Αρχαιολογικά του Παγκρατίου.
Οι πλέον άγνωστοι αρχαιολογικοί χώροι του Παγκρατίου.
Ο άγνωστος τάφος ενός δικαστή της Ηλιαίας,
πλησίον του Προφήτη Ηλία Παγκρατίου,
το επιτύμβιο ανάγλυφο της Φαναγόρας
και άλλα άγνωστα ευρήματα.
Εισαγωγή
Στο παρόν άρθρο παρουσιάζουμε τα πλέον άγνωστα αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής του Παγκρατίου. Σε προηγούμενα άρθρα έχουμε ήδη αναφερθεί αναλυτικά στο Ναό της Θεάς Τύχης, στον Αρδηττό και στα μνημεία στον ανατολικό λόφο του Σταδίου, στο Ιερό του Παγκράτη καθώς και στον ναό του Σταυρωμένου Πέτρου Βατραχονησίου. Στο παρόν άρθρο λοιπόν κάνουμε ειδική μνεία για έναν ασύλητο τάφο που βρέθηκε το 1871 πλησίον της εκκλησίας του Προφήτη Ηλία Παγκρατίου, ενός δικαστή της Ηλιαίας, του 4ου π.Χ. αιώνα καθώς και για το ευρεθέν επιτύμβιο ανάγλυφο της Φαναγόρας, το οποίο βρέθηκε το 1925 στην περιοχή της πλατείας Μαρτάκη (Δεληολάνη) στον Βύρωνα. Παρουσιάζουμε στον χάρτη τις θέσεις των ευρημάτων καθώς και εικόνες αρκετών από αυτά. Ακολουθήστε μας στην περιπλάνηση της περιοχής που σήμερα καλείται Παγκράτι, για να ανακαλύψουμε τους αρχαιολογικούς θησαυρούς που μας έχει προσφέρει ο συγκεκριμένος τόπος και που δυστυχώς στην πλειοψηφία τους παραμένουν παντελώς άγνωστοι.
Η ιστορία μιας επιστολής
Μια επιστολή, που χρονολογείται από τον Αύγουστο του 1871, συγγραφέας της οποίας ήταν ο Αθανάσιος Ρουσόπουλος, καθηγητής και έμπορος τέχνης στην Αθήνα τότε και παραλήπτης της ο George Rolleston, καθηγητής ανατομίας στην Οξφόρδη, αποτελεί την μόνη μαρτυρία ενός ασύλητου μέχρι τότε τάφου του 4ου αιώνα π.Χ. στην περιοχή του Παγκρατίου και συγκεκριμένα πλησίον της εκκλησίας του Προφήτη Ηλία. Η επιστολή, πέρα από την μοναδική πηγή για την συγκεκριμένη ανακάλυψη, αποτελεί έναν ακόμα μάρτυρα του παράνομου δικτύου της εμπορίας αρχαιοτήτων που είχε στηθεί και λειτουργούσε στην Αθήνα του 19ου αιώνα μεταξύ των τυμβωρύχων και των αρχαιοκάπηλων με τους παράνομους εμπόρους τέχνης, όπως ο Καθηγητής Ρουσόπουλος.
Η σχετική ιστορία είναι βασισμένη σε ένα αγγλικό άρθρο, δημοσιευμένο στο περιοδικό HESPERIA (περιοδικό της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών Αθηνών), το 2012, υπό τον τίτλο Tomb Robbers, Art Dealers, and a Dikast’s Pinakion from an Athenian Grave, με συγγραφείς τον Γιάννη Γαλανάκη και την Στέλλα Καλτσά. Τα τμήματα του άρθρου που μεταφράστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν στην συγγραφή του παρόντος άρθρου (2017) αποτελούν και την μόνη σε ελληνική γλώσσα πηγή της συγκεκριμένης ιστορίας.
Η πηγή της επιστολής
Μια σειρά επιστολών, οι οποίες βρίσκονται στο μουσείο Ashmolean, τεκμηριώνουν ποικίλες αγορές ελληνικών αρχαιοτήτων, όπως κρανία, οστά και άλλα αρχαιολογικά αντικείμενα, από τον George Rolleston (1829-1881), πρώτο καθηγητή της συγκριτικής ανατομίας και φυσιολογίας στο κολέγιο Linacre του πανεπιστημίου της Οξφόρδης και επιμελητή του τμήματος ανατομίας του Πανεπιστημιακού Μουσείου. Αποστολέας των επιστολών αλλά και των ευρημάτων ήταν ο Αθανάσιος Ρουσόπουλος (1823-1898), καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, διάσημος συλλέκτης και πλούσιος έμπορος τέχνης.
Μία από αυτές τις επιστολές, το θέμα του άρθρου του περιοδικού HESPERIA (2012), παρέχει πληροφορίες για έναν μέχρι τότε μη δημοσιευμένο τάφο στην Αθήνα, συγκεκριμένα στην περιοχή του Προφήτη Ηλία Παγκρατίου.
Η ιστορία της ανακάλυψης στον Προφήτη Ηλία
Στις 18 Αυγούστου του 1871, σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο που χρησιμοποιούταν την εποχή εκείνη στην Ελλάδα, ο Ρουσόπουλος άρχισε να γράφει μια επιστολή στον Rolleston. Η συγγραφή της επιστολής διακόπηκε από την επίσκεψη σε αυτόν ενός τυμβωρύχου. Την επόμενη μέρα (19 Αυγούστου), ο Ρουσόπουλος συνέχισε την επιστολή του με μια αναφορά αυτής της επίσκεψης.
Γράφει λοιπόν ο Ρουσόπουλος, ότι κατά την διάρκεια εκσκαφών (παράνομων φυσικά) σε τάφους στην περιοχή του Προφήτη Ηλία Παγκρατίου (Υμηττού και Αρύββου), ο συγκεκριμένος τυμβωρύχος ανακάλυψε μια μαρμάρινη λάρνακα που περιείχε ένα περίτεχνα διακοσμημένο ξύλινο φέρετρο. Στον συγκεκριμένο τάφο βρέθηκαν επίσης πολλά άλλα αντικείμενα, συμπεριλαμβανομένου ενός δικαστικού πινακίου, που χρησιμοποιούταν στο Δικαστήριο της Ηλιαίας. Η ακριβής τοποθεσία εύρεσης του τάφου παραμένει άγνωστη, με μόνη πηγή μας σήμερα για τα ευρήματα και την μορφή τους να αποτελεί η επιστολή αυτή του Ρουσόπουλου.
Ο Ρουσόπουλος άρχισε να γράφει την επιστολή στον Rolleston με σκοπό να τον ενημερώσει για κάποια κρανία που είχε στη συλλογή του προς πώληση. Οι δύο άνδρες είχαν συναντηθεί πρόσφατα στην Αθήνα, κατά την διάρκεια ενός ταξιδιού προς την Ανατολή από τον Rolleston και ο Ρουσόπουλος ήταν αρκετά ευτυχής όταν έμαθε ότι ο Rolleston, ειδικός στη μελέτη των ανθρώπινων κρανίων, συγκέντρωνε μια ερευνητική συλλογή κρανίων στην Οξφόρδη. Ανάμεσα στα διαθέσιμα δείγματα ήταν και ένα κρανίο το οποίο ο Ρουσόπουλος είχε προμηθευτεί λίγες μέρες μετά την αναχώρηση του Rolleston από την Αθήνα, πιθανόν τον Ιούνιο ή τον Ιούλιο του 1871. Από την επιστολή του μαθαίνουμε τα ακόλουθα:
«Ανασκάφηκε στα νότια της Αθήνας, πέρα από τον Ιλισσό,
στον τόπο που ονομάζεται Προφήτης Ηλίας,
από την εκκλησία που στέκεται εκεί.
Ο τάφος περιείχε εξαίρετα αγγεία, δηλαδή πολύχρωμες ληκύθους,
οι οποίες συνήθως αποκαλούνται Αττικόμορφες
λόγω της κατασκευής τους στην Αττική»
Με βάση αυτές τις ληκύθους, ο Ρουσόπουλος χρονολόγησε τον τάφο αυτό μεταξύ των ετών 450 – 350 π.Χ. Η αφήγηση του Ρουσόπουλου διακόπηκε απροσδόκητα:
«από την επίσκεψη ενός τυμβωρύχου,
ο οποίος κατά την διάρκεια εκσκαφών
σε τάφους πέρα από τον Ιλισσό
στην θέση του Προφήτη Ηλία
ανακάλυψε μια μεγάλη μαρμάρινη λάρνακα»
Αυτός ο δεύτερος τάφος που βρέθηκε στην περιοχή του Προφήτη Ηλία περιγράφεται με περισσότερη λεπτομέρεια στην επιστολή του Ρουσόπουλου προς το Rolleston και θα τον μελετήσουμε αναλυτικά στην συνέχεια.
Η αρχαία λάρνακα που βρέθηκε το 1871 πλησίον του Προφήτη Ηλία
Από τους δύο τάφους του Προφήτη Ηλία που ανέφερε ο Ρουσόπουλος στην επιστολή του προς τον Rolleston, μόνο ο δεύτερος περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια. Αυτός ο τάφος, περιείχε μια μεγάλη μαρμάρινη λάρνακα, η οποία καλύφθηκε με μία επίσης μαρμάρινη μονολιθική πλάκα. Όταν ο τυμβωρύχος σήκωσε το κάλυμμα της σαρκοφάγου είδε μέσα:
«ολόκληρο το ξύλινο φέρετρο του αποθανόντος»
η κατασκευή ήταν:
«ένα πολύ όμορφο θέαμα εξαιτίας της πληθώρας των κοσμημάτων και
της εξαιρετικής δεξιοτεχνίας της κατασκευής τους»
Καθώς το καπάκι της σαρκοφάγου άνοιξε, το ξύλινο φέρετρο αποσυντέθηκε. Παρά την ανυπόμονη προσπάθεια του τυμβωρύχου να συλλέξει τα ξύλινα κομμάτια το σαπισμένο φέρετρο, θρυμματίστηκε σε τεμάχια.
«Ωστόσο» ο Ρουσόπουλος συνέχισε, «συνέλεξε ό, τι μπορούσε και τα έφερε αμέσως σε μένα, μετά το μεσημέρι, στη ζέστη της τρίτης ώρας, μαζί με το κρανίο του νεκρού, το οποίο ήταν ευτυχώς άθικτο μαζί με όλα τα δοχεία που βρέθηκαν στον τάφο».
Σύμφωνα με τον Ρουσόπουλο, τα αντικείμενα που του έφερε ο τυμβωρύχος, από το εσωτερικό του τάφου, περιλάμβαναν τρία μεγάλα αλάβαστρα, μια μικρή μαύρη λήκυθο σε σχήμα μήλου με ένα ανθέμιο και μονό κράτημα, ένα σφαιροειδές σιδερένιο δοχείο και ένα χάλκινο δικαστικό πινάκιο.
Στον τάφο βρέθηκαν επίσης το κρανίο και η κάτω γνάθος του νεκρού, με τα περισσότερα δόντια στη θέση τους. Αυτά τα ευρήματα προσέφερε ο Ρουσόπουλος στον Rolleston. Επίσης βρέθηκαν και άλλα οστά του σώματος του νεκρού. Από την περιγραφή του Ρουσόπουλου αποκλείεται η περίπτωση ταφής με καύση. Το κρανίο είχε μια τρύπα στο δεξιά πλευρά και μια ουλή στο άνω μέτωπο «από σφεντόνες ή αιχμές βέλους», κατά την άποψη του Ρουσόπουλου.
Σε μια εποχή κατά την οποία οι αρχαιολόγοι στην Ελλάδα έδιναν σχετικά λίγη προσοχή στην εξέταση των οστών, ο Ρουσόπουλος περιέγραψε αρκετά λεπτομερώς την κατάσταση του κρανίου, πιθανόν βέβαια για να ανοίξει την όρεξη του δυνητικού πελάτη του και όχι τόσο από επιστημονικό ενδιαφέρον.
Η συγκεκριμένη ταφή παραμένει από τις ελάχιστα γνωστές μας, οι οποίες ανακαλύφθηκαν ασύλητες, αν και η ίδια περίπτωση παραμένει ιδιαίτερη καθώς την περιγραφή την έχουμε από τον ίδιο τον τυμβωρύχο και τον καιροσκόπο επιστήμονα. Συμπεραίνουμε πάντως ότι πρόκειται για ταφή ευκατάστατου πολίτη καθώς πέρα από το μαρμάρινο υλικό της σαρκοφάγου, ακόμα και οι συνδέσεις ήταν φτιαγμένες από ελεφαντόδοντο.
Το δικαστικό πινάκιο που βρέθηκε
Η Ηλιαία ήταν το κυριότερο δικαστήριο του αρχαίου αθηναϊκού κράτους. Επρόκειτο για δικαστήριο ενόρκων, μέλη του οποίου μπορούσαν να γίνουν όλοι οι γνήσιοι Αθηναίοι πολίτες άνω των 30 ετών, έπειτα από κλήρωση. Η Ηλιαία αποτελούνταν από 6.000 δικαστές («Ηλιασταί«), οι οποίοι προέρχονταν από τις 10 Φυλές της Αθήνας(κάθε Φυλή συμμετείχε με 600 μέλη). 1000 ήταν αναπληρωματικοί. Το δικαστήριο δίκαζε σε τμήματα των 201, 301 κλπ. δικαστών. Η Ηλιαία συνεδρίαζε όλες τις εργάσιμες ημέρες εκτός από τις τρεις τελευταίες ημέρες κάθε μήνα και τις ημέρες λειτουργίας της Εκκλησίας του Δήμου. Σχεδόν ποτέ όμως δεν εργάσθηκαν και τα δέκα τμήματα της Ηλιαίας ταυτοχρόνως.
Την πρώτη φορά που κάποιος Αθηναίος πολίτης, εκλεγόταν Ηλιαστής στην αρχή κάθε έτους, παραλάμβανε ένα είδος δικαστικής ταυτότητας, το δικαστικό πινάκιον. Επρόκειτο για μια μικρή πινακίδα (αρχικά μεταλλική και αργότερα ξύλινη) στην οποία ανέγραφε το όνομά του, το πατρώνυμό του και το όνομα του δήμου τον οποίο ανήκε. Στα πινάκια αυτά ήταν επίσης γραμμένο και ένα από τα πρώτα δέκα γράμματα της αλφαβήτου (από το Α έως το Κ), σύμφωνα με το σύστημα των δέκα φυλών των Αθηνών. Από τους 600 περίπου υποψήφιους δικαστές που υπήρχαν σε κάθε φυλή οι 60 είχαν το ίδιο γράμμα (από το Α έως το Κ). Ο ίδιος αριθμός υποψήφιων δικαστών με καθένα από τα δέκα γράμματα (Α – Κ) υπήρχε κατά προσέγγιση και στις δέκα φυλές.
Το δικαστικό πινάκιο χορηγείτο στους Αθηναίους μόνο την πρώτη φορά που παρουσιάζονταν για δικαστές και έπρεπε να το διατηρήσουν για όλη τους τη ζωή. Όπως διαπιστώνεται από τα ευρήματα των τάφων, πολλοί ενταφιάζονταν μ’ αυτά. Μερικές φορές όμως οι κληρονόμοι, στις πιο φτωχές οικογένειες, πουλούσαν τα δικαστικά πινάκια, διότι ορισμένα έχουν βρεθεί με σβησμένο το πρώτο όνομα και ξαναγραμμένο ένα άλλο όνομα. Στην περίπτωση του ευρήματος του προφήτη Ηλία όμως, δεν φαίνεται το πινάκιο να έχει ξαναχρησιμοποιηθεί.
Η ιδιαιτερότητα του πινακίου που βρέθηκε πέρα από την πιθανή ταύτιση με το όνομα του νεκρού, είναι ότι ο Ρουσόπουλος το σχεδίασε ακριβώς όπως το βρήκε. Μάλιστα είναι το μόνο σκίτσο που συνοδεύει το γράμμα του.
Το συγκεκριμένο πινάκιο έχει το γράμμα Δ πάνω αριστερά, το οποίο είναι σταμπαρισμένο και όχι χαραγμένο, τον τριοβολό (νόμισμα αξίας τριών οβολών) με την Αθηναϊκή γλαύκα κάτω αριστερά και το γοργόνειο πάνω δεξιά.
Η τύχη των ευρημάτων
Παρά τις προσπάθειες του Ρουσόπουλου να πουλήσει τα ευρήματα, δεν υπάρχει κάποια ένδειξη ότι ο Rolleston αγόρασε ποτέ το κρανίο, τα οστά ή οποιοδήποτε άλλο από τα αντικείμενα που βρέθηκαν στον τάφο του Προφήτη Ηλία. Η τιμή που ζητήθηκε για το κρανίο και τα άλλα ευρήματα ήταν 8 λίρες Αγγλίας, μια τιμή σχετικά μέτρια για τα πρότυπα της σχετικής αγοράς. Την εποχή εκείνη ο Ρουσόπουλος κέρδιζε 350 φράγκα το μήνα ως Καθηγητής πανεπιστημίου.
Ο λόφος του Προφήτη Ηλία
Ο λόφος του Προφήτη Ηλία στα τέλη της Οθωμανικής εποχής, αποτελούσε κύριο θρησκευτικό χώροσυγκέντρωσης των βοσκών της περιοχής και χρησίμευε ταυτόχρονα ως ένα σημαντικό τοπωνύμιο για την άχτιστη τότε περιοχή αυτή των Αθηνών. Είναι γνωστό ότι στην εν λόγω περιοχή υπήρχε μια μικρή εκκλησία τύπου διπλής βασιλικής, η οποία είχε χτιστεί κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας με την βοήθεια της Μονής Πετράκη και κατεδαφίστηκε για να αντικατασταθεί από μια μεγαλύτερη εκκλησία την οποία βλέπουμε σήμερα και η οποία εξακολουθεί να κυριαρχεί στον τόπο. Η νέα αυτή εκκλησία του Προφήτη Ηλία θεμελιώθηκε στις 22 Απριλίου 1928.
Η μικρή εκκλησία του Προφήτη Ηλία αναφέρεται από τον Στέφανο Κουμανούδη, διάσημο κλασικό λόγιο, ο οποίος την επισκέφθηκε στις 11/23 Φεβρουαρίου 1847, ενώ περπατούσε προς τους πρόποδες του Υμηττού. Εκεί ο Κουμανούδης είδε δύο ιωνικά κιονόκρανα ενσωματωμένα στην εκκλησία, ενώ σημείωσε και άλλα αρχαία αρχιτεκτονικά λείψανα που εντόπισε και τα οποία είχαν χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή του εγκαταλελειμμένου τότε ναού.
Το πρώτο τεκμήριο ανασκαφής που πραγματοποιήθηκε στο Παγκράτι
Τον Ιανουάριο του 1866, οι έμποροι τέχνης Γρηγόριος Μπουρνιάς και Ιωάννης Παλαιολόγος ζήτησαν άδεια από τον Παναγιώτη Ευστρατιάδη (1815-1888), τότε Γενικό Έφορο αρχαιοτήτων (1863-1884), να ανασκάψουν στο «Παγκράτι ή Μανκράτη» στην περιοχή του Προφήτη Ηλία. Ο Ευστρατιάδης κατέγραψε στο ημερολόγιο του ότι ήταν υποχρεωμένος να χορηγήσει άδεια σύμφωνα με το άρθρο 103 του πρώτου αρχαιολογικού νόμου της Ελλάδας (10/22 Μαΐου 1834). Αυτό σήμαινε ότι η ανασκαφή έπρεπε να πραγματοποιηθεί σε ιδιωτική γη και φαίνεται ότι οι έμποροι τέχνης είχαν ήδη εξασφαλίσει την άδεια του ιδιοκτήτη για να προχωρήσουν στην ανασκαφή. Ο Ευστρατιάδης είπε στον Μπουρνιά και στον Παλαιολόγο ότι έπρεπε να φροντίσουν οι ανασκαφές να πραγματοποιούνται υπό αυστηρή εποπτεία, υποδηλώνοντας ότι δεν τους εμπιστευόταν πλήρως. Αυτό είναι, κατά την άποψή του Γαλανάκη και της Σκαλτσά, το πρώτο τεκμήριο ανασκαφής που πραγματοποιήθηκε στο Παγκράτι. Δυστυχώς, δεν υπάρχει καμία αναφορά στο αρχείο του Ευστρατιάδη με τα αποτελέσματα της ανασκαφής του Μπουρνιά και του Παλαιολόγου.
Οι επιγραφές του Παγκρατίου
Η τεκμηρίωση της πρώιμης αρχαιολογικής δραστηριότητας στο Παγκράτι, υποδεικνύει ότι στην περιοχή είχε αποκαλυφθεί ένας σημαντικός αριθμός επιγραφών, με τον Ευστρατιάδη να αναφέρει μια επιγραφή η οποία βρισκόταν εντοιχισμένη σε ένα πηγάδι δίπλα στην εκκλησία του προφήτη Ηλία (επιγραφή με αριθμό 320 στην επόμενη φωτογραφία).
Μια θέση δεξαμενής – πηγαδιού (cisterne), εντοπίζουμε στον χάρτη του Κάουπερτ και του Κούρτιους, το οποίο βρισκόταν βόρεια του Αλλάσωνα ποταμού, του ρέματος που διέτρεχε την περιοχή του Παγκρατίου. To συγκεκριμένο σημείο εντοπίζεται στο τετράγωνο των οδών Χρεμωνίδου, Υμηττού, Δαμάρεως και Εκφαντίδου.
Άλλες επιγραφές (επιγραφές με νούμερα 801, 826 στην προηγούμενη εικόνα και 864,1028, 3103 στην επόμενη) έχουν εντοπιστεί στην ευρύτερη περιοχή του Σταυρωμένου Πέτρου (σήμερα Άγιος Σπυρίδων Παγκρατίου) για τον οποίο έχουμε γράψει ειδικό άρθρο.
Αυτές οι επιγραφές, όλες επιτύμβιες στο περιεχόμενο, χρονολογούνται από την κλασική μέχρι την Ρωμαϊκή εποχή και μαρτυρούν τάφους που υπήρχαν στην περιοχή.
Μεμονωμένοι τάφοι και ταφικά σύνολα στο Παγκράτι και στον Βύρωνα
Ένας αριθμός τάφων, στην ευρύτερη περιοχή του Παγκρατίου και του Βύρωνα, δυστυχώς αορίστου χρόνου, τοποθετήθηκαν από τον Ernst Curtius και τον Johann Kaupert στον χάρτη τους. Αυτά τα πρώτα ευρήματα, μαζί με τις ανασκαφές του 1869 – 1870 από τον Ernst Ziller (Τσίλερ) στο Παναθηναϊκό στάδιο, μπορεί να ενθάρρυναν τους τυμβωρύχους και τους αρχαιοκάπηλους να ξεκινήσουν συστηματικές ανασκαφές στην ευρύτερη περιοχή.
Στα ημερολόγια του Ευστρατιάδη ωστόσο, δεν υπάρχει καμία αναφορά για οποιαδήποτε ανασκαφή στο Παγκράτι ή τον Προφήτη Ηλία το καλοκαίρι του 1871, υποδηλώνοντας ότι ο Ρουσόπουλος είτε δημιούργησε την ιστορία της ανακάλυψης του τάφου ή προχώρησε στην ανασκαφή χωρίς άδεια. Και τα δύο σενάρια είναι εξίσου πιθανά.
Αρχαιολογικές ανακαλύψεις στο Παγκράτι τον 20ο αιώνα και η επιτύμβια στήλη της Φαναγόρας
Πέρα από τις αρχαιότητες που είχαν εντοπιστεί ήδη από τον 19ο αιώνα, τον 20ο ανακαλύφθηκαν ακόμα δύο επιτύμβιες επιγραφές, κατά τη διάρκεια ανασκαφών στην οδό Πυλάρου 3. Το πιο αξιοσημείωτο εύρημα, ωστόσο, ανακαλύφθηκε νοτιοανατολικά του Προφήτη Ηλία και είναι το επιτύμβιο ανάγλυφο της Φαναγόρας Νικομένους Ποταμίου, που χρονολογείται περίπου το 410 π.Χ. Πρόκειται για μαρμάρινο ανάγλυφο σε σχήμα ναού ἐν παραστάσι.
«…εὑρέθη ἐν Ἀθήναις ἐν τῷ παρὰ τὸν συνοικισμὸν Βύρωνος
συνοικισμῷ τῶν Κλαζομενῶν ἐν τῇ τελουμένῃ οἰκοδομῇ
τῆς κ. Δήμητρας Ζώρκου καὶ νομίμως δηλωθὲν ὑπ᾿ αὐτῆς…».
Ν. Κυπαρίσσης, (1926)
Ολόκληρη η σχετική δημοσίευση του Ν.Κυπαρίσση:
Το άριστα σωζόμενον ανάγλυφον τούτο ευρέθη εν Αθήναις εν τω παρά τον συνοικισμόν Βύρωνος συνοικισμό των Κλαζομενών εν τη τελουμένη οικοδομή της κ. Δήμητρας Ζώρκου και νομίμως δηλωθεί υπ’ αυτής κατετέθη τον Αύγουστον του 1928 εις το εν Αθήναις Εθνικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον λαβόν τον αριθμόν 3657. Έχει ύψος 1.10μ. και πλάτος αναγλύφου και ενεπιγράφου ταινίας 0.60μ. Ευρέθη εις βάθος 0.80μ. υπό το έδαφος και έκειτο κατά το ήμισυ εν τη δημοσία όδω. Εντός ναϊσκοειδούς χώρου, περιοριζομένου εντός δύο πάραστάδων φερουσών επίκρανα, υπάρχει η εκ τριών μορφών αποτελουμένη γλυπτική σύνθεσις του επιτυμβίου αναγλύφου. Επί των επικράνων στηρίζεται εν είδει επιστυλίου στενή ταινία, προς το δεξιόν τέρμα της οποίας και άνωθι της καθημένης γυναικός αναγινώσκομεν την επιγραφήν:
ΦΑΝΑΓΟΡΑΝΙΚΟΜΕΝΟΥΣΠΟΤΑΜΙΟ
η επιγραφή είναι πλήρης ουδενός γράμμα τος ελλείποντος κατά το τέλος αυτής. Επί της ενεπιγράφου ταινίας υπάρχει το αέτωμα του ναΐσκου μετά των τριών ακρωτηρίων. Όπισθεν δ’ όμως του μεσαίου ακρωτηρίου αναπτύσσεται εν είδει δευτέρου ακρωτηρίου παράστασις όρθιας Σειρήνος, της συντρόφου της Περσεφόνης, δηλούσης συμβολικώς τον επιτάφιον θρήνον, με την συνήθη της μορφήν δηλ. με τας πτέρυγας ανεωγμένας και με την δεξιάν τίλλουσαν την κόμην αυτής. Εντός του ναΐσκου η Φαναγόρα κάθηται επί δίφρου φέρουσα πολύπτυχον ποδήρη χιτώνα και ιμάτιον, όπερ φέρεται και υπέρ την κεφαλήν εν είδει καλύπτρας και ελίσσεται περί την αριστεράν της χείρα, ενω δια της δεξιάς χαιρετίζει τον έναντι αυτής ιστάμενον σύζυγον Νικομένη εκ του Αττικού δήμου Ποταμού της Λεοντίδος φυλής καταγόμενον και φέροντα πολύπτυχον ιμάτιον, καταλείπον την δεξιάν χείρα από του ώμου και το στήθος ακάλυπτον. Μεταξύ της Φαναγόρας και του Νικομένους και κατά τι όπισθεν παρίσταται η θεραπαίνα ή η τίτθη, η μέλλουσα να θηλάση το αρτιγέννητον βρέφος, όπερ αύτη εν σπαργανοίς κρατεί και κατά την Γέννησιν του οποίου απέθανεν η Φαναγόρα πιθανώτατα.
Η διατήρησις του αναγλύφου είναι αρίστη, η τέχνη δ’ όμως είναι γενικώς τραχεία υπενθυμίζουσα την βιομηχανίαν των μαρμάρογλυφων ιδία εις την αποδοσιν των πτυχών των ενδυμάτων κατ’ αντίθεσιν προς την τέχνην των κεφαλών της Φαναγόρας και του Νικομένους, εν αις διακρίνομεν ευγενειάν και λεπτότητα εκφράσεως σημαντικήν και επεξεργασίαν εν ταις λεπτομερείαις αυτών λίαν επιμεμελημένην, καταδεικνύουσαν εις ημάς σοβάραν επίδρασιν των μεγάλων επιτυμβίων προτύπων του πέμπτου αιώνος επί του τεχνίτου του αναγλύφου της Φαναγόρας (η αποδοσίς των ώτων π.χ. αμφοτέρων είναι Φειδιακή με το επίμηκες αυτών και τον μακρόν και λεπτόν λωβόν). Ουσιωδώς δε διάφορος είναι η μορφή της τίτθης, του προσώπου της οποίας αι γραμμαί δεικνύουσι ξένην και ουχί Άθηναίαν, διότι ως εκ των επιγραφών τουλάχιστον εξάγεται ουδεμίαν Άτθις αναγράφεται τίτθη. Το ανάγλυφον χρονολογικώς τάσσομεν δια τους άνω λόγους ως και δια την επιγραφήν εις την τελευταίαν δεκαετηρίδα του πέμπτου αιώνος δηλ. μικρόν προ του 403 π. X.
Όλα αυτά τα ευρήματα, οι θέσεις των οποίων φαίνονται στους χάρτες που θα ακολουθήσουν υποδηλώνουν την παρουσία διάσπαρτων ταφικών μνημάτων σε όλη την περιοχή, που χρονολογούνται από τον 5ο αιώνα π.Χ. μέχρι τον 3ο αιώνα μ.Χ.
Χάρτες με τις αρχαιολογικές τοποθεσίες στο Παγκράτι
Στους χάρτες που ακολουθούν έχουμε τοποθετήσει σε υπόβαθρο Google Earth τις τοποθεσίες όπου έχουν βρεθεί αρχαιότητες στην περιοχή του Παγκρατίου:
Οι αρχαίοι Δήμοι στην περιοχή του Παγκρατίου
Η περιοχή, όπου βρέθηκε ο τάφος της Φαναγόρας του Νικομένους που ανήκε στον Δήμο Ποταμού, ενδεχομένως ταυτίζεται με τον σημερινό Βύρωνα. Οι δύο άλλοι δήμοι της περιοχής ήταν της Αγκύλης και της Αγρύλης. Η Αγρύλη πιθανόν ήταν η περιοχή νοτιοδυτικά του Αρδηττού και γειτνίαζε με το δήμο της Αγκύλης στα βόρεια. Η Αγκύλη, όπως και η Αγρύλη, διακρινόταν σε δύο οικισμούς: την Καθύπερθεν (Άνω) και την Υπένερθεν (Κάτω) και πιθανότατα βρισκόταν βορειοανατολικά του Αρδηττού.
Με βάση λοιπόν όλα αυτά τα δεδομένα, επιστρέφοντας πάλι στην υπόθεση του Ρουσόπουλου, οι δύο τάφοι που αναφέρονται στην επιστολή του, δεν φαίνεται να αποτελούν ξεχωριστές ή παράξενες περιπτώσεις. Ωστόσο, είναι κάπως περίεργο, δεδομένης της έντονης κατοίκησης σε αυτή την περιοχή της σύγχρονης Αθήνας, ότι τόσο λίγα είναι γνωστά για την αρχαιολογία του Παγκρατίου.
Επίλογος
Κλείνουμε με την ευχή, τα αρχαιολογικά ευρήματα αλλά και οι τοποθεσίες που αυτά βρέθηκαν, να αναδειχθούν από τους αρμόδιους φορείς και να γίνουν κοινό κτήμα των κατοίκων αλλά και κάθε ενδιαφερόμενου.________________________________________________________________________
Έρευνα – κείμενο – μετάφραση πρωτογενών πηγών:
Θεοδοσόπουλος Δημήτρης, Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός Ε.Μ.Π.
Πηγές
Όλες οι πηγές αναφέρονται εντός του κειμένου.
theancientwebgreece
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου