της Ηρώς Κουνάδη
Πλατεία Ομονοίας –Τι πρίμαις! Τι τενόροι!
Τι όμορφα κομμάτια και τι σουλατσαδόροι!
Πηγαίνει τόσος κόσμος το θέαμα να ίδη
και σπρώχνεται και σπρώχνει και γίνεται μουσκίδι.
Και όσοι δεν καθίζουν δι’ έλλειψιν χρημάτων,
όρθιοι απολαμβάνουν των πέριξ θεαμάτων.
Απάνω κάτω τρέχουν με δίσκους τα γκαρσόνια
και πέφτουν κάπου κάπου και μερικά κανόνια.
Τουτέστιν μ’ άλλους λόγους μες στο πολύ ασκέρι,
μέσα στων καφενείων το τόσο νταραβέρι
μες στις φωναίς, στα πιάνα, στους κρότους, στην κουβέντα,
ξεχάνουν να πληρώσουν πολλοί τα τραταμέντα.
Τέτοια έγραφε ο Γεώργιος Σουρής για την αθηναϊκή «πλατεία των πλατειών» στα τέλη του 19ου αιώνα. Η Ομόνοια μπορεί σήμερα να μην θυμίζει τίποτα από την παλιά της αίγλη, όμως μια φορά κι έναν καιρό ήταν το πιο κοσμικό σημείο και η πιο λαοφιλής βόλτα στην πόλη. Θα το καταλάβετε, την επόμενη φορά που δεν θα περάσετε τρέχοντας και με το βλέμμα κατεβασμένο, αν κοιτάξετε ψηλά: Μερικά από τα πιο αριστοτεχνικά κτίρια εκείνης της περιόδου (όσα γλίτωσαν από τη λαίλαπα των κατεδαφίσεων) αγκαλιάζουν περιμετρικά την πλατεία –που αργά αλλά σταθερά βγαίνει από το σκοτάδι και την σιωπή της, κάνοντάς μας να ελπίζουμε ότι σε μερικά χρόνια θα επανέλθει στη ζωή της πόλης, αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση.
Μπάγκειον και Μέγας Αλέξανδρος
Ο Ιωάννης Μπάγκας ήταν μεγάλος εθνικός ευεργέτης από την Κορυτσά της Βορείου Ηπείρου, με μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ιστορία: Έχοντας δημιουργήσει τεράστια περιουσία στη Ρουμανία, το 1889 αποφάσισε να την δωρίσει όλη στο ελληνικό κράτος. Όταν λέμε όλη, εννοούμε όλη: Ο Μπάγκας δέχτηκε να πάρει μόνο μια σύνταξη 400 δραχμών τον μήνα από το ελληνικό δημόσιο, κι αυτό επειδή ο Χαρίλαος Τρικούπης επέμεινε πολύ ότι δεν ήταν δυνατόν ο μέγας ευεργέτης να μην έχει έστω τη δυνατότητα να ζει αξιοπρεπώς. Όταν πέθανε, ο Μπάγκας είχε καταφέρει να κάνει ένα σημαντικό κομπόδεμα από αυτήν την πενιχρή σύνταξη –το οποίο άφηνε εκ νέου, μέσω της διαθήκης του, στο ελληνικό δημόσιο.
Ο Μπάγκας, λοιπόν, είχε αγοράσει το 1883 το οικόπεδο στο οποίο βρίσκεται σήμερα το εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο Μέγας Αλέξανδρος, για να χτίσει εκεί το σπίτι του. Το σχέδιο αυτό δεν το πραγματοποίησε ποτέ, και το Ξενοδοχείο Μέγας Αλέξανδρος, που σχεδιάστηκε όπως και το «δίδυμο» Μπάγκειον δίπλα του, από τον Έρνστ Τσίλλερ, ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1889. Τα δύο ξενοδοχεία δωρίθηκαν, μαζί με όλη την υπόλοιπη περιουσία του Μπάγκα, στο ελληνικό κράτος. Λειτούργησαν για έναν περίπου αιώνα, ως ξενοδοχεία Α’ κατηγορίας, με πελάτες κυρίως εύπορους Έλληνες από την επαρχία. Στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα το Μπάγκειον υπήρχε μέχρι το 1883 κατοικία στην οποία έμενε η οικογένεια του Χαρίλαου Τρικούπη. Τα δύο δίδυμα ξενοδοχεία θεωρούνται αντιπροσωπευτικά του έργου του Τσίλλερ, και του όψιμου αθηναϊκού κλασικισμού.
Τα έσοδα από την λειτουργία των ξενοδοχείων διατίθεντο για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Στην Κατοχή, επιτάχθηκαν και τα δύο από τους Γερμανούς. Στο υπόγειο του Μπάγκειον λειτουργούσε αρχικά το καφέ σαντάν του Μανέα, όπου ξένες κυρίως καλλιτέχνιδες τραγουδούσαν ιταλικά λαϊκά τραγούδια και αποσπάσματα από όπερες. Αργότερα, την θέση του πήρε το περίφημο καφενείο Μπάγκειον, στέκι λογοτεχνών της εποχής, μεταξύ των οποίων οι Γιάννης Ρίτσος, Κώστας Βάρναλης, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Άγγελος Τερζάκης και άλλοι.
Ξενοδοχείο Κάρλτον
Στη γωνία Δώρου και πλατεία Ομονοίας, το νεοκλασικό κτίριο που κτίστηκε τη δεκαετία του 1860 και πρόλαβε να κηρυχθεί διατηρητέο, γλιτώνοντας τον ορυμαγδό των κατεδαφίσεων, είναι κυρίως γνωστό για το café Νέον, που επέστρεψε στη ζωή της πλατείας πανηγυρικά πριν από λίγους μήνες, μετά το κλείσιμό του το 2010. Το «Νέον Βυζάντιο», όπως ήταν το αρχικό του όνομα, λειτούργησε για πρώτη φορά στο ισόγειο του ξενοδοχείου Κάρλτον το 1920 και γνώρισε τις μεγαλύτερες δόξες του την περίοδο 1925-1940.
Ξενοδοχείο Εξέλσιορ
Το υπέροχο νεοκλασικό στη γωνία Πατησίων και Πανεπιστημίου, που σήμερα στεγάζει την Εθνική Τράπεζα, πήρε στα τέλη του 19ου αιώνα την θέση της κατοικίας του αρχιτέκτονα Λύσανδρου Καυταντζόγλου, την οποία είχε σχεδιάσει ο ίδιος (για όσους χρειάζονται ένα φρεσκάρισμα της μνήμης, ο Καυταντζόγλου είναι ο αρχιτέκτονας του Πολυτεχνείου, του Αρσακείου και της εκκλησίας της Αγίας Ειρήνης, μεταξύ άλλων). Το κτίριο στέγασε αρχικά το ξενοδοχείο Βικτόρια, το οποίο το 1929 άλλαξε όνομα κι έμεινε στην ιστορία ως Εξέλσιορ.
Γνωστό για την πολυτέλεια, την πανοραμική του θέα στην πλατεία και την γλωσσομάθεια των υπαλλήλων του, το Εξέλσιορ στέγαζε στο ισόγειό του το γαλακτοπωλείο-ζαχαροπλαστείο του Μπερνίτσα την περίοδο 1895-1899. Εδώ ήταν που οι Αθηναίοι δοκίμασαν για πρώτη φορά ένα εξαίσιο γλύκισμα από τας Ευρώπας, την κρέμα σαντιγί. Ο Παναγιώτης Μπερνίτσας, ο ιδιοκτήτης του, διέθετε δικό του βουστάσιο αρχικά στην οδό Ηπείρου και αργότερα σε ιδιόκτητο κτήμα στην Ιερά Οδό, απέναντι από τον Εθνικό Κήπο. Αναλάμβανε δεξιώσεις σε σπίτια της αριστοκρατίας της εποχής, καθώς και δημόσιες τελετές, ενώ έκανε και διανομή γάλακτος κατ’ οίκον.
Φαρμακείο του Μπακάκου
Τα θρυλικά «ραντεβού στου Μπακάκου» δεν δίνονταν από τους επαρχιώτες που έρχονταν στην Αθήνα στο 3 της οδού Αγίου Κωνσταντίνου, που γνωρίζουμε σήμερα ως φαρμακείο του Μπακάκου. Το ιστορικό σημείο συνάντησης βρισκόταν, από το 1917, στο ισόγειο του νεοκλασικού που στέγαζε το ξενοδοχείο Ομόνοια , στη γωνία της Αγίου Κωνσταντίνου (στον αριθμό 1) με την Ομόνοια. Γιατί να είναι ένα φαρμακείο ιστορικό, θα αναρωτηθείτε; Γιατί μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα φαρμακεία (ναι, τα φαρμακεία) ήταν χώροι συνάντησης πολιτικών.
Το συγκεκριμένο συγκέντρωνε κατά κύριο λόγο πολιτικούς της βενιζελικής παράταξης, καθότι βενιζέλικος ήταν και ο Πέτρος Μπακάκος, ο φαρμακοποιός. Ένα τυπικό απόγευμα του 1919 στου Μπακάκου, ας πούμε, θα συναντούσατε τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου και τον Αλέξανδρο Διομήδη να συζητούν –ενίοτε και να λογοφέρνουν– με λογοτέχνες όπως ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης και ο Ιωάννης Γρυπάρης. Το διώροφο νεοκλασικό κατεδαφίστηκε το 1938, και στη θέση του ανεγέρθηκε πολυώροφο κτίριο, στο ισόγειο του οποίου στεγάστηκε το φαρμακείο, μέχρι να μεταφερθεί στο 3 της Αγίου Κωνσταντίνου, όπου λειτουργεί μέχρι σήμερα.
(*) Όλες οι πληροφορίες προέρχονται από το βιβλίο των Θανάση Γιοχάλα και Τόνιας Καφετζάκη, «Αθήνα- Ιχνηλατώντας την Πόλη με οδηγό την Ιστορία και τη λογοτεχνία», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, 2012.
(**) Όλες οι φωτογραφίες είναι από την σελίδα Η Αθήνα Μέσα στο Χρόνο.
Πλατεία Ομονοίας –Τι πρίμαις! Τι τενόροι!
Τι όμορφα κομμάτια και τι σουλατσαδόροι!
Πηγαίνει τόσος κόσμος το θέαμα να ίδη
και σπρώχνεται και σπρώχνει και γίνεται μουσκίδι.
Και όσοι δεν καθίζουν δι’ έλλειψιν χρημάτων,
όρθιοι απολαμβάνουν των πέριξ θεαμάτων.
Απάνω κάτω τρέχουν με δίσκους τα γκαρσόνια
και πέφτουν κάπου κάπου και μερικά κανόνια.
Τουτέστιν μ’ άλλους λόγους μες στο πολύ ασκέρι,
μέσα στων καφενείων το τόσο νταραβέρι
μες στις φωναίς, στα πιάνα, στους κρότους, στην κουβέντα,
ξεχάνουν να πληρώσουν πολλοί τα τραταμέντα.
Τέτοια έγραφε ο Γεώργιος Σουρής για την αθηναϊκή «πλατεία των πλατειών» στα τέλη του 19ου αιώνα. Η Ομόνοια μπορεί σήμερα να μην θυμίζει τίποτα από την παλιά της αίγλη, όμως μια φορά κι έναν καιρό ήταν το πιο κοσμικό σημείο και η πιο λαοφιλής βόλτα στην πόλη. Θα το καταλάβετε, την επόμενη φορά που δεν θα περάσετε τρέχοντας και με το βλέμμα κατεβασμένο, αν κοιτάξετε ψηλά: Μερικά από τα πιο αριστοτεχνικά κτίρια εκείνης της περιόδου (όσα γλίτωσαν από τη λαίλαπα των κατεδαφίσεων) αγκαλιάζουν περιμετρικά την πλατεία –που αργά αλλά σταθερά βγαίνει από το σκοτάδι και την σιωπή της, κάνοντάς μας να ελπίζουμε ότι σε μερικά χρόνια θα επανέλθει στη ζωή της πόλης, αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση.
Μπάγκειον και Μέγας Αλέξανδρος
Ο Ιωάννης Μπάγκας ήταν μεγάλος εθνικός ευεργέτης από την Κορυτσά της Βορείου Ηπείρου, με μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ιστορία: Έχοντας δημιουργήσει τεράστια περιουσία στη Ρουμανία, το 1889 αποφάσισε να την δωρίσει όλη στο ελληνικό κράτος. Όταν λέμε όλη, εννοούμε όλη: Ο Μπάγκας δέχτηκε να πάρει μόνο μια σύνταξη 400 δραχμών τον μήνα από το ελληνικό δημόσιο, κι αυτό επειδή ο Χαρίλαος Τρικούπης επέμεινε πολύ ότι δεν ήταν δυνατόν ο μέγας ευεργέτης να μην έχει έστω τη δυνατότητα να ζει αξιοπρεπώς. Όταν πέθανε, ο Μπάγκας είχε καταφέρει να κάνει ένα σημαντικό κομπόδεμα από αυτήν την πενιχρή σύνταξη –το οποίο άφηνε εκ νέου, μέσω της διαθήκης του, στο ελληνικό δημόσιο.
Ο Μπάγκας, λοιπόν, είχε αγοράσει το 1883 το οικόπεδο στο οποίο βρίσκεται σήμερα το εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο Μέγας Αλέξανδρος, για να χτίσει εκεί το σπίτι του. Το σχέδιο αυτό δεν το πραγματοποίησε ποτέ, και το Ξενοδοχείο Μέγας Αλέξανδρος, που σχεδιάστηκε όπως και το «δίδυμο» Μπάγκειον δίπλα του, από τον Έρνστ Τσίλλερ, ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1889. Τα δύο ξενοδοχεία δωρίθηκαν, μαζί με όλη την υπόλοιπη περιουσία του Μπάγκα, στο ελληνικό κράτος. Λειτούργησαν για έναν περίπου αιώνα, ως ξενοδοχεία Α’ κατηγορίας, με πελάτες κυρίως εύπορους Έλληνες από την επαρχία. Στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα το Μπάγκειον υπήρχε μέχρι το 1883 κατοικία στην οποία έμενε η οικογένεια του Χαρίλαου Τρικούπη. Τα δύο δίδυμα ξενοδοχεία θεωρούνται αντιπροσωπευτικά του έργου του Τσίλλερ, και του όψιμου αθηναϊκού κλασικισμού.
Τα έσοδα από την λειτουργία των ξενοδοχείων διατίθεντο για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Στην Κατοχή, επιτάχθηκαν και τα δύο από τους Γερμανούς. Στο υπόγειο του Μπάγκειον λειτουργούσε αρχικά το καφέ σαντάν του Μανέα, όπου ξένες κυρίως καλλιτέχνιδες τραγουδούσαν ιταλικά λαϊκά τραγούδια και αποσπάσματα από όπερες. Αργότερα, την θέση του πήρε το περίφημο καφενείο Μπάγκειον, στέκι λογοτεχνών της εποχής, μεταξύ των οποίων οι Γιάννης Ρίτσος, Κώστας Βάρναλης, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Άγγελος Τερζάκης και άλλοι.
Ξενοδοχείο Κάρλτον
Στη γωνία Δώρου και πλατεία Ομονοίας, το νεοκλασικό κτίριο που κτίστηκε τη δεκαετία του 1860 και πρόλαβε να κηρυχθεί διατηρητέο, γλιτώνοντας τον ορυμαγδό των κατεδαφίσεων, είναι κυρίως γνωστό για το café Νέον, που επέστρεψε στη ζωή της πλατείας πανηγυρικά πριν από λίγους μήνες, μετά το κλείσιμό του το 2010. Το «Νέον Βυζάντιο», όπως ήταν το αρχικό του όνομα, λειτούργησε για πρώτη φορά στο ισόγειο του ξενοδοχείου Κάρλτον το 1920 και γνώρισε τις μεγαλύτερες δόξες του την περίοδο 1925-1940.
Ξενοδοχείο Εξέλσιορ
Το υπέροχο νεοκλασικό στη γωνία Πατησίων και Πανεπιστημίου, που σήμερα στεγάζει την Εθνική Τράπεζα, πήρε στα τέλη του 19ου αιώνα την θέση της κατοικίας του αρχιτέκτονα Λύσανδρου Καυταντζόγλου, την οποία είχε σχεδιάσει ο ίδιος (για όσους χρειάζονται ένα φρεσκάρισμα της μνήμης, ο Καυταντζόγλου είναι ο αρχιτέκτονας του Πολυτεχνείου, του Αρσακείου και της εκκλησίας της Αγίας Ειρήνης, μεταξύ άλλων). Το κτίριο στέγασε αρχικά το ξενοδοχείο Βικτόρια, το οποίο το 1929 άλλαξε όνομα κι έμεινε στην ιστορία ως Εξέλσιορ.
Γνωστό για την πολυτέλεια, την πανοραμική του θέα στην πλατεία και την γλωσσομάθεια των υπαλλήλων του, το Εξέλσιορ στέγαζε στο ισόγειό του το γαλακτοπωλείο-ζαχαροπλαστείο του Μπερνίτσα την περίοδο 1895-1899. Εδώ ήταν που οι Αθηναίοι δοκίμασαν για πρώτη φορά ένα εξαίσιο γλύκισμα από τας Ευρώπας, την κρέμα σαντιγί. Ο Παναγιώτης Μπερνίτσας, ο ιδιοκτήτης του, διέθετε δικό του βουστάσιο αρχικά στην οδό Ηπείρου και αργότερα σε ιδιόκτητο κτήμα στην Ιερά Οδό, απέναντι από τον Εθνικό Κήπο. Αναλάμβανε δεξιώσεις σε σπίτια της αριστοκρατίας της εποχής, καθώς και δημόσιες τελετές, ενώ έκανε και διανομή γάλακτος κατ’ οίκον.
Φαρμακείο του Μπακάκου
Τα θρυλικά «ραντεβού στου Μπακάκου» δεν δίνονταν από τους επαρχιώτες που έρχονταν στην Αθήνα στο 3 της οδού Αγίου Κωνσταντίνου, που γνωρίζουμε σήμερα ως φαρμακείο του Μπακάκου. Το ιστορικό σημείο συνάντησης βρισκόταν, από το 1917, στο ισόγειο του νεοκλασικού που στέγαζε το ξενοδοχείο Ομόνοια , στη γωνία της Αγίου Κωνσταντίνου (στον αριθμό 1) με την Ομόνοια. Γιατί να είναι ένα φαρμακείο ιστορικό, θα αναρωτηθείτε; Γιατί μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα φαρμακεία (ναι, τα φαρμακεία) ήταν χώροι συνάντησης πολιτικών.
Το συγκεκριμένο συγκέντρωνε κατά κύριο λόγο πολιτικούς της βενιζελικής παράταξης, καθότι βενιζέλικος ήταν και ο Πέτρος Μπακάκος, ο φαρμακοποιός. Ένα τυπικό απόγευμα του 1919 στου Μπακάκου, ας πούμε, θα συναντούσατε τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου και τον Αλέξανδρο Διομήδη να συζητούν –ενίοτε και να λογοφέρνουν– με λογοτέχνες όπως ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης και ο Ιωάννης Γρυπάρης. Το διώροφο νεοκλασικό κατεδαφίστηκε το 1938, και στη θέση του ανεγέρθηκε πολυώροφο κτίριο, στο ισόγειο του οποίου στεγάστηκε το φαρμακείο, μέχρι να μεταφερθεί στο 3 της Αγίου Κωνσταντίνου, όπου λειτουργεί μέχρι σήμερα.
(*) Όλες οι πληροφορίες προέρχονται από το βιβλίο των Θανάση Γιοχάλα και Τόνιας Καφετζάκη, «Αθήνα- Ιχνηλατώντας την Πόλη με οδηγό την Ιστορία και τη λογοτεχνία», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, 2012.
(**) Όλες οι φωτογραφίες είναι από την σελίδα Η Αθήνα Μέσα στο Χρόνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου