσενικών παιδιών…»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου