Με πρόσωπο σαν διαβρωμένος βράχος, όπως αρέσκονταν να τον αποκαλούν οι κριτικοί, ο γνωστός -αν και σχετικά υποτιμημένος- ηθοποιός κατέκτησε την εικόνα του αντισυμβατικού ήρωα που παραείναι σκληρό καρύδι για να δαμαστεί.
Τα περίφημα «ανεμοδαρμένα» χαρακτηριστικά του -κριτικός τον περιέγραψε κάποτε ως «Κλαρκ Γκέιμπλ που αφέθηκε στον ήλιο για μεγάλο χρονικό διάστημα»- ταίριαζαν γάντι στους ρόλους που ενσάρκωσε, κάνοντάς τον έναν συνεπή καρατερίστα του παγκόσμιου σινεμά.
Ο Μπρόνσον ήταν γνωστός στην Ιταλία ως «Il Brutto» (ο Άσχημος), την ίδια στιγμή που στη Γαλλία θεωρούταν ιερό τέρας του κινηματογράφου. Στη γενέτειρά του πάντως, τις ΗΠΑ, η αναγνώριση ήρθε όψιμα, καθώς οι θεωρητικοί του κινηματογράφου επέμεναν να βλέπουν τη βία των ταινιών του θεωρώντας ότι ένας τόσο τυποποιημένος ηθοποιός δεν μπορούσε στην ουσία να παίξει.
Όπως όμως θα αποδείκνυε με τα κατοπινά του φιλμ, μπορούσε να παίξει και μάλιστα καλά! Ας δούμε λοιπόν πίσω από τα σκληρά χαρακτηριστικά του, ποιος ήταν στην πραγματικότητα ο Τσαρλς Μπρόνσον.
Πρώτα χρόνια
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Τσαρλς Μπρόνσον γνώρισε δύσκολες στιγμές στη ζωή του και ακόμα δυσκολότερα παιδικά χρόνια. Γεννημένος στις 3 Νοεμβρίου 1921 ως Charles Buchinsky σε μια ξεχασμένη παραγκούπολη της Πενσιλβάνια, ήταν το ενδέκατο από τα 15 παιδιά της φτωχής φαμίλιας μεταναστών από τη Λιθουανία.
Τον πατέρα του δεν τον γνώρισε καλά, καθώς πέθανε όταν ο Τσαρλς ήταν μόλις 10 ετών, γνώρισε όμως από πρώτο χέρι την ανέχεια και την εξαθλίωση στα πρώτα χρόνια της ζωής του. Τέτοια ήταν η φτώχεια της οικογένειας που ο 6χρονος Τσαρλς στέλνεται για πρώτη φορά στο σχολείο φορώντας δανεικό φόρεμα της μεγαλύτερης αδελφής του.
Μέχρι να φτάσει στα 16, μετρούσε ήδη αρκετά χρόνια δουλειάς στο ανθρακωρυχείο που συντηρούσε την πόλη, κερδίζοντας μόλις 1 δολάριο για κάθε τόνο κάρβουνου που έβγαζε από τα έγκατα της γης. Παρόλα αυτά, είναι το μόνο παιδί της οικογένειας που τελειώνει το σχολείο! Το 1943 στρατολογείται και υπηρετεί τη θητεία του στα χαρακώματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ως πυροβολητής στην πολεμική αεροπορία, παίρνοντας και μετάλλιο τιμής για τα τραύματά του.
Μετά τον πόλεμο, ο Μπρόνσον έκανε ό,τι δουλειά μπορούσε να βρει για να συντηρηθεί: από χτίστης και μάγειρας μέχρι και υπάλληλος στη λαχαναγορά της Νέας Υόρκης. Μετακινούταν συχνά ψάχνοντας απασχόληση, καθώς η επιβίωση ήταν γι’ αυτόν μονόδρομος.
Σε μια ευτυχή τροπή της μοίρας βρέθηκε στο Ατλάντικ Σίτι, όπου νοίκιαζε ξαπλώστρες στους λουόμενους. Εκεί συνάντησε έναν θίασο από την Πενσιλβάνια που απολάμβανε τις διακοπές του και τους έπεισε να τον δοκιμάσουν ως σκηνογράφο, καθώς έπιανε το χέρι του στη ζωγραφική. Ήταν η πρώτη του γνωριμία με τον χώρο της showbiz…
Από σκηνογράφος ηθοποιός
Ο θίασος εντυπωσιάστηκε από τις σχεδιαστικές ικανότητες του Μπρόνσον και τον προσέλαβε σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Όταν μάλιστα είχαν κενά στους ρόλους, τον άφηναν να ανεβαίνει στο σανίδι, αναπληρώνοντας τον κανονικό ηθοποιό. Σύντομα όμως ο Τσαρλς θα κολλούσε το μικρόβιο της υποκριτικής, αποφασίζοντας ότι η ηθοποιία του ταίριαζε καλύτερα από τη σκηνογραφία.
Κι έτσι το 1949 εγκαταλείπει τη δουλειά και μετακομίζει στην Καλιφόρνια για να εγγραφεί σε σχολή υποκριτικής. Οι επιδόσεις του είναι πολύ καλές κι έτσι το 1951 εξασφαλίζει το πρώτο του ρολάκι σε χολιγουντιανή ταινία: το ντεμπούτο του λαμβάνει χώρα στο «You’re in the Navy Now», με πρωταγωνιστή τον Γκάρι Κούπερ.
Στη δεκαετία του ’50 αναγκάζεται να αλλάξει το επίθετό του σε Μπρόνσον, καθώς ήταν η ζοφερή περίοδος της αντικομμουνιστικής εκστρατείας που εγκαινίασε ο γερουσιαστής ΜακΚάρθι και δεν ήταν σοφό για έναν ηθοποιό να φέρει ένα κατάφωρα ρωσικό όνομα!
Ο Μπρόνσον συνέχισε να εμφανίζεται σε ρόλους σε ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού, με τον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο να έρχεται το 1958 στην ταινία «Machine-Gun Kelly», που γυρίστηκε σε μόλις 8 μέρες(!) με πενιχρό budget.
Ο περίφημος γάλλος ηθοποιός Αλέν Ντελόν είδε την ταινία, τη θυμόταν πάντα και 10 χρόνια αργότερα κάλεσε τον Μπρόνσον στη Γαλλία για να τον πλαισιώσει στο «Adieu, l’Ami» (1968), το οποίο έγινε πολύ μεγάλη επιτυχία στην Ευρώπη.
Ήταν ωστόσο το γαλλικό θρίλερ της επόμενης χρονιάς, το «Rider on the Rain» (1969), που θα έπειθε και τον πλέον κακόβουλο ότι ο Μπρόνσον ήταν μεγάλος ηθοποιός, παρά την τυποποίησή του στους ρόλους του σκληρού, που επιφύλασσε γι’ αυτόν το αμερικανικό σινεμά.
Έξι χρόνια αργότερα θα εντυπωσιάσει για άλλη μια φορά κοινό και κριτικούς στο «Hard Times», ενώ το 1976 θα αποσπάσει και πάλι διθυραμβικές κριτικές για τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στο σατιρικό «From Noon Till Three».
Παρά τις εμφανίσεις του αυτές, οι βίαιοι χολιγουντιανοί ρόλοι θα τον ακολουθούσαν σε όλη του την υποκριτική καριέρα, ταυτίζοντάς τον στα μάτια του κοινού με την ενσάρκωση του σκληρού.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70, ο Τσαρλς Μπρόνσον διέθετε πιστό κοινό που τον ακολουθούσε σε κάθε νέο ρόλο και παρά το γεγονός ότι τα σενάρια ήταν συνήθως κακά, δεν ήταν λίγοι οι κριτικοί που συμφωνούσαν ότι ο ηθοποιός μπορούσε να παίξει!
Στις κορυφαίες ταινίες της εποχής συγκαταλέγονται οι θρυλικοί ρόλοι του στους «Υπέροχους Εφτά» (1960) του Στάρτζες, τη «Μεγάλη Απόδραση» (1963) φυσικά, όπου ενσαρκώνει τον κλειστοφοβικό πολωνό αιχμάλωτο πολέμου (και η ειρωνεία είναι ότι ήταν πράγματι κλειστοφοβικός από την εποχή που δούλευε στα ορυχεία) αλλά και το υπέροχο «Mr. Majestyk» (1974).
Και βέβαια πολλοί τον θυμούνται ως τον αδίστακτο (50άρης πια) τιμωρό στο «Death Wish» (1974) και τα 4 sequels που γυρίστηκαν! Είναι η ταινία που θα τον εγκαθιδρύσει κινηματογραφικά στην Αμερική, που παρέμενε παραγνωρισμένος παρά τη φήμη που απολάμβανε στην Ευρώπη…
Στην ευρωπαϊκή του καριέρα, γύρισε ταινίες σε Ιταλία και Γαλλία και έγινε μεγάλο όνομα στην ευρωπαϊκή επικράτεια. Ποιος μπορεί να τον ξεχάσει στο «Μια φορά κι έναν καιρό στη Δύση» (1968) του Σέρτζιο Λεόνε; Ο ίδιος μάλιστα ο Λεόνε τον αποκάλεσε «τον μεγαλύτερο ηθοποιό που συνεργάστηκα ποτέ» και του πρότεινε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο λαμπρό σπαγγέτι γουέστερν «Για μια χούφτα δολάρια» (1964), ρόλο που αρνήθηκε ο Μπρόνσον και έστειλε έτσι τον Κλιντ Ίστγουντ στη δόξα!
Μέχρι το 1975, παρά τις περιπέτειες με την κριτική, ο Τσαρλς Μπρόνσον ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του παγκόσμιου box-office, πίσω μόνο από τους Ρόμπερτ Ρέντφορντ, Μπάρμπρα Στρέιζαντ και Αλ Πατσίνο! Τα είχε καταφέρει ως ηθοποιός και με το παραπάνω.
Όσο για τις επικρίσεις που δεχόταν συνεχώς από τους αμερικανούς κριτικούς για τους βίαιους ρόλους που ενσάρκωνε, ο ίδιος απαντούσε: «Δεν κάνουμε ταινίες για τους κριτικούς, καθώς ούτε καν πληρώνουν για να τις δουν!».
Προσωπική ζωή
Στην προσωπική του ζωή, το 1965 πήρε διαζύγιο από την πρώτη του σύζυγο, τη Harriet Tendler, ηθοποιό που είχε γνωρίσει την εποχή που έκανε το πρώτο του ξεκίνημα με τον θίασο της Πενσιλβάνια, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά.
Τον Δεκέμβριο του 1998 ο Μπρόνσον πέρασε και πάλι τα σκαλιά της εκκλησιάς, αυτή τη φορά με την Kim Weeks. Το ζευγάρι πέρασε μαζί το υπόλοιπο της ζωής του Μπρόνσον…
Θάνατος
Η υγεία του Τσαρλς Μπρόνσον επιδεινώθηκε στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ο γνωστός ηθοποιός αποσύρθηκε από την υποκριτική το 1998, όταν και υποβλήθηκε σε εγχείριση στο ισχίο.
Τον τελευταίο του καιρό τον πέρασε υποφέροντας από τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Ο Μπρόνσον πέθανε στις 30 Αυγούστου 2003, σε ηλικία 81 ετών, χτυπημένος από πνευμονία.
Όσο κι αν απεχθανόταν την εικόνα του σκληρού που τον ακολουθούσε κατά πόδας και έκανε κατόπιν τα πάντα για να απαλλαχθεί από αυτή, αποζητώντας πιο απαιτητικούς ρόλους, στην αρχή της καριέρας του την είχε καλωσορίσει.
Τροφοδοτούσε μάλιστα την τυποποιημένη φιγούρα του αντισυμβατικού και εκτός οθόνης, «εξομολογούμενος» σε συνεντεύξεις ότι τσακωνόταν συχνά και πιανόταν στα χέρια, είχε καταδικαστεί για ξυλοδαρμούς, επιθέσεις και κακοποίηση, ενώ άφηνε τεχνηέντως να εννοηθεί ότι το χόμπι του ήταν το ρίξιμο μαχαιριών!
Οι δημοσιογράφοι ωστόσο που έψαξαν την ιστορία της ζωής του δεν βρήκαν ποινικό μητρώο, ούτε και κάποιο περιστατικό φυσικά που να υποδηλώνει την προδιάθεσή του για βία. Αντιθέτως, έμαθαν ότι ο Τσαρλς Μπρόνσον ήταν ένας ήσυχος, κλειστός και ευγενικός άνθρωπος, που το παντοτινό του χόμπι ήταν η ζωγραφική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου