Είμαστε στην αμαρτωλή δεκαετία του 1930 και η κοσμική Κηφισιά ξεφαντώνει. Κάποιες κυρίες βαριούνται θανάσιμα -εύκολη λεία για τους πανταχού παρόντες ζιγκολό. Πάρτε εικόνα…
«Που τον ξέρεις αυτόν που χαιρέτησες; Με ρώτησε ο συμπεριπατητής μου, σαν προσπεράσαμε τον περί ού ο λόγος.
-Τον Ντιντή; Έκανα. Συστηθήκαμε ένα βράδυ στο Σεσίλ της Κηφισιάς.
--Πως τον είπες; Ντιντή; Τον ξέρεις καλά;
-Όσο μπορεί να ξέρη κανείς έναν παρόμοιο τύπο. Συχνάζει σ’ όλα τα κέντρα, είνε μέλος του Τένις Κλάμπ, χορεύει στου Απέργη, παίζει σεμέν-ντε-φερ στο Λουτράκι, κάνει γουήκ-έντ στις Σπέτσες, καταλαβαίνεις τέλος πάντων.
Ο συνομιλητής μου έμεινε με το στόμα ορθάνοικτο.
-Γιατί αυτή η κατάπληξις; Ρωτώ ζεναρισμένος. Τον ξέρεις;
-Τον Κωνσταντή δεν ξέρω; Υπήρξαμε αντερασταί!
-Γι΄αυτό μόλις σε είδε γύρισε τα μούτρα του;
0 άλλος γέλασε.
-Μεσάνυχτα έχεις, μου λέγει. Σου έδειξε τα οικόσημά του ο φίλος;
-Τι θέλεις να πής; Για την καταγωγή του; Έμαθα πως ο πατέρας του έχει βαμμαβακοφυτείες στην Τάντα της Αιγύπτου.
-Πφ! Μωρ’ εσύ είσαι απελπισία. Δεν τα κοπάνισες καμμιά φορά στην Φρεαττύδα; Ή μήπως από τότε που έγινες σμαρτ…
Άρχισα να μπαίνω στο νόημα, και
-Πρόκειται λοιπόν περί «Κωνσταντή»; Ώστε τα οικόσημα…
-Ένα πηρούνι κι’ ένα κουτάλι χιαστί. Γκαρσόνι το πράμα. Ο πατέρας του, ένας αγαθός ταβερνιάρης. Η εισβολή όμως των κυριών της «Ώτ» στα καπηλειά έφερε, καθώς ξέρεις, ανατροπή του σύμπαντος. Μια μιμήτρια της Λαίδης Σαττέρλεϋ γουστάρησε το μορφονιά, τον ξεμυάλισε, τον παρέδωκε στο γέρο συνοδό της για να τον πλύνη και τον ντύση «κονβεναμπλμάν» και τον παρουσίασε στις γνωστές της που σκάσαν απ’ τη ζήλεια.
-Ζιγκολό λοιπόν;
-Και κάτι χειρότερο. Σεβαλιέ ντ’ εντυστρί. Οι γυναίκες που μπλέχθηκαν στα νύχια του τραβούν τα μαλλιά τους. Ο κατεργάρης έμαθε πολύ καλά τη δουλειά του.
-Κι’ ο πατέρας του;
-Ενθουσιασμένος απ’ την πρόοδο του γυιού του, φορεί τα παληά παπούτσια που του στέλνει κάθε τόσο ο Ντιντής και τα δεικνύει με περηφάνεια στους πελάτες… Δεν μου λές; Θα τον ξαναχαιρετήσης άλλη φορά το φίλο μας;
-Και το ρωτάς; Θα του κάνω μάλιστα και υπόκλισι. Η ζωή φίλε μου έχει αλλάξει. Κάτι τέτοιοι σήμερα ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις. Δεν ξέρεις καμμιά φορά τι γίνεται!».
“Η Ελληνική”, 1932, «Αργοναύτης»
«Που τον ξέρεις αυτόν που χαιρέτησες; Με ρώτησε ο συμπεριπατητής μου, σαν προσπεράσαμε τον περί ού ο λόγος.
-Τον Ντιντή; Έκανα. Συστηθήκαμε ένα βράδυ στο Σεσίλ της Κηφισιάς.
--Πως τον είπες; Ντιντή; Τον ξέρεις καλά;
-Όσο μπορεί να ξέρη κανείς έναν παρόμοιο τύπο. Συχνάζει σ’ όλα τα κέντρα, είνε μέλος του Τένις Κλάμπ, χορεύει στου Απέργη, παίζει σεμέν-ντε-φερ στο Λουτράκι, κάνει γουήκ-έντ στις Σπέτσες, καταλαβαίνεις τέλος πάντων.
Ο συνομιλητής μου έμεινε με το στόμα ορθάνοικτο.
-Γιατί αυτή η κατάπληξις; Ρωτώ ζεναρισμένος. Τον ξέρεις;
-Τον Κωνσταντή δεν ξέρω; Υπήρξαμε αντερασταί!
-Γι΄αυτό μόλις σε είδε γύρισε τα μούτρα του;
0 άλλος γέλασε.
-Μεσάνυχτα έχεις, μου λέγει. Σου έδειξε τα οικόσημά του ο φίλος;
-Τι θέλεις να πής; Για την καταγωγή του; Έμαθα πως ο πατέρας του έχει βαμμαβακοφυτείες στην Τάντα της Αιγύπτου.
-Πφ! Μωρ’ εσύ είσαι απελπισία. Δεν τα κοπάνισες καμμιά φορά στην Φρεαττύδα; Ή μήπως από τότε που έγινες σμαρτ…
Άρχισα να μπαίνω στο νόημα, και
-Πρόκειται λοιπόν περί «Κωνσταντή»; Ώστε τα οικόσημα…
-Ένα πηρούνι κι’ ένα κουτάλι χιαστί. Γκαρσόνι το πράμα. Ο πατέρας του, ένας αγαθός ταβερνιάρης. Η εισβολή όμως των κυριών της «Ώτ» στα καπηλειά έφερε, καθώς ξέρεις, ανατροπή του σύμπαντος. Μια μιμήτρια της Λαίδης Σαττέρλεϋ γουστάρησε το μορφονιά, τον ξεμυάλισε, τον παρέδωκε στο γέρο συνοδό της για να τον πλύνη και τον ντύση «κονβεναμπλμάν» και τον παρουσίασε στις γνωστές της που σκάσαν απ’ τη ζήλεια.
-Ζιγκολό λοιπόν;
-Και κάτι χειρότερο. Σεβαλιέ ντ’ εντυστρί. Οι γυναίκες που μπλέχθηκαν στα νύχια του τραβούν τα μαλλιά τους. Ο κατεργάρης έμαθε πολύ καλά τη δουλειά του.
-Κι’ ο πατέρας του;
-Ενθουσιασμένος απ’ την πρόοδο του γυιού του, φορεί τα παληά παπούτσια που του στέλνει κάθε τόσο ο Ντιντής και τα δεικνύει με περηφάνεια στους πελάτες… Δεν μου λές; Θα τον ξαναχαιρετήσης άλλη φορά το φίλο μας;
-Και το ρωτάς; Θα του κάνω μάλιστα και υπόκλισι. Η ζωή φίλε μου έχει αλλάξει. Κάτι τέτοιοι σήμερα ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις. Δεν ξέρεις καμμιά φορά τι γίνεται!».
“Η Ελληνική”, 1932, «Αργοναύτης»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου