Μικρές ιστορίες για τυχαίους ανθρώπους από τον Οδυσσέα Ιωάννου.
Πέντε ώρες την ημέρα κάτω από τη γη. Πέντε ολόκληρες ώρες. Χειμώνα - καλοκαίρι, χωρίς καμία επαφή με το φως ή το φυσικό σκοτάδι. Έτσι ζούνε τα ποντίκια, έλεγε.
Στις οκτώ το πρωί έμπαινε Χαλάνδρι. Μισή ώρα μέχρι το Σύνταγμα. Μέχρι να αλλάξει, να πάει στην γραμμή 2 και να φτάσει Δάφνη, άλλη μισή. Έπαιρνε τα δρομολόγια των εξωτερικών δουλειών της ημέρας. Παράδοση στην Αττική, πίσω στο Μοναστηράκι, αλλαγή, Πανόρμου, στην επιστροφή στάση στον Ευαγγελισμό, μετά Νέο Κόσμο και στο τέλος πάλι Δάφνη. Στο σχόλασμα Δάφνη – Σύνταγμα, αλλαγή και Χαλάνδρι.
Είχε πολλαπλασιάσει την νύχτα του. Όλος ο κόσμος είχε δέκα ώρες νύχτα, εκείνος είχε δέκα πέντε. Δεν γίνεται να μην σου κάνει κάτι αυτό. Δεν ήξερε τι, αλλά κάτι, σίγουρα.
Πού δουλεύεις; τον ρωτάνε. Κάτω από τη γη, απαντάει.
Ανθρακωρύχος; του κάνουν πλάκα.
Πέντε ώρες την ημέρα κάτω από το δέρμα της πόλης. Έχει φτάσει να ζηλεύει όσους φτάνουν κάπου και βγαίνουν επάνω.
Θυμάται βαγόνια. Τα αναγνωρίζει από σημάδια, από εκδορές σε συγκεκριμένα καθίσματα, από μία λεξούλα με ανεξίτηλο μαρκαδόρο δεξιά από την κεντρική πόρτα.
Δεν παρατηρεί πια ανθρώπους. Κάποτε μόνο έτσι περνούσε η ώρα. Τώρα δεν εστιάζει πουθενά. Δεν θυμάται να έχει δει κάποιον δύο φορές. Στατιστικώς δύσκολο, αλλά όχι και αδύνατο, αφού δεν είναι πάντα ίδιες οι ώρες του.
Κρύβει φαγητό στο σακίδιο. Τρώει στις διαδρομές. Κι ένα μικρό θερμός για δροσερό νερό.
Δεν είναι μόνο οι ώρες από κάτω. Είναι και οι ώρες που δεν μιλάει σε άνθρωπο, πέρα από δυο τυπικές κουβέντες στις παραδόσεις των φακέλων. Ακόμη κι οι Γιαπωνέζοι περισσότερες κουβέντες ανταλλάσσουν στην δουλειά.
Είναι χλωμός ή έτσι νομίζει. Ακόμη και το καλοκαίρι βλέπει ελάχιστο ήλιο, πρέπει να είναι αληθινά χλωμός.
Το φάντασμα της όπερας. Μια ζωή στα θεμέλια. Σκέφτηκε να βάλει αγγελία 'ζητάω δουλειά πάνω από τη γη'. Φοβήθηκε μην πάρει απάντηση “Οι θέσεις αστροναυτών έχουν καλυφθεί”. Τι να εξηγήσει;
Περιμένει στην αποβάθρα στη Δάφνη. Έβγαλε μεγάλη καθυστέρηση. Κάποιος έπεσε στις γραμμές στον Νέο Κόσμο.
Εξάντλησε τον κυνισμό του “Οι αυτόχειρες στο Μετρό είναι ό,τι οι πορείες στον πάνω κόσμο, παντού καθυστερήσεις...”.
Η ώρα περνάει, πηγαίνει πάνω - κάτω, από τη μία άκρη στην άλλη. Βαρέθηκε. Περνάει την μπάρα, κατεβαίνει τα σκαλάκια κι αρχίζει να περπατάει προς το τούνελ με κατεύθυνση προς Άγιο Ιωάννη. Του φωνάζουν, δεν ακούει.
Συνεχίζει να περπατάει παράλληλα με τις γραμμές μέχρι που χάνεται από τα μάτια τους.
Έδωσαν σήμα να τον περιμένουν στην επόμενη έξοδο. Δεν φάνηκε. Έψαξαν για ώρες όλο το τούνελ. Βρήκαν μόνο το σακίδιό του. Πουθενά δεν ήταν και πουθενά δεν βγήκε.
Στην έξοδο του Νέου Κόσμου, σε μια ακρούλα που δεν την πιάνει το μάτι σου, ένα ποντίκι έχει γυρίσει ανάσκελα και λιάζει την κοιλίτσα του.
Πέντε ώρες την ημέρα κάτω από τη γη. Πέντε ολόκληρες ώρες. Χειμώνα - καλοκαίρι, χωρίς καμία επαφή με το φως ή το φυσικό σκοτάδι. Έτσι ζούνε τα ποντίκια, έλεγε.
Στις οκτώ το πρωί έμπαινε Χαλάνδρι. Μισή ώρα μέχρι το Σύνταγμα. Μέχρι να αλλάξει, να πάει στην γραμμή 2 και να φτάσει Δάφνη, άλλη μισή. Έπαιρνε τα δρομολόγια των εξωτερικών δουλειών της ημέρας. Παράδοση στην Αττική, πίσω στο Μοναστηράκι, αλλαγή, Πανόρμου, στην επιστροφή στάση στον Ευαγγελισμό, μετά Νέο Κόσμο και στο τέλος πάλι Δάφνη. Στο σχόλασμα Δάφνη – Σύνταγμα, αλλαγή και Χαλάνδρι.
Είχε πολλαπλασιάσει την νύχτα του. Όλος ο κόσμος είχε δέκα ώρες νύχτα, εκείνος είχε δέκα πέντε. Δεν γίνεται να μην σου κάνει κάτι αυτό. Δεν ήξερε τι, αλλά κάτι, σίγουρα.
Πού δουλεύεις; τον ρωτάνε. Κάτω από τη γη, απαντάει.
Ανθρακωρύχος; του κάνουν πλάκα.
Πέντε ώρες την ημέρα κάτω από το δέρμα της πόλης. Έχει φτάσει να ζηλεύει όσους φτάνουν κάπου και βγαίνουν επάνω.
Θυμάται βαγόνια. Τα αναγνωρίζει από σημάδια, από εκδορές σε συγκεκριμένα καθίσματα, από μία λεξούλα με ανεξίτηλο μαρκαδόρο δεξιά από την κεντρική πόρτα.
Δεν παρατηρεί πια ανθρώπους. Κάποτε μόνο έτσι περνούσε η ώρα. Τώρα δεν εστιάζει πουθενά. Δεν θυμάται να έχει δει κάποιον δύο φορές. Στατιστικώς δύσκολο, αλλά όχι και αδύνατο, αφού δεν είναι πάντα ίδιες οι ώρες του.
Κρύβει φαγητό στο σακίδιο. Τρώει στις διαδρομές. Κι ένα μικρό θερμός για δροσερό νερό.
Δεν είναι μόνο οι ώρες από κάτω. Είναι και οι ώρες που δεν μιλάει σε άνθρωπο, πέρα από δυο τυπικές κουβέντες στις παραδόσεις των φακέλων. Ακόμη κι οι Γιαπωνέζοι περισσότερες κουβέντες ανταλλάσσουν στην δουλειά.
Είναι χλωμός ή έτσι νομίζει. Ακόμη και το καλοκαίρι βλέπει ελάχιστο ήλιο, πρέπει να είναι αληθινά χλωμός.
Το φάντασμα της όπερας. Μια ζωή στα θεμέλια. Σκέφτηκε να βάλει αγγελία 'ζητάω δουλειά πάνω από τη γη'. Φοβήθηκε μην πάρει απάντηση “Οι θέσεις αστροναυτών έχουν καλυφθεί”. Τι να εξηγήσει;
Περιμένει στην αποβάθρα στη Δάφνη. Έβγαλε μεγάλη καθυστέρηση. Κάποιος έπεσε στις γραμμές στον Νέο Κόσμο.
Εξάντλησε τον κυνισμό του “Οι αυτόχειρες στο Μετρό είναι ό,τι οι πορείες στον πάνω κόσμο, παντού καθυστερήσεις...”.
Η ώρα περνάει, πηγαίνει πάνω - κάτω, από τη μία άκρη στην άλλη. Βαρέθηκε. Περνάει την μπάρα, κατεβαίνει τα σκαλάκια κι αρχίζει να περπατάει προς το τούνελ με κατεύθυνση προς Άγιο Ιωάννη. Του φωνάζουν, δεν ακούει.
Συνεχίζει να περπατάει παράλληλα με τις γραμμές μέχρι που χάνεται από τα μάτια τους.
Έδωσαν σήμα να τον περιμένουν στην επόμενη έξοδο. Δεν φάνηκε. Έψαξαν για ώρες όλο το τούνελ. Βρήκαν μόνο το σακίδιό του. Πουθενά δεν ήταν και πουθενά δεν βγήκε.
Στην έξοδο του Νέου Κόσμου, σε μια ακρούλα που δεν την πιάνει το μάτι σου, ένα ποντίκι έχει γυρίσει ανάσκελα και λιάζει την κοιλίτσα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου