Τα καταγάλανα νερά της θάλασσας στέκονταν σχεδόν ακίνητα. Που και που τα διατάρασσαν ελαφρώς οι κινήσεις μιας παρέας τριών γλάρων.
Είχαν βουτήξει εδώ και λίγη ώρα και φαινόταν να απολαμβάνουν την ηρεμία ενός ακόμα καινούργιου πρωινού που ξημέρωνε με χαμόγελο στο πανέμορφο νησί.
Η Ελένη καθόταν μόνη της στην αμμουδιά και κατάπινε με βουλιμία την κάθε εικόνα που έβλεπε μπροστά της και τριγύρω της. Την παρέα των τριών γλάρων, τις πεντακάθαρες ακτίνες του ηλίου που διαπερνούσαν παιχνιδιάρικα το νερό. Τον φρέσκο και καθαρό αέρα που γέμιζε τα πνευμόνια της.
Είχε φτάσει στο νησί μία μέρα πριν. Φιλοξενούμενη της θείας της, Ευτυχίας, που εδώ και καιρό βλέποντας την ανιψιά της προβληματισμένη και χαμένη στις σκέψεις της, της πρότεινε να την επισκεφτεί για να ηρεμήσει.
«Πες της κάτι» έλεγε η μητέρα της Ελένης στην θεία της. «Εσένα σε ακούει. Σε εμπιστεύεται. Ηρεμεί μαζί σου.Δεν ξέρω τι έχει πάθει Εμένα δεν μου ανοίγεται καθόλου».
«Έλα να σε φιλοξενήσω για όσο διάστημα θέλεις, κορίτσι μου», της είχε πει αυτή. «Τώρα τελευταία αισθάνομαι ότι είσαι αρκετά στρεσαρισμένη. Η μητέρα σου ανησυχεί. Και εγώ το ίδιο».
Η Ελένη τυραννιόταν εδώ και καιρό από πολλές σκέψεις. Ο θάνατος του πατέρα της πριν ένα χρόνο, της είχε στοιχίσει πολύ. Όμως δεν ήταν αυτό το μόνο που την απασχολούσε. Ένιωθε μοναξιά. Ένιωθε ότι οι άλλοι δεν την καταλαβαίνουν. Φοβόταν ότι τα χαρίσματα και το ταλέντο της θα έμεναν ανεκμετάλλευτα. «Δύσκολοι καιροί», σκεφτόταν. Το να καταπιαστεί κάποιος με κάτι που του αρέσει, είναι πολυτέλεια όταν ο κόσμος γύρω του προσπαθεί να επιβιώσει με ό,τι δουλειά βρει. Νοιαζόταν πολύ για όλους. Ήταν ευαισθητο κορίτσι. Έπιανε και το παραμικρό ερέθισμα στον αέρα, σε ό,τι έκανε. Σε ό,τι έλεγε. Οι «κεραίες» της δεν την άφηναν σε ησυχία. Ήταν και η εφηβεία που την ταλαιπωρούσε. Είχε ακούσει ότι η εφηβεία είναι μια δύσκολη περίοδος, αλλά τώρα που την βίωνε, το καταννοούσε απόλυτα.
Όταν έγινε η πρόταση από την θεία της, δεν το σκέφτηκε και πολύ. Παρόλο που είχε να την δει από την κηδεία του πατέρα της, μίλαγε μαζί της συχνά στο τηλέφωνο. Πάντα την ηρεμούσε. Της προκαλούσε την αίσθηση της ασφάλειας. Και η ασφάλεια ήταν αυτό που τώρα είχε ανάγκη από κάθε τι άλλο. Έφτιαξε λοιπόν την βαλίτσα της και πήγε να την επισκεφτεί.
«Να μαι τώρα εδώ, πρωί πρωί, καθισμένη στην άμμο, χωρίς κόσμο γύρω μου, να αγναντεύω την θάλασσα, όπως ακριβώς με συμβούλεψε χτες το βράδυ η θεία μου», σκέφτηκε για μια στιγμή. «Καλύτερα να κάνω γρήγορα αυτά που μου είπε , πριν δυναμώσει ο ήλιος και με πιάσει η ζέστη».
Το βλέμα της επικεντρώθηκε σε ένα σημείο στη θάλασσα. Όχι κοντά της, ούτε όμως και μακριά της. «Κάπου που να βλέπεις καθαρά, και αυτό που βλέπεις να σε ηρεμεί», της είχε προτείνει η θεία της. Κοίταζε ένα μικρό κομμάτι της θάλασσας, ντυμένο με ένα πανέμορφο γαλαζοπράσινο χρώμα. Το σημείο φαινόταν τελείως επίπεδο. Τίποτα δεν κουνιόταν κοντά του. Τίποτα δεν έμοιαζε να το αγγίζει. Ούτε ο χρόνος ο ίδιος.
Η Ελένη προσπάθησε να αδειάσει τελείως το μυαλό της. Να βγάλει κάθε σκέψη από μέσα του. Ταυτόχρονα, έπαιρνε πολύ βαθιές αναπνοές. Κράταγε για λίγο των αέρα μέσα της και μετά τον έβγαζε όσο πιο αργά και σταθερά μπορούσε.
Όσο πέρναγε η ώρα, οι αισθήσεις της γίνονταν πιο οξυμένες. Άκουγε τα τζιτζίκια που τραγουδούσαν στα δέντρα, μακριά από την παραλία. Τις κινήσεις των γλάρων μέσα στο νερό. Το περπάτημα των καβουριών στα βραχάκια, δίπλα στη θάλασσα. Μπορούσε να ακούσει μέχρι και τα ψάρια που κολυμπούσαν με μεγάλη ταχύτητα!
«Τι περίεργο», σκέφτηκε.
Στα ρουθούνια της ερχόταν πολύ έντονη η μυρωδιά του θαλασσινού νερού, που μέχρι πριν λίγη ώρα, ίσα που την αντιλαμβανόταν. Μπορούσε ακόμα να μυρίσει τα πεύκα που βρίσκονταν σε μεγάλη απόσταση από αυτήν. Το θυμάρι και το φασκόμηλο στα ορεινά του νησιού, και γενικά όποια φυσική μυρωδιά έφερνε μαζί του σε αυτήν, ο ταξιδιάρης άνεμος.
Το σώμα της μπορούσε να αισθανθεί τον κάθε κόκκο της άμμου στην οποία καθόταν και μαζί με αυτό, και κάθε μικροοργανισμό που ζούσε και κινούνταν στον ασφαλή γι αυτόν κόσμο της άμμου. Όσο για τα μάτια της, έστεκαν ακίνητα και ορθάνοιχτα , τελείως παραδομένα στη δίνη της στιγμής, ανήμπορα να κλείσουν, ακόμα και για ένα δέκατο του δευτερολέπτου. Ένα διαρκές πανηγύρι χρωμάτων και ενέργειας ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια της. Όλες οι εικόνες είχαν ενωθεί σε μία, τα πάντα είχαν μεταμορφωθεί σε φως. Φως ζεστό, που ξεχυνόταν από παντού και κατέληγε σε όλα.
Όλα αυτά ήταν πρωτόγνωρα για την Ελένη. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι θα μπορούσε να βιώσει μία εμπειρία σαν και αυτή. Τα πάντα έμοιαζαν να είναι σε αρμονία. Τόσο μέσα της, όσο και έξω από αυτήν. Η ειρήνη που τόσο θερμά επιδίωκε εδώ και καιρό, φάνηκε να την είχε επισκεφτεί επιτέλους. Όμως οι εκπλήξεις δεν είχαν σταματήσει ακόμα. Πριν καλά καλά συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε, και όσο ακόμα βρισκόταν σε αυτή την κατάσταση, άκουσε μια γλυκιά, γυναικεία φωνή, να καλεί το όνομά της.
«Ελένη. Ελένη. Ω Ελένη. Καλωσόρισες στον κόσμο μου. Σε περίμενα.»
«Ποια είσαι;» ρώτησε εκείνη χωρίς να ανοιγοκλείσει το στόμα της. «Και που; Δεν βλέπω κανένα», συνέχισε κοιτάζοντας ευθεία μπροστά της με μάτια που παρέμεναν εδώ και ώρα ανοιχτά χωρίς να έχουν κλείσει ούτε μία φορά.
«Με λένε Κυματολήγη. Είμαι Νηρηίδα. Κόρη του Νηρέα, βασιλιά της θάλασσας και της Δωριδος., αλλά αυτό βεβαίως, το ξέρεις ήδη, γιατί έχεις διαβάσει για μένα. Το σπίτι μου είναι η θάλασσα. Η θάλασσα και εγώ είμαστε ένα, γι αυτό δεν με βλέπεις. Μπορείς μόνο να με ακούσεις, αλλά στην ουσία δεν ακούς εμένα, αλλά την φωνή της συνείδησής σου».
«Δηλαδή;» ρώτησε με έξαψη η Ελένη. «Θες να μου πεις ότι μιλάω μα την συνείδησή μου αυτή τη στιγμή;»
«Ακριβώς», απάντησε η Κυματολήγη.
«Η συνείδησή μου είναι θεά της θάλασσας;» ξαναρώτησε με έκπληξη η έφηβη.
Το καλόκαρδο και αυθόρμητο γέλιο της Νηρηίδας, προηγήθηκε της απάντησής της.
«Κατάφερες και βρήκες μόνη σου το δρόμο για να με συναντήσεις. Βέβαια, ακολούθησες και τις συμβουλές της θείας σου, όμως τα κατάφερες με τις δικιές σου δυνάμεις. Αυτό είναι ένα σπουδαίο κατόρθωμα. Τη δεδομένη στιγμή, είμαι η Κυματολήγη. Το όνομά μου σημαίνει ότι καταπραΰνω τα κύματα. Είμαι εδώ για να καταπραΰνω τα κύματα της ψυχής σου. Δε θα σου παρουσιάζομαι πάντα έτσι. Θα μεταμορφώνομαι ανάλογα με τις γνώσεις σου και τις εμπειρίες σου ώστε να μπορείς να με αντιλαμβάνεσαι απόλυτα κάθε φορά που θα ερχόμαστε σε επαφή.»
«Χαίρομαι πολύ που σε συνάντησα. Νιώθω σαν να άλλαξε κάτι μέσα μου προς το καλύτερο. Νιώθω σαν να έφυγε ένα μεγάλο βάρος από μέσα μου.»
«Δε θα ναι πάντα το ίδιο ευχάριστες οι συναντήσεις μας, Ελένη. Άλλες φορές θα με αποφεύγεις και άλλες δε θα μου επιτρέπεις να κάνω αυτό που ξέρω καλύτερα. Να υπηρετώ την Αλήθεια και να σου την παρουσιάζω ακριβώς έτσι όπως είναι. Γυμνή, χωρίς κανένα πέπλο να την κρύβει. Η Αλήθεια είναι βαρύ φορτίο. Δεν μπορούν να την σηκώσουν όλοι. Εσύ όμως οφείλεις να προσπαθήσεις. Έκανες την αρχή. Και έχεις πολλή δύναμη μέσα σου».
Η Κυματολήγη έκανε μια μικρή παύση.
«Επειδή αυτή η μέρα είναι σημαντική για μένα, θέλω να σου κάνω ένα δώρο ως ενθύμιο τόσο της γνωριμίας μας όσο και της επιτυχούς προσπάθειας που κατέβαλες»
Η θάλασσα άρχισε να φουσκώνει, δημιουργώντας μικρά κύματα. Αυτά ξέβρασαν στην ακτή της παραλίας που βρισκόταν η Ελένη, δίπλα στα πόδια της ακριβώς, ένα πάνέμορφο, γυαλιστερό κοχύλι. Ήταν σπειροειδές και στην επιφάνειά του συνδυάζονταν αρμονικά και με αξιοθαύμαστο τρόπο, το καφέ,το μαύρο και το άσπρο..
Η Ελένη άνοιξε τα μάτια της. «Τι περίεργο όνειρο», ψιθύρισε. «Αλλά και πόσο όμορφο. Έμοιαζε τόσο αληθινό». Γύρισε πλευρό για να δει την ώρα στο ρολόι που ήταν πάνω στο κομοδίνο, κάνοντας το κρεβάτι της να τρίξει.
«Άντε υπναρού! Σήκω! Μεσημέριασε», ακούστηκε η φωνή της θείας της από το σαλόνι, «Σου έχω ετοιμάσει το αγαπημένο σου πρωινό. Πόσο κρίμα είναι που σε πήρε ο ύπνος και δεν πήγες στη θάλασσα, όπως είχαμε συμφωνήσει χτες. Είναι τόσο ήσυχα εκεί, νωρίς το πρωί.»
Στην προσπάθειά της να σηκωθεί, στηρίζοντας τα χέρια της στο κρεβάτι, η Ελένη παρατήρησε ότι τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού ήταν κλειστά, σαν να κρατούσαν μέσα τους κάτι πολύτιμο. Τα άνοιξε προσεκτικά, κοιτάζοντας την παλάμη της. Το πιο όμορφο κοχύλι που είχε δει ποτέ, έκανε την εμφάνισή του…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου