Μετά τη μάχη στον Γρανικό ποταμό (δείτε σχετικό άρθρο μας στις 10/3/2018) ο Μέγας Αλέξανδρος διέσχισε τη Μικρά Ασία και έφτασε
στη Συρία. Όταν πληροφορήθηκε ότι ο Δαρείος συγκεντρώνει στρατό και κατευθύνεται προς το μέρος του ο Μακεδόνας στρατηλάτης επέστρεψε με τον στρατό του στην Κιλικία. Στην Ισσό της Κιλικίας το 333 π.Χ. (πιθανότατα στις αρχές Νοεμβρίου) ,έλαβε χώρα μια σκληρή μάχη ανάμεσα στα μακεδονικά στρατεύματα και τους Πέρσες του Δαρείου. Με τη μάχη αυτή θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο.
Η αποφασιστική αναμέτρηση δόθηκε στις 12 Νοεμβρίου 333 π.Χ. στη στενή πεδιάδα, που ορίζεται από τον κόλπο της Ισσού και το όρος Ακμανός, κοντά στην πόλη Ισσό της Κιλικίας (σημερινό Ισκεντερούν της Νοτιοανατολικής Τουρκίας).
Ο Αλέξανδρος στη Μικρά Ασία
Μετά την επιτυχή έκβαση της μάχης στον Γρανικό ποταμό (334 π.Χ.) ο Αλέξανδρος κατέλαβε τις Σάρδεις, την πρωτεύουσα της Λυδίας και στη συνέχεια αφού απελευθέρωσε τις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, συνέχισε την πορεία του στη Φρυγία. Στην αρχαία πρωτεύουσα της Φρυγίας, το Γόρδιο, ο Αλέξανδρος με τον στρατό του έμειναν τον χειμώνα του 334-333 π.Χ. Εκεί έκοψε και τον περίφημο Γόρδιο δεσμό με το σπαθί του σύμφωνα με μία εκδοχή, ενώ κατά μία άλλη τον έλυσε τραβώντας το καρφί που ένωνε τον ζυγό με τον ρυμό (μικρό επίμηκες ξύλο, κάθετο στον άξονα άμαξας από τις δύο πλευρές του οποίου ζεύονται τα ζώα).
Η άμαξα με τον περίφημο δεσμό βρισκόταν στην ακρόπολη του Γορδίου και ήταν αφιέρωμα του μυθικού Γόρδιου, που φέρεται ως οικιστής της Φρυγίας. Σύμφωνα με την παράδοση, όποιος έλυνε τον Γόρδιο δεσμό θα γινόταν βασιλιάς, κύριος της Ασίας. Επηρεασμένος από την παράδοση, ο Μέγας Αλέξανδρος το κόψιμο ή το λύσιμο του δεσμού το θεώρησε θεϊκό σημάδι και την επόμενη μέρα έκανε ευχαριστήριες θυσίες στους θεούς. Θα αναφερθούμε τώρα σε ένα άλλο γεγονός πολύ ενδιαφέρον και σίγουρα λιγότερο γνωστό από τον Γόρδιο δεσμό. Φεύγοντας από την πόλη Φάσιλη της Λυκίας και κατευθυνόμενος προς την Πέργη, έστειλε ένα μέρος του στρατού του μέσα από τα βουνά, καθώς οι Θράκες είχαν εξομαλύνει τον δρόμο. Ο ίδιος με το υπόλοιπο στράτευμα κινήθηκε παράλληλα προς τη θάλασσα από την ακτή. Στο απόκρημνο ακρωτήριο των Χελιδονιών, που βρίσκεται στην ακτή της Παμφυλίας κοντά στην Αττάλεια, συμβαίνει ένα περίεργο φυσικό φαινόμενο. Ενώ συνήθως οι βράχοι του ακρωτηρίου που κατεβαίνουν αιχμηροί στη θάλασσα, δεν επιτρέπουν τη διάβαση σε αυτό το σημείο, όταν φυσούν συνεχείς βόρειοι άνεμοι η θάλασσα υποχωρεί και σχηματίζεται πέρασμα. Όταν ο Αλέξανδρος με τους άνδρες του έφτασε εκεί, παρόλο που δεν ήταν η εποχή των βοριάδων, φύσηξαν ισχυροί βόρειοι άνεμοι, η θάλασσα υποχώρησε και ο Αλέξανδρος με το στράτευμά του κατόρθωσαν να περάσουν. Αμέσως μετά τη διάβασή τους άλλαξε η φορά των ανέμων και το πέρασμα εξαφανίστηκε πάλι μέσα στη θάλασσα. Ο θαυμασμός όλων ήταν μεγάλος και από πολλούς θεωρήθηκε ως θεϊκό σημάδι, κάτι ανάλογο με το πέρασμα των Ισραηλιτών υπό τον Μωυσή από την Ερυθρά Θάλασσα.
Την άνοιξη του 333 π.Χ. ο Ρόδιος Μέμνων, στον οποίο είχαμε αναφερθεί εκτενώς στο άρθρο μας για τη μάχη του Γρανικού, αρρώστησε και πέθανε κατά την πολιορκία της Μυτιλήνης. Ο Αλέξανδρος κατάλαβε αμέσως πόσο σημαντικό ήταν αυτό το γεγονός, καθώς πλέον ο κίνδυνος που υπήρχε στα νώτα του είχε εκλείψει. Ο Μέμνων θεωρείται ότι ήταν ο μόνος που μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα στον μεγάλο στρατηλάτη. Όπως έγραψε χαρακτηριστικά ένας νεότερος ιστορικός: »Η Ασία ολόκληρη δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τον Αλέξανδρο παρά μόνο με έναν Έλληνα».
Την άνοιξη του 333 π.Χ. ο Αλέξανδρος αφού κατέλαβε την Καππαδοκία την »εντός του Άλυος», προχώρησε με το εκστρατευτικό σώμα προς την οροσειρά του Ταύρου για να καταλάβει τις διαβάσεις προς την Κιλικία και κυρίως τις περίφημες Κιλίκιες Πύλες. Η πορεία του δεν ήταν καθόλου εύκολη, καθώς τα όρη εκεί ήταν δύσβατα και απόκρημνα.
Φτάνοντας στην Ταρσό της Κιλικίας ο Αλέξανδρος έπαθε υπερκόπωση. Σύντομα παρουσίασε συνεχείς σπασμούς, υψηλό πυρετό και παρατεταμένη αϋπνία. Οι περισσότεροι γιατροί πίστευαν ότι δεν θα κατάφερνε να επιβιώσει. Αιτία για τη σοβαρή ασθένειά του ήταν πιθανότατα το γεγονός ότι κολύμπησε στα κρύα νερά του ποταμού Κύδνου, οι πηγές του οποίου βρίσκονται στην οροσειρά του Ταύρου.
Μόνο ο Ακαρνάνας γιατρός και φίλος του Αλέξανδρου Φίλιππος, προσφέρθηκε να τον θεραπεύσει άμεσα. Την ώρα που ο Φίλιππος ετοίμαζε την κύλικα με το φάρμακο ο Αλέξανδρος έλαβε επιστολή του Παρμενίωνα, που του συνιστούσε να προσέχει τον Φίλιππο, γιατί ακουγόταν ότι τον είχε δωροδοκήσει ο Δαρείος.
Την ώρα που ο Αλέξανδρος έπινε το φάρμακο ενημέρωσε τον Φίλιππο για το περιεχόμενο της επιστολής. Ο Φίλιππος ατάραχος του είπε μόνο ότι αν θέλει να γίνει καλά θα πρέπει να πιει το φάρμακο που του έδωσε.
Πραγματικά, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα η φαρμακευτική αγωγή του Φίλιππου και η σιδερένια κράση του Αλέξανδρου είχαν σαν αποτέλεσμα την πλήρη ίαση του τελευταίου. Ήταν πλέον Οκτώβριος του 333 π.Χ.. Μόλις ανάρρωσε, ο Αλέξανδρος διέταξε τον Παρμενίωνα να καταλάβει και να φυλάξει τα περάσματα μεταξύ Συρίας και Κιλικίας. Ο ίδιος εγκατέλειψε την Ταρσό και πήγε στην Αγχίαλο. Από εκεί κατευθύνθηκε στους Σόλους. Αφού υπέταξε τους ορεσίβιους Κιλίκους, συνέχισε την πορεία του προς τη Μαγαρσό (όπου θυσίασε στην Αθηνά) και έπειτα στον Μαλλό (όπου θυσίασε στον ήρωα Αμφίλοχο). Η πόλη υπέφερε από εσωτερικές πολιτικές διαμάχες. Ο Αλέξανδρος αποκατέστησε την τάξη και την απάλλαξε από φόρους, γιατί ήταν αποικία του Άργους και εκείνος » απ’ Άργους των Ηρακλειδών είναι ηξίου».
Οι πολεμικές προετοιμασίες των αντιπάλων
Ο Δαρείος μετά τον θάνατο του Μέμνονα δεν μπόρεσε να βρει κάποιον αξιόλογο στρατηγό για να του αναθέσει την αρχιστρατηγία. Έτσι, αποφάσισε να τεθεί ο ίδιος »επικεφαλής των στρατευμάτων του και να κατέλθει εις τον υπέρ της βασιλείας κίνδυνον». Στη Βαβυλώνα συγκέντρωσε δυνάμεις από όλη την επικράτεια και προχώρησε προς την Κιλικία παίρνοντας μαζί του τη μητέρα του, τη σύζυγό του, τον γιο και τις δύο κόρες του.
Οι αρχαίοι συγγραφείς διαφωνούν για τον αριθμό των ανδρών του Δαρείου. Ο Αρριανός αναφέρει ότι ήταν 600.000, το ίδιο και ο Πλούταρχος. Ο Διόδωρος αναφέρει μικρότερο αριθμό, 400.000 και 10.000 ιππείς, το ίδιο και ο Ιουστίνος. Οι σύγχρονοι ιστορικοί όμως διαφωνούν. Θεωρούν ότι είναι αδύνατο οι Πέρσες μετά την ήττα τους στον Γρανικό ποταμό, όπου είχαν στρατό 40.000 ανδρών, να κατάφεραν να συγκεντρώσουν σε ένα χρόνο 400.000 ή 600.000 άνδρες.
Το σίγουρο είναι ότι ανάμεσα στους άνδρες του Δαρείου υπήρχαν περισσότεροι από 10.000 (ίσως και 30.000) Έλληνες μισθοφόροι (όπως αναφέρει ο Κούρτιος) και 60.000 Κάρδακκες. Κατά τον Στράβωνα οι Κάρδακκες ήταν νεαροί Πέρσες εκπαιδευμένοι στη χρήση του τόξου και του ακόντιου, οι οποίοι χρησιμοποιούνταν σε διάφορες εργασίες (κατασκευή πανοπλιών, δενδροφύτευση κλπ). Μετά την ηλικία των 20 ετών μπορούσαν να υπηρετούν σε βοηθητικές θέσεις στον στρατό και να πολεμούν είτε πεζοί είτε έφιπποι.
Οι αρχαίοι συγγραφείς δεν γράφουν για την αριθμητική δύναμη του στρατού του Αλέξανδρου. Υπολογίζεται ότι ήταν 30.000-35.000 άνδρες.
Ο Δαρείος στρατοπέδευσε στους Σώχους της Ασσυρίας στα ανατολικά του όρους Αμανόν. Η πεδιάδα των Σώχων ήταν μέρος πρόσφορο για ελιγμούς μεγάλου στρατού και δράση του ιππικού. Δίπλα στον Πέρση βασιλιά εμφανίστηκε ο γιος του Αντίοχου Αμύντας, ο οποίος δεν ήταν »άπειρος της Αλεξάνδρου φύσεως», ο οποίος τον συμβούλευσε να παραμείνει και να πολεμήσει εκεί: »Ω βασιλεύ, χάριν θάρρει, βαδιείται γαρ εκείνος επί σε και σχεδόν ήδη βαδίζει». Η καθυστέρηση όμως του Αλέξανδρου στην Κιλικία εξαιτίας της ασθένειάς του και των επιχειρήσεων εναντίον των Κιλίκων, έκαναν τον Δαρείο να αλλάξει γνώμη. Πείστηκε από τους αυλοκόλακες ότι ο Αλέξανδρος δεν θα τολμούσε να βαδίσει εναντίον του και παρασύρθηκε στην απόφαση να προχωρήσει ο ίδιος να τον συναντήσει στην παραλία της Κιλικίας. Αφού προώθησε τα σκευοφόρα και »περιττόν όχλον» στη Δαμασκό, οδήγησε τον στρατό του προς τον βορρά. Αφού πέρασε από τη σημερινή Πύλη των Λεόντων και τις Αμανικές Πύλες (βόρεια του όρους Αμανόν), κατευθύνθηκε στην παραλία της Κιλικίας.
Από την άλλη πλευρά, ο Αλέξανδρος, που πληροφορήθηκε την άφιξη του Δαρείου στους Σώχους, ετοιμάστηκε να τον αντιμετωπίσει. Επικεφαλής των στρατευμάτων του, κινήθηκε αμέσως κατά μήκος των παραλίων της Κιλικίας, πέρασε τις Κιλίκιες Πύλες στον μυχό του Ισσικού Κόλπου και κατέλαβε την πόλη Ισσό. Αφού άφησε εκεί όσους άνδρες του ήταν τραυματίες, προχώρησε την επόμενη μέρα προς το νότο και αφού διέσχισε τις λεγόμενες »Πύλες της Συρίας και της Κιλικίας», στρατοπέδευσε στη Μυρίανδρο, που ήταν πιθανότατα λίγα χιλιόμετρα νότια της Αλεξανδρέτας. Ετοιμαζόταν να κινηθεί προς την πεδιάδα των Σώχων, όπου πίστευε ότι τον περίμενε ο Δαρείος περνώντας από τις »Σύριες Πύλες» στα νότια του Αμανού Όρους, που είχε ήδη καταλάβει ο Παρμενίωνας. Καθυστέρησε όμως λόγω της καταρρακτώδους βροχής και αποφάσισε να στρατοπεδεύσει στη Μυρίανδρο (ή κοντά σ’ αυτήν) για να ξεκουραστούν οι στρατιώτες του.
Υπολογίζεται ότι οι άνδρες του είχαν διανύσει περισσότερα από 100 χιλιόμετρα μέσα σε 48 ώρες και ήταν λογικό να έχουν εξαντληθεί.
Σχεδόν ταυτόχρονα ο Δαρείος έφτασε στην παραλιακή πεδιάδα της Ισσού και βρέθηκε κατά λάθος στα νώτα του Αλέξανδρου. Η περσική στρατιά κατέλαβε την Ισσό και σκότωσε τους τραυματισμένους Μακεδόνες που βρίσκονταν εκεί. Την επόμενη μέρα προχώρησε προς το νότο και έφτασε βόρεια του ποταμού Πίναρου (σημ. Deli Cay). Εκεί ο Δαρείος συνειδητοποίησε ότι είχε οδηγήσει τον στρατό του σε τελείως ακατάλληλη τοποθεσία για μάχη.
Ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε ότι ο Δαρείος βρισκόταν πίσω του και ένιωσε πολύ μεγάλη έκπληξη. Με μια τριακόντορο έστειλε πίσω στην Ισσό μερικούς από τους εταίρους του για να εξακριβώσει την ορθότητα των πληροφοριών του. Αυτοί πραγματοποίησαν την αποστολή τους και ενημέρωσαν τον Μέγα Αλέξανδρο ότι »εν χερσίν είναι Δαρείον».
Η μάχη της Ισσού
Τότε ο Αλέξανδρος αποφάσισε να κινηθεί εναντίον των Περσών με μεγάλη ταχύτητα για να τους αιφνιδιάσει. Έστειλε μια μικρή δύναμη για να ανιχνεύσει τον δρόμο στα νώτα του και στη συνέχεια αφού πρώτα οι άνδρες του έφαγαν το δείπνο τους, τους οδήγησε στη Στήλη του Ιωνά, την οποία κατέλαβαν τα μεσάνυχτα. Έπειτα διέταξε τους άνδρες του να στρατοπεδεύσουν πρόχειρα υπό την κάλυψη προφυλακών.
Την αυγή ο Αλέξανδρος με τους άνδρες του ξεκίνησε από τη Στήλη του Ιωνά σε φάλαγγα πορείας με το πεζικό να προπορεύεται και το ιππικό να ακολουθεί. Η απόσταση ως τον ποταμό Πίναρο ήταν 14-16 χιλιόμετρα. Σύμφωνα με υπολογισμούς η μάχη της Ισσού ξεκίνησε γύρω στις 4 το απόγευμα.
Πλησιάζοντας προς τον ποταμό ο Μακεδόνας στρατηλάτης άρχισε να αναπτύσσει τα στρατεύματά του σε γραμμή μάχης. Πρώτα προώθησε τους υπασπιστές του υπό τον Νικάνορα προς τα βουνά που βρίσκονταν προς τα δεξιά του και έπειτα στα αριστερά τους τα τάγματα του Κρίνου και του Περδίκκα. Οι δυνάμεις αυτές αποτελούσαν το πεζικό της δεξιάς πτέρυγας υπό την ηγεσία του ίδιου του Αλέξανδρου.
Στα αριστερά αυτής της πτέρυγας και προς τη θάλασσα τοποθέτησε τα τάγματα του Μελέαγρου, του Πτολεμαίου και του Αμύντα και του Κρατερού, όλα υπό την διοίκηση του τελευταίου και όρισε τον Παρμενίωνα διοικητή της αριστερής πτέρυγας. Τον διέταξε να κρατά το αριστερό της μέρος κοντά στη θάλασσα για να μην περικυκλωθεί.
Ο Δαρείος μαθαίνοντας τις κινήσεις του Αλέξανδρου, προώθησε νότια του Πίναρου το σύνολο του ιππικού του υποστηριζόμενο από ελαφρά στρατεύματα. Με την κάλυψή τους παρέταξε στο κέντρο τους Έλληνες μισθοφόρους του, που είχαν αρχηγούς τον Θυμώνδα και τον Αμύντα, και στα πλευρά τους έβαλε ισχυρά σώματα Καρδάκκων, που καλύπτονταν από τοξότες. Για την εξασφάλιση του αριστερού του πλευρού από περικύκλωση τοποθέτησε ελαφρά στρατεύματα στους πρόποδες του βουνού και μπροστά από τη γραμμή μάχης. Το υπόλοιπο πεζικό το παρέταξε στα νώτα του μετώπου της μάχης και όταν η διάταξη μάχης είχε σχηματιστεί, τοποθέτησε όλο σχεδόν το ιππικό του, που είχε διοικητή τον Ναβαζάρνη, στη δεξιά πτέρυγα, επειδή το έδαφος κοντά στην ακτή της θάλασσας ήταν κατάλληλο για δράση του ιππικού. Διέταξε να φτιαχτούν φράχτες από πασσάλους στα σημεία του Πίναρου που ήταν εύκολο να διασχιστούν και πήρε τη θέση του στο κέντρο της παράταξης.
Όπως γράφει ο Κούρτιος, » ο Δαρείος αποφάσισε να μετατρέψει τη μάχη σε ιππομαχία, πιστεύοντας ότι η φάλαγγα ήταν η κύρια δύναμη του μακεδονικού στρατού». Το σχέδιό του φαίνεται ότι ήταν να διασπάσει την αριστερή πτέρυγα των Ελλήνων, έπειτα να πλήξει τη φάλαγγα στα πλευρά και τα νώτα και τέλος ,μετά την αποδιοργάνωση της φάλαγγας ,να την απωθήσει προς τα βουνά.
Ο Αλέξανδρος στο μεταξύ, συνέχιζε την κίνησή του και καθώς η παράκτια πεδιάδα πλάταινε, προώθησε το ιππικό του, προώθησε τους εταίρους, τους Θεσσαλούς, τους λογχοφόρους και το ελαφρύ παιονικό ιππικό στη δεξιά του πτέρυγα και έστειλε το ιππικό των συμμαχικών ελληνικών πόλεων, στον Παρμενίωνα, στα αριστερά του. Αργότερα, όταν μπορούσε να δει τη διάταξη μάχης των Περσών, έκανε αλλαγές στη δική του.
Οι λογχοφόροι, είχαν επικεφαλής τον Πρωτόμαχο, το ελαφρύ παιονικό ιππικό τον Αρίστωνα, οι τοξότες τον Αντίοχο και οι Αγριάνες τον Άτταλο.
Το σχέδιο μάχης του Αλέξανδρου ήταν απλό. Καθώς ο Παρμενίωνας συγκρατούσε το δεξιό τμήμα των Περσών, σκόπευε να εξαπολύσει το ιππικό των εταίρων του ενάντια στους Κάρδακκες στα αριστερά των Ελλήνων μισθοφόρων του Δαρείου, να τους διασπάσει και στη συνέχεια να πλήξει τους μισθοφόρους στα πλευρά και στα νώτα.
Όταν οι άνδρες του συγκεντρώθηκαν, τους διέταξε να ξεκουραστούν για λίγο και στη συνέχεια τους οδήγησε με αργό βήμα για να διατηρηθεί η συνοχή τους. Όταν έφτασε κοντά στους αντιπάλους, διέτρεξε με το άλογό του, τον θρυλικό Βουκεφάλα (για τον οποίο να θυμίσουμε ότι ο Φιλόνικος ο Θεσσαλός πρότεινε στον πατέρα του Αλέξανδρου Φίλιππο να αγοράσει, ωστόσο επειδή έδειχνε πολύ άγριο και ατίθασο άλογο ο Φίλιππος δεν δέχτηκε, ώσπου ο ,δεκαπεντάχρονος τότε Αλέξανδρος, κατάφερε να το ιππεύσει στρέφοντάς το προς τον ήλιο, καθώς φοβόταν τη σκιά του) τις γραμμές για να δει αν όλα ήταν εντάξει και για να ενθαρρύνει τους άνδρες του, φώναξε τα ονόματα όλων των στρατηγών, ιλάρχων και λοχαγών αλλά και όσων απλών στρατιωτών είχαν κάνει σπουδαία κατορθώματα στις μάχες. Απ’ όλες τις πλευρές τότε, ακούστηκαν φωνές που του ζητούσαν να τους οδηγήσει σε επίθεση.
Ο Αλέξανδρος όπως και στον Γρανικό έκανε αιφνιδιαστική έφοδο για να πιάσει απροετοίμαστους τους Πέρσες.
Μόλις ξεκίνησε η μάχη, η αριστερή πτέρυγα των Περσών διασπάστηκε γρήγορα, Παρασυρμένα όμως από την επίθεση τα τμήματα του μακεδονικού ιππικού που προπορεύονταν ξεκόπηκαν από τη φάλαγγα που πήγαινε πίσω. Σ’ αυτό το ρήγμα κατευθύνθηκαν οι Έλληνες μισθοφόροι του Δαρείου, προσπαθώντας να σπρώξουν πίσω στο ποτάμι τις δυνάμεις του Αλέξανδρου. Αλλά και το θεσσαλικό ιππικό, δύσκολα συγκρατούσε το περσικό που κατάφερε να περάσει τον Πίναρο.
Τότε, η ομάδα κρούσης της δεξιάς πτέρυγας με επικεφαλής τον Αλέξανδρο, έδωσε καίριο χτύπημα στους Έλληνες μισθοφόρους διεισδύοντας στη διάταξή τους. Αφού ο Μακεδόνας στρατηλάτης είδε ότι οι μισθοφόροι και το περσικό ιππικό αποκρούστηκαν από το ποτάμι, επιτέθηκε εναντίον του Δαρείου.
Ο Οξάφρης, αδελφός του Δαρείου, βλέποντας την επέλαση του Αλέξανδρου, κατάφερε να του κόψει τον δρόμο προς τη βασιλική άμαξα. Ο Αλέξανδρος συνέχισε να πολεμά γενναία σκοτώνοντας πολλούς Πέρσες ευγενείς.
Και Μακεδόνες όμως σκοτώθηκαν αρκετοί, με σημαντικότερο τον Πτολεμαίο. Αν και ο Πλούταρχος γράφει ότι ο Δαρείος τραυμάτισε τον Αλέξανδρο, από γράμμα του τελευταίου προς τον Αντίπατρο προκύπτει ότι τραυματίστηκε ελαφρά στη μάχη της Ισσού.
Καθώς ο Δαρείος ήταν περικυκλωμένος από παντού, εγκατέλειψε την άμαξα και με ένα άλογο απομακρύνθηκε από το πεδίο της μάχης. Η φυγή του Δαρείου και οι απώλειες των Ελλήνων μισθοφόρων, έκαναν και το περσικό ιππικό που σημείωνε επιτυχίες ως τότε, να εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης. Πανικόβλητοι οι Πέρσες υποχωρούσαν.
Πάρα πολλοί σκοτώθηκαν, ποδοπατώντας ο ένας τον άλλο.
Για να αποφύγει τη ντροπή της αιχμαλωσίας ο Δαρείος εγκατέλειψε το άρμα του, τον βασιλικό μανδύα και το τόξο του. Ο Αλέξανδρος, επικεφαλής του ιππικού τον καταδίωξε ώσπου να πέσει το σκοτάδι. Τελικά ο Δαρείος ξέφυγε και πήγε στη Θάψακο, πέρασμα στον Ευφράτη.
Οχτώ χιλιάδες Έλληνες μισθοφόροι που επέζησαν, οδηγούμενοι από τους Αμύντα, Θυμώνδα, Αριστομήδη και Βιάνορα (όλοι ήταν αυτόμολοι), έφτασαν στην Τρίπολη της Φοινίκης και από εκεί με πλοία, κατέφυγαν στην Κύπρο και την Αίγυπτο. Περίπου 4.000 Πέρσες και άλλους μισθοφόρους πήρε μαζί του ο Δαρείος κατά τη φυγή του στον Ευφράτη. Οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη.
Όταν ο Αλέξανδρος επέστρεψε στο πεδίο της μάχης, βρήκε την οικογένεια του Δαρείου (τη μητέρα, τη γυναίκα του, τις δύο κόρες του και τον ανήλικο γιο του) αιχμάλωτη.
Στο ταμείο του Δαρείου βρέθηκαν 3.000 τάλαντα και στη Δαμασκό αμύθητοι θησαυροί.
Οι περισσότεροι Πέρσες που ξέφυγαν από την Ισσό κρύφτηκαν στις συμμαχικές τους πόλεις. Ωστόσο οι απώλειες των Περσών, ήταν πολύ βαριές.
Ο απολογισμός της μάχης της Ισσού
Ο Αρριανός αναφέρει ότι στην Ισσό σκοτώθηκαν 100.000 Πέρσες, 10.000 από τους οποίους ήταν ιππείς. Ο Πλούταρχος και ο Διόδωρος αναφέρουν κι αυτοί 110.000 Πέρσες νεκρούς. Ο Αρριανός γράφει για 32 πεζούς και 150 ιππείς νεκρούς από ελληνικής πλευράς, ο Διόδωρος για 300 πεζούς και 150 ιππείς. Οπωσδήποτε όμως ο Αλέξανδρος «με πολύ μικρή πληρωμή κέρδισε τη μεγάλη αυτή νίκη» (Αρριανός).
Η νίκη του Αλέξανδρου στη μάχη της Ισσού, έδειξε για μια ακόμη φορά την ελληνική πολεμική αρετή και ότι δεν αρκεί για την επιτυχία η αριθμητική υπεροχή, αλλά η εκπαίδευση των στρατιωτών, οι ικανότητες των διοικητών τους και το υψηλό φρόνημα.
Με τη νίκη στην Ισσό, ολοκληρώθηκε η κατάληψη της Μικράς Ασίας και απελευθερώθηκαν όλες οι ελληνικές πόλεις, ενώ οι αντιμακεδονικές δυνάμεις στις πόλεις της νότιας Ελλάδας που είχαν αναθαρρήσει μετά τις περσικές επιτυχίες στο Αιγαίο, εγκατέλειψαν οποιαδήποτε σκέψη για εξέγερση.
Πρώτοι οι Αθηναίοι στις γιορτές των Ισθμίων βράβευσαν τον Αλέξανδρο με χρυσό στεφάνι για την νίκη του εναντίον των βαρβάρων.
Κι ενώ ο Δαρείος διέπραξε τεράστιο σφάλμα με το να εγκλωβίσει τις δυνάμεις του σε μία στενή τοποθεσία, ο Αλέξανδρος, ο οποίος με τις παραμονές της μάχης της Ισσού εκφώνησε ένα μνημειώδη λόγο προς τους αξιωματικούς του, πολεμώντας πάντα επικεφαλής των ανδρών του και καταστρώνοντας μεγαλοφυή πολεμικά σχέδια, απέδειξε για μια ακόμα φορά την απαράμιλλη στρατιωτική του μεγαλοφυΐα, που τον κατέταξε στους μεγαλύτερους στρατιωτικούς ,και όχι μόνο, ηγέτες της παγκόσμιας ιστορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου