«Ζούσε σαν ένας μελαγχολικός δανδής, πού ‘χει μονίμως στραμμένη την ματιά σε μια δική του Γη της Επαγγελίας, εξόριστος από την ζωή λόγω των απαγορευμένων του απολαύσεων, που ο ίδιος τις έβλεπε ως πνευματικές εξερευνήσεις. Ορκίστηκε να πάψει να συμμετέχει σ’ αυτήν την μέτρια κοινωνία των φαύλων και των μισαλλόδοξων, και να γίνει ο μοναχικός αρχιτέκτονας μιας καλής ελπίδας, για πάντα προφυλαγμένης μέσα στο κάστρο του πνεύματος του, πλημμυρισμένου από τα αρώματα άλλων κόσμων, ζωγραφισμένου από την τέχνη των ονείρων. Μια αθώα, αλλά τόσο θλιμμένη ψυχή…» Huysmans, A Rebours
Πρόσγειοι: Βρυκόλακες, Σκιές, Ενοχλητικά Πνεύματα & Στοιχειωμένα Σπίτια.
Προτού αναφερθούμε στους Πρόσγειους (Βρυκόλακες), θα πρέπει να δηλώσουμε ότι με τον πνευματικό κόσμο ερχόμαστε σε επαφή δια των διαμέσων. Τα αυθεντικά διάμεσα (mediums) είναι ιδιαίτερα άτομα προικισμένα με διόραση και, όπως λένε, βλέπουν με τα μάτια της ψυχής τον πνευματικό κόσμο, καθώς και τα δρώμενα σ’ αυτόν. Τώρα αν πολλά από τα διάμεσα είναι τελικά απατεώνες ή αν χρησιμοποιούν τις όποιες δυνάμεις τους για να κάνουν κακό, σ’ αυτό δε φταίνε τα άλλα, αυτά που γεννήθηκαν με τον προορισμό να βοηθούν τους ανθρώπους προφητεύοντας και «βλέποντας» τα απόκρυφα της ψυχής ενός ανθρώπου, τις σκέψεις του και καμιά φορά τις βαθύτερες και σκοτεινές επιθυμίες του.
Σας ερωτώ, ποιο ή πού είναι το κακό αν κάποια κοπέλα μάθει πως ο αγαπημένος της είναι ήδη παντρεμένος ενώ της υπόσχεται γάμο, και η κοπέλα αυτή δεν μπορεί να πληρώσει κάποιον ντετέκτιβ ώστε να πληροφορηθεί για το ποιόν του ανθρώπου που αγαπά; Ή αν η κοπέλα έτσι σωθεί από μια πιθανή αυτοκτονία και ακόμη, γιατί να μη μάθει κάποιος γονιός πού βρίσκεται και αν ζει το χαμένο παιδί του; Γιατί, λοιπόν, να αποδίδουμε όλες αυτές τις ιδιότητες στον Σατανά, όταν μερικά διάμεσα μπορούν και προσεύχονται στο Θεό και επιτυγχάνουν θαύματα, αρκεί να υπάρχει επίσης εκ μέρους του πελάτου που προσπίπτει σαν ικέτης σ’ αυτά; Εξάλλου, ο Σατανάς ουδέποτε εμφανίστηκε ως θεραπευτής παρά ως δημιουργός ασθενειών.
Θα παρατηρήσουν ορισμένοι καγχάζοντας ότι ο Σατανάς μπορεί να λάβει μορφή αγγέλου και να προφητεύσει. Εκεί είναι και η δύναμη του Θεού που βοηθάει τους προικισμένους ανθρώπους να αναγνωρίσουν με ποιον συνομιλούν και να τον διώχνουν. Δεν είναι μόνον ορισμένοι ιερείς και ιερομόναχοι που διακρίνονται για τον ευσεβή βίο τους και την προφητική τους ικανότητα ανά τον κόσμο, όπως παλιά π.χ. στα Καρούλια και τα Κατουνάκια του Αγίου Όρους. Ο Θεός στέλνει αγγέλους Του ενανθρωπισμένους και ανώνυμους ανάμεσα στους ανθρώπους, για να τους βοηθούν και να τους παραδειγματίζουν, οι οποίοι διάγουν ένα πολύ αγνό βίο –και μάλιστα, σε αντίθεση με τους μοναχούς και τις μοναχές, μέσα στη βιοπάλη– και ορισμένοι από αυτούς προφητεύουν.
Εξάλλου, αυτό συνέβαινε και στην Παλαιά Διαθήκη, όπου η Μαριάμ, η αδελφή του Ιησού του Ναυή, χόρεψε, τραγούδησε και προφήτευσε. Γιατί τώρα δεν παραδεχόμαστε την ύπαρξη προφητών και προφητισσών; Από τον καιρό των κηρυγμάτων και επιστολών των Αποστόλων, διατυπώθηκε ότι ο καθείς οφείλει να διατηρεί με σύνεση τα χαρίσματά του και ανάμεσα στα παραδείγματα αναφέρεται ότι ο έχων το χάρισμα του προφητεύειν πρέπει να προφητεύει.
Όμως, η μοίρα των ολοκληρωτικών ιεραρχικών συστημάτων που αγωνίζονται για να διατηρηθούν αναλλοίωτα ενάντια στη ροή του χρόνου χωρίς ανανέωση, οδηγεί στη στειρότητα. Έως τον 6ο μ.κ.ε. αιώνα η Χριστιανική Εκκλησία πίστευε στη μετεμψύχωση, την οποία κατήργησε μαζί με τον χαλκέντερο Ωριγένη που την αποδεχόταν κι ερωτούμε, είναι δυνατόν για έξι αιώνες να πιστεύουν άλλα και μετά άλλα οι πιστοί της Εκκλησίας; Είναι δε δυνατόν να έκαναν μέχρι τότε λάθος; Ασφαλώς όχι! Κατήργησαν όμως επίτηδες μία αυθεντία, τον Ωριγένη (Origenes).
Επίσης ο Βασίλειος στους εξορκισμούς του δείχνει να γνωρίζει πολύ καλά τη φύση των πονηρών πνευμάτων, καθώς και τις διάφορες χημικές ουσίες του Κακού και τις φαρμακείες. Διότι ο αρχαίος κόσμος, ζώντας ακόμη, γνώριζε ότι όλα αυτά υπήρχαν. Εάν όμως ρωτήσετε πολλούς υπεύθυνους ιερείς στα γραφεία των διαφόρων Μητροπόλεων, δεν δείχνουν να πιστεύουν στην ύπαρξη του πνευματικού κόσμου και αρκετοί μοιάζουν τυπικοί, ψυχροί υπάλληλοι, όταν κάποιος προσέλθει εκεί δηλώνοντας ότι έχει υποστεί άσχημες επιδράσεις μεταφυσικού χαρακτήρα… Επειδή λοιπόν το συμπαγές Corpus Ecclesiae θα ερχόταν σε δύσκολη θέση, όταν θα αναφαινόταν κάποιος εμπνευσμένος ανανεωτής ή προφήτης ή προφήτισσα και θα την κατέκρινε. Τελικώς τους κατήργησε, κρατώντας την αυθεντία μόνον για τον εαυτό της.
Η ύπαρξη Προσγείων (Βρυκολάκων), σκιών, ενοχλητικών πνευμάτων, δηλαδή γενικά πνευμάτων που δεν έχουν φύγει από την Γη, είναι αποδεδειγμένη και αναμφισβήτητη από παλιά. Διότι τα πνεύματα αυτά (ανθρώπινες ψυχές είναι δυστυχώς) καθώς είναι συνδεδεμένα με τον υλικό κόσμο, τα αγαθά που είχαν και τον γήινο τρόπο ζωής τον οποίον απολάμβαναν και τον οποίο δε θέλουν να χάσουν. Επίσης, λόγω του νεαρού της ηλικίας τους κατά τη στιγμή της απώλειας της ζωής τους, δεν μπορούν να αποσυνδεθούν από τα γήινα, επειδή δεν πρόλαβαν να χαρούν όσο ήθελαν τις υλικές και σαρκικές απολαύσεις.
Μερικά από αυτά είναι ακίνδυνα, άλλα πάλι είναι περισσότερο επικίνδυνα, διότι παρουσιάζονται σε συγγενικά πρόσωπα καθ’ ύπνον (στα όνειρα) ή ακόμα παρουσιάζονται σαν σκιές σε σκοτεινά σημεία, την νύχτα, οι πιο δυνατοί ακόμη και την ημέρα με σκοπό να χλευάσουν ή να κάνουν κακό σε άτομα συγγενικά στα οποία δημιουργούν τρόμο, όπως λόγου χάριν ο θανών σύζυγος κάποιας γνωστής μου ηλικιωμένης γυναίκας κατοίκου του κέντρου της Θεσσαλονίκης και ηλικίας 65 ετών, ο οποίος την επισκεπτόταν συχνά καθημερινά εμφανιζόμενος με σάρκα και οστά και απαιτούσε από αυτήν ερωτικές περιπτύξεις τις οποίες και επετύγχανε, έχοντας μαζί της κανονική σεξουαλική επαφή. Αυτός ήταν κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερος από την σύζυγό του.
Εμφανίστηκε δε σ’ αυτήν την ίδια νύχτα που πέθανε. Παρ’ όλα τα τρισάγια, τις ευχές, τους αγιασμούς από ιερείς, αυτός επέμενε να ενοχλεί την χήρα του προκαλώντας της τρόμο. Αυτή αποτάθηκε σε γνωστό ισχυρό διάμεσο (medium), με γερές πνευματικές ιδιότητες, το οποίο κατάφερε μετά δύο χρόνια επίμονων προσπαθειών να την απαλλάξει από δαύτον. Τούτο συντελέστηκε μετά από συνομιλίες μαζί του. Σημειωτέον δε ότι το διάμεσο δεν λάμβανε χρήματα και επιπλέον είχε βρει τον μπελά της, διότι ερχόταν και ενοχλούσε κι αυτήν.
Οι συνομιλίες μαζί του γίνονταν τακτικά ενώπιον της γυναίκας του, ή χωρίς την παρουσία της τελευταίας, διότι αυτός παρουσιαζόταν στο διάμεσο όχι μόνον μετά από κλήση, αλλά και αιφνιδίως, δημιουργώντας θορύβους, μετακινήσεις αντικειμένων, βιβλίων και άλλων πραγμάτων. Απειλούσε ότι θα της κάνει κακό και έλεγε πρόστυχα λόγια. Της γυναίκας του της έκανε στον λαιμό σημάδια από φιλιά, την τσιμπούσε στα οπίσθια και γενικά προέβαινε σε άσεμνες πράξεις. Τέλος, μετά από συχνή ταλαιπωρία δύο ετών εξαφανίσθηκε και πήγε στην … κόλαση.
Εκτός από τις συνομιλίες μαζί του και τις προσευχές προς την Αγία Τριάδα και την Παρθένο Μαρία, το διάμεσο προσπαθούσε να τον πείσει να σταματήσει τις εμφανίσεις του και να πάει στον τόπο όπου ανήκε. Μετά από όλα αυτά οι εμφανίσεις του άρχισαν να αραιώνουν και τελικά μια νύχτα το διάμεσο τον είδε όρθιο, περιστοιχισμένο από ανθρωπόμορφους δαίμονες με λοξά μάτια μέσα σε μία βάρκα, η οποία έπλεε σε ένα ποτάμι από κόκκινη λάβα. Σημειωτέον ότι το διάμεσο, για λόγους ευσπλαχνίας δεν ελάμβανε, όπως προαναφέραμε, χρήματα από την χήρα, διότι επρόκειτο για την σωτηρία μιας ψυχής. Δυστυχώς, από ό,τι φαίνεται, ο βρυκόλακας δεν κατέληξε στον Παράδεισο και αυτό, διότι γνωρίζουμε καλά ότι πολλές ψυχές εξακολουθούν και μετά θάνατο να μένουν αμετανόητες ή να αδιαφορούν για την εξέλιξή τους στον ουρανό.
Άλλο πιο σοβαρό ακόμη περιστατικό με ήρωες Πρόσγειους συνέβη κοντά στη Θεσσαλονίκη, και συγκεκριμένα στην κωμόπολη της Χαλκιδικής Ορμύλια. Μία οικογένεια, κάτοικοι της κώμης αυτής, ζήτησε επανειλημμένα από το ισχυρό και προικισμένο διάμεσο κυρία Μαρία Καρύδη να μεταβεί εκεί και να ερευνήσει για κάποιο θησαυρό θαμμένο σε πατρογονικό τους σπίτι, ακατοίκητο από χρόνια. Οι ίδιοι κατοικούσαν πια σε άλλη κατοικία. Πράγματι, η κυρία Καρύδη τελικά πήγε εκεί, για να ερευνήσει τι συμβαίνει.
Συγκεκριμένα είχε κληθεί από την κόρη του τελευταίου ζεύγους, που ζούσε προ ετών στην οικία που παρουσίαζε μεταφυσικά φαινόμενα. Είχε δε παρατηρηθεί, μετά το θάνατο των γονιών της, ότι όποιος το νοίκιαζε για να μείνει μέσα αρρώσταινε, είχε εφιάλτες, τον έπιανε ένας περίεργος βήχας, κάτι δηλαδή σαν ασθματική κατάσταση, ώσπου στο τέλος πέθαινε. Αυτό είχε συμβεί αρκετές φορές, δηλαδή σε 4 διαδοχικούς ενοικιαστές.
Η ίδια δε η κόρη, ηλικίας περίπου τότε (1976) 45 ετών, εμφάνιζε κάτι σαν κρίσεις άσθματος και αυτή, όταν επισκεπτόταν το παράξενο σπίτι για να το ψάξει, οι οποίες κρίσεις της μονιμοποιήθηκαν, αλλά περιέργως δυνάμωναν όταν επισκεπτόταν την πατρογονική τους κατοικία, καμωμένη από πέτρα και η οποία αποτελείτο από υπόγειο, ισόγειο και έναν όροφο.
Οι κατά καιρούς ένοικοι και οι επισκέπτες του σπιτιού αυτού άκουγαν θορύβους, τριξίματα, φύσημα αέρος τον οποίο αισθάνονταν και ανατρίχιαζαν, ενώ πέτρες αρκετά μεγάλες, ακόμη και όσο μια γροθιά, πεταγόντουσαν επάνω σου και εάν δεν πρόσεχες ήσαν δυνατόν να σε χτυπήσουν σοβαρά. Αυτό κυρίως στο υπόγειο, όπου ήταν και θαμμένος ο παλιός αυτός θησαυρός.
Οι πέτρες αυτές προέρχονταν από τα πολλά σκαψίματα που είχαν διενεργηθεί εκεί από διαφόρους που είχαν πληροφορηθεί ότι το σπίτι περιείχε ένα θησαυρό. (Κάτι ανάλογο με τα σκαψίματα στο υπόγειο της διαμονής του 1900 του Λεβαντίνου Τζιμ Ραζή και της γυναίκας του Έμμα, βίλας γνωστής αργότερα ως εκπαιδευτήρια της πελάτισσάς μου κυρίας Τασούλας Καραγιάννη. Τα σκαψίματα έγιναν για την τυχόν ανεύρεση εβραϊκού θησαυρού).
Αυτοί οι φερέλπιδες χρυσοθήρες πραγματοποιούσαν διαρρήξεις στο κτίριο αυτό της Ορμύλιας ή άνοιγαν οπές στο πίσω μέρος του τις νύχτες και έκαναν κρυφά ανασκαφές στο υπόγειο. Η κυρία Καρύδη με την οξυμένη διαίσθησή της είχε αντιληφθεί το μάταιο της υποθέσεως και τους κινδύνους που παραμόνευαν, λόγω της μεγάλης δύναμης των Προσγείων, και τους είχε επανειλημμένα συστήσει κατά την εκεί παραμονή της να μην προβούν σε σχετικές ενέργειες, διότι η κατοικία ήταν κατειλημμένη από πολλούς Πρόσγειους (Βρυκόλακες), οι οποίοι ως πρόσγεια πνεύματα -δηλαδή προσκολλημένα στην γη- και έχοντα συχνά και υλικό σώμα, κατέχουν μεγαλύτερη σωματική δύναμη από τα υπόλοιπα κακά πνεύματα και επιθυμούν να σε αρπάξουν από το λαιμό για να σε πνίξουν, καθώς και γενικά να σε βλάψουν.
Τελικά, μετά από πολλές παρακλήσεις της οικογένειας αυτής, η κυρία Καρύδη δέχτηκε να κάνει μία ύπνωση στο ισόγειο καθισμένη μαζί με την οικογένεια στα αρχικά σκαλοπάτια της κλίμακας που οδηγούσαν στον όροφο. Μόλις η κυρία Καρύδη περιέπεσε σε έκσταση, όπως της είπαν οι ίδιοι αργότερα, διότι η ίδια δε θυμόταν, άρχισαν οι πρόσγειοι δια του στόματός της να τους απειλούν με βραχνή φωνή να φύγουν από το σπίτι. (Οι δαίμονες γενικά έχουν βραχνή φωνή).
Δυστυχώς αυτά τα πνεύματα, τα προσκολλημένα στον θησαυρό εισήλθαν εντός της και την κατέλαβαν, με αποτέλεσμα αυτή να παγώσει και να βαρύνει αφάνταστα, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην μπορούν να την σηκώσουν από εκεί έξι άνδρες, από τους οποίους άλλοι παρίσταντο (περίπου πέντε) και άλλοι έντρομοι προσέτρεξαν σε βοήθεια. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσαν να την σηκώσουν και να την μετακινήσουν μεταφέροντάς την έξω από την κατοικία της Ορμύλιας. Εξακολουθούσε δε να είναι παγωμένη.
Κάποιος από την ομήγυρη τους μιλούσε, προσπαθώντας να τους πείσει να εγκαταλείψουν την δύστυχη κυρία Καρύδη και έτσι αυτή να σωθεί. Αλλά αυτοί επέμεναν να την κρατούν στην κατοχή τους. Ξαφνικά η Καρύδη, όπως το ανακαλεί στην μνήμη της, είδε την μορφή της Θεοτόκου σε ώριμη ηλικία, η οποία της έδωσε (πρότεινε) το χέρι της εφάπτοντάς το στο δικό της, δείχνοντας ταυτόχρονα με το άλλο της χέρι τον τοίχο πάνω από το αναίσθητο διάμεσο. Τότε μίλησε η Παναγία από το στόμα της Μαρίας Καρύδη, λέγοντας να την πάνε στην εκκλησία και να ακουμπήσουν επάνω της την εικόνα της Παναγίας των Ρόδων.
Τότε η ιδιοκτήτρια της κατοικίας με τον θησαυρό θυμήθηκε ότι ακριβώς πάνω από το πεσμένο διάμεσο υπήρχε μία απλή κεντημένη εικόνα της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσης, την οποία η οικογένεια είχε χαρίσει στην εκκλησία, διότι δεν ήθελε να έχει τίποτα από αυτό το «στοιχειωμένο» σπίτι στο νοικοκυριό της. Μάλιστα στον τοίχο υπήρχε το καρφί ανάρτησης και το σημάδι του κάδρου πιο ανοιχτόχρωμο από τον υπόλοιπο τοίχο.
Η Μαρία Καρύδη είχε κάπως ελαφρώσει και οι παρευρισκόμενοι, που την γνώριζαν από παλιά και την συμπαθούσαν για τον καλό της χαρακτήρα, έκαναν με ζήλο ακόμη μερικές προσπάθειες και κατόρθωσαν να την σηκώσουν από εκεί, και να την τοποθετήσουν επάνω στην καρότσα μεγάλου φορτηγού της οικογένειας, το οποίο έφεραν εκεί εσπευσμένα. Αμέσως μετά την μετέφεραν στην εκκλησία, την οποία άνοιξαν, και τοποθέτησαν την Μαρία Καρύδη εμπρός στο ιερό, βάζοντας την Παναγία με τα Ρόδα επάνω στο στήθος της. Και σιγά-σιγά η Μαρία Καρύδη συνήλθε και σηκώθηκε, ευχαρίστησε το Θεό για τη σωτηρία της, έκανε την προσευχή της και αναχώρησε για την Θεσσαλονίκη.
Τα πνεύματα, άσπιλοι άγγελοι ή τα ακάθαρτα, διακρίνουν αμέσως ένα πραγματικό διάμεσο και πάραυτα θέλουν να μιλήσουν δια μέσου αυτού και δύνανται, ακόμη και εάν βρίσκονται πολύ μακριά του. Του διεγείρουν την ομιλία λες και πατούν ένα κουμπί ραδιοφώνου, τόσο υψηλή επικοινωνία δια των κάθε είδους κυμάτων υπάρχει στο υπέροχο Σύμπαν μας, όπου όλα είναι ορατά και ιδιαίτερα ακουστά! Βέβαια, ορισμένες φορές που συνομιλείς π.χ. με έναν αρχάγγελο, συμβαίνει να παρεμβαίνει κάποιος δαίμων θρασύς και κακός ή βλαξ ή δυστυχής, δίχως να ζητήσει την άδεια κανενός για την διακοπή, ενώ ο αρχάγγελος παρευρίσκεται.
Στο ίδιο διάμεσο πριν περίπου είκοσι χρόνια, συνέβη το εξής τρομακτικό γεγονός. Ήταν καλοκαίρι μέσα στο αυτοκίνητό της, όπου στο πίσω κάθισμα είχε τα δύο κυνηγόσκυλα της οικογένειάς της. Επειδή δεν υπήρχε χώρος για πάρκινγκ, λόγω του τουρισμού και των διακοπών, αναγκάστηκε να παρκάρει έξω από το νεκροταφείο δίπλα σε άλλα αυτοκίνητα κοντά στον περίβολό του. Συγγενικό της πρόσωπο βγήκε από το αυτοκίνητο και πήγε στον σούπερ μάρκετ του χωριού, που απείχε 200 μέτρα, για να ψωνίσει. Η ίδια παρέμεινε στο αυτοκίνητο. Ήταν η ώρα δέκα το βράδυ.
Τότε το σε νεαρή ηλικία διάμεσο, το οποίο καθόταν στη θέση του συνοδηγού, είδε να βγαίνουν από την πόρτα του νεκροταφείου δύο νεαροί ηλικίας περίπου 20–21 χρονών, να συνομιλούν, να γελούν και χαρούμενοι να προχωρούν προς το χωριό. Της έκανε εντύπωση το γεγονός αυτό, διότι απόρησε για ποιο λόγο ήταν τέτοια ώρα μέσα στο έρημο κοιμητήριο. Μόλις όμως οι δύο νεαροί πλησίασαν το αυτοκίνητό της, το οποίο βρισκόταν πάνω στο δρόμο τους, τα σκυλιά της άρχισαν να γαβγίζουν ανήσυχα και ο ένας από τους δύο πρότεινε τα χέρια του για να την πνίξει.
Αστραπιαία το διάμεσο ανέβαζε το τζάμι του αυτοκινήτου για να γλιτώσει. Σημειωτέον ότι φορούσε έναν ξύλινο σταυρό στο λαιμό της, τον οποίον ενστικτωδώς έπιασε με το αριστερό χέρι, ενώ με το δεξί της ταυτόχρονα ανέβασε το τζάμι, διότι κατάλαβε ότι δεν πρέπει να ήσαν άνθρωποι. Αυτοί χαρχάρισαν και την περιγελούσαν. Μετά συνέχισαν το δρόμο τους προς το χωριό και μπήκαν στο πρώτο γωνιακό μαγαζί που ήταν ανοιχτό. Έμαθε ότι ήταν ο γιος του ιδιοκτήτη αυτού του μαγαζιού και ο φίλος του, που πέθαναν πριν καιρό από ατύχημα με μοτοσακό. Δεν αναφέρθηκε από την ίδια το συμβάν αυτό στο χωριό, για να μη γίνει σούσουρο. Πάντως εξακριβώθηκε ότι αυτά ήσαν τα παιδιά και ταυτίστηκαν από άποψη ηλικίας και σωματικής κατασκευής.
Αλλά και στην Αγγλία, όπου σπούδασε η Μαρία Καρύδη, που ήταν από μικρή μαθήτρια του Αντωνίου Πισσάνου, συνέβαιναν στην πόλη του Λονδίνου πολλά περίεργα περιστατικά. Θα αναφερθούμε σε ένα από αυτά το οποίο –αν και τραγικό σαν συμβάν– ενέχει και αρκετό χιούμορ, καθώς θυμίζει ιστορίες του Ντίκενς και ταινίες «γκραν-γκινιόλ». Το αναφέρουμε για να δείξουμε τη δράση και τη δύναμη των Προσγείων που συσσωρεύονται στις παλιές πόλεις.
Πρόσγειοι (εκ του προς+γη, προσκείμενοι στην γη) υπηρέτες
Σε μια αριστοκρατική συνοικία κοντά στο Χάυντ Παρκ, όπου έμεναν και αρκετοί Εβραίοι με αγγλική υπηκοότητα, υπήρχαν αρκετοί Πρόσγειοι (εκ του προς+γη, προσκείμενοι στην γη) υπηρέτες, οι οποίοι εκ των πραγμάτων φάνηκε ότι είχαν πεθάνει μέσα σ’ αυτόν τον αιώνα και δεν υφίσταντο εκεί από πολλές εκατονταετίες. Διότι τα μέλη των οικογενειών που είχαν μπάτλερ ζούσαν ακόμη και οι αφύσικοι αυτοί υπηρέτες τους εξακολουθούσαν να τους προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Λόγου χάρη, σύμφωνα με τις συνήθειες των Λονδρέζων που συνεχίζονταν έως και τότε, έξω από τις εξώθυρες ορισμένων παλαιών δίπατων ή τρίπατων διαμονών μιας οικογένειας «κάποιοι» εξακολουθούσαν να αφήνουν το πρωί το σχετικό μπουκάλι με το γάλα, τα κρουασάν και την εφημερίδα!
Οι ιδιοκτήτες όμως ισχυρίζονταν ότι δεν είχαν παραγγείλει στα σχετικά καταστήματα τα είδη αυτά. Επιπλέον, επί χρόνια κανείς δεν τους χρέωνε το παραμικρό για αυτό το πρόγευμα! Ακόμη, ορισμένοι ιδιοκτήτες προέβησαν σε ακριτομυθίες, λέγοντας ότι οι πεθαμένοι αυτοί οικιακοί βοηθοί εξακολουθούσαν να τους βοηθούν σε διάφορες άλλες οικιακές δουλειές. Ενώ οι ιδιοκτήτες απόφευγαν να τα τρώνε, ορισμένοι Έλληνες φοιτητές και ίσως και άλλοι τα έπαιρναν και τα έτρωγαν με βουλιμία. Την άλλη ημέρα πάλι τα ίδια, νέα κρουασάν και φρέσκα γάλατα από τους φιλότιμους πρόσγειους «τραπεζοκόμους»!
Υπάρχουν όμως και πρόσγεια πνεύματα ζώων, παρ’ όλες τις πεποιθήσεις της χριστιανικής εκκλησίας, η οποία αυθαίρετα δεν παραδέχεται την ύπαρξη ψυχής στα ζώα, ενώ αυτά, όπως γνωρίζουμε, έχουν διαφορετικό χαρακτήρα, λόγω διαφορετικής ψυχής.
Η Μαρία Καρύδη είχε πολλή αγάπη για τα μικρά παιδιά και τα ζώα, σκύλους και γάτες. Κάποτε στην Κατερίνη, όπου παραθέριζε, της σκότωσαν το σκύλο της, ένα μεγάλο, αγγλικό τσοπανόσκυλο, φουντωτό με χρώματα μουαρέ από μπεζ και καφέ αποχρώσεις. Ήταν τότε αυτό το χαρούμενο σκυλί πέντε μόλις μηνών, αλλά ήδη μεγαλόσωμο. Ζύγιζε ήδη 50 κιλά. Το διάμεσο τον αποκαλούσε «Χοντρούλη». Όταν το καημένο σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, πράγμα το οποίο είχε προβλέψει με λύπη της η ιδιοκτήτριά του, αλλά παρ’ όλες τις προφυλάξεις της τούτο συνέβη («το μοιραίον φυγείν αδύνατον»), η ίδια το ταρίχευσε σε κάποιον ταριχευτή, για να το έχει στο σπίτι, επειδή το αγαπούσε ιδιαίτερα.
Από την πρώτη νύχτα του θανάτου του, το σκυλί ερχόταν στο σπίτι της στη Θεσσαλονίκη, (όπου αμέσως το μετέφερε μέσα σε πάγο, διότι ήταν τέλος καλοκαιριού), με σάρκα και οστά ακούγονταν τα βήματά του, τα άλλα δύο σκυλιά της το έβλεπαν και προσπαθούσαν να παίξουν μαζί του, αυτό όμως πηδούσε πάνω στο ντιβάνι της κι έπεφτε επάνω της και ήθελε να κοιμηθεί μαζί της. Σημειωτέον ότι η ίδια ένοιωθε και το βάρος του, και αν τύχαινε και ήταν και κάποιος άλλος στο δωμάτιο, το έβλεπε και αυτός.
Η Μαρία Καρύδη συνεχώς του έλεγε δακρυσμένη: «Φύγε, Χοντρούλη, σε παρακαλώ» και μετά αρκετό χρονικό διάστημα, μια νύχτα, αντί να έλθει στο σπίτι της, τον είδε σε όραμα σε έναν τόπο σαν ζωολογικό κήπο με βλάστηση, πολύ όμως φωτεινό για να είναι τόπος της Γης. Της είπε ότι βρίσκεται στον Παράδεισο και ότι μένει σε μία μεγάλη φωτεινή σπηλιά μαζί με άλλα σκυλιά και μάλιστα της είπε πως είχε δίπλα του και ένα μεγάλο σκύλο για πνευματικό οδηγό. Έκτοτε έπαψε να της εμφανίζεται, παρά μόνον σαν όραμα σε δύσκολες στιγμές της.
Η δεύτερη περίπτωση πρόσγειων ζώων που η ίδια αντιμετώπισε ήταν η εξής. Μία νύχτα, το χειμώνα του 1979, όχι πολύ αργά, γύρω στις εννέα το βράδυ στις στροφές του δρόμου μετά το χωριό Άγιος Νικόλαος Χαλκιδικής, την ώρα που οδηγούσε αμέριμνη, είδε εμπρός της στη μέση της σχετικά στενής ασφάλτου τέσσερις αγελάδες χρώματος μπεζ ανοιχτού να μορφάζουν, γυρίζοντας γύρω το κεφάλι με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια τους να αστράφτουν στους προβολείς του αυτοκινήτου.
Δίπλα τους στεκόταν ένας γέρος βοσκός, ο οποίος τη χαιρέτησε με το χέρι του. Φορούσε ένα ανοιχτόχρωμο καπέλο, ψάθινο, κάτι το περίεργο, διότι ήταν χειμώνας. Το διάμεσο φοβήθηκε μήπως πατήσει τα ζώα, ενώ δίπλα της ήταν και ένας γκρεμός. Ώσπου να καταλάβει όμως αν τα ζώα θα παραμέριζαν ή όχι, πέρασε από μέσα τους, ενώ αυτά εξακολουθούσαν να μορφάζουν κοιτάζοντάς την! Ήταν κάτι το τρομερό, αλλά κατάφερε και συγκρατήθηκε.
Μετά από λίγο, έχοντας καταλάβει ότι δεν ήσαν πραγματικές αγελάδες αλλά πρόσγειες, σταμάτησε και γυρίζοντας το αυτοκίνητο, πράγμα επικίνδυνο για την κυκλοφορία, έριξε τους προβολείς επάνω τους. Τότε την έπιασε ένα σύγκρυο, διότι διαπίστωσε ότι αυτές ήσαν μόνον δισδιάστατες σαν φωτογραφίες ή αφίσες αγελάδων, δεν είχαν δηλαδή όγκο σώματος από πίσω τους.
Επειδή συνάντησε τα ζώα αυτά και άλλες νύχτες στο ίδιο σημείο, απέφευγε στο τέλος την διαδρομή αυτή. Τελικά δε, συζητήσεως γενομένης, άκουσε τυχαία από κατοίκους ενός άλλου, διπλανού χωριού ότι στο σημείο εκείνο πριν αρκετά χρόνια έβοσκε εκεί τα γελάδια του (για την ακρίβεια είχε εκεί το γελαδαριό του) κάποιος γέρος, ο οποίος είχε πεθάνει πριν 10 χρόνια. Ίσως να πέθανε καλοκαίρι, γι’ αυτό και φορούσε το ψάθινο, καλοκαιρινό καπέλο, κάτι σαν βρώμικο ψαθάκι…
Βρυκόλακες στην πόλη
Στα δύο νεκροταφεία της Τορώνης, που τώρα ξεπατώθηκαν από τους ντόπιους, το βυζαντινό και το αρχαίο του 5ου αιώνα υπήρξαν και ίσως ακόμη υπάρχουν πρόσγειοι. Αυτοί εκδηλώθηκαν στο μεν αρχαίο την ημέρα του μεγάλου σεισμού του 1978 στη Θεσσαλονίκη, που τράνταξε και την Χαλκιδική, ενώ στο βυζαντινό το 1982 το καλοκαίρι. Συγκεκριμένα παρουσιάστηκαν στο διάμεσο, που αμέσως μετά το σεισμό εγκατέλειψε τη σκηνή του, η οποία κατέπεσε λόγω των δονήσεων και βρήκε καταφύγιο στο δίχωρο παράπηγμα του γέρου που κατείχε το κτήμα αυτό.
Τότε, κατά τη διάρκεια της νύχτας άκουγε θορύβους και φωνές να της λένε επί λέξει: «Εδώ βρήκες να κοιμηθείς; Πάνω στα σώματα των προγόνων σου;» και τότε ο γέρος, που άκουγε κι αυτός τις φωνές και την φασαρία, της είπε πως είχε κτίσει το παράπηγμα επάνω σε τάφους αρχαίων στρατιωτών (μάλλον Αθηναίων). Πράγματι, όταν ξημέρωσε, της έδειξε τα στόμια μερικών τάφων που έμοιαζαν με μικρούς φούρνους. Αυτοί εξείχαν από τα πλάγια, κάτω από το παράπηγμα φτιαγμένο από πισσόχαρτο και μέσα τους φαινόταν από τα στόμια και από ένας σκελετός!
Αυτοί, παρόλο που έριξε αγίασμα και θυμιάτισε, έρχονταν τα βράδια μιλούσαν και απειλούσαν εμφανιζόμενοι μέσα σε ένα καφεκόκκινο φως. Το αρχαίο νεκροταφείο βρισκόταν από τη δυτική μεριά, εκείνη της Θεσσαλονίκης κοντά στη θάλασσα, ενώ το βυζαντινό πιο επάνω και ανατολικά, εκεί που ο χωματόδρομος για το τωρινό χωριό κατέρχεται δίπλα σε ένα βύθισμα του εδάφους, όπου βρισκόταν σε ερείπιο το βυζαντινό πόλισμα και μια βυζαντινή εκκλησία μέχρι το 1977 περίπου.
Το 1982 το βυζαντινό νεκροταφείο είχε γίνει πια (καταντήσει) οικόπεδο και το διάμεσο έμεινε σε ένα μικρό σπιτάκι χωρίς φως και νερό. Υπήρχε μόνο ένα πηγάδι στην αυλή. Ένα βράδυ η κυρία Καρύδη βγήκε να πάρει λίγο σώμα για να στερεώσει δύο σπαρματσέτα, διότι δεν υπήρχε φως στο εσωτερικό του οικίσκου, όπου έμενε με τη μάνα της. Τότε της παρουσιάστηκε ένας υψηλός άνδρας σαν τον Μιχαήλ Ψελλό, ντυμένος με μαύρο μανδύα και της είπε: «Δεν ντρέπεσαι να χρησιμοποιείς το χώμα των προγόνων σου για να ανάβεις κεριά;» Κάθε βράδυ αυτός ερχόταν και θορυβούσε μαζί με άλλους και έλεγε σ’ αυτήν και την μητέρα της να φύγουν από εκεί. Τελικώς δε, μάνα και κόρη το εγκατέλειψαν μετά 20 ημέρες. Καθ’ ομολογίαν των ιδιοκτητών, εκεί υπήρχαν πολλά ερείπια τα οποία κατέρρευσαν και ξεπατώθηκαν.
Οι εκδόσεις Το Ποντίκι, το 1991 κυκλοφόρησαν ένα μικρό, καλογραμμένο βιβλίο με τον τίτλοΙστορία μιας Νύχτας Ατέλειωτης … Συγγραφέας του είναι ο ίδιος ο Κώστας Παπαϊωάννου, ο εκδότης του έντυπου Το Ποντίκι. Σ’ αυτό περιγράφεται ένα «γκραν-γκινιόλ» περιστατικό, παραλλαγμένο βέβαια κάπως και με ημερομηνία του συμβάντος το έτος 1981, ενώ αυτό συνέβη το 1971, δηλαδή 10 χρόνια νωρίτερα. Όλα αυτά για να μην ταυτίζεται το γεγονός με την αφήγηση του βιβλίου, για λόγους ευνόητους.
Ο στρατιώτης, που ήταν ο ήρωας και μαζί το θύμα, κοιμόταν στο στρατώνα δίπλα στο γνωστό βιβλιοπώλη και εκδότη της Θεσσαλονίκης, Γιάννη Σφακιανάκη, ο οποίος έχει το καλόγουστο καφέ–βιβλιοπωλείο Ο Άλλος Τρόπος στην Ερμού 71. Ο ίδιος ο κύριος Σφακιανάκης μπορεί να το διηγηθεί σε όποιον τον ρωτήσει με πολύ ζωντανό τρόπο, διότι ο συστρατιώτης του διηγιόταν συχνά τι του συνέβη και βέβαια υπέστη ψυχικό τραύμα μετά το συγκλονιστικό αυτό συμβάν.
Η ιστορία ήταν φρικιαστική, πιο αποτρόπαια από ό,τι στο βιβλίο του Κώστα Παπαϊωάννου. Συνέβη το χειμώνα, το Δεκέμβριο του 1971 στην Κρήτη. Το στρατόπεδο ήταν του Ηρακλείου και το νεκροταφείο εκείνο του Αγίου Κωνσταντίνου και όχι το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, όπου κατά σύμπτωση έχουμε τον οικογενειακό μας τάφο, λίγο πιο κάτω από το κενοτάφιο του Λόρδου Μπάιρον. Ο στρατιώτης, ο οποίος δεν ήταν από την Κρήτη, συνάντησε μία νύχτα μία κοπέλα, με την οποία βγήκε τρεις φορές και έκανε και τις τρεις φορές έρωτα μαζί της. Ερχόταν πάντοτε από τη μεριά του νεκροταφείου και συνήθως την άφηνε πάλι εκεί μπροστά. Του δικαιολογήθηκε ότι ήταν κόρη του φύλακα του νεκροταφείου, ο οποίος έμενε εκεί στον υπάρχοντα οικίσκο.
Την τέταρτη φορά φαινόταν ανήσυχη, καθώς πλησίαζε η ανατολή. Είχε βροχή και έκανε κρύο. Ήταν ντυμένη αραχνοΰφαντα σχεδόν και φαινόταν να τρέμει από το κρύο. Ηταν εντυπωσιακά όμορφη κοπέλα. Έτσι ο φαντάρος που ήταν ευαίσθητο παιδί, φερόμενος ιπποτικά της έδωσε την καμπαρτίνα του και αυτή πάλι του είπε να περάσει αύριο από το κανονικό της σπίτι, για να πάρουν μαζί έναν καφέ. Όταν όμως την επομένη πήγε στο σπίτι της, έμεινε άναυδος, διότι η μητέρα της τον πληροφόρησε ότι η κοπέλα είχε πεθάνει πριν τρία χρόνια! Όταν πήγαν μαζί στο νεκροταφείο ένοιωσε σύγκρυο, καθώς την αντίκρισε στην φωτογραφία της γελαστή. Ξαφνικά ένα ύφασμα πεσμένο πάνω στον τάφο τράβηξε την προσοχή του. Ήταν η καμπαρτίνα του. Είχε δε αραχνοΰφαντο ντύσιμο, διότι είχε πεθάνει καλοκαίρι. Όπως ήταν φυσικό ο άνθρωπος έπαθε σοκ.
Το γεγονός, όπως θυμάμαι, έκανε πάταγο, γράφτηκε στον αθηναϊκό ημερήσιο τύπο, στην Θεσσαλονίκη και την λοιπή Ελλάδα και απασχόλησε την κοινή γνώμη. Τελικά κατέληξε να γίνει αστικός θρύλος (Urban Legend). Η κοπέλα ήταν Πρόσγεια, αποκτούσε ανθρώπινο σώμα την νύχτα(άλλοι αποκτούν και την ημέρα) και εκτελούσε πλήρως τις σωματικές της λειτουργίες. Διότι οι πρόσγειοι τρώνε από τα φαγητά των εστιατορίων και των ζαχαροπλαστείων μεγάλες ποσότητες, χωρίς όμως να γίνονται αντιληπτοί.
Στα αρχεία μου υπάρχουν πολλές πληροφορίες για περιπτώσεις Προσγείων της Θεσσαλονίκης:
1) Για ένα σπίτι στο κέντρο της πόλεως, στο οποίο είναι θαμμένος μεγάλος εβραϊκός θησαυρός, το οποίο κατέσκαψαν ακόμη και πράκτορες της Μοσσάντ, αλλά ουδείς πρόκειται να το πάρει, διότι ό,τι χρυσός θάβεται γίνεται αμέσως κτήμα των χθονίων πνευμάτων και των Προσγείων. Στο σπίτι ακούγονται θόρυβοι και γίνονται μετακινήσεις αντικειμένων.
2) Για ένα οίκημα στην πλατεία Αγίας Σοφίας, του οποίου η ανακαίνιση ή η κατεδάφιση αναστέλλεται εξαιτίας των Προσγείων, ώστε αυτοί να έχουν την ησυχία τους.
3) Για την απορρόφηση από Πρόσγειους ολόκληρης της τσάντας μου που περιείχε την φωτογραφική μου μηχανή, μάρκας Exacta και πολλά άλλα αξεσουάρ. Ανάμεσα στους Πρόσγειους ήταν και κάποιος κουτσός Εβραίος ονόματι Χάιμ, που δούλευε σε φωτογραφικό κατάστημα στην οδό Ελ. Βενιζέλου. Τον θυμάμαι γύρω στο 1951. Το μέγαρο βρίσκεται στην αρχή της Βενιζέλου. Τα σπίτια που έχουν Πρόσγειους μοιάζουν παγωμένα, σταματημένα στο χρόνο και έχουν κρύα ατμόσφαιρα.
Υπάρχουν 500.000 περίπου πρόσγειοι στη Θεσσαλονίκη, που είναι μία αρχαία πόλη.
Τελειώνοντας, θα αναφερθώ σε δύο καθαρά θεσσαλονικιώτικες περιπτώσεις Προσγείων, μία περίπτωση ενός Βυζαντινού και μία άλλη με Γενίτσαρους που αφορά τον γνωστό ιστορικό και φίλο μπαγιάτη, Γιώργο Σταμπουλή, ο οποίος έχει υπερβεί την ηλικία των 90 ετών. Πρέπει να τονίσουμε ότι οι νεκροί χρειάζονται πολλά τρισάγια και ακόμη γενικά τρισάγια εκ μέρους των εκκλησιών. Σε κάθε θρησκεία ή δόγμα πρέπει να υπάρξει μια μέριμνα για τους Προσγείους και να τελούνται π.χ. στην μεν Ορθόδοξη Εκκλησία τρισάγια, στην Καθολική Εκκλησία λειτουργίες και στην Μωαμεθανική προσευχές και ευχές, δηλαδή ό,τι προσήκει και αρμόζει στις ψυχές χωρίς ανάπαυση και τα κακά πνεύματα.
Καλά τα τρισάγια και τα λιβάνια για να πλουτίζει η εκκλησία, αλλά το μόνο που δίνει την δύναμη του ελέγχου και του χειρισμού των πρόσγειων είνι ο υψηλός τονικός χαρακτήρας. Πρέπει ακόμη οι επιστήμονες και οι ερευνητές να έχουν όμορφο μυαλό με γόνιμη ελεγχόμενη φαντασία, και να μην είναι ξηροί και τυπικοί, αλλά να χαρακτηρίζονται από «υγρασία» στο χαρακτήρα και στην ψυχή. Να ψάχνουν δε και την μεταφυσική, να είναι μύστες. Διότι όταν βλέπεις τα ανεξήγητα και τα παρασιωπάς, αυτό σημαίνει ή ότι η λογική σου τρομάζει ή ότι είσαι δειλός και πείσμων, βλαξ με παρωπίδες και με μια παράλογη λογική. Διότι ορισμένα γεγονότα δεν είναι δυνατόν να σου φάνηκαν. [περνούν σαν μαύρη σκιά από τ αριστερά κατα προτίμιση, στ αριστερά βρίσκεται ο θάνατος σου και προσπαθούν να τον επιβάλλουν.
Ήθελα, λοιπόν, να σου πω κάτι που συνέβη στη Θεσσαλονίκη στην ενορία της Αγίας Αικατερίνης, όπου συχνά πήγαινα για να θαυμάσω μέσα στην ηλιοχυσία αυτό το κόκκινο σιντριβάνι -ναό του Βυζαντινού αρχιτέκτονα, καμωμένο από κέραμο, μάρμαρο, φαγιάνς, αέρα και φως πάνω σε ανάχωμα. Μια μέρα ο καντηλανάφτης, καθώς του ανέφερα ότι γύριζα από τον Πύργο της Αλύσσεως , από την οδό Αρσινόης με το ενδοτείχιο ναΐσκο του Αγίου Δημητρίου προς τιμήν των τειχών του Ορμύσδα, (πάντα ένα μεγάλο έργο, όπως και η μοντέρνα Οδός του Ηλίου στην Ιταλία, περιλαμβάνει και ένα ναό, εκείνον του Miccelucci, δηλαδή κάποιο μνημείο αφιερωμένο στο μόχθο εκείνων που το έκαναν και που έχασαν τη ζωή τους γι’ αυτό), μου σύστησε μια γριά, την γηραιότερη ενορίτισσα, που ερχόταν ακόμη στο εκκλησίασμα, την στιγμή που άναβε ένα μελισσοκέρι.
Ήταν γύρω στα ενενήντα της χρόνια. Ο καντηλανάφτης αυτός, που ήταν ένας πολύ σωστός άνθρωπος και καθόλου θρησκόληπτος, βοηθούσε πολύ τον Πρωτοσύγγελο πατέρα Σάββα Ψαρρόπουλο, έναν έξοχο ιερέα με ορθές ιδέες περί Χριστιανισμού, ο οποίος είχε φροντίσει να φέρει εδώ ένα τμήμα από το ιερό λείψανο της Αγίας Αικατερίνης που φυλάσσεται στην Ιουστινιάνεια Μονή του Σινά. Συστήνοντάς την μου είπε: «Έχει κι αυτή μια εκκλησία μες στο τείχος, στο σπίτι της συμβαίνουν σημαντικά γεγονότα»
Πράγματι, η γηραιά κυρία, όρθια στην είσοδο του ναού, αφού με κοίταξε με τους θαμπούς φακούς των γυαλιών της, μου διηγήθηκε ένα συνταρακτικό συμβάν. «Πότε-πότε παιδί μου, είχα την εντύπωση ότι κάποιος άλλος βρισκόταν στο σπίτι μας, χωρίς να τον βλέπω. Δεν έδωσα και τόση σημασία σ’ αυτήν την εντύπωση. Δεν με πείραζε, έλεγα πως θα ‘ναι κανένας άγιος. Το σπίτι μου έχει αυλή που τελειώνει ακουμπώντας στο αρχαίο τείχος. Είναι στην οδό Επαμεινώνδα αριθμός ένα, αριστερά της οδού Οιδίποδος, πίσω από την εκκλησία.
Μια νύχτα, λοιπόν, που έβρεχε, γύρω στις έντεκα η ώρα, ακούω κάποιον να έρχεται με πάταγο στο σπίτι, άνοιξε την αυλόθυρα που τρίζει, την έκλεισε και προχώρησε με ένα βήμα επιτακτικό, ξέρεις, σαν εκείνο των πολεμιστών που παλιά καβαλούσαν άλογο και φορούσαν μπότες. Προχώρησε ως το τείχος και σταμάτησε. Εγώ φοβήθηκα πολύ, γιατί εκτός των άλλων δεν ακούστηκε να ξαναφεύγει, και εγώ –μην τολμώντας να ιδώ ποιος είναι– ξενύχτησα όλη νύχτα και το πρωί δε βρήκα κανέναν. Δεν έχω τηλέφωνο, αλλιώς θα τηλεφωνούσα να ‘ρθει κάποιος να με ξεφοβίσει. Άλλο πράγμα να σου το διηγούμαι, κι άλλο να το ακούς και τι βήματα, μεγάλα. Αλλά δε σου τελείωσα την ιστορία. Μετά δύο χρόνια περίπου, ήρθε η αρχαιολογική υπηρεσία και έσκαψε μέσα στην αυλή μου και βρήκε μια εκκλησία μέσα στο τείχος. Μάλιστα! Μέσα στο τείχος»
«Θα έλθω μεθαύριο να σας δω, κυρία μου, και την εκκλησία στην αυλή», της είπα. «Να ‘ρθεις, αγόρι μου, όποτε θέλεις, κάθομαι στο νούμερο ένα του δρόμου»
Πρέπει να ξέρεις ότι θα επρόκειτο για μια μυστική συνάντηση στο Μεσαίωνα που επαναλαμβάνεται αιώνια, είπε ο φίλος μου. Διότι αυτός ο Βυζαντινός Πρόσγειος πρέπει να υλοποιήθηκε. Επειδή τα ήθη στο Βυζάντιο ήσαν πολύ καταπιεστικά, οι άνθρωποι και οι ερωτευμένοι συναντιόντουσαν δίνοντας ραντεβού τρόπον τινά στις πάμπολλες εκκλησίες και ναΐσκους που υπήρχαν τότε άφθονα ακόμη και ιδιωτικά, όπως ο ναός του Σωτήρος, που ανήκει φανερά, σαν ομοιότητα στον τρούλο, στον Άγιο Παντελεήμονα. Είναι ο μικρός αδελφός του.
Εκεί βλεπόντουσαν στα μάτια στο φως των κεριών και αντάλλασσαν μηνύματα με το πρόσχημα να ανάψουν ένα καντήλι και να προσκυνήσουν. Ο μεγάλος καταμερισμός, μάλιστα, σε κατόψεις όπως των Δώδεκα Αποστόλων με τις αρκάδες μεταξύ νάρθηκος, περιπάτου και κυρίως ναού, διευκολύνει τη μόνωση σε ακριβές μέρος στενή σαν σκοπιά φρουρού ή για ραντεβού ή για την ψυχή σου με τρόπο απερίσπαστο, ευνοεί την ασφαλή προσέγγιση. Μόνον για λίγα δευτερόλεπτα. Ενώ σε ένα δάσος από κολώνες μιας μεγάλης βασιλικής, όλα τα αρχιτεκτονικά στοιχεία είναι φιλτιρέ στο φως, και κάθε κίονας μπορεί να κρύβει έναν άνθρωπο ή ακίνητος σαν στήλη δεν έλκεις την προσοχή, μπορείς να παρακολουθείς κάθε κίνηση που ξεκινά δίπλα στη σηματοδότηση κάθε ακίνητης κολώνας.
Μια άλλη περίπτωση, πάλι στη Θεσσαλονίκη, είναι εκείνη που συνέβη σε ένα φίλο μου 95 ετών σήμερα. Ο ιστορικός Γεώργιος Σταμπουλής είχε τρεις δεινές εμπειρίες: μια μαύρης μαγείας, μια φαντασμάτων και μία βρυκόλακα ή Πρόσγειου που κάθισε στο στήθος του την νύχτα σαν μαύρη σκιά. Ήταν καλοκαίρι. Η γυναίκα του τον είδε στο κρεβάτι δίπλα της στο φεγγαρόφωτο που αγωνιούσε και μούγκριζε, είδε και τη σκιά επάνω του και προσευχήθηκε κι αυτός χάθηκε. Αυτό έγινε τρεις φορές. Όταν κατεδάφισαν το πατρικό του στο Ιπποδρόμιο, βρήκαν κάτω από τα θεμέλια τρεις τάφους Τούρκων Γενίτσαρων, που έπεσαν στην άλωση της Θεσσαλονίκης το 1430. Διότι τα θεμέλια των πολυκατοικιών πηγαίνουν πολύ βαθιά, όπως γνωρίζεις.
Στη Θεσσαλονίκη -αλλά και σε όλη την Ελλάδα- υπάρχουν αμέτρητοι Πρόσγειοι, δηλαδή Βρυκόλακες και να ξέρεις ότι, όπως πεθαίνουν ή χάνονται ορισμένοι αγνώστων στοιχείων, έτσι και οι Πρόσγειοι εμφανίζονται στους δρόμους χωρίς ταυτότητα.
[t.p. …Η Θεσσαλονίκη βρίθει από βρυκόλακες και λογής λογής πρόσγεια ζούδια και υπάρχει λόγος γι αυτό, ΣΚΕΨΟΥ ΓΙΑΤΙ; Μα γιατί εκεί υπάρχει μπόλικη ΤΡΟΦΗ!!! Κάθε φορά που βρισκόμαστε στην πόλη, είναι μόνιμη η επωδός. «Την ουρά την βλέπετε ή μόνο εγώ την βλέπω;» κι όπου ουρά, βλέπε: λέπια, κεραίες, πλοκάμια, φτερά και πούπουλα και ποιά καλούδια. Κάνε μια βόλτα στην πλ. Αριστοτέλους το πολύ – πολύ πρωί, στάσου σε ένα πολυσύχναστο καφέ και απλά άρχισε να Παρατηρείς το ΟΛΟΦΑΝΕΡΟ με την Δεύτερη Προσοχή. Τώρα αν φοράς κι ένα silver bullet, έχεις και μερικούς orgonions από το orgonodrome επάνω σου, έχει πολύ, Πολύ, …ΠΟΛΥ ΠΛΆΚΑ. Αν ξέρεις δε και να τους χρησιμοποιείς, γελάει και το παρδαλό σαυράκι.]
*Μάριος Μαρίνος Χαραλάμπους (1937-2007)
Γεννήθηκε το 1937 στη Θεσσαλονίκη, όπου και μεγάλωσε. Σπούδασε ιατρική και οδοντιατρική και πήρε ειδικότητα στο πανεπιστήμιο του Michigan στις Η.Π.Α., στο οποίο εργάστηκε επί 5 χρόνια ως επιμελητής έδρας. Πρωτοπαρουσιάστηκε ως ποιητής το 1969 από τη «Διαγώνιο», αν και αρθρογραφούσε από το 1958. Ασχολήθηκε και με την κριτική και το δοκίμιο, ενώ παράλληλα υπήρξε ερευνητής της ιστορίας του Βυζαντίου και πρόεδρος της Μακεδονικής Εταιρείας Προστασίας Περιβάλλοντος. Πέθανε στη Θεσσαλονίκη το 2007.
Ποιητικές συλλογές:
«Οι φωνές των δρόμων», 1971
«Ερημιά», 1988
«Σαμπάλα», 1989
«Αλεξανδρινά ποιήματα», 1991
«Οδός Ανθέων», 1992
Πεζογραφία:
«Τρεις μυστικές ιστορίες», 1981
«Συνομιλίες με τους ανέμους» (ποιητικά πεζογραφήματα), 1991
«Εποχή πρώτη», 1991
«Η μυστική ιστορία της Θεσσαλονίκης», 2001
«Η χρυσή πύλη της Δύσης» (ενθυμήματα), 2005
***
Φωτογραφίες GYPAS
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην miastala 2009 και στο περιοδικό strange
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου