Η αρπαγή της Μαρίκας, ο έρωτας και το χειροκρότημα
Ήταν συνομήλικοι. Γεννήθηκαν κι οι δυο το 1906.
Εκείνη ήταν θεατρίνα από τα γεννοφάσκια της.
Εκείνος ξεκίνησε από τη Ρουμανία για να γίνει γιατρός.
Εκείνη χαλούσε κόσμο στην εποχή της, έμεινε στην ιστορία.
Εκείνον μπορεί και να τον αναγνωρίζετε, αλλά είναι ζητούμενο αν έχετε ακούσει έστω και το όνομά του.
Γνωρίστηκαν στο θέατρο και αγαπήθηκαν παθιασμένα.
Παντρεύτηκαν το 1930 με πραξικόπημα και έζησαν αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλο μέχρι το τέλος...
Εκείνη ήταν η Μαρίκα Νέζερ.
Ερρίκος Κονταρίνης ήταν το όνομα εκείνου.
Εκείνος έφυγε νωρίς, το 1975.
Εκείνη έζησε έκτοτε και για δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια με την ανάμνησή του. Του έμεινε πιστή, αποζητώντας όμως πάντοτε την απόλαυση από έναν άλλο έρωτά της, πιο σπουδαίο, ίσως και πιο μεγάλο:
Το χειροκρότημα του κοινού...
Η Μαρίκα Νέζερ-Κονταρίνη γεννήθηκε στην Πόλη. Κρατούσε από μεγάλη θεατρική οικογένεια.
Πατέρας της ήταν ο ηθοποιός Κωνσταντίνος Νέζερ.
Ο αδελφός της, Χριστόφορος, ήταν επίσης ηθοποιός και είναι κυρίως γνωστός από τη συμμετοχή του στις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου: «Θίασος», «Κυνηγοί», «Μέρες του ’36», «Ταξίδι στα Κύθηρα», «Τοπίο στην ομίχλη» και «Το βλέμμα του Οδυσσέα»...
Ο άλλος Χριστόφορος Νέζερ, ο γηραιότερος, ο σπουδαίος αυτός Αριστοφανικός ηθοποιός του Εθνικού Θεάτρου και πολύ γνωστός από τον κινηματογράφο, ήταν ξάδελφός της.
Παππούς της ήταν ο πρώτος Βαυαρός φρούραρχος της Ακρόπολης, Χριστόφορος Νέζερ επίσης. Είχε έλθει στην Ελλάδα με την ακολουθία του Όθωνα. Εδώ παντρεύτηκε δύο φορές και τις δύο με Ελληνίδες. Έκανε είκοσι έξι παιδιά. Το εικοστό έκτο ήταν ο πατέρας της, που βγήκε στο θέατρο από την Κλεοπάτρα Κολυβά.
«...Γεννήθηκα στη σκηνή», είχε πει στη Σπεράντζα Βρανά σε μια συνομιλία τους, η οποία καταγράφτηκε στα βιβλία της «Επιθεώρηση καψούρα μου» και «Ο οργασμός του μπράβο».
«Η μάνα μου [...] ήτανε μίμος, μιμότανε τα πάντα, ό,τι έβλεπε το έκανε, φαίνεται πήρα το ταλέντο της!
»[...] Δυστυχώς δεν πρόλαβα να τη γνωρίσω- γιατί πέθανε όταν ήμουν μωρό.
»[...] Μετά τον θάνατό της, ο πατέρας μου ξαναπαντρεύτηκε την ηθοποιό Ολυμπία Ρουμπέν, που είχε τέσσερα παιδιά.
»Τρία αγόρια και ένα κορίτσι. Την Κατίνα. [...]
»Μαζί βγήκαμε στο θέατρο και γίναμε τα Νεζεράκια...»
Τότε τα ντουέτα με παιδιά-θαύματα ήταν της μόδας...
«Στο Ελληνικό θέατρο πρώτα πρώτα βγήκανε τα Λασκαράκια, η Μαρίκα και η Γιώτα», λέει μετά λόγου γνώσεως η Άννα Καλουτά.
«Μετά ήρθανε τα Καντιωτάκια, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, ο Μίμης και η Ολυμπία.
»Μετά ήρθανε τα Νεζεράκια. Ακολούθησαν τα Βερωνάκια, η Σοφία και η Καίτη, τα Δημητράκια η Σούλα και η Ρίτα στη Μάντρα του Αττίκ και τα Σταματοπουλάκια, η Λέλα και η Άννα.
»Μετά ήρθαμε εμείς, τα Καλουτάκια, η αδελφή μου η Μαρία κι εγώ.
»Τελευταία ήρθαν τα Σαμπουτζάκια από τη Θεσσαλονίκη, η Ζωζώ και η αδελφή της Βάσω...»
Στην πραγματικότητα η Μαρίκα Νέζερ και η ετεροθαλής αδελφή της Κατίνα είχαν βγει νωρίτερα στο θέατρο, προτού γίνουν ντουέτο.
Η Μαρίκα πήρε το βάπτισμα του πυρός οδηγώντας στη σκηνή τον Εδμόντο Φύρστ, σαν τυφλό Οιδίποδα στην τραγωδία του Σοφοκλή «Οιδίπους Τύραννος».
Στα δεκατέσσερα χρόνια της έκανε τη γριά Γιάννενα στον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας» του Δημήτρη Κορόμηλά, στο θέατρο Σαμαρτζή.
Την είχε μακιγιάρει ο ηθοποιός Σταύρος Ιατρίδης...
«Μου είχε φτιάξει μια εκπληκτική φάτσα γριάς εβδομηντάρας», θυμόταν η ίδια... «Μέχρι ρυτίδες στα χέρια μού είχε βάλει. Όταν με είδε η Κοτοπούλη στην πρόβα, ξέρετε τι μου είπε;
»Μωρή, εσύ είσαι καλύτερη από μένα...
»Γιατί κι αυτή, την είχε παίξει τη Γιάννενα, όταν ήτανε μικρή».
Η Κατίνα είχε πρωτοβγεί με την υποστήριξη της Κοτοπούλη στην επιθεώρηση «Παναθήναια» στον ρόλο μιας ανθοπώλιδος.
Ως Νεζεράκια πρωτοεμφανίστηκαν το 1921 στην επιθεώρηση «Παραδείσια» στο θέατρο Παράδεισος που βρίσκονταν στον Λυκαβηττό, στη Δεξαμενή.
«Κάναμε στην αρχή διάφορα νουμεράκια...» περιέγραφε η ίδια η Μαρίκα.
«Εγώ ντυμένη αγόρι και η Κατίνα κορίτσι, λέγαμε τετράστιχα και πειράζαμε τον κόσμο. Ήτανε πολύ της μόδας τότε.
»Ύστερα κάναμε το μπριλάντι και το ρουμπίνι, πρίμο σεγόντο και τέτοια.
»Όταν μεγαλώσαμε κάπως παίζαμε έργα.
»Εγώ, όμως, από μικρή ήμουνα καρατερίστα, έπαιζα δράμα, κωμωδία, οπερέτα, κωμειδύλλιο, επιθεώρηση, όλα τα είδη, γιατί τότε οι θίασοι αλλάζανε έργο κάθε εβδομάδα...»
Ο Ερρίκος Κονταρίνης κατάγονταν από αστική οικογένεια, εύπορη. Ο πατέρας του ήταν Κεφαλλονίτης που είχε μεταναστεύσει στη Βραΐλα της Ρουμανίας.
Εκεί είχε αποθήκες-πλοία, σελέπια τα λέγανε.
Στην οικογένεια ήταν έξι αδέλφια, τρία κορίτσια και τρία αγόρια.
Τα κορίτσια ήταν νοικοκυρές στο σπίτι, τα δύο μεγάλα αγόρια ναυτικοί.
Ο Ερρίκος ήταν ο μόνος που είχε βγάλει γυμνάσιο -σπουδαία υπόθεση για κείνη την εποχή.
Γι’ αυτό τον έστειλαν στην Ελλάδα να σπουδάσει γιατρός.
Ήρθε στην Αθήνα παρέα με τον Χρήστο Τσαγανέα.
Αντί για γιατρός σπούδασε ηθοποιός στη Δραματική Σχολή του Εθνικού.
Μπλέχτηκαν και οι δυο με το θέατρο.
Το 1928 πρωτοεμφανίζεται στο έργο «Κατακτητές» με τον θίασο του Αιμίλιου Βεάκη, που στεγαζόταν στο Κυβέλης, κάπου στο Σύνταγμα.
Λίγο μετά συναντά τη Μαρίκα.
Ο Κόνης (Κώστας) Πυρπασόπουλος, ξέρει από πρώτο χέρι τα επέκεινα αυτής της συνάντησης.
Είναι γιος της Κατίνας Νέζερ, ηθοποιός κι αυτός κάποια εποχή. Έπαιξε κυρίως στο θέατρο, αλλά και στο σινεμά. Έφυγε από την Ελλάδα το 1967 με την κήρυξη της δικτατορίας και πήγε στη γενέτειρά του, την Αυστραλία. Όταν επέστρεψε στράφηκε σε άλλο επάγγελμα. Είναι πατέρας του γνωστού σήμερα ηθοποιού Γιώργου Πυρπασόπουλου.
Έζησε κοντά στον Ερρίκο και τη Μαρίκα για πολλά χρόνια.
«Η μητέρα μου όταν παντρεύτηκε εγκατέλειψε το θέατρο.
»Χρειάστηκε να μείνω για ένα μικρό διάστημα μαζί τους, κι αυτό το μικρό διάστημα κράτησε τριάντα οχτώ χρόνια», λέει ο Κόνης Πυρπασόπουλος.
«Πολλές φορές μού είχαν αφηγηθεί για την περιπέτεια της γνωριμίας τους.
»Κάποια στιγμή ο Ερρίκος έρχεται στον θίασο των δεσποινίδων Νέζερ.
»Από την πρώτη στιγμή του άρεσε η Μαρίκα, και τα αισθήματα είναι αμοιβαία.
»Διευθυντής του θιάσου είναι ο πατέρας Νέζερ, ο παππούς μου.
»Παρούσα και η γιαγιά μου. Δυναμική γυναίκα, αυταρχική έως ένα σημείο.
«Καταλαβαίνει ότι κάτι συμβαίνει. Καταλαβαίνει ότι υπάρχει κάποιο φλερτ μεταξύ τους και κυριολεκτικά δεν τους αφήνει ούτε δευτερόλεπτο μόνους τους.
«Ήταν δύσκολες εποχές, δύσκολη η ζωή τους. Ταξιδεύανε συνεχώς στην επαρχία. Πώς να την αφήνανε να μπλέξει με κάποιον που δεν ήταν και πρωταγωνιστής;
«Προσπαθούν να απομονώσουν την Μαρίκα.
«Η γιαγιά μου μάλιστα καταγγέλλει τον Ερρίκο στις αρχές ως ανυπότακτο, επειδή είχε έρθει από τη Ρουμανία το παιδί.
«Χάνουν την επαφή τους.
«Κατά μια περίεργη συγκυρία όμως, που ούτε η Μαρίκα ούτε ο Ερρίκος μπόρεσαν ποτέ να εξηγήσουν, τον ξαναπήραν στον θίασο.
«Έκαναν περιοδεία στην Πελοπόννησο.
«Εκεί κατάφεραν να συναντηθούν ο Ερρίκος και η Μαρίκα.
«Μια συνάντηση με πολλές αντιξοότητες.
«Όταν επιστρέφουν στην Αθήνα, ο Ερρίκος τής στέλνει ένα σημείωμα και της ζητά να το σκάσει από το σπίτι και να μείνουνε μαζί.
«Η Μαρίκα φεύγει μέσα στη νύχτα με ένα απλό φουστανάκι.
«Είναι κυριολεκτικά απένταροι και οι δύο, έτσι όπως ξεσηκωθήκανε.
«Δεν έχουν πού να μείνουν.
«Απευθύνονται σε μια θεία του Ερρίκου στον Πειραιά, αλλά κι αυτή δεν τους δέχεται.
»Φοβήθηκε, γιατί εκείνη την εποχή βάσει του νόμου, μπορεί να τους τρέχανε στα δικαστήρια.
»Το μαθαίνει ο Μακέδος, ο δυναμικός θεατρικός επιχειρηματίας του θεάτρου Μοντιάλ.
»Θα σας φιλοξενήσω στο σπίτι μου, τους λέει, και θα σας παντρέψω εγώ.
» Έκαναν έναν απλό γάμο. Παρόντες ήταν ο Μακέδος και η σύζυγός του, πρώην ηθοποιός.
»Την άλλη μέρα, ενώ κοιμόντουσαν, ο Μακέδος τούς πηγαίνει τις εφημερίδες.
»Είχε βουίξει η Αθήνα με την απαγωγή».
Στο βιβλίο «Το άγνωστο θέατρο», όμως, ο Σώτος Πετράς περιγράφει μια άλλη εκδοχή για την περιβόητη αυτή απαγωγή.
«Η δημοφιλής πρωταγωνίστρια του ελαφρού μουσικού θεάτρου, όπως είναι μοναδική και αμίμητη σε όλα της, έτσι και στην απαγωγή που σκάρωσε με τον Ερρίκο Κονταρίνη ήθελε να ξεχωρίζει από τις άλλες.
»0 Κονταρίνης από την προηγούμενη μέρα είχε πάει στα γραφεία της Βραδυνής σε στενό φίλο του, δημοσιογράφο -και αυτός με το μπαρντόν είναι ο αφηγούμενος τώρα- και του ανήγγειλε πως την άλλη μέρα το πρωί θα έκλεβε τη Μαρίκα!
»Μετά την πρόβα κατά τις 11 το πρωί, θα πάρω τη Μαρίκα και θα φύγουμε. Θέλεις να έχεις εσύ τη δημοσιογραφική επιτυχία να το πρωτογράψεις;
»Το δημοσιογραφικό καθήκον δε με άφησε ασυγκίνητο και αφού συνεχάρην τον ευτυχή υποψήφιο γαμπρό, του πήρα δύο φωτογραφίες τους και του ευχήθηκα καλή επιτυχία.
»Όταν έφυγε, το γεγονός το ανέφερα στον αρχισυντάκτη μου, τον αξέχαστο Νιόνιο Δεβάρη.
»Την άλλη μέρα το πρωί, στις 11 περίπου, με ένα τηλεφώνημα στην εφημερίδα μου, ειδοποιούσα τον αρχισυντάκτη πως μπορεί να βάλει την απαγωγή που είχα γράψει!
»Για να είμαι σίγουρος, είχα πάει στο Μοντιάλ και περίμενα να δω τον Ερρίκο και τη Μαρίκα να φεύγουν κι ύστερα να ειδοποιήσω να... μπει η είδηση.
»Θυμάμαι σαν τώρα πώς ο Κονταρίνης, σαν βρεγμένος γάτος, με χίλιες προφυλάξεις βγήκε πρώτος από την πίσω πόρτα του Μοντιάλ και σε λίγο τρέχοντας τον ακολούθησε η Μαρίκα.
»Πήραν ένα αμάξι στη γωνία βιαστικά και...
»Σε δύο ώρες στην ερωτική τους φωλιά, διαβάζανε στη Βραδυνή την απαγωγή τους και έσκαγαν στα γέλια... ενώ το αντίθετο συνέβαινε με τον μπαμπά και τη μαμά, που διάβαζαν την απαγωγή της κόρης τους κι έτριζαν τα δόντια τους από φούρκα!...
»[...] Την άλλη μέρα, στο σπίτι του Ανδρέα Μακέδου η Μαρίκα και ο Ερρίκος, έπαιρναν από τον παπά την έγκριση της εκκλησίας για την ένωσή τους...»
«Η Μαρίκα η Νέζερ ήταν μια Κυρία του θεάτρου...» έχει να το λέει η Άννα Καλουτά. «Με το χιούμορ της, με την καλοσύνη της, με τα πεισματάκια της πολλές φορές...
» Έλεγε ας πούμε σε μένα που τη χορογραφούσα καμιά φορά:
»Όχι, αυτό δε μου αρέσει... Α, αυτή η φιγούρα δεν κάνει για μένα...»
Φαίνεται ότι ήταν πάντα ανικανοποίητη.
«Υπέφερα πολύ στο θέατρο, γιατί όπως μ’ έλεγε και ο Στολίγκας ήμουνα: Το άγχος», παραδεχότανε και η ίδια...
«Μόλις μου δίνανε το νούμερο, εγώ αρρώσταινα.
»Και τι θα είναι;... Θα αρέσουν τα λόγια;... Κι αν η ενδιάμεση πρόζα του σόλου δε βγάζει γέλιο;...
»Ειλικρινά αρρώσταινα.
»Και τι θα φορέσω;
»Το φουστάνι με απασχολούσε περισσότερο από όλα.
»Μόλις μου δίνανε το νούμερο, εγώ αρρώσταινα.
»Μου λέγανε παραδείγματος χάριν:
»Θα κάνεις την Αφρική.
»Κι εγώ έτρεχα στους ράφτες μου, τον Σκαλιντό ή τον Αντουάν:
»Ράψε μου ένα φουστάνι για την Αφρική.
»Μερικές φορές οι συγγραφείς αλλάζανε ιδέα για το νούμερό μου.
»Ε, εκείνο το φουστάνι πήγαινε χαμένο.
» Έραβα... Έραβα... Όλα μου τα λεφτά τα ξόδευα στο ντύσιμο, στο λούσο. Το ’παιρνα πολύ σοβαρά το θέατρο...
»Όλο οχ και βαχ ήμουνα. Κι όλο αχ τι θα κάνω...
»Ήμουνα και προληπτική, πολύ προληπτική.
»Ας πούμε έβλεπα μια μαύρη γάτα:
»Δε θα πάει καλά το νούμερό μου, έλεγα. Και τους έβαζα να μου αλλάξουν το ρεφρέν...»
«Ο Ερρίκος σαν θεατρική φιγούρα ήταν ζεν πρεμιέ» λέει ο Κάνης Πυρπασόπουλος.
«Ως ζεν πρεμιέ, τον είχε για τρία ή τέσσερα χρόνια στον θίασό του ο Βασίλης Αργυρόπουλος, αυτός ο παλιός θιασάρχης που σήμερα δεν είναι πολύ γνωστός.
»Ανέβαζε ηθογραφίες ο Αργυρόπουλος και θυμάμαι κάποιες δραματικές στιγμές του Ερρίκου στις παραστάσεις του, όπου ήταν πάρα πολύ καλός».
«Εγώ είχα πάντα μεράκι να παίξω με τον Αργυρόπουλο», είχε πει η Μαρίκα Νέζερ στη Σπεράντζα Βρανά.
«Με δύο ηθοποιούς γέλαγα πολύ, με τον Αυλωνίτη και τον Βα
σίλη τον Αργυρόπουλο. [...] Πο, πο, πο..., έλεγα, να μην παίξω εγώ με τον Αργυρόπουλο;
»Και γίνεται ο πόλεμος του ’40 και μετά η Κατοχή.
»Μας παίρνει ο Σκούρας με τον Αργυρόπουλο και τη γυναίκα του, τη Γιώτα Λάσκαρη, και κάθε μέρα μάς έφερνε και μια κωμωδία.
»Είχαμε μπερδευτεί. Δεν ξέραμε ποια από όλες να ανεβάσουμε.
»0 Αργυρόπουλος έπαιζε τα πάντα... έκανε τον ζεν πρεμιέ, έκανε τη γριά, έκανε τη νέα κι όπως διαβάζε τα έργα κι έπαιζε διαβάζοντας τον κάθε ρόλο, εμείς γελούσαμε [...]
»Αφού, παιδί μου, δεν μπορούσαμε να κρατηθούμε... Κατουριόμαστε στο γέλιο, τόσο μεγάλος κωμικός ήταν ο Αργυρόπουλος...»
«Ο Ερρίκος», λέει ο Κόνης Πυρπασόπουλος, «θα μπορούσε να έχει κάνει διαφορετική καριέρα...
»Όμως, όταν δέθηκε με τη Μαρίκα, δέθηκε και με την επιθεώρηση.
»Πέρασε πολλά χρόνια στην επιθεώρηση, αλλά, εκεί, οι ευκαιρίες που δινόντουσαν ήταν πολύ λίγες.
»0 Ερρίκος ήταν ένας άνθρωπος συναισθηματικός.
»Ήτανε ταπεινός άνθρωπος με την καλή έννοια του όρου.
»Αγαπούσε το θέατρο, αγαπούσε τη μαγεία του, αγαπούσε τους συναδέλφους του, αγαπούσε τις επιτυχίες των συναδέλφων του.
»Ήτανε συμπαθέστατος, ευχάριστος τύπος με πολύ χιούμορ και ήταν τρομερά αγαπητός στους συναδέλφους του.
»Πέθανε και ξέρετε τι είπαν όλοι;
»Πέθανε το Ερρικάκι...»
Υπηρέτησε όλα τα είδη του θεάτρου.
Καθιερώθηκε κυρίως ως κομπέρ.
« Έπαιρνε το χειροκρότημα μόλις έβγαινε στη σκηνή», θυμάται ο φίλος του δημοσιογράφος και σκηνοθέτης Φρίξος Ηλιάδης.
To 1953 συνεργάζεται με τον Θίασο Κωμωδίας των Μίμη Φωτόπουλου - Βίλμας Κύρου.
Στον κινηματογράφο έπαιξε σε αρκετές ταινίες, όπως: «Θαυματοποιός» του Κώστα Ανδρίτσου, «Ανοιχτή Επιστολή» του Γιώργου Σταμπουλόπουλου, «Αριστοτέλης ο Επιπόλαιος» του Γιώργου Πετρίδη, «Αμαρτωλοί» του Γιάννη Δαλιανίδη κ. ά., τις περισσότερες δίπλα στον Ντίνο Ηλιόπουλο.
Άλλωστε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήτανε μόνιμο στέλεχος του θιάσου του.
«Τον Ντίνο Ηλιόπουλο», λέει ο Φρίξος Ηλιάδης, «τον ακολουθούσε όχι μόνο στα διάφορα θέατρα που πήγαινε, αλλά και στις περιοδείες, ακόμα και στην καθημερινή του παρουσία, σε καφέ και σε κοσμικά κέντρα, όπου σύχναζε εκείνος, στο πατάρι του Λουμίδη, στο Ντορέ της Φωκίωνος Νέγρη, στα μεγάλα ζαχαροπλαστεία της πλατείας Βικτωρίας, όπου βέβαια ο Ερρίκος είχε την πρωτοβουλία, γιατί έμενε εκεί κοντά...»
« Έμεινε κάπως σε δεύτερο πλάνο», λέει ο Κόνης Πυρπασόπουλος.
« Όμως ο ίδιος ήταν ευτυχισμένος. Ήταν τέτοιος ο χαρακτήρας του.
»Μπορώ να σας πω ότι ήταν πιο ευτυχισμένος από τη Μαρίκα, παρά τις τόσες επιτυχίες της.
»Η Μαρίκα είχε πάντα ένα συνεχές άγχος».
Στην επιθεώρηση η Σμυρνιά της έγινε θρύλος. Την πρωτόπαιξε στο «Θέατρο του Λαού» μεταξύ 1934-1935. Ήταν ένα νούμερο των Λώρη, Σύλβιου, Καρακάση, όπου έλεγε:
Ηβί ηβί πια σαν δεν ντρέπονται να κάνουνε λωλάδες,
Ούλοι τσι με τσι ναύτιδοι, και με τσι θερμαστάδες...
Εδώ τσι θέλω τσι λωλούς, που κάνουν όλοι κλου,
Τσι γιαβουκλούδες να ’ρθουνε, να πιάσουν γιαβουκλού...
Όχι που να το παινευτώ, μόλις με είδε μόνη,
Παράτησε και γέφυρα, και πλοίο, και τιμόνι,
Κι ήρθε κοντά μου σαν λωλός, και ήγλεπε τα νιάτα μου,
Τσι πλάτες μου, τσι γάμπες μου, κι ούλα τα κριγιάτα μου. Μέχρι που δεν νταγιάντισα κι είπα ηβί καλέ, σε είδα,
Κι αυτός μου λέει γλυκά, γλυκά.
Έλα καλέ στη γέφυρα να δεις και την πυξίδα.
Τι λες, του λέω, τι θαρρείς πως είμαι σουρλουλού;
Εγώ, αν θέλω γιαβουκλού, τον θέλω στεριανό,
Και όχι θαλασσόλυκο, τρελό θαλασσινό.
Άδικα, καπετάνιο μου, τσι ώρες σου χαλάς,
Εμένανε με κυνηγά ούλος ο μαχαλάς.
Του τα πα και ξεθύμανα και του ’στρίψε η βίδα!
Στο τέλος... με κατάφερε, την είδα την... πυξίδα!
Στην πρόζα είναι η πρώτη διδάξασα, εκείνη που καθιέρωσε τη «Μαντάμ Σουσού» του Δημήτρη Ψαθά.
«Τέτοια ταύτιση ρόλου, δεν έχει ξαναϋπάρξει», πιστεύει ο Γιώργος Λαζαρίδης.
« Όταν η Μαρίκα Νέζερ έπαιζε τη Μαντάμ Σουσού αναρωτιόσουνα αν γέννησε η Μαρίκα Νέζερ τη Μαντάμ Σουσού, ή η Μαντάμ Σουσού τη Μαρίκα Νέζερ».
Η «Μαντάμ Σουσού» ήταν μια φανταστική ηρωίδα, μεγαλομανής, φτωχή και εντέλει ψηλομύτα.
Τις ιστορίες τις έγραφε ο Δημήτρης Ψαθάς σε εβδομαδιαίο περιοδικό και μετά το έκανε νούμερο επιθεώρησης, θεατρικό έργο, ταινία.
Στην ταινία του 1948, «Μαντάμ Σουσού» ήταν η Νέζερ. Παναγιωτάκης -ο ταλαίπωρος σύζυγός της δηλαδή -ήταν ο Βασίλης Λογοθετίδης.
Έκανε πολλές ταινίες από τότε η Νέζερ, αλλά ποτέ ως πρωταγωνίστρια.
Έκτοτε η ταινία δεν ξαναπαίχτηκε.
Η κόπια έχει εξαφανιστεί...
Η «Μαντάμ Σουσού» έγινε σίριαλ δύο φορές.
Την πρώτη με την Άννα Πάίταζή και τη δεύτερη με την Άννα Παναγιωτοπούλου.
«Δεν μπορώ να δω άλλη Μαντάμ Σουσού, εκτός από τη Νέζερ...» δηλώνει η Σπεράντζα Βρανά...
Το φόρτε πάντως της Μαρίκας Νέζερ ήταν οι μιμήσεις.
Μπορούσε να μιμηθεί την Κοτοπούλη, την Κατερίνα Ανδρεάδη, την Κυβέλη. Αλλά και άντρες: Τον Κόκκινη, τον Μαυρέα, τον Πέτρο Κυριάκό...
« Έκανα δεκαεφτά ηθοποιούς», έλεγε η ίδια... «Χώρια τους πολιτικούς της εποχής.
»Έχω παίξει σε πολλές επιθεωρήσεις, στο Ακροπόλ, στου Σαμαρτζή, στο Βέμπο. Έκανα πολλά νούμερα.
»Αλλά ό,τι νούμερο και να ’κανα, όσο επιτυχία και να ’χε, ο κόσμος πάντα μου φώναζε:
»Μιμήσεις... Μιμήσεις...
»...Και με χειροκροτούσε. Πολλές φορές ξανάβγαινα μετά το νούμερο για να τους ευχαριστήσω, κι έκανα και μιμήσεις, ό,τι μου ’ρχότανε...
»Ε! Τότε γινότανε το σώσε...»
Η Μαρίκα Νέζερ δεν ησύχαζε ποτέ.
Όταν πρωτοϊδρύθηκε η Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, πήγε κι έκανε μαθήματα με δάσκαλο τον Φώτο Πολίτη.
Χρόνια αργότερα, πρωταγωνίστρια πια, πάει να μαθητεύσει πλάι στον Ροντήρη.
«Διδάχθηκα από αυτόν πολλά κι ας ήμουνα φτασμένη», έλεγε η Μαρίκα.
«Διδάχθηκα τις αναπνοές, τις παύσεις, πολλά.
»Τον ευχαριστώ.
»Το ’χα ανάγκη να διδάσκομαι. Μακάρι να μπορούσα να το κάνω κάθε μέρα.
» Ήθελα να μαθαίνω.
«Εκείνο που μου άρεσε πιο πολύ ήταν οι πρόβες.
«Ήθελα να βρίσκομαι μπροστά στις πρόβες των μεγάλων ηθοποιών, γιατί έβλεπα και τη διδασκαλία που έκανε ο σκηνοθέτης.
«Η πρόβα είναι το παν...»
«Θυμάμαι μια φορά,» μου λέει η Σπεράντζα Βρανά, «ντυνόμαστε μαζί στο καμαρίνι.
«Πριν βγει έκανε πρόβες μπροστά στον καθρέφτη.
» Έκανε πρόβες πώς θα πει το νούμερο, ένα νούμερο που το ήξερε από έξω κι ανακατωτά...
»Βρε Γιαννάκη, για κοίτα με, μου έλεγε... Έτσι είμαι καλύτερα ή έτσι;
«Με έλεγε Γιαννάκη γιατί της θύμιζα τον γιο του Αυλωνίτη, που, όταν κρύωνε, έβαζε -όπως εγώ- τα χέρια κάτω από τα μανίκια...
»Η Μαρίκα καθότανε με τις ώρες στην κουίντα, προτού βγει στη σκηνή να παίξει.
«Καθότανε και κοίταζε τι κοινό είναι από κάτω, αν είναι θερμό, αν χειροκροτάει τους άλλους, γιατί αν δεν τη χειροκροτούσαν πολύ έπεφτε στον θάνατο.
«Στο τέλος μου έλεγε καμιά φορά στενάχωρημένη:
» Απόψε, Γ ιαννάκη παιδί μου, ήτανε αυστριακοί.
»Γιατί κυρία Νέζερ; Δε σας χειροκροτήσανε;
"Παιδί μου, με χειροκροτήσανε... Αλλά ήθελα πιο θερμό.
»Θυμάμαι όταν τη συνάντησα για τελευταία φορά ήταν λίγο προτού πεθάνει. Ήταν άρρωστη και δεν μπορούσε να παίξει. Ήταν Σάββατο του Λαζάρου και ξημέρωνε Κυριακή των Βάΐων...
»Αύριο σταματάνε όλα τα θέατρα, μου είπε και τα μάτια της δάκρυσαν».
Ο Ερρίκος ήταν άλλος άνθρωπος. Ήταν πιο κοινωνικός. Είχε ενδιαφέροντα πέραν του θεάτρου.
«Εκτός από τα άλλα ήτανε και φανατικός φίλαθλος, οπαδός του Ολυμπιακού», θυμάται ο Φρίξος Ηλιάδης.
«Παρακολουθούσε ό,τι αφορούσε την ομάδα του.
»Τότε είχε αρχίσει και η τηλεόραση να δείχνει τα ματς. Έβλεπε με τις ώρες αθλητικές εκπομπές.
»Ένα απόγευμα λοιπόν, στα 1971, με παίρνει στο τηλέφωνο, στην εφημερίδα που δούλευα:
»Ξεκίνα για την πλατεία Βικτωρίας, μου λέει. Σε λίγο τελειώνουν τα αθλητικά, κι έρχομαι κι εγώ.
»Πήγα στην πλατεία και τον περίμενα.
»Μετά από λίγο έρχεται κάποιος συγγενής του και μου λέει:
»Πέθανε ο Ερρίκος, μόλις έκλεισε το ακουστικό".
«Είχε λατρεία η Μαρίκα μαζί του», μου είπε ο θεατρικός συγγραφέας Νίκος Αθερινός που τους είχε γνωρίσει από κοντά και τους δύο.
«Κατά σύμπτωση η συνάντησή μας έγινε στην πλατεία Βικτωρίας.
»Ήταν πολύ αγαπημένο ανδρόγυνο. Δεν ήθελε ο ένας να στεναχωρεί τον άλλον.
«Υπάρχει και το εξής περιστατικό:
»0 Κονταρίνης είχε κλείσει στο θέατρο Βέμπο. Η Νέζερ δεν ήθελε να πάει γιατί είχε μια διαφορά πέντε δραχμές με την επιχείρηση.
»Στο τέλος για να πάει και να της γίνει το χατίρι, πλήρωσε ο Ερρίκος τη διαφορά, κρυφά από τη Μαρίκα.
»Θυμάμαι, μια φορά, πέντε έξι χρόνια μετά τον θάνατό του, σ’ ένα θέατρο...
»Ήτανε το μνημόσυνό του, και η Μαρίκα Νέζερ κερνούσε γλυκά στα παρασκήνια χωρίς όμως, να εξηγεί στον καθένα τον λόγο.
»Εγώ το ήξερα.
»Οπότε κάποια στιγμή έρχεται σε μένα αμήχανη και μου λέει:
»Κύριε Νίκο, μου εύχονται χρόνια πολλά... Τι να τους πω;
»Νόμιζε ότι θα τους προσβάλει, αν τους διόρθωνε το αθέλητο λάθος τους.
»Τόσο διακριτική ήταν, τόσο ευσυνείδητη.
»Μεγάλη κυρία.
»Η τελευταία φορά που συνεργάστηκα μαζί της ήταν το 1976 στο θέατρο Μινώα■κάναμε το Ρετρό.
»Υπέφερε ήδη πολύ από τα πόδια της. Περπατούσε κουτσαίνοντας και στον δρόμο και στα παρασκήνια.
»Μόλις όμως έβγαινε στη σκηνή, θαρρούσες πως δεν έχει τίποτα, λες και το σανίδι ήταν γι’ αυτήν παυσίπονο.
»Παρά τους πόνους της, ένα τέταρτο πριν από την εμφάνισή της στέκονταν πάντα στην κουίντα.
» Έτοιμη ήδη, ντυμένη, μακιγιαρισμένη.
»Κυρία Μαρίκα μου, γιατί δεν πάτε να καθίσετε στο καμαρίνι σας, να ξεκουραστείτε λίγο; τη ρωτώ ένα βράδυ. Έχετε τόση ώρα ακόμη μέχρι να έλθει η σειρά σας.
» Οχι, κύριε Νικόλα μου, μου απαντά ευγενικά εκείνη... Δε θα σας δώσω το δικαίωμα να μου κάνετε παρατήρηση...
»Μα για ποιο λόγο να σας κάνω παρατήρηση. Γιατί;
»Διότι αν, ο μη γένοιτο, πάθει κάτι ο συνάδελφος που είναι πάνω στη σκηνή κι εγώ που βγαίνω στη συνέχεια δεν είμαι έτοιμη, θα γίνει χάσμα και σεις δικαιολογημένα θα φωνάζετε: Μα πού είναι επιτέλους αυτή η Νέζερ...
»Η αλήθεια είναι ότι από το θάνατο του Ερρίκου και μετά η Μαρίκα βιολογικά έπεσε πολύ...»
Όχι, όμως και το πάθος της για το θέατρο...
Μόνο που οι δυνάμεις της σιγά σιγά την οδηγούσαν στην αποστρατεία. Εκείνη όμως αντιστεκότανε.
Η εξομολόγησή της στη Σπεράντζα Βρανά είναι αποκαλυπτική.
«Εγώ έλεγα πάντα να πεθάνω πάνω στη σκηνή.
»Ογδόντα χρόνων θα γίνω; Ενενήντα; Εγώ θα παίζω.
» Έτσι νόμιζα. Ότι θα μπορούσα.
»Θυμάμαι ένα καταπληκτικό νούμερο που κάναμε στο Ακροπόλ ντουέτο με τον Γιώργο τον Γαβριηλίδη. Λεγόταν “Συνταξιούχοι ηθοποιοί”. Το είχε γράψει η περίφημη τριάς... όπως τους λέγαμε με μια λέξη τότε: Ο Ασημακόπουλος, ο Σπυρόπουλος και ο Πα-παδούκας.
» Έλεγα εγώ:
» Τι σουξέ ήταν εκείνα που είχα εγώ σαν θεατρίνα.
»Τι σουξέ που είχες Γιώργο μου κι εσύ...
» Έλεγε ο Γιώργος:
»Πέρασαν αυτά τα χρόνια. Μια ολόκληρη ζωή.
»Και στο πέρασμα μας λένε: Να δυο γέροι ηθοποιοί...
»Ύστερα κάναμε χορό, και μ’ έριχνε κάτω. Κι όταν σηκωνόμαστε κάναμε πως μας έπιανε το νεφρό μας και φωνάζαμε αααχ και τέτοια.
»Πού να ξέραμε τότε ότι θα γερνούσαμε κι εμείς, και αυτά τα αχ θα γινόντουσαν κάποτε στ’ αλήθεια...
»Κάναμε τους γέρους που περιμένουνε στην ουρά να πάρουνε τη σύνταξη.
»Πού να το φανταζόμουνα τότε το 1947- ότι θα γινόμουνα κι εγώ συνταξιούχος.
»Κι όμως η τελευταία φορά που έπαιξα ήταν η καλύτερή μου εμφάνιση. Το καλύτερό μου παίξιμο...
»Έτσι μου είπε μια κυρία...
»Ήταν στο θέατρο “Κάπα” του Νίκου Κούρκουλου.
»Θα ανέβαζαν το “Πρόσκληση στον Πύργο”, και ο Βολανάκης που θα το σκηνοθετούσε επέμενε να παίξω εγώ τον ρόλο της βαρόνης.
»Του είχαν προτείνει διάφορες καρατερίστες.
»Εκείνος όμως επέμενε:
»Εγώ θέλω τη Νέζερ.
»Μου δώσανε να διαβάσω το έργο από ένα βιβλίο. Και βλέπω πως πρέπει να πω ολόκληρα κατεβατά.
»Πάει, λέω. Εγώ δεν μπορώ να το βγάλω πέρα αυτό το πράγμα.
»Άρχισα να τρέμω... Να θέλω να το στείλω πίσω...
»Τι κλάματα έκανα.
»Το ’δινα στον ανιψιό μου, τον Κόνη, να το πάει πίσω και μόλις έκανε να φύγει του φώναζα:
»Φέρ ’ το, φέρ ’ το. Θα το παίξω.
»Τελικά το έπαιξα και είχα πολύ μεγάλη επιτυχία...
»0 Βολανάκης με είχε βάλει στο φινάλε και χαιρέταγα μόνη μου, πριν από τον Κούρκουλο που έβγαινε τελευταίος...
»Τι χειροκρότημα ήταν αυτό.
»Καμιά φορά πονούσε το πόδι μου. Στεκόμουνα λοιπόν στην άκρη. Πιανόμουνα από την αυλαία και χαιρέταγα. Να μη χάσω το χειροκρότημα.
»Από μέσα μου σκεφτόμουνα:
»Πώς θα μπορέσω να μπω τώρα μέσα...
»0 κόσμος νόμιζε ότι κρατούσα την αυλαία από σκέρτσο. Όπως έκανα πάντα από παλιά.
»Εγώ όμως κόντευα να πεθάνω από τον πόνο.
»Όταν είσαι στη σκηνή σε συνεπαίρνει τόσο πολύ, που δε σε νοιάζει τι θα γίνει μετά.
»Ζεις μόνο το τώρα που είναι συγκλονιστικό.
»0 κόσμος ερχόταν στα παρασκήνια και μου ’λεγε:
»Κυρία Νέζερ. Αχ, κυρία Νέζερ κλέψατε την παράσταση.
»Κι εγώ ντρεπόμουν γιατί το άκουγαν οι άλλοι και δεν ήθελα. Κι έλεγα:
» Ελάτε, καλέ, τι είμαι;... Κλέφτρα είμαι για να κλέψω την παράσταση;
»Μ’ άρεσε πολύ, όμως, που το λέγανε.
»Είδες τι λένε, σκεφτόμουνα... Είναι σπουδαίο να ξέρεις τι είσαι. Αλλά να μην το λες εσύ. Να σου το λεν’ οι άλλοι.
»Γι’ αυτό λυπήθηκα που αρρώστησα κι αναγκάστηκα να δια-κόψω τις εμφανίσεις μου, δύο μήνες προτού τελειώσουν οι παραστάσεις.
»Ήθελαν να μου κάνουν και μια αποχαιρετιστήρια βραδιά, αλλά δεν πρόλαβαν. Αρρώστησα...
»Έχω παίξει και τι δεν έχω παίξει στην καριέρα μου. Όμως αυτός ο ρόλος θα μου μείνει αξέχαστος. Ίσως γιατί ήταν ο τελευταίος...»
Από τις τελευταίες εμφανίσεις της ήταν στο «Ρετρό».
«Είχαμε ξαναζωντανέψει παλιές επιτυχίες του μουσικού θεάτρου κυρίως του βαριετέ, με παρουσιαστή τον Ορέστη Λάσκο, τον σκηνοθέτη του Αττίκ και για χρόνια ψυχή του περίφημου Αλκζάρ της οδού Λαρίσης», θυμάται ο Γιώργος Λαζαρίδης. «Ζητήσα με να συμμετάσχει και η Νέζερ. Στην αρχή αρνήθηκε:
»Γιώργο μου, έχω ένα πρόβλημα, μου είπε. Αν παίξω θα μου σταματήσουν τη σύνταξη κι εγώ δεν έχω άλλα έσοδα να ζήσω.
»Πόσα παίρνεις σύνταξη Μαρίκα; τη ρωτάω.
»Τρία χιλιάρικα.
»Λοιπόν εγώ θα σου δώσω τριών μηνών σύνταξη, και θα είσαι καλυμμένη.
»Γίνεται;
»Γίνεται.
»Και με το ξεκίνημα της δίνω ένα φάκελο με είκοσι χιλιάδες δραχμές. Έπαιξε λοιπόν στο Μινώαένα με ενάμιση μήνα και μετά αρρώστησε. Είχε καταπληκτική επιτυχία. Μόλις έβγαινε, κάτω στην πλατεία γινότανε χαμός. Στον μήνα επάνω, με περίμενε ένα βράδυ στο θέατρο.
»Τι έγινε Μαρίκα μου, της λέω. Συμβαίνει τίποτα;
»Ναι, μου λέει. Κι αυτό είναι δικό σου... Και μου δίνει ένα φάκελο με τα λεφτά που της είχα δώσει για να καλύψει τη σύνταξη.
»Αυτά είναι δικά σου, Μαρίκα μου.
» Όχι. Γιατί είναι η πρώτη φορά που πήρα περισσότερα χρήματα απ' όσα περίμενα... Και δεν μπορώ να κρατήσω χρήματα που δεν τα έχω δουλέψει».
Η Μαρίκα Νέζερ έπαιξε και στην τηλεόραση. Μεταξύ άλλων έλαβε μέρος στη σειρά «Ορκίζομαι να είπω την αλήθεια», η οποία ήταν βασισμένη σε ευθυμογραφήματα του Δημήτρη Ψαθά, αλλά και στη σειρά του Κώστα Πρετεντέρη «Ο δρόμος», όπου έκανε τη θεία Πανδώρα.
Μέχρι τις τελευταίες μέρες της ζωής της θυμότανε απέξω όλους τους ρόλους, όλα τα νούμερα που κατά καιρούς είχε παίξει. Πολλές φορές όπως η ίδια είχε πει ξυπνούσε τη νύχτα από τον ύπνο της κι έλεγε τα λόγια κάποιου ρόλου.
«Στην κηδεία της» μου λέει ο Νίκος Αθερινός «ήμασταν πολύ λίγοι- ο αείμνηστος πια Μίμης Τραίφόρος, που καθόταν δίπλα μου γυρίζει και μου ψιθυρίζει:
»Σήμερα, Νίκο, πέθανε η αγιοσύνη του θεάτρου...»
Στο φινάλε, κάποια δικά της λόγια αντί προσευχής:
«Αχ, το θέατρο είναι έρωτας. Ο πιο μεγάλος... Ο πιο τρελός... »Ακόμα και οι άνθρωποι που αγαπούσα ήταν σε δεύτερη μοίρα. »Όσες φορές και να γεννιόμουνα πάλι θεατρίνα θα γινόμουνα.
»Το θέατρο είναι άλλο πράγμα... Αλλο. Αλλο.
»Τους το λέω και δεν το πιστεύουν... Τόσο πολύ τ’ αγάπησες μου λένε... Που σε πίκρανε... που... που...
»Εγώ τους λέω τ’ αγαπάω... τ’ αγαπάω.
»Έζησα μέσα του αγωνίες και χαρές εξήντα πέντε ολόκληρα χρόνια. Όλα ξεχνιούνται με το χειροκρότημα...
»Έχω κλείσει μέσα στην καρδιά μου την αγάπη του κόσμου και τα χειροκροτήματα.
»Αχ, τα χειροκροτήματα!...»
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΙΧ. ΠΡΕΚΑΣ
«ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ... »ΙΟΥΛΙΟΣ 2006
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου