Ανθη της πέτρας, η χώρα του Κώστα Μπαλάφα. Μέσα από τις εκπληκτικές φωτογραφίες του γυρνάμε στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1950 και του 1960.
Σε μια Ελλάδα που αντιμετώπιζε πολλές και μεγάλες δυσκολίες. Αλλά που κατάφερε με την υπερήφανη προσπάθειά της να σταθεί όρθια και να προχωρήσει μπροστά. Πρέπει ίσως να κοιτάμε πια συχνότερα πίσω για να θυμόμαστε ότι οι παππούδες και οι πατεράδες μας πέρασαν πολύ δυσκολότερα και μπόρεσαν όχι μόνο να επιβιώσουν αλλά και να ζήσουν με αξιοπρέπεια. Κάποιοι να μεγαλουργήσουν.
“Θεωρώ χρέος κάθε καλλιτέχνη, σ’ οποιοδήποτε τομέα της τέχνης κι αν ανήκει, ότι έχει μια υποχρέωση, πέρα από κάθε προσωπική αναζήτηση στην τέχνη, να καταχωρήσει στο έργο του τον τόπο του, και την εποχή του. Είναι μια υποχρέωση προς την ίδια την ιστορία, αν θέλετε, γιατί ότι ξέρουμε από παλιότερους πολιτισμούς, το μαθαίνουμε από υπολείμματα της τέχνης που διέσωσε η μυλόπετρα του χρόνου κι ότι σμιλεύτηκε στην πέτρα, ότι χαράκτηκε σε εικόνα ή ότι καταχωρήθηκε ποιητικά στην ιστορία”.
(Κώστας Μπαλάφας)
Ο Κώστας Μπαλάφας από το 1945 μέχρι το 1951 εργάστηκε ως διερμηνέας, επειδή γνώριζε καλά την αγγλική γλώσσα, σε μία βρετανική ομάδα μηχανικών, που έκανε αποκαταστάσεις συγκοινωνιών μετά τον πόλεμο. Με τον τρόπο αυτό γύρισε σχεδόν όλη την Ελλάδα και γλίτωσε από το κυνηγητό και το δρόμο της εξορίας.
Το 1948, η ομάδα των μηχανικών εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Εκεί ο Μπαλάφας μπόρεσε ν’ ασχοληθεί παράλληλα με την τέχνη-επιστήμη που είχε σπουδάσει, τη γαλακτολογία. κάνοντας καλλιέργειες σ’ ένα βιολογικό εργαστήρι στην οδό Σωκράτους. Η επιθυμία του να σταδιοδρομήσει μελετώντας τις κλινικές ιδιότητες του γάλακτος στο Γαλλικό Ινστιτούτο Παστέρ με υποτροφία δεν πραγματοποιήθηκε, λόγω των μη «εθνικοφρόνων» πολιτικών του πεποιθήσεων .
Το 1951, με κριτήριο τα προσόντα του, προσλήφθηκε από την αμερικανική εταιρεία Ebasco, η οποία πέρασε το 1955 στην τότε νεοϊδρυθείσα ΔΕΗ, απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε ως προϊστάμενος του Τμήματος Ανατυπώσεων.
“Ο Κώστας Μπαλάφας υπήρξε ερασιτέχνης φωτογράφος, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης: εραστής της τέχνης. Χωρίς ποτέ να έχει ωφελιμιστική σχέση με το έργο του, εργάστηκε άοκνα με τη μαστοριά της ψυχής του, ώστε να αιχμαλωτίσει με τον φακό του, “εικόνες που τις τρώει ο χρόνος και καταστρέφει ο πολιτισμός”, όπως έλεγε ο ίδιος” .
Φωτογράφισε απ’ άκρη σ’ άκρη τη χώρα μας, δημιουργώντας σπάνια λευκώματα με φωτογραφίες για τα Μετέωρα, τα νησιά και το Άγιον Όρος κ.α. . Οι φωτογραφίες του για την ιδιαίτερη του πατρίδα, όμως, την Ήπειρο, αυτή τη γη τη ματωμένη και περήφανη που την περπάτησε σπιθαμή προς σπιθαμή, αποτελούν αδιάψευστη μαρτυρία μιας Ελλάδας που χάθηκε οριστικά και συνιστούν παρακαταθήκη για τη διάσωση της μνήμης στις νεότερες γενιές που συχνά υφίστανται από το κυρίαρχο σύστημα εξουσίας ένα είδος ιστορικής λωβοτομής.
Ο Κώστας Μπαλάφας περιδιαβαίνει την τραχιά ηπειρώτικη γη την εποχή που η Ελλάδα προσπαθεί μέσα από τις στάχτες της Κατοχής και του Εμφύλιου, με πεσμένο το ηθικό, να επιβιώσει. Ο φωτογραφικός του φακός αποτυπώνει τον αγώνα των ανθρώπων των ρημαγμένων από τις κακουχίες, των ανθρώπων που πάσχιζαν με όση δύναμη τούς είχε απομείνει να ορθοποδήσουν. Στο σκοτεινό του θάλαμο εμφανίζονται ένας-ένας βασανισμένοι τσοπάνηδες και αγρότες να παλεύουν με την αβάσταχτη φτώχεια, με λιγοστό ακόμα και το καλαμποκίσιο ψωμί, για προκοπή κι αξιοπρέπεια χωρίς να εγκαταλείψουν την πατρική γη. Το παιδί, και αυτό, είναι το θέμα που δεν χάνεται από το προσκήνιο, σαν το βλαστάρι του κοινωνικού κορμού.
Όσο όμως κι αν φωτογράφισε με ανεπανάληπτο τρόπο την ηπειρώτικη ενδοχώρα η αγορά ήταν για εκείνον το πιο ενδιαφέρον σημείο μέσα στην πόλη, γι’ αυτό και την φωτογράφισε διεξοδικά όλα τα στάδιά της κατά τη διάρκεια της ημέρας: “τη μεταφορά των προϊόντων, το άπλωμα της πραμάτειας, τις συναλλαγές, το αντάμωμα των ανθρώπων. Σεβόμενος βαθιά τον καθημερινό αγώνα για αξιοπρέπεια, ο Μπαλάφας “εισχωρούσε” στην ζωή τους και αναδείκνυε, μέσα από τις εκφράσεις των προσώπων, τα συναισθήματά τους”.
“Μου αρέσει να πλησιάζω τον κόσμο της καθημερινότητας, τον κόσμο της εργατιάς και της αγροτιάς, τον κόσμο του μόχθου και προπαντός τον δουλευτή της γης…” (Κώστας Μπαλάφας)
“Κυρίως η αγορά έχει περισσότερο πονεμένο κόσμο”, θα εκμυστηρευθεί ο σπουδαίος αυτός αυτοδίδακτος φωτογράφος. “Ακόμη ο Emerson έλεγε στους φοιτητές του: “Από την αγορά θα πάρετε μαθήματα∙ η αγορά και όχι το σχολείο… εκεί είναι το σπίτι του καλλιτέχνη”.
Ιδιαίτερα τη Μεγάλη Εβδομάδα κατέβαιναν απ’ τα χωριά πεζοπορώντας πέντε και δέκα ώρες δρόμο μ’ ένα αρνί στην πλάτη για να το πουλήσουν και με τα χρήματα που θα παίρναν, να πάρουν κάτι για τα παιδιά τους. Οι αστοί κάτω τους αφήναν και εξουθενώνονταν από την πείνα και την κούραση και κοιτάζαν να τους τα πάρουν όσο-όσο” .
“Πέτυχα αυτόν τον άνθρωπο”, θα πει ο Κώστας Μπαλάφας για την επόμενη φωτογραφία του, “ακριβώς την ώρα που το παζάρευε, του ‘δωσε ένα κατοστάρικο. “Έλα και πολλά σου δίνω”, του λέει, δώσε μου ένα τάλιρο, και ο φουκαράς του λέει: “Που να τα βρω;” και αποχωρίζεται με τόσο πόνο το αρνί του… μόνο που δεν κλαίει”.
Στην παραδοσιακή κτηνοτροφία, πάντρεψε φωτογραφικά τον άνθρωπο με τη φύση. Οι βοσκοί, που με τις οικογένειες και τα κοπάδια τους διένυαν τεράστιες αποστάσεις και με μεγάλη ευκολία έστηναν και διέλυαν νοικοκυριά για να ξεχειμωνιάσουν, έχουν φόντο τα βουνά και τα λιβάδια που για τα ζώα τους και τους ίδιους ήταν πηγή ζωής. Πολλά ακόμα επαγγέλματα αποτύπωσε με τον φακό του, καθώς ο άνθρωπος και τον κάματο του για επιβίωση, προκοπή και αξιοπρέπεια αποτέλεσαν το μέγιστο ενδιαφέρον στα θέματά του .
Ξέρετε, αυτή η φωτογραφία”, θα εκμυστηρευτεί για την επόμενη φωτογραφία μπροστά τον φακό ο Κώστας Μπαλάφας, “μ’ ενθουσιάζει περισσότερο, γιατί δείχνει ακριβώς τον αγώνα της ζωής στις μικρές πόλεις της επαρχίας.
“Αυτή η γυναίκα κατεβαίνει απ’ τ’ Άγραφα”, θα πει για την επόμενη φωτογραφία ο Κώστας Μπαλάφας, “για να δουλέψει τον χειμώνα στα πορτοκάλια και τις ελιές κάτω στον κάμπο έχοντας το παιδάκι της και το γουρούνι της και παλεύοντας με την πέτρινη μοίρα τους. Αυτή η γυναίκα είχε να περπατήσει κάπου 80-90 χιλιόμετρα. Φανταστείτε πού θα έμενε το βράδυ, πού θα ζούσε, τί θα έτρωγε… Για μια στιγμή την είδα να γυρίζει πίσω στο παιδάκι και να του λέει: “Μαργώνεις, καμάρι μου;”, δηλαδή κρυώνεις; Κι όμως είναι αυτός ο κόσμος που κράτησε με πείσμα στον τόπο τη ζωή” .
«Αυτές οι γυναίκες, μόνες σε δύσκολους καιρούς”, έγραψε το 2008 ο Κώστας Μπαλάφας. “καλλιεργούσαν με το τσαπί την άγονη γη, θαρρείς πως στύβαν με τα δυο τους χέρια το λιγοστό τους χώμα και το πότιζαν με ιδρώτα για να το κάμουν να καρπίσει. Κι άλλοτε από τα χαράματα ξημέρωναν στην αγορά ζαλιγκωμένες τη λιγοστή πραμάτεια, φρούτα και λαχανικά, να τα πουλήσουν και να οικονομήσουν τα απαραίτητα για να σπουδάσουν παιδιά και να ανδρώσουν οικογένεια… Να παραδώσουν χρήσιμους ανθρώπους στην κοινωνία, να επαίρονται για την καταγωγή τους. Μάνες υπέροχες, μια ολάκερη ζωή να παλεύουν με την πέτρινη μοίρα τους» , για να χτίσουν το μέλλον που ξαναγεννάει την ελπίδα, το απαραίτητο οξυγόνο της καθημερινότητας, μιας και, όπως έλεγε και ο Ηράκλειτος, «χωρίς την ελπίδα δε θα βρούμε το ανέλπιστο».
Η σεμνότητά του, το ήθος και το ταλέντο του εμποτίζουν τις δημιουργίες του . Όσο για την εμμονή στην ασπρόμαυρη φωτογραφία, εκεί η φιλοσοφία του είναι καταλυτική: «Η εικόνα της ασπρόμαυρης φωτογραφίας είναι λιτή και εκφραστική. Με το χρώμα μπερδεύονται φλύαρα στοιχεία. Το ασπρόμαυρο καρέ διακρίνεται απ’ την αφαίρεση και πλησιάζει περισσότερο προς την πραγματικότητα και την ακρίβεια» .
Όπως σημειώνει ο Ηρακλής Παπαϊωάννου στον κατάλογο της έκθεσης: «Κώστας Μπαλάφας, Φωτογραφικές μνήμες από τη Σύγχρονη Ελλάδα: «Ο Κ. Μπαλάφας είναι ένας γνήσια λαϊκός καλλιτέχνης, αφ’ ενός γιατί ο λαός είναι ο βασικός πρωταγωνιστής των φωτογραφιών του, αφ’ ετέρου γιατί σ’ αυτόν κυρίως απευθύνεται αυτό το έργο. Εκτός από ανεξάντλητη πρώτη ύλη δηλαδή, οι άνθρωποι του λαού αποτελούν και τον τελικό αποδέκτη του έργου του. Η θεματική του έργου του, με ελάχιστες ίσως μικρές παρενθέσεις, είναι αξιοσημείωτα συνεχής και συνεπής και υπήρξε κατά βάση η καταγραφή της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας σε κάθε της έκφανση. Η Ελλάδα, όμως, μέσα από τις φωτογραφίες του Κ. Μπαλάφα δεν είναι γραφική, καρτ – ποσταλική , επιδερμικά ιστορική ή απλά μια γεωγραφικά προνομιακή χώρα. Είναι ένας ζωντανός παλλόμενος τόπος γεμάτος συγκρούσεις, ανακαλύψεις, αντιθέσεις…».
Από την άλλη πλευρά ο Κώστας Μπαλάφας “περιδιαβαίνοντας την ύπαιθρο, στάθηκε μάρτυρας της λαϊκής μαστοριάς των τεχνιτών της πέτρας. “Γνώρισε την ηπειρώτικη μαστοράντζα με τα αυλακωμένα πρόσωπα και τα ροζιασμένα χέρια, που δούλεψαν κι έχτισαν πέτρινα γιοφύρια και όμορφα αρχοντόσπιτα με το μεράκι και την ευαισθησία της αρμονίας και της ομορφιάς δεμένα με τις ιδιαιτερότητες του κάθε χώρου σε απόλυτη ισορροπία με το περιβάλλον” .
Σε όλες αυτές τις φωτογραφικές του διαδρομές o Κώστας Μπαλάφας είχε δύο μόνιμους “συνοδοιπόρους”: τον βαρύ καιρό και την κρατική Ασφάλεια…
“Συννεφιά ή ομίχλη συνοδεύουν τα επιβλητικά τοπία των ηπειρώτικων βουνών” με πανύψηλες κορφές, βαθιές χαράδρες και απότομες βουνοπλαγιές, που του δίνουν μια σπάνια φυσική ομορφιά και υποβλητική στιβαρότητα” (φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας) .
“Κωμικοτραγικές ιστορίες και άπειρα γεγονότα έχει να διηγείται σχετικά με την παρακολούθηση και τον «υπερβάλλοντα ζήλο» των οργάνων της κρατικής εξουσίας απέναντί του. Ένα χαρακτηριστικό του κλίματος της εποχής αυτής είναι αυτό που συνέβη στο χωριό Μεταξάδες της Κοζάνης, όπου ο Κώστας Μπαλάφας είχε πάει με σκοπό τη φωτογράφηση: “ο εκεί ενωμοτάρχης, σταθμάρχης χωροφυλακής, έγραφε στη λεπτομερή αναφορά του προς την προϊσταμένη του Υποδιοίκηση Χωροφυλακής, για τη δραστηριότητα του φωτογράφου: «Αποθανάτιζε ποίμνιο αιγών και αποσαθρωμένην οικίαν…» Συντηρητισμός και στενοκεφαλιά σε όλο τους το μεγαλείο! ”
Το 2008 ο Κώστας Μπαλάφας δώρισε στο Μουσείο Μπενάκη 15.000 ασπρόμαυρα αρνητικά και 60 κινηματογραφικές ταινίες μικρού μήκους , στις οποίες κατέγραψε την καθημερινότητα σε ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου