Στη σοφίτα της, η Μαντάμ Λαλορί έβγαζε τα πιο άρρωστα ένστικτά της
Ουρλιαχτά, κραυγές και βασανιστήρια πίσω από τις κλειστές πόρτες της έπαυλης της Μαντάμ Λαλορί στη Νέα Ορλεάνη. Μοιάζει σαν σκηνικό από θρίλερ, μόνο που στο συγκεκριμένο μέρος τα φρικαλέα γεγονότα συμβαίνουν στην πραγματικότητα.
Η Μαντάμ Ντελφίν Λαλορί, ήταν μία πολύ γοητευτική γυναίκα και εντυπωσίαζε με την εμφάνισή της όποιον την αντίκριζε. Γεννήθηκε στη Λουιζιάνα και η οικογένειά της καταγόταν από τη Γαλλία.
Είχε κάνει τρεις γάμους και με τον δεύτερο σύζυγό της απέκτησε τέσσερα παιδιά. Ο τρίτος της σύζυγος ήταν ο γιατρός Λέοναρντ Λαλορί.
Το ζευγάρι έμενε στην έπαυλη που έχτισε η Λαλορί, στην οποία ανήκε και το οικόπεδο. Ήταν μία από τις λίγες γυναίκες που είχαν δική τους ιδιοκτησία.
Όλη η ελίτ της πόλης ζήλευε την έπαυλή της με τους τρεις ορόφους και τον ξεχωριστό χώρο για τους σκλάβους. Η φημισμένη οικοδέσποινα διοργάνωνε τις πιο λαμπερές δεξιώσεις όπου έδινε το «παρών» όλη η αφρόκρεμα της Νέας Ορλεάνης.
Η φήμη της ήταν αψεγάδιαστη. Στη συναναστροφή της με τον έξω κόσμο φερόταν με ευγένεια, μάλιστα και με ενδιαφέρον σε εκείνους που είχαν κάποιο πρόβλημα υγείας. Όταν όμως έκλειναν οι πόρτες, οι έγχρωμοι υπηρέτες της συναντούσαν ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο.
Ο κόσμος όμως έλεγε ότι ήταν εξαιρετικά σκληρή, αδίστακτη με τους σκλάβους της τους οποίους μεταχειριζόταν σαν ζώα. Ιστορίες για τα βασανιστήρια που υπέστησαν οι σκλάβοι της Λαλορί ακούγονταν σε όλη την πόλη.
Σύμφωνα με τα όσα ακούγονταν η Μαντάμ Μαλορί ξυλοκοπούσε τις ίδιες της τις κόρες όταν έπαιρναν την πρωτοβουλία να πάνε φαγητό στους τιμωρημένους σκλάβους. Μάλιστα κάποιοι άφηναν να διαρρεύσουν φήμες ότι το ζεύγος Λαλορί έκανε ιατρικά πειράματα πάνω στους αδύναμους υπηρέτες. Άλλοι περιέγραφαν πως όταν στη σοφίτα, υπήρχαν κατακρεουργημένα κορμιά με ραμμένα στόματα ή ξεκοιλιασμένα ενώ μία φήμη έλεγε ότι η Λαλορί είχε σπάσει τα κόκαλα μίας γυναίκας.
Οι κραυγές ενός κοριτσιού που πήδηξε από το μπαλκόνι διαπέρασαν τους ήχους της πόλης. Η νεαρή κοπέλα χτένιζε τα μαλλιά της Λαλορί, όταν ξαφνικά η βούρτσα μπλέχτηκε σε μία τούφα. Η Μαντάμ Λαλορί πόνεσε, θύμωσε, άρπαξε ένα μαστίγιο και άρχισε να κυνηγάει τη σκλάβα. Η κοπέλα, θεώρησε ότι ο θάνατος θα ήταν λιγότερος επώδυνος από την τιμωρία που την περίμενε κι έτσι προτίμησε να πηδήξει από το μπαλκόνι και να σκοτωθεί.
Ο θάνατος τράβηξε την προσοχή της κοινής γνώμης. Η Λαλορί τιμωρήθηκε και την ανάγκασαν να παραδώσει εννιά απ’ τους καλύτερους και τους πιο ακριβούς σκλάβους της. Ανήκε βέβαια στην ελίτ της πόλης κι έτσι ήξερε πολύ κόσμο. Αξιοποίησε τις γνωριμίες της κι έτσι τους πήρε πίσω. Έκτοτε δεν ακούστηκε καμία άλλη ιστορία για τη Λαλορί και η υποψία ότι βασανίζει τους σκλάβους της γρήγορα ξεχάστηκε. Μέχρι την 10η Απριλίου του 1834…
Το μοιραίο βράδυ της 10ης Απριλίου
Βράδυ 10ης Απριλίου του 1834. Από την έπαυλη της Μαντάμ Λαλορί στη Νέα Ορλεάνη ακούγονται κραυγές.
Το σπίτι είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Η αστυνομία και η πυροσβεστική έπαθαν σοκ με το θέαμα που αντίκρισαν όταν μπήκαν στο κτίριο. Μία Αφρικανή ήταν δεμένη με αλυσίδα στην κουζίνα. Αργότερα αποκάλυψε ότι έβαλε η ίδια τη φωτιά για να αυτοκτονήσει και να αποφύγει το μαρτύριο που την περίμενε…
Οι πυροσβέστες ζήτησαν τα κλειδιά της σοφίτας, όπου έμεναν οι υπόλοιποι Αφρικανοί σκλάβοι του σπιτιού, όμως η οικοδέσποινα αρνήθηκε να τους τα δώσει.
Χωρίς να πάρουν τελικά την άδειά της, έσπασαν την πόρτα και ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο με τις αφάνταστες φρικαλεότητες της Μαντάμ Λαλορί.
Φυλακισμένοι άνθρωποι με διαμελισμένα άκρα υπήρχαν σε όλο το δωμάτιο και όλοι ήταν σκλάβοι της Λαλορί.
Από το ταβάνι, κρέμονταν εφτά άνθρωποι, με τα άκρα τους διαμελισμένα και χοντρά σιδερένια κολάρα γύρω απ’ το λαιμό τους. Σε ένα άλλο σημείο, βρισκόταν μία ηλικιωμένη μαύρη γυναίκα με μια τεράστια πληγή στο κρανίο.
«Κάποιοι άνθρωποι καλύτερα να κάθονται στα σπίτια τους και να μην έρχονται στα σπίτια άλλων για να διατάζουν και να μπλέκονται στα πόδια τους» ισχυρίστηκε ο σύζυγος της Λαλορί όταν τον ρώτησαν εάν γνώριζε τι γινόταν μέσα στη σοφίτα. Η αντίδραση του ζεύγους ήταν φυσικό να εξαγριώσει το πλήθος.
Η αμετανόητη Λαλορί και η ταφόπλακα
Το οργισμένο πλήθος στράφηκε εναντίον των Λαλορί και προκάλεσε τεράστιες ζημιές στην έπαυλη. Η οικογένεια όμως είχε καταφέρει να διαφύγει και τα ίχνη τους χάθηκαν. Ό,τι και να έγινε σε αυτή την έπαυλη-φρίκης έμεινε καλά κρυμμένο σε αυτούς τους τοίχους. Μετά το μοιραίο βράδυ κανείς δεν είδε ή άκουσε ποτέ για αυτήν.
Το 1930 εντοπίστηκε σε ένα νεκροταφείο στο Σαιντ Λούις μία ταφόπλακα που έγραφε: «Μαντάμ Μαρί Ντελφίν Λαλορί, πέθανε στο Παρίσι στις 7 Δεκεμβρίου του 1842».
Τα αίτια είναι άγνωστα. Η έπαυλη της Μαντάμ Λαλορί βρίσκεται στην Νέα Ορλεάνη και δέχεται χιλιάδες επισκέπτες, που γνωρίζουν την ιστορία της. Το σπίτι της αποτελεί ένα μνημείο φρίκης στην πόλη της Νέας Ορλεάνης, με τα κέρινα ομοιώματα να αναπαριστούν βίαιες και αποτρόπαιες σκηνές βασανιστηρίων όπως και αυτές που πραγματικά συντελέστηκαν μέσα σε αυτό το σπίτι
Άλλες φήμες υποστηρίζουν ότι το σπίτι είναι στοιχειωμένο από τους δεκάδες ανθρώπους που βασανίστηκαν τόσο απάνθρωπα και έχασαν τις ζωές τους από την σαδιστική και ρατσιστική μεταχείριση της Λαλορί. Μάλιστα λέγεται ότι στο τέλος της ζωής της η Ντελφίν Λαλορί δεν μετανόησε στο παραμικρό για τις ειδεχθείς πράξεις της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου