Ο ΦΡΑΪΧΕΡ φον Τραϊσμπέργκ περιγράφει ως εξής την άφιξη του Έλληνα βασιλιά στο Ναύπλιο: «Στις 30 Ιανουαρίου αντικρίσαμε το Παλαμίδι, το κάστρο του Ναυπλίου, που δεσπόζει της πόλεως ψηλά πάνω σε ένα βράχο... Όταν η ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ πλησίασε το Παλαμίδι μεταφέροντας τους βασιλείς που περίμεναν από καιρό, χαιρέτησαν από το κάστρο με ομοβροντία κανονιοβολισμών, χαιρετισμός στον οποίο απάντησαν τα πλοία με τα κανόνια τους. Αυτή η εντυπωσιακή άποψη των αμοιβαίων κανονιοβολισμών μας έδωσε κατά κάποιο τρόπο την εντύπωση μιας ναυμαχίας... Δεν είχε προλάβει ακόμη η νηοπομπή να ρίξει άγκυρα, οπότε κύκλωσαν τη βασιλική φρεγάτα ένα σωρό βάρκες φορτωμένες με χαρούμενους Έλληνες και Ελληνίδες...». Στη Βαυαρία η συγκέντρωση εθελοντών συνεχιζόταν με μεγάλο ζήλο. Ο Γιόχαν Γιάκομπ Κάϊζερ από το Λάντσχουτ τοποθετήθηκε στις υπηρεσίες της βασιλικής αυλής. «Εκείνη την εποχή», γράφει, «εθελοντές από όλα τα μέρη της Γερμανίας συνέρρεαν υπό τις σημαίες του βασιλιά Όθωνα. Με χαρά εγκατέλειπε κανείς την πατρίδα του προκειμένου να περιδιαβεί τη γη που ήταν ευλογημένη από τέτοιες σημαντικές αναμνήσεις»[1].
Βαυαροί αξιωματικοί και στελέχη της τουρκικής πρεσβείας στην Αθήνα διασκεδάζουν σε χωριστές παρέες. Η πρώτη παρέα εύχεται στη δεύτερη παρέα «εις υγείαν» (L. Kollnberger). Εθν. Ιστορικό Μουσείο.
Ο Κάιζερ αποτύπωσε τα όσα έζησε από μνήμης και σε αυτό το σημείο επικαλείται ήδη μια απογοήτευση που επρόκειτο σύντομα να αμβλύνει τον ενθουσιασμό του: «Ο καθένας από εμάς είχε το σπόρο της ελπίδας στην καρδιά του και δεν παρέλειπε να τον καλλιεργεί με υποσχέσεις. Γι’ αυτό και η απογοήτευση τόσο πολλών φιλελλήνων, γι’ αυτό και η νοσταλγία πολλών για τον τόπο από τον οποίο προήλθαν, αυτό το τρομακτικά αργό αλλά αποτελεσματικό στην επίδρασή του δηλητήριο μιας ανίατης αρρώστιας στη διάθεση». Όταν ο Κάϊζερ ανέλαβε τη διοίκηση του κάστρου του Αντίρριου, και επιθεώρησε την περιοχή γύρω από το κάστρο βρέθηκε αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα: «Ενας σωρός από θραύσματα, οβίδες ήταν σκορπισμένα γύρω από το τείχος και ξεπλένονταν από τα κύματα. Εδώ και εκεί ξεπρόβαλε μέσα από τις τάφρους μία νεκροκεφαλή το οποίο υπογράμμιζε με τον δικό του τρόπο την εντύπωση της εγκατάλειψης του τόπου αυτού, μίας εγκατάλειψης που αιχμαλώτιζε ακόμα περισσότερο εκείνον που περνούσε τη γέφυρα του τρένου για να αναζητήσει εδώ την τύχη του». Καθώς δεν υπήρχαν αρκετά στρατόπεδα έπρεπε αξιωματικοί και στρατιώτες να εγκατασταθούν σε παράγκες και ερείπια όταν δεν στρατωνίζονταν με τους Έλληνες: «Οι γρεναδιέροι μου μένουν σε άθλιες παράγκες, άσχημα καλυμμένοι από τις ισχυρές αυτή την περίοδο καταιγίδες. Σακιά με άχυρο δεν υπάρχουν. Οι στρατιώτες κοιμούνται πάνω στο σκληρό χώμα τυλιγμένοι στις κουβέρτες τους», γράφει ο Κάϊζερ. Αλλά και το καλοκαίρι η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη καθώς ο καύσωνας και οι ανεπιθύμητοι επισκέπτες έκαναν έναν ξεκούραστο ύπνο αδύνατο. Ο Μπάπτιστ Στέφαν γράφει στον αδελφό του στο Άουγκσμπουργκ με μία γερή δόση χιούμορ: «Γύρω στο ξημέρωμα μπορεί κανείς να κοιμηθεί καθώς τον ύπνο στον στερεί είτε η μεγάλη ζέστη, είτε τα μικρά γκρίζα ζωύφια που πηδούν και τρέχουν γρήγορα και από την παρουσία των οποίων δεν είναι δυνατόν να απαλλαγείς ακόμα και στις συνθήκες της μεγαλύτερης καθαριότητας... Κοίτομαι στο έδαφος και συχνά έχω και άλλους συντρόφους στον ύπνο που είναι εδώ τόσο συνηθισμένοι να ζουν κοντά σε ανθρώπους ώστε μπορείς να τους πιάσεις με το χέρι αν δεν υπολογίσεις τα δόντια τους» [2] Η διατροφή στην Ελλάδα των Βαυαρών στρατιωτών ήταν σχετικά μονότονη. Σχεδόν καθημερινά αρνίσιο κρέας, ψωμί από κριθάρι, κρασί καϊσναπς. Η έλλειψη ικανοποίησης των στρατιωτών αποτυπώθηκε στους στίχους ενός τραγουδιού:
Στην Ελλάδα, εκεί έχει ζέστη
δεν τρως τίποτα άλλο από αρνί
στην Ελλάδα είναι η φτώχεια τόσο μεγάλη
δεν βρίσκεις άλλο από κριθαρένιο ψωμί [3]
Τα λουκούλεια γεύματα συνήθως με χοιρινό και λουκάνικα που ήταν άγνωστα τότε στην Ελλάδα, ήταν η εξαίρεση. Η κακή οργάνωση γινόταν αισθητή στον ανεφοδιασμό: «Η διατροφή ήταν πολύ κακή. Μοιάζει απίστευτο ότι ενώ το μεγαλύτερο μέρος των στρατευμάτων βρισκόταν στο Πόρτο Κουάγκλιο (Ζάκυνθος), σφάζονταν καθημερινά οι απαραίτητες κατσίκες και τα πρόβατα στο Μαραθωνήσι (νησάκι κοντά στη Ζάκυνθο) και το κρέας τους μεταφέρονταν με βάρκες το Πόρτο Κουάγκλιο. Όταν ο αέρας ήταν κόντρα, το κρέας ερχόταν το μεσημέρι ή και το βράδυ και φυσικά είχε εν τω μεταξύ χαλάσει από τη ζέστη. Οι επίτροποι πολέμου αρνούνταν να διαθέσουν μαγειρικό αλάτι που υπήρχε σε μεγάλες ποσότητες στα πλοία διότι δεν είχαν ανάλογες οδηγίες. [4]. Όταν δεν ησχολείτο κανείς με ασκήσεις, τη φύλαξη στρατοπέδων ή με εκστρατείες στην ενδοχώρα τότε πέρναγε -τουλάχιστον ως αξιωματικός- το χρόνο με περιπάτους και επισκέψεις καφενείων. Με αυτή την αφορμή είχε την δυνατότητα να παρακολουθεί την πολύχρωμη κατά τους Βαυαρούς κοινωνική ζωή των Ελλήνων. Με μια δόση ζήλειας περιέγραψε ο Κάϊζερ τη ζωή στην Αθήνα: «Η ζωή της Αθήνας τη νύχτα δεν μπορούσε να ουγκριθεί με τη ζωή κατά τη διάρκεια της ημέρας, οι δρόμοι, τα καφενεία και τα κέντρα ήταν γεμάτα ανθρώπους. Όλες οι ευρωπαϊκές ενδυμασίες περνούσαν μπροστά στα μάτια σου, από τα αυτιά σου όλες οι ζωντανές γλώσσες... Αυτή είναι μια ζωή στην Ανατολή, μια αιώνια πολύχρωμη εναλλαγή, η νύχτα γίνεται μέρα». Οι χοροί των Ελλήνων δεν έβρισκαν ανταπόκριση στους Βαυαρούς που δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν «προς τι τα πηδήματα συνοδευόμενα από ένα εξαιρετικά μονότονο ρυθμό» [5] Η αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, η μουσική, ο χορός συνδέονταν αποκλειστικά με τους ήσυχους καιρούς. Συνήθως ο στρατός έπρεπε να συγκρούεται με ληστές και εξεγερμένους. Οι ομάδες των κλεφτών που είχαν σχηματισθεί σε αρκετές γωνιές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας «αποκτούσαν τέτοιες διαστάσεις ώστε να αποκτούν συχνά και πολιτική επιρροή». Σε διαφορετικές επαρχίες της Ελλάδας υπήρχε δυσαρέσκεια, η οποία αρχικά στρεφόταν εναντίον της αντιβασιλείας, αργότερα εναντίον του βασιλιά. Η αντιβασιλεία είχε αποφασίσει να «καταπνίγει με τη βία των όπλων κάθε εκδήλωση παρανομίας». Το τι επρόκειτο να τραβήξουν οι στρατιώτες κατά τις επιχειρήσεις τους αυτές ήταν κάτι που ουδείς τους είχε αποκαλύψει: «Η πορεία των δυνάμεων σε αυτή την έρημη χώρα ήταν συνδεδεμένη με πάρα πολλές δυσκολίες. Δρόμοι και γέφυρες δεν υπήρχαν και είμασταν συχνά αναγκασμένοι να περνούμε 18 και 20 χειμάρρους που μεγάλωναν γρήγορα εξ αιτίας του χιονιού που έλιωνε» έγραφε ο Φρίντριχ φον Μπότμερ νωρίς το 1834 στον πατέρα του. Ο Μπότμερ επισημαίνει τους λόγους για τους οποίους τις περισσότερες φορές αυτού του είδους οι επιχειρήσεις απέβαιναν άκαρπες: «Τα λίγα που μπορούσε κανείς να μάθει στο Ναύπλιο για την ενδοχώρα τον οδηγούσαν σε λανθασμένα συμπεράσματα. Η άγνοια της γλώσσας δεν διευκόλυνε την ανταλλαγή πληροφοριών και όσες πληροφορίες συγκεντρώναμε ήταν στο ελάχιστο αξιόπιστες. Δρόμοι στο εσωτερικό της χώρας δεν υπήρχαν όπως στην Ευρώπη με αποτέλεσμα οι ελαφριά οπλισμένοι ορεσίβιοι να υπερέχουν σαφώς των ακατάλληλα ντυμμένων δικών μας στρατιωτών».[6]. Η θνησιμότητα μεταξύ των στρατιωτών ήταν τεράστια. «Συχνά είχαμε και δύο νεκρούς την ημέρα», γράφει ο Μπάπτιστ Στέφαν στον αδελφό του «δεν έχουμε νοσοκομείο για τους αρρώστους μας αλλά δεν έχουμε και τα μέσα να βελτιώσουμε την κατάσταση. ...Το κύρος μας μειώνεται μέρα με την μέρα μεταξύ των Ελλήνων που δεν μας υποστηρίζουν και μας θεωρούν περιττούς επισκέπτες. Οι Ελληνες που μας θεωρούσαν θεούς πριν από τρία χρόνια και περίμεναν από μας την λύτρωση από την αθλιότητά τους, μας αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση και δεν χάνουν ευκαιρία να μας το δείχνουν».
Σημειώσεις:
[1] Πολεμικό αρχείο HS 777, 778, Γιόχαν Γιάκομπ Κάιζερ. Αυτοβιογραφία με τη μορφή ημερολογίου.
[2] Πολεμικό αρχείο HS 768: Μπάπτιστ Στέφαν. Αφηγήσεις για όσα έζησε στην Ελλάδα 1833 -1837 σε γράμματα προς τον αδελφό του Γιόζεφ στο Αονγκσμπονργκ.
[3] Φραντς Βίλχελμ φον Ντίτφουρτ, «Ιστορικά άσματα τον βαυαρικού στρατού 1620 -1870», Λειψία 1871.
[4] Πολεμικό αρχείο HS 764. Φρίντριχ κόμης φον Μπότμερ «Αναμνήσεις της ελληνικής εκστρατείας».
[5] Πολεμικό αρχείο Μονάχον HS 774. Ημερολόγιο των Αντον Πάπους, Φράιχερ φον Τράτσμπεργκ κατά την διάρκεια της εκστρατείας στην Ελλάδα 1832.
[6] Στέφαν οπ. 2.
29.08.1993
Βαυαροί αξιωματικοί και στελέχη της τουρκικής πρεσβείας στην Αθήνα διασκεδάζουν σε χωριστές παρέες. Η πρώτη παρέα εύχεται στη δεύτερη παρέα «εις υγείαν» (L. Kollnberger). Εθν. Ιστορικό Μουσείο.
Ο Κάιζερ αποτύπωσε τα όσα έζησε από μνήμης και σε αυτό το σημείο επικαλείται ήδη μια απογοήτευση που επρόκειτο σύντομα να αμβλύνει τον ενθουσιασμό του: «Ο καθένας από εμάς είχε το σπόρο της ελπίδας στην καρδιά του και δεν παρέλειπε να τον καλλιεργεί με υποσχέσεις. Γι’ αυτό και η απογοήτευση τόσο πολλών φιλελλήνων, γι’ αυτό και η νοσταλγία πολλών για τον τόπο από τον οποίο προήλθαν, αυτό το τρομακτικά αργό αλλά αποτελεσματικό στην επίδρασή του δηλητήριο μιας ανίατης αρρώστιας στη διάθεση». Όταν ο Κάϊζερ ανέλαβε τη διοίκηση του κάστρου του Αντίρριου, και επιθεώρησε την περιοχή γύρω από το κάστρο βρέθηκε αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα: «Ενας σωρός από θραύσματα, οβίδες ήταν σκορπισμένα γύρω από το τείχος και ξεπλένονταν από τα κύματα. Εδώ και εκεί ξεπρόβαλε μέσα από τις τάφρους μία νεκροκεφαλή το οποίο υπογράμμιζε με τον δικό του τρόπο την εντύπωση της εγκατάλειψης του τόπου αυτού, μίας εγκατάλειψης που αιχμαλώτιζε ακόμα περισσότερο εκείνον που περνούσε τη γέφυρα του τρένου για να αναζητήσει εδώ την τύχη του». Καθώς δεν υπήρχαν αρκετά στρατόπεδα έπρεπε αξιωματικοί και στρατιώτες να εγκατασταθούν σε παράγκες και ερείπια όταν δεν στρατωνίζονταν με τους Έλληνες: «Οι γρεναδιέροι μου μένουν σε άθλιες παράγκες, άσχημα καλυμμένοι από τις ισχυρές αυτή την περίοδο καταιγίδες. Σακιά με άχυρο δεν υπάρχουν. Οι στρατιώτες κοιμούνται πάνω στο σκληρό χώμα τυλιγμένοι στις κουβέρτες τους», γράφει ο Κάϊζερ. Αλλά και το καλοκαίρι η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη καθώς ο καύσωνας και οι ανεπιθύμητοι επισκέπτες έκαναν έναν ξεκούραστο ύπνο αδύνατο. Ο Μπάπτιστ Στέφαν γράφει στον αδελφό του στο Άουγκσμπουργκ με μία γερή δόση χιούμορ: «Γύρω στο ξημέρωμα μπορεί κανείς να κοιμηθεί καθώς τον ύπνο στον στερεί είτε η μεγάλη ζέστη, είτε τα μικρά γκρίζα ζωύφια που πηδούν και τρέχουν γρήγορα και από την παρουσία των οποίων δεν είναι δυνατόν να απαλλαγείς ακόμα και στις συνθήκες της μεγαλύτερης καθαριότητας... Κοίτομαι στο έδαφος και συχνά έχω και άλλους συντρόφους στον ύπνο που είναι εδώ τόσο συνηθισμένοι να ζουν κοντά σε ανθρώπους ώστε μπορείς να τους πιάσεις με το χέρι αν δεν υπολογίσεις τα δόντια τους» [2] Η διατροφή στην Ελλάδα των Βαυαρών στρατιωτών ήταν σχετικά μονότονη. Σχεδόν καθημερινά αρνίσιο κρέας, ψωμί από κριθάρι, κρασί καϊσναπς. Η έλλειψη ικανοποίησης των στρατιωτών αποτυπώθηκε στους στίχους ενός τραγουδιού:
Στην Ελλάδα, εκεί έχει ζέστη
δεν τρως τίποτα άλλο από αρνί
στην Ελλάδα είναι η φτώχεια τόσο μεγάλη
δεν βρίσκεις άλλο από κριθαρένιο ψωμί [3]
Τα λουκούλεια γεύματα συνήθως με χοιρινό και λουκάνικα που ήταν άγνωστα τότε στην Ελλάδα, ήταν η εξαίρεση. Η κακή οργάνωση γινόταν αισθητή στον ανεφοδιασμό: «Η διατροφή ήταν πολύ κακή. Μοιάζει απίστευτο ότι ενώ το μεγαλύτερο μέρος των στρατευμάτων βρισκόταν στο Πόρτο Κουάγκλιο (Ζάκυνθος), σφάζονταν καθημερινά οι απαραίτητες κατσίκες και τα πρόβατα στο Μαραθωνήσι (νησάκι κοντά στη Ζάκυνθο) και το κρέας τους μεταφέρονταν με βάρκες το Πόρτο Κουάγκλιο. Όταν ο αέρας ήταν κόντρα, το κρέας ερχόταν το μεσημέρι ή και το βράδυ και φυσικά είχε εν τω μεταξύ χαλάσει από τη ζέστη. Οι επίτροποι πολέμου αρνούνταν να διαθέσουν μαγειρικό αλάτι που υπήρχε σε μεγάλες ποσότητες στα πλοία διότι δεν είχαν ανάλογες οδηγίες. [4]. Όταν δεν ησχολείτο κανείς με ασκήσεις, τη φύλαξη στρατοπέδων ή με εκστρατείες στην ενδοχώρα τότε πέρναγε -τουλάχιστον ως αξιωματικός- το χρόνο με περιπάτους και επισκέψεις καφενείων. Με αυτή την αφορμή είχε την δυνατότητα να παρακολουθεί την πολύχρωμη κατά τους Βαυαρούς κοινωνική ζωή των Ελλήνων. Με μια δόση ζήλειας περιέγραψε ο Κάϊζερ τη ζωή στην Αθήνα: «Η ζωή της Αθήνας τη νύχτα δεν μπορούσε να ουγκριθεί με τη ζωή κατά τη διάρκεια της ημέρας, οι δρόμοι, τα καφενεία και τα κέντρα ήταν γεμάτα ανθρώπους. Όλες οι ευρωπαϊκές ενδυμασίες περνούσαν μπροστά στα μάτια σου, από τα αυτιά σου όλες οι ζωντανές γλώσσες... Αυτή είναι μια ζωή στην Ανατολή, μια αιώνια πολύχρωμη εναλλαγή, η νύχτα γίνεται μέρα». Οι χοροί των Ελλήνων δεν έβρισκαν ανταπόκριση στους Βαυαρούς που δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν «προς τι τα πηδήματα συνοδευόμενα από ένα εξαιρετικά μονότονο ρυθμό» [5] Η αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, η μουσική, ο χορός συνδέονταν αποκλειστικά με τους ήσυχους καιρούς. Συνήθως ο στρατός έπρεπε να συγκρούεται με ληστές και εξεγερμένους. Οι ομάδες των κλεφτών που είχαν σχηματισθεί σε αρκετές γωνιές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας «αποκτούσαν τέτοιες διαστάσεις ώστε να αποκτούν συχνά και πολιτική επιρροή». Σε διαφορετικές επαρχίες της Ελλάδας υπήρχε δυσαρέσκεια, η οποία αρχικά στρεφόταν εναντίον της αντιβασιλείας, αργότερα εναντίον του βασιλιά. Η αντιβασιλεία είχε αποφασίσει να «καταπνίγει με τη βία των όπλων κάθε εκδήλωση παρανομίας». Το τι επρόκειτο να τραβήξουν οι στρατιώτες κατά τις επιχειρήσεις τους αυτές ήταν κάτι που ουδείς τους είχε αποκαλύψει: «Η πορεία των δυνάμεων σε αυτή την έρημη χώρα ήταν συνδεδεμένη με πάρα πολλές δυσκολίες. Δρόμοι και γέφυρες δεν υπήρχαν και είμασταν συχνά αναγκασμένοι να περνούμε 18 και 20 χειμάρρους που μεγάλωναν γρήγορα εξ αιτίας του χιονιού που έλιωνε» έγραφε ο Φρίντριχ φον Μπότμερ νωρίς το 1834 στον πατέρα του. Ο Μπότμερ επισημαίνει τους λόγους για τους οποίους τις περισσότερες φορές αυτού του είδους οι επιχειρήσεις απέβαιναν άκαρπες: «Τα λίγα που μπορούσε κανείς να μάθει στο Ναύπλιο για την ενδοχώρα τον οδηγούσαν σε λανθασμένα συμπεράσματα. Η άγνοια της γλώσσας δεν διευκόλυνε την ανταλλαγή πληροφοριών και όσες πληροφορίες συγκεντρώναμε ήταν στο ελάχιστο αξιόπιστες. Δρόμοι στο εσωτερικό της χώρας δεν υπήρχαν όπως στην Ευρώπη με αποτέλεσμα οι ελαφριά οπλισμένοι ορεσίβιοι να υπερέχουν σαφώς των ακατάλληλα ντυμμένων δικών μας στρατιωτών».[6]. Η θνησιμότητα μεταξύ των στρατιωτών ήταν τεράστια. «Συχνά είχαμε και δύο νεκρούς την ημέρα», γράφει ο Μπάπτιστ Στέφαν στον αδελφό του «δεν έχουμε νοσοκομείο για τους αρρώστους μας αλλά δεν έχουμε και τα μέσα να βελτιώσουμε την κατάσταση. ...Το κύρος μας μειώνεται μέρα με την μέρα μεταξύ των Ελλήνων που δεν μας υποστηρίζουν και μας θεωρούν περιττούς επισκέπτες. Οι Ελληνες που μας θεωρούσαν θεούς πριν από τρία χρόνια και περίμεναν από μας την λύτρωση από την αθλιότητά τους, μας αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση και δεν χάνουν ευκαιρία να μας το δείχνουν».
Σημειώσεις:
[1] Πολεμικό αρχείο HS 777, 778, Γιόχαν Γιάκομπ Κάιζερ. Αυτοβιογραφία με τη μορφή ημερολογίου.
[2] Πολεμικό αρχείο HS 768: Μπάπτιστ Στέφαν. Αφηγήσεις για όσα έζησε στην Ελλάδα 1833 -1837 σε γράμματα προς τον αδελφό του Γιόζεφ στο Αονγκσμπονργκ.
[3] Φραντς Βίλχελμ φον Ντίτφουρτ, «Ιστορικά άσματα τον βαυαρικού στρατού 1620 -1870», Λειψία 1871.
[4] Πολεμικό αρχείο HS 764. Φρίντριχ κόμης φον Μπότμερ «Αναμνήσεις της ελληνικής εκστρατείας».
[5] Πολεμικό αρχείο Μονάχον HS 774. Ημερολόγιο των Αντον Πάπους, Φράιχερ φον Τράτσμπεργκ κατά την διάρκεια της εκστρατείας στην Ελλάδα 1832.
[6] Στέφαν οπ. 2.
Maria Hildebrandt
Η Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου