Ο μεγαλύτερος ψεύτης όλων των εποχών θεωρείται ο Γερμανός Βαρόνος Μινχάουζεν, ο οποίος υπήρξε μισθοφόρος αξιωματικός του ρωσικού ιππικού και πολέμησε κατά τη διάρκεια των Ρωσοτουρκικών Πολέμων.
Μια από τις ιστορίες, που συνήθιζε να διηγείται, ήταν η εξής: «Κάποτε έμπαινα καμαρωτός, καβάλα, σε μια πόλη που είχαμε κυριεύσει, τον καιρό του πολέμου. Κάποια βαριά πέτρα, όμως, από τα τείχη της πόλης, φαίνεται πως είχε πέσει πάνω στο άλογό μου, πίσω από τη σέλα και το ‘κοψε στη μέση. Αλλά, δυστυχώς, το κατάλαβα αργότερα. Το πήγα, λοιπόν, σε μια βρύση, για να το ποτίσω. Χαλάρωσα τα χαλινάρια και το άλογο έσκυψε το κεφάλι του, για να πιει νερό. Πέρασε πολλή ώρα κι ακόμα συνέχιζε να πίνει αχόρταγα. Η ακόρεστη δίψα του μου προξένησε κατάπληξη. Γυρίζω το κεφάλι μου και τι να δω; Όσο νερό έπινε το άλογό μου από εμπρός, του έφευγε από πίσω, γιατί το σώμα του είχε κοπεί στα δυο. Το πίσω μέρος του έλειπε κι όλο το νερό χυνόταν απ’ την τρύπα!»
Μάλιστα, σ’ εκείνο το μισό άλογο καβάλα αποφάσισαν να στήσουν τον περιβόητο ψεύτη Βαρόνο Μινχάουζεν. Το άγαλμά του στήθηκε στο Αννόβερο της Γερμανίας, ως μια γλυπτική ωδή στη φαντασία. Εν τούτοις, μερικοί αρνούνταν να πιστέψουν ότι ο Βαρόνος Μινχάουζεν έζησε πραγματικά. Αυτό να ήταν τάχα τιμωρία ή θρίαμβος, για τον μεγαλύτερο ψεύτη του κόσμου; Μάλλον θρίαμβος, αφού κατάφερε ώστε και η ζωή του ακόμα να λογίζεται για ψέμα.
Αφορμή της δυσπιστίας αυτής ήταν οι ίδιες οι ιστορίες του, που τον έκαναν διάσημο έως στα πέρατα της Γης. Πρώτη φορά, οι ιστορίες αυτές δημοσιεύθηκαν, χωρίς τη συγκατατάθεσή του, με τον τίτλο «Τα Παραμύθια του Βαρόνου Μινχάουζεν», από τον φίλο του λογογράφο Ρούντολφ Ράσπε.
Το παράδειγμα του Ράσπε το μιμήθηκε κι ένας άλλος λογογράφος, ο Γοδεφρίδος Μπύργκερ, που κι εκείνος με τη σειρά του δημοσίευσε μια σειρά από περιπέτειες του Βαρόνου. Στον πρόλογο της έκδοσής του, ορκιζόταν πως όλα όσα έγραφε, δεν ήταν αποκυήματα της φαντασίας του, αλλά η πιστή επανάληψη των όσων είχε ακούσει επανειλημμένως από το στόμα του Μινχάουζεν. Πάντως, οι περισσότεροι πίστευαν ότι επρόκειτο για φανερές επινοήσεις.
Κι όμως, ο ξακουστός Βαρόνος ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Ονομαζόταν Κάρολος Φρειδερίκος Ιερώνυμος φον Μινχάουζεν και καταγόταν από μια παλαιότατη αριστοκρατική οικογένεια της Γερμανίας. Γεννήθηκε στις 11 Μαΐου 1720. Υπηρέτησε ως αξιωματικός στον Ρωσικό Στρατό, πράγμα που συνηθιζόταν τότε στους νεαρούς Γερμανούς. Επί τέσσερα χρόνια πολέμησε εναντίον των Τούρκων. Το 1750 παραιτήθηκε από τον στρατό. Είχε ζήσει έντονα τον σκληρό βίο των στρατοπέδων και των πολέμων και αποζητούσε πια να ξεκουραστεί. Αποσύρθηκε, λοιπόν, στο οικογενειακό του κτήμα. Εκεί, άρχισε να μαζεύει λίγους φίλους, γύρω από το πάντα φιλόξενο τραπέζι του και να τους διηγείται διάφορα παραμύθια, υπό τη μορφή προσωπικών του αναμνήσεων.
Στο σπίτι του, πέρα από τους δυο λογογράφους, που προαναφέρθηκαν, σύχναζε κι ο κυνηγός Ροζμάγιεφ, που πάντα εξιστορούσε τους κυνηγετικούς του άθλους με τεράστια υπερβολή, ώστε ο Βαρόνος, που ήταν κι εκείνος μανιώδης κυνηγός, προσπαθούσε να τον ξεπεράσει. Γινόταν, δηλαδή, ένα είδος άτυπου ανταγωνισμού για το ποιος θα πει τα μεγαλύτερα και διασκεδαστικότερα ψέματα.
Επομένως, οι δυο λογογράφοι, που παρακολουθούσαν τον ανταγωνισμό των κυνηγών, σε εποχές που στερούνταν έμπνευσης, θυμήθηκαν τις ιστορίες, που διηγούνταν με τόσο χιούμορ ο οικοδεσπότης τους και σκέφτηκαν να τις συγκεντρώσουν και να τις εκδώσουν. Πραγματικά, τα παραμύθια του Βαρόνου Μινχάουζεν δημοσεύθηκαν για πρώτη φορά το 1785 κι από την εποχή εκείνη, αγαπήθηκαν με πάθος από όλον τον κόσμο.
Κάποτε, στη Γερμανία, έγινε δημοψήφισμα για το «ποια ήταν η πιο διαδεδομένη και δημοφιλής τερατολογία» από τις ιστορίες του Βαρόνου. Τις περισσότερες ψήφους συγκέντρωσε η ιστορία, που τιτλοφορούνταν: «Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα» ή αλλιώς, η ιστορία του λιονταριού και του κροκόδειλου και η συνάντησή τους στο χείλος της αβύσσου.
Η ιστορία ήταν η εξής:
Κάποτε, σύμφωνα με τον Βαρόνο Μινχάουζεν, κυνηγούσε μόνος του στο δάσος. Ξαφνικά, παρουσιάστηκε μπροστά του ένα λιοντάρι, με πολύ άγριες διαθέσεις. Εκείνος το έβαλε στα πόδια. Έτρεχε, έτρεχε σαν τρελός, ώσπου έφτασε στην άκρη ενός γκρεμού, στο βάθος του οποίου υπήρχαν νερά. Το λιοντάρι τον ακολουθούσε τρέχοντας. Κοιτώντας προς τη μεριά του γκρεμού, για να πηδήξει και να σωθεί, διαπίστωσε έκπληκτος πως μέσα στα λιμνάζοντα νερά της αβύσσου, περιφερόταν ένας τεράστιος κροκόδειλος, με το στόμα του ορθάνοιχτο, έτοιμος να τον καταπιεί.
Ο Βαρόνος συνειδητοποίησε ότι το φοβερό δίλημμα, που του παρουσιαζόταν, ήταν να αποφασίσει γρήγορα ποιο από τα δυο θηρία θα τον κατασπάραζε. Χωρίς να το σκεφτεί παραπάνω, έριξε το κορμί του στον γκρεμό. Χίμηξε και το λιοντάρι ξοπίσω του και καταγκρεμίστηκε κι εκείνο από τη φόρα που είχε πάρει, ενώ το κεφάλι του σφηνώθηκε μέσα στο ανοιχτό στόμα του κροκόδειλου.
Κατάπληκτος ο Βαρόνος Μινχάουζεν, που βρέθηκε χωμένος μέσα στα νερά της αβύσσου, χωρίς να έχει υποστεί τον παραμικρό τραυματισμό, περίμενε και περίμενε, αλλά δεν άκουγε τίποτε το ύποπτο. Έτσι, αναθάρρησε και έβγαλε το κεφάλι του έξω από το νερό. Τότε, είδε τον κροκόδειλο, που πάλευε να φάει το κεφάλι του λιονταριού, το οποίο είχε εισχωρήσει άθελά του στο τεράστιο στόμα του, ενώ το λιοντάρι πάσχιζε να κατασπαράξει τον κροκόδειλο από μέσα, από τα σωθικά του.
Ο Βαρόνος χίμηξε με ένα σάλτο καταπάνω τους, έβγαλε το μαχαίρι από το θηκάρι του κι έκοψε τον λαιμό του λιονταριού. Έπειτα, με τη λαβή του μαχαιριού, έσπρωξε παραμέσα το κομμένο κεφάλι του αιλουροειδούς κι έτσι, έπνιξε και τον κροκόδειλο.
Μια άλλη πασίγνωστη ιστορία του Βαρόνου Μινχάουζεν είναι εκείνη «του αλόγου και του καμπαναριού».
Κάποτε, ο Βαρόνος έφτασε κατάκοπος, πάνω στο άλογό του, έπειτα από μια εξαντλητική διαδρομή, σ’ ένα μέρος έρημο και καταχιονισμένο. Ξεπέζεψε κι έψαχνε να βρει ένα δέντρο, για να δέσει το άλογό του. Μα, τριγύρω του, τα πάντα ήταν καλυμμένα από χιόνι και δέντρο, πουθενά. Με τα πολλά, ανακάλυψε ένα σίδερο, που προεξείχε ελαφρώς από το χιόνι κι έδεσε εκεί το άτι του. Κατόπιν, έπεσε να πλαγιάσει ολότελα αποκαμωμένος.
Μόλις ξύπνησε το πρωί, διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε η χιονισμένη ερημιά της προηγούμενης νύχτας. Αντιθέτως, είχε αποκοιμηθεί δίπλα σε μια εκκλησία, ενώ το άλογό του ήταν άφαντο. Συγχρόνως, ένας θόρυβος τον έκανε να ανασηκώσει τα μάτια του ψηλά. Διέκρινε, τότε, το άλογό του κρεμασμένο στην κορυφή του καμπαναριού. Κατάλαβε πως το χιόνι, που είχε σκεπάσει από βραδύς όλη εκείνη την περιοχή, είχε λιώσει κατά τη διάρκεια της νύχτας. Άρα, ο Βαρόνος είχε, φαίνεται, δέσει το άλογό του στο σίδερο του καμπαναριού. Αυτός είχε κατεβεί σιγά σιγά, καθώς το χιόνι έλιωνε, αλλά το δύσμοιρο άλογο απόμεινε να κρέμεται στα δυσθεώρητα ύψη και χλιμίντριζε παραπονεμένα. Σκαρφάλωσε, τότε, ως το καμπαναριό, το έλυσε, το καβαλίκεψε και τράβηξε τον δρόμο του.
Η τρίτη ιστορία ήταν «του κυνηγετικού κέρατος». Ένα βράδυ, λοιπόν, που έκανε κρύο δυνατό κι ανυπόφορο, ο Βαρόνος Μινχάουζεν, που είχε πάει για κυνήγι, έχασε τους συντρόφους του. Δοκίμασε να τους καλέσει με το κυνηγετικό του κέρας, αλλά όσο κι αν φυσούσε, κανένας θόρυβος δεν έβγαινε από αυτό. Απελπισμένος, τότε, έψαξε να βρει ένα κατάλυμα, για να περάσει τη νύχτα κι εντόπισε στο τέλος ένα χάνι. Μπήκε μέσα, κάθισε στο τζάκι για να ζεσταθεί, καθώς είχε ξαπαγιάσει από το ξεροβόρι, αφού πρώτα, όμως, είχε κρεμάσει το κέρας του σ’ ένα καρφί, δίπλα στη φωτιά.
Σε λίγο, ενώ κουβέντιαζε με τον ξενοδόχο, το κέρας άρχισε να σαλπίζει μοναχό του. Όλοι τα ‘χασαν. Ο Βαρόνος, όμως, κατάλαβε και τους έλυσε ευθύς την απορία: οι ήχοι του κυνηγετικού κέρατος είχαν παγώσει απ’ το φοβερό κρύο και γι’ αυτό δεν μπορούσαν να ακουστούν μέσα στο δάσος. Μα, μόλις το κέρας ζεστάθηκε από τη φωτιά, άφησε να λευτερωθούν οι ήχοι του.
Αυτές θεωρήθηκαν ως οι καλύτερες ιστορίες του περίφημου Βαρόνου Μινχάουζεν στον γερμανικό διαγωνισμό. Πάντως, το σπίτι, που γεννήθηκε κι έζησε, είχε απαθανατιστεί με το όνομα «Η Έπαυλις του Ψεύδους».
Αυτή είναι η πραγματική ιστορία του δημοφιλούς Βαρόνου, του οποίου την ύπαρξη, παρ’ όλες τις ιστορικές εξακριβώσεις, επιμένουν να την αρνούνται μερικοί, υποστηρίζοντας ότι ακόμα κι εκείνη είναι ψέμα!
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 18/06/1933…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου