Όσο κι αν ακούγεται εντελώς παράταιρο να γίνονται τέτοιες συζητήσεις μόλις δύο μήνες ύστερα από τις εκλογές που έδωσαν μάλιστα αυτοδυναμία στη σημερινή κυβέρνηση, στο τραπέζι βρίσκονται ήδη ουκ ολίγα σενάρια για τον... χρονικό ορίζοντα στον οποίο θα στηθούν οι επόμενες κάλπες. Η απάντηση που έδωσε την περασμένη Κυριακή από την ΔΕΘ ο πρωθυπουργός τροφοδότησε -στη σκιά των άλλων εξελίξεων- τις σχετικές διεργασίες δεδομένης και της ιδιομορφίας που παρουσιάζει το θέμα του εκλογικού νόμου. Η άνοιξη του 2020 και ηάνοιξη του 2021 συγκεντρώνουν υπό το πρίσμα αυτό το μεγαλύτερο ενδιαφέρον...
Απαντώντας σε δημοσιογραφική ερώτηση στη Θεσσαλονίκη, ο κ. Μητσοτάκης διευκρίνισε ότι δεν θα συνδέσει τα ζητήματα του εκλογικού συστήματος με την αναθεώρηση του Συντάγματος. Αυτό σημαίνει ότι εγκαταλείπεται η αρχική σκέψη του κυβερνητικού επιτελείου, την οποία είχε αποκαλύψει πρώτη η «κυριακάτικη δημοκρατία», να εξουδετερωθείη απειλή της απλής αναλογικής με την κατάργηση ή αλλαγή της συνταγματικής διάταξης που προβλέπει ότι ο νέος εκλογικός νόμος εφαρμόζεται από τις μεθεπόμενες εκλογές εάν δεν έχει ψηφιστεί με αυξημένη πλειοψηφία 200 βουλευτών.
Η κυβερνητική ηγεσία οδηγήθηκε στην τροποποίηση της τακτικής της καθώς η αριθμητική επίλυση της εξίσωσης του εκλογικού νόμουκαθίσταται πολύ δύσκολη. Το άθροισμα των 180 βουλευτών που απαιτείται για τροποποίηση του άρθρου 54 του Συντάγματος θεωρητικώς θα μπορούσε να αναζητηθεί με τη σύμπραξη των 22 βουλευτών του Κινήματος Αλλαγής αλλά πρακτικώς διαπιστώθηκε ότι είναι ανέφικτο. Και μόνο η πρόθεση του Γιώργου Παπανδρέου, όπως τη διαμήνυσε σύμφωνα με πληροφορίες, ότι δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να συμφωνήσει σε κάτι τέτοιο με τη ΝΔ, θεωρήθηκε αρκετή για να λήξει πρόωρα η όποια σχετική συζήτηση.
Για πρώτη φορά όμως τις τελευταίες δεκαετίες κυβέρνηση, που έχει συγκεντρώσει μάλιστα περίπου 40% του εκλογικού σώματος, βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα τέτοιο κομβικής σημασίας -όσο κι αν δεν απασχολεί ιδιαίτερα επί του παρόντος τη δημόσια συζήτηση- πρόβλημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ φρόντισε να αλλάξει τον εκλογικό νόμο με σχετική πλειοψηφία, τοποθετώντας επί της ουσίας μια νάρκη στο δρόμο της ΝΔ. Καθώς λοιπόν ότι οι εκλογές της 7ης Ιουλίου διεξήχθησαν με το προηγούμενο σύστημα, οι επόμενες θα γίνουν υποχρεωτικά με την απλή αναλογική δεδομένου ότι στη σημερινή Βουλή δεν υπάρχει ούτε η αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων. Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ διαθέτουν από κοινού 101 βουλευτές αχρηστεύοντας κάθε περιθώριο συνδιαλλαγής μεταξύ των υπολοίπων κομμάτων για το θέμα αυτό.
Με αυτά τα δεδομένα, οι επόμενες εκλογές -όποτε κι αν γίνουν- θα είναιδιπλές όπως ήδη προεξοφλείται. Η κυβέρνηση εντός του Οκτωβρίου θα παρουσιάσει το δικό της εκλογικό σύστημα που κατά το επικρατέστερο σενάριο θα προβλέπει το κλιμακωτό μπόνους για το πρώτο κόμμα, ανάλογα με το ποσοστό του. Όσο υψηλότερο είναι αυτό το ποσοστό τόσο θα διευκολύνεται για την απόκτηση αυτοδυναμίας. «Ένα κόμμα με 40% έχει δικαίωμα να κυβερνά» όπως είπε και ο κ. Μητσοτάκης δίνοντας το στίγμα των προθέσεων του. Στο πλαίσιο αυτό σημειώνεται επίσης ότι εγκαταλείφθηκαν τα σενάρια για το γερμανικό μοντέλο. Η αλλαγή του εκλογικού νόμου, με όποια πλειοψηφία και να γίνει κάτω των 200 ψήφων, θα ισχύσει επομένως από τις μεθεπόμενες εκλογές. Κι από τη στιγμή που θα προηγηθούν οι πρώτες κάλπες, με σκοπό να «καεί» η απλή αναλογική, το πότε χρονικά θα γίνουν αυτά έχει καθοριστική σημασία.
Ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε ως οφείλει κάθε πρωθυπουργός ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας. Όλοι όμως συμφωνούν ότι για να αποφευχθεί ο πιθανός αυτοχειριασμός, λόγω της πρωτοφανούς συγκυρίας που διαμορφώνεται από την απλή αναλογική, οι κάλπες θα πρέπει να στηθούν με τη ΝΔ να διατηρεί τη δυναμική του πρώτου κόμματος και ασφαλώς την πρωτοβουλία των πολιτικών κινήσεων. Υπό την έννοια αυτή, «όσο νωρίτερα τόσο καλύτερα» όπως λέγεται αλλά υπάρχουν και ισχυρά αντεπιχειρήματα.
Σε σημαντικό βαθμό, ο σχεδιασμός θα εξαρτηθεί από τις εξελίξεις και στο θέμα της προεδρικής εκλογής αλλά και από την πορεία υλοποίησης των αλλαγών στην οικονομία. Όσοι στρέφουν το βλέμμα τους στις αρχές της ερχόμενης χρονιάς, υποστηρίζουν ότι οι αποφάσεις μπορεί να συνδυαστούν με το πρόσωπο που θα υποδεχθεί για το αξίωμα του ανώτατου άρχοντα. Καθώς επίκειται βέβαια η συνταγματική αναθεώρηση, ο νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας ενδεχομένως να εκλεγεί και με λιγότερους από 180 ψήφους. Υπάρχει πάντως και το σενάριο να ισχύσουν οι υφιστάμενες διατάξεις και εάν δεν επιτευχθεί συναίνεση στο πρόσωπο που θα προτείνει η κυβέρνηση, να διαλυθεί η Βουλή και η επόμενη να εκλέξει, «αμέσως μόλις συγκροτηθεί σε σώμα», το νέο Πρόεδρο ακόμη και «με σχετική πλειοψηφία», όπως ορίζεται στο άρθρο 32 του Συντάγματος. Κατόπιν, εφόσον σταθεί αδύνατος ο σχηματισμός κυβέρνησης εξαιτίας της απλής αναλογικής, θα προκηρυχθούν εντός μηνός πάλι εκλογές οι οποίες θα γίνουν με το εκλογικό σύστημα που θα ψηφιστεί οσονούπω και θα δίνει άνετη αυτοδυναμία στο πρώτο κόμμα.
Την ώρα μάλιστα που μια σειρά φορολογικών και ασφαλιστικών ελαφρύνσεων πρόκειται να αρχίσουν να εφαρμόζονται από τα μέσα του 2020, μια νέα νίκη για τη ΝΔ -η οποία θα είναι η πέμπτη κατά σειρά σε διάστημα λιγότερο του ενός έτους- θα εδραιώσει την κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη τόσο στο πολιτικό όσο και στο εσωκομματικό πεδίο, διαμορφώνοντας ένα εντελώς διαφορετικό τοπίο για τα επόμενα χρόνια. Οι υποστηρικτές αυτού του σεναρίου θεωρούν επίσης ότι αυτό θα βοηθήσει τον πρωθυπουργό να προβάλει ως διακύβευμα και την αποτελεσματικότερη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς για τη μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος που θα επιτρέψει ακόμη πιο θετικά αποτελέσματα στην οικονομία. Σε κάθε περίπτωση, για την εκάστοτε κυβέρνηση όπως έχει αποδειχθεί ιστορικά η πρώτη διετία είναι η πιο παραγωγική, πριν αρχίσει η κόπωση και η φθορά μαζί με τα ρίσκα που συνεπάγονται οι όποιες μετέπειτα επιλογές. Γι' αυτό και στο πλαίσιο των διεργασιών που τροφοδοτεί η «αβεβαιότητα» του εκλογικού συστήματος, λέγεται ότι η πιο ασφαλής περίοδος για τη ΝΔ εκτείνεται από τώρα έως την άνοιξη με τα μέσα του 2021. Αυτή είναι η θεωρία του λεγόμενου «2 συν 4» που συζητείται στους κυβερνητικούς διαδρόμους και με βάση την οποία, εάν δεν είναι το 2020 χρονιά εξελίξεων, η ανανέωση της λαϊκής εντολής μπορεί να δρομολογηθεί, μέσω των διπλών εκλογών, για τα μέσα της πρώτης κυβερνητικής θητείας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου