Η 17χρονη μαθήτρια της ΕΟΚΑ έχει την τσάντα της γεμάτη με βόμβες. Συλλαμβάνεται σε ένα μπλόκο των Άγγλων και περνάει τρία χρόνια στη φυλακή. Κάθε βράδυ στο κελί της κόβει σε
λωρίδες τα λευκά και γαλάζια μεσοφόρια που της φέρνει η μάνα της και τα ράβει μεταξύ τους. Την ημέρα της αποφυλάκισής της δένει το δημιούργημά της σε ένα σκουπόξυλο και βγαίνει από τη φυλακή χαμογελαστή με μια ελληνική σημαία. Το κορίτσι στην ιστορική φωτογραφία είναι η Χαρά Κωνσταντίνου-Αραπίδου η οποία σήμερα, 60 χρόνια μετά, αφηγείται όλα όσα έζησε στη...διάρκεια του αγώνα κι εξιστορεί μια ζωή που την έκανε να πιστεύει σε θαύματα.
Η αποστολή
«Ήμουνα τελειόφοιτη μαθήτρια και είχα ενταχθεί στον αγώνα με την αγαπημένη μου φίλη, τη Ρίτα. Περάσαμε από εκπαίδευση με επιτυχία και όταν ήρθε η αποστολή μας ήμασταν πανέτοιμες. Το φθινόπωρο του 1956 οι Άγγλοι άρχισαν να πιέζουν. Επέβαλαν κατ’ οίκον περιορισμό σε όλους τους άντρες από τις έξι το απόγευμα. Το γνωστό κέρφιου. Τα πράγματα δυσκόλεψαν για την ΕΟΚΑ κι ο αρχηγός έβγαλε νέα διαταγή: να χτυπήσουν οι γυναίκες. Οργανώσαμε το σχέδιο και το στείλαμε στον τομεάρχη για έγκριση με τη σημείωση «δύσκολη η διαφυγή μας». Η απάντηση ήταν ξεκάθαρη: «ο αρχηγός διατάζει να δράσετε πάση θυσία». Δεν είχαμε επιλογή. Ήμαστε στρατιώτες. Μερικές φορές έχω την αίσθηση πως όλα έγιναν χθες. Οι αναμνήσεις με αναστατώνουν ακόμη, τόσα χρόνια μετά. Ήταν Σάββατο 3 Νοεμβρίου 1956 κι η διαταγή έλεγε να πάμε στο Βαρώσι να πάρουμε τον Σαμψών που ήταν επικηρυγμένος και να τον μεταφέρουμε στη Λευκωσία. Μας προειδοποίησε ο ίδιος «μη βγείτε απόψε, οι Εγγλέζοι έχουν στήσει παντού μπλόκα». Εμείς, όμως, είχαμε εντολές. Η δική μου τσάντα ήταν μεγαλύτερη, έτσι αποφασίσαμε να γεμίσουμε αυτήν με τις βόμβες. Μας έπιασαν επ’ αυτοφώρω. Ανακρίσεις, άγριο ξύλο, μετά καλοπιάσματα, ψυχολογικός πόλεμος και μετά πάλι ξύλο. Τίποτα. Προτιμούσα να πεθάνω παρά να προδώσω. Έναν μήνα μετά έγινε η δίκη μας. Συμφωνήσαμε να πούμε ότι η Ρίτα δεν είχε ιδέα για τον οπλισμό και να αναλάβω εγώ την ευθύνη. Εκείνη καταδικάστηκε σε 18 μήνες φυλάκιση. Εγώ σε 7 χρόνια. Θυμάμαι το όνομα του δικαστή. Ήταν Σερ Μπέρναρντ Σο. Τι συνωνυμία ε»;
Η αγχόνη
«Οι μέρες στο κελί ήταν ατέλειωτες. Διαβάζαμε και προσευχόμασταν, καρτερώντας να γίνει το θαύμα. Οι Άγγλοι δεν μας αναγνώριζαν ως πολιτικές κρατούμενες. Γι’ αυτούς ήμασταν τρομοκράτισσες. Έτσι, μας είχαν μαζί με τις κρατούμενες για ποινικά αδικήματα: κλέφτρες, πόρνες, τσιγγάνες. Αυτές μας σέβονταν, μας εκτιμούσαν και μας εμψύχωναν με όλη τους την αγάπη. Το δίχτυο μας με τον έξω κόσμο ήταν ένας Τουρκοκύπριος που λεγόταν Αζίζ. Ήταν ένα παλληκάρι. Αυτός μας έφερνε το φαγητό, αλλά και τα γράμματα. Μαθαίναμε ο αγώνας συνεχίζεται, αλλά μας έρχονταν και τα μαύρα μαντάτα για τους πεσόντες μας: Γρηγόρη Αυξεντίου, Φώτη Πίττα, Κυριάκο Μάτση. Δεν θα ξεχάσω τη μέρα που απαγχονίστηκε ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης.
«Ήμουνα ατίθαση και αντιδραστική, γι’ αυτό έτρωγα πολλές τιμωρίες στη φυλακή. Την πρώτη μέρα που μας καταδίκασαν με τη Ρίτα και μας πήρανε στις κεντρικές φυλακές κατέφτασε ένας ποινικός κατάδικος, ο οποίος έφερε έναν μεγάλο μπόγο γεμάτο βρώμικα ρούχα. “Εσείς οι δυο, οι τελευταίες που ήρθατε, πηγαίνετε να τα πλύνετε και να τα σιδερώσετε, είναι διαταγή του διευθυντή”, μας είπε ο φύλακας. “Να του πεις να πάει να τα πλύνει αυτός”, του φώναξα εγώ. Μας έκοψαν το φαγητό για πέντε μέρες. Αυτό που λέγαμε “ψωμί νερό”. Τρεις φορές τη μέρα ένα κομμάτι ξερό ψωμί και ένα ποτήρι νερό. Αυτή ήταν η πιο συνηθισμένη τιμωρία. Σε κάποια φάση ήμουνα από τις “παλιές” της φυλακής και λίγο σαν “αρχηγός” εκεί μέσα. Έμπαινα μπροστά, φώναζα και έπαιρνα και τιμωρίες. Πέρασαν ιστορικές μορφές από εκείνα τα κρατητήρια. Όταν μας πιάσανε, καθίσαμε έναν μήνα στις κεντρικές πριν γίνει η δίκη μας. Εκεί γνώρισα για πρώτη φορά τις άλλες. Τη Λούλλα και την Ουρανία Κοκκίνου, τη Μαρούλα Καραολή αδερφή του ήρωα, την Ελενίτσα Σεραφείμ τομεάρχισσα της Λάρνακας, τη Δήμητρα Κουρσουμπά και τη Νίτσα Χατζηγεωργίου. Δεν ξέραμε τότε πόσο σπουδαίες μορφές ήτανε. Γι’ αυτό, καμιά φορά, όταν με αποκαλούν ηρωίδα δυσανασχετώ. Αν εγώ είμαι ηρωίδα τότε αυτές τι ήταν; Τι να πει κανείς για τη Νίτσα Χατζηγεωργίου, αυτό το γενναίο πλάσμα, το υπέροχο πλάσμα, το βαθιά πονεμένο κι αδικημένο». Η σημαία
«Εκείνη την εποχή οι κοπέλες φορούσαμε μεσοφόρια. Στη φυλακή μάς είχαν δώσει από μια ρόμπα και από πάνω ένα χοντρό πράγμα για να σκεπαζόμαστε. Το επισκεπτήριο ήταν μια φορά το μήνα, με την παρουσία φρουρών. Ούτε να μιλήσεις μπορούσες ούτε να ανταλλάξεις πράγματα. Είπα, λοιπόν, στη μάνα μου να μου φέρνει άσπρα και γαλάζια μεσοφόρια. Απόρησε, αλλά δεν μπορούσα να της δώσω πολλές εξηγήσεις. “Αυτά τα χρώματα μ’ αρέσουν”, της έλεγα. Όποτε μπορούσε μου έφερνε. Οι Άγγλοι έκαιγαν τις σημαίες μας, τις έσχιζαν, τις ποδοπατούσαν και κάπως ήθελα να πάρω το αίμα μου πίσω. “Έτσι είσαστε; Θα φτιάξω μια σημαία κάτω από τη μύτη σας”. Η μόνη εκδίκηση που μπορούσα να πάρω ήταν να βγω από κει μέσα με μια ελληνική σημαία στα χέρια. Έτσι το είδα με το νεανικό μου μυαλό. Το πολύ-πολύ να μου την πάρουν, σκέφτηκα, και να με βάλουν καμιά ακόμα τιμωρία. Κάθε βράδυ με τα κεριά που έπαιρνα από το εκκλησάκι -ένα κελί, δηλαδή, που το είχαν διαμορφώσει σε εκκλησία- καθόμουν και έσχιζα τα μεσοφόρια σε λωρίδες και τα έραβα. Όταν ήρθε εκείνη η ευλογημένη μέρα που δόθηκε αμνηστία, 2 του Μάρτη του 1959, πήρα ένα σκουπόξυλο και έδεσα πάνω το δημιούργημά μου. Βγήκα έτσι όπως το ονειρευόμουνα, με μια ελληνική σημαία! Την έχω πάντα φυλαγμένη. Κάποια στιγμή μου τη ζήτησαν από κάποιον Σύνδεσμο Αγωνιστών, αλλά αρνήθηκα να τη δώσω. Είναι πολύτιμη για μένα. Ζήτησα από την κόρη μου και τον γιο μου όταν πεθάνω να σκεπάσουν με αυτήν το φέρετρό μου».
Ο έρωτας
«Η ζωή μου υπήρξε μια σειρά από θαύματα. Ένα από αυτά ήταν η γνωριμία με τον άντρα μου, τον Θανάση Αραπίδη. Ήτανε από την Ελλάδα, σπουδαίος μουσικός, έπαιζε φλάουτο, σαξόφωνο και κλαρίνο. Μόλις τελείωσε ο αγώνας, βρήκε δουλειά με την ορχήστρα του στην Κύπρο, σ’ ένα ξενοδοχείο που λεγόταν Ακροπόλ. Στο πλοίο, καθώς ερχόταν με τους άλλους μουσικούς, βρήκε το περιοδικό «Εικόνες» της δημοσιογράφου Ελένης Βλάχου. Ήταν δημοσιευμένη η γνωστή φωτογραφία μου με τη σημαία. Τη βλέπει ο Θανάσης και λέει “ρε παιδιά αν γνώριζα αυτή τη γυναίκα θα γονατούσα και θα της φιλούσα τα πόδια”. Σημειώστε ότι, χωρίς να το ξέρει, η θεία του αλληλογραφούσε με τη μεγάλη μου αδερφή την Ελένη. Όταν έμαθε ότι ο ανιψιός της θα ερχόταν στην Κύπρο τού ζήτησε να τη συναντήσει. Τη δεύτερη μέρα που έφτασε στην Κύπρο, λοιπόν, ήρθε στο σπίτι μας. Ήταν μόλις βγήκα από τη φυλακή. Στεκόμουνα στην αυλή και πότιζα τα λουλούδια. Μου λέει είστε η κυρία Χριστοφίδου; Όχι, του λέω, είμαι η αδερφή της. Καθίσαμε μαζί του στο σαλόνι και έπιασε κουβέντα με την Ελένη. Αυτός με κοιτούσε συνέχεια και αναρωτιόταν πού με ξέρει. Δεν ήθελα κανείς να γνωρίζει την ιστορία μου. Είχα απαγορεύσει στους δικούς μου να μιλάνε γι’ αυτό. Δεν μπορούσα να αντέξω τις ερωτήσεις του κόσμου, γιατί μου προκαλούσαν έντονες κρίσεις άγχους. “Δεν γίνεται, είμαι σίγουρος ότι κάπου σας ξέρω”, επέμενε. Στην πολλή ώρα είπα στην αδερφή μου να του πει την αλήθεια. “Πιθανόν να έχετε δει τη φωτογραφία της με τη σημαία”, του είπε. Και εκείνος σηκώθηκε, γονάτισε μπροστά μου και μου φίλησε τα πόδια. “Είχα τάμα ότι αυτό θα έκανα αν ποτέ σας συναντούσα”, μου είπε. Από τότε ξεκίνησε μία φιλία που εξελίχθηκε σε έρωτα και μεγάλη αγάπη. Παντρευτήκαμε τον Σεπτέμβρη του 1960 και φύγαμε για την Ελλάδα. Τον έχασα πριν από πέντε χρόνια. Μου πρόσφερε μια υπέροχη ζωή γεμάτη αγάπη». Η ελπίδα
«Το όνειρό μας για ένωση με την Ελλάδα δεν ευοδώθηκε. Πιστέψαμε, όμως, πως αυτό το νέο κράτος μπορούσε να πετύχει. Θυμάμαι στη φυλακή μια σπουδαία φιλόλογο, κρατούμενη κι αυτή της ΕΟΚΑ, που μας είπε “μη χαίρεστε, γιατί αυτή η συμφωνία είναι η αρχή των δεινών της Κύπρου”. Πόσο προφητική ήταν. Με ρωτήσατε αν αισθάνομαι ότι έχει υποβαθμιστεί η συμβολή των γυναικών στην ΕΟΚΑ. Τι να σας πω; Εδώ έχουν υποβαθμίσει την ίδια την ΕΟΚΑ. Ο αγώνας του 1955-59 ήταν η τελευταία εποποιία του ελληνισμού.
λωρίδες τα λευκά και γαλάζια μεσοφόρια που της φέρνει η μάνα της και τα ράβει μεταξύ τους. Την ημέρα της αποφυλάκισής της δένει το δημιούργημά της σε ένα σκουπόξυλο και βγαίνει από τη φυλακή χαμογελαστή με μια ελληνική σημαία. Το κορίτσι στην ιστορική φωτογραφία είναι η Χαρά Κωνσταντίνου-Αραπίδου η οποία σήμερα, 60 χρόνια μετά, αφηγείται όλα όσα έζησε στη...διάρκεια του αγώνα κι εξιστορεί μια ζωή που την έκανε να πιστεύει σε θαύματα.
Η αποστολή
H αδελφότητα
«Ο πατέρας μου είχε πολεμήσει το 1940 κατά των Γερμανών. Ήταν αντάρτης και μάλιστα είχε δική του ομάδα πάνω στα βουνά. Γερόλυκο τον λέγανε, ήτανε καπετάνιος. Είμαστε μια πολύτεκνη οικογένεια, εφτά αδέρφια. Οι πέντε έχουν φύγει πια από τη ζωή, μείναμε η αδερφή μου στην Κύπρο κι εγώ στην Ελλάδα. Η αγάπη του πατέρα μας για την πατρίδα ήταν το έναυσμα για μένα. Στο σχολείο ακούγαμε για τους αγώνες του ελληνισμού, την 25η Μαρτίου και την 28η Οκτωβρίου, κι όλα αυτά ήταν έμπνευση για μας. Γέμισαν την ψυχή μας με μια μεγάλη αγάπη για την Ελλάδα. Κανένα μέλος της οικογένειας μου δεν ήξερε ότι είχα ενταχθεί στην ΕΟΚΑ. Η αδερφή μου η μεγάλη κάτι πήγε να υποψιαστεί, αλλά δεν ρώταγε. Η ομάδα μας ήταν ο Φειδίας, ο Κυριάκος (ξάδερφος του Γρηγόρη Αυξεντίου), ο Χαμπής, ο Γιαννάκης, ο Νίκος (ο Κόσης που έγινε και υπουργός), η Ρίτα και εγώ. Πάνω κάτω συνομήλικοι, 17, 18, 20. Ξεκινήσαμε από τα εύκολα. Παρακολουθήσεις, μεταφορά αλληλογραφίας, διανομή φυλλαδίων. Λέω εύκολα, γιατί μετά μπήκαμε στη μεταφορά οπλισμού. Το αυτοκίνητο θρύλος, το Austin με νούμερα C036, το είχαμε μετατρέψει σε κινητό οπλοστάσιο. Είχαμε διαμορφώσει τα πλαϊνά σε κρυψώνες και μεταφέραμε τον οπλισμό από πόλη σε πόλη και στα βουνά στους αντάρτες. Δεν ήξερε κανένας τι κάναμε ούτε οι οικογένειες, ούτε οι φίλοι μας. Αυτή η μυστικότητα κράτησε τον αγώνα. Μια αδελφότητα από αμίλητα κορίτσια και αγόρια».
«Ο πατέρας μου είχε πολεμήσει το 1940 κατά των Γερμανών. Ήταν αντάρτης και μάλιστα είχε δική του ομάδα πάνω στα βουνά. Γερόλυκο τον λέγανε, ήτανε καπετάνιος. Είμαστε μια πολύτεκνη οικογένεια, εφτά αδέρφια. Οι πέντε έχουν φύγει πια από τη ζωή, μείναμε η αδερφή μου στην Κύπρο κι εγώ στην Ελλάδα. Η αγάπη του πατέρα μας για την πατρίδα ήταν το έναυσμα για μένα. Στο σχολείο ακούγαμε για τους αγώνες του ελληνισμού, την 25η Μαρτίου και την 28η Οκτωβρίου, κι όλα αυτά ήταν έμπνευση για μας. Γέμισαν την ψυχή μας με μια μεγάλη αγάπη για την Ελλάδα. Κανένα μέλος της οικογένειας μου δεν ήξερε ότι είχα ενταχθεί στην ΕΟΚΑ. Η αδερφή μου η μεγάλη κάτι πήγε να υποψιαστεί, αλλά δεν ρώταγε. Η ομάδα μας ήταν ο Φειδίας, ο Κυριάκος (ξάδερφος του Γρηγόρη Αυξεντίου), ο Χαμπής, ο Γιαννάκης, ο Νίκος (ο Κόσης που έγινε και υπουργός), η Ρίτα και εγώ. Πάνω κάτω συνομήλικοι, 17, 18, 20. Ξεκινήσαμε από τα εύκολα. Παρακολουθήσεις, μεταφορά αλληλογραφίας, διανομή φυλλαδίων. Λέω εύκολα, γιατί μετά μπήκαμε στη μεταφορά οπλισμού. Το αυτοκίνητο θρύλος, το Austin με νούμερα C036, το είχαμε μετατρέψει σε κινητό οπλοστάσιο. Είχαμε διαμορφώσει τα πλαϊνά σε κρυψώνες και μεταφέραμε τον οπλισμό από πόλη σε πόλη και στα βουνά στους αντάρτες. Δεν ήξερε κανένας τι κάναμε ούτε οι οικογένειες, ούτε οι φίλοι μας. Αυτή η μυστικότητα κράτησε τον αγώνα. Μια αδελφότητα από αμίλητα κορίτσια και αγόρια».
«Οι μέρες στο κελί ήταν ατέλειωτες. Διαβάζαμε και προσευχόμασταν, καρτερώντας να γίνει το θαύμα. Οι Άγγλοι δεν μας αναγνώριζαν ως πολιτικές κρατούμενες. Γι’ αυτούς ήμασταν τρομοκράτισσες. Έτσι, μας είχαν μαζί με τις κρατούμενες για ποινικά αδικήματα: κλέφτρες, πόρνες, τσιγγάνες. Αυτές μας σέβονταν, μας εκτιμούσαν και μας εμψύχωναν με όλη τους την αγάπη. Το δίχτυο μας με τον έξω κόσμο ήταν ένας Τουρκοκύπριος που λεγόταν Αζίζ. Ήταν ένα παλληκάρι. Αυτός μας έφερνε το φαγητό, αλλά και τα γράμματα. Μαθαίναμε ο αγώνας συνεχίζεται, αλλά μας έρχονταν και τα μαύρα μαντάτα για τους πεσόντες μας: Γρηγόρη Αυξεντίου, Φώτη Πίττα, Κυριάκο Μάτση. Δεν θα ξεχάσω τη μέρα που απαγχονίστηκε ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης.
Τον οδηγούσαν στην κρεμάλα κι εμείς του φωνάζαμε από τα κελιά μας «θάρρος Ευαγόρα». Ακούσαμε τη φωνή του να μας απαντά: «Εσείς να έχετε θάρρος, να συνεχίσετε τον αγώνα». Μέχρι σήμερα κλείνω τα μάτια και ακούω τον ήχο της καταπακτής που άνοιξε απότομα και του έκοψε τη ζωή. Οι γυναικείες φυλακές χωρίζονταν με έναν τοίχο από το σημείο της εκτέλεσης. Ακούγαμε πολύ καλά. Τα πρώτα χρόνια που ερχόμουν στην Κύπρο επέστρεφα στο κελί μου. Ήταν σαν προσκύνημα. Μετά λύπης πριν από μερικά χρόνια διαπίστωσα ότι ο τοίχος αυτός και όλο το γυναικείο τμήμα των φυλακών γκρεμίστηκε. Ήταν σαν να μας εξαφάνισαν. Σαν να μην υπήρξαμε ποτέ εμείς. Έκτοτε δεν έχω ξαναπάει. Ήταν πολύ επώδυνο και πολύ προσβλητικό. Σε μια επίσκεψή μου στην Κύπρο, πριν από μερικά χρόνια, ζήτησα από τον οδηγό του ταξί να με πάει στην οδό Ευαγόρα Παλληκαρίδη κι εκείνος μου αφηγήθηκε ότι είχε πάει έναν φαντάρο στην ίδια οδό κι όταν τον ρώτησε αν ξέρει ποιος ήταν ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης τού απάντησε ότι ήταν παλιός ποδοσφαιριστής της Ομόνοιας. Ήταν σαν να χώθηκε ένα μαχαίρι στην καρδιά μου. Πολλές φορές έχω πληγωθεί με αυτά που βλέπω και ακούω στην πατρίδα μου».
Οι κρατούμενες«Ήμουνα ατίθαση και αντιδραστική, γι’ αυτό έτρωγα πολλές τιμωρίες στη φυλακή. Την πρώτη μέρα που μας καταδίκασαν με τη Ρίτα και μας πήρανε στις κεντρικές φυλακές κατέφτασε ένας ποινικός κατάδικος, ο οποίος έφερε έναν μεγάλο μπόγο γεμάτο βρώμικα ρούχα. “Εσείς οι δυο, οι τελευταίες που ήρθατε, πηγαίνετε να τα πλύνετε και να τα σιδερώσετε, είναι διαταγή του διευθυντή”, μας είπε ο φύλακας. “Να του πεις να πάει να τα πλύνει αυτός”, του φώναξα εγώ. Μας έκοψαν το φαγητό για πέντε μέρες. Αυτό που λέγαμε “ψωμί νερό”. Τρεις φορές τη μέρα ένα κομμάτι ξερό ψωμί και ένα ποτήρι νερό. Αυτή ήταν η πιο συνηθισμένη τιμωρία. Σε κάποια φάση ήμουνα από τις “παλιές” της φυλακής και λίγο σαν “αρχηγός” εκεί μέσα. Έμπαινα μπροστά, φώναζα και έπαιρνα και τιμωρίες. Πέρασαν ιστορικές μορφές από εκείνα τα κρατητήρια. Όταν μας πιάσανε, καθίσαμε έναν μήνα στις κεντρικές πριν γίνει η δίκη μας. Εκεί γνώρισα για πρώτη φορά τις άλλες. Τη Λούλλα και την Ουρανία Κοκκίνου, τη Μαρούλα Καραολή αδερφή του ήρωα, την Ελενίτσα Σεραφείμ τομεάρχισσα της Λάρνακας, τη Δήμητρα Κουρσουμπά και τη Νίτσα Χατζηγεωργίου. Δεν ξέραμε τότε πόσο σπουδαίες μορφές ήτανε. Γι’ αυτό, καμιά φορά, όταν με αποκαλούν ηρωίδα δυσανασχετώ. Αν εγώ είμαι ηρωίδα τότε αυτές τι ήταν; Τι να πει κανείς για τη Νίτσα Χατζηγεωργίου, αυτό το γενναίο πλάσμα, το υπέροχο πλάσμα, το βαθιά πονεμένο κι αδικημένο». Η σημαία
«Εκείνη την εποχή οι κοπέλες φορούσαμε μεσοφόρια. Στη φυλακή μάς είχαν δώσει από μια ρόμπα και από πάνω ένα χοντρό πράγμα για να σκεπαζόμαστε. Το επισκεπτήριο ήταν μια φορά το μήνα, με την παρουσία φρουρών. Ούτε να μιλήσεις μπορούσες ούτε να ανταλλάξεις πράγματα. Είπα, λοιπόν, στη μάνα μου να μου φέρνει άσπρα και γαλάζια μεσοφόρια. Απόρησε, αλλά δεν μπορούσα να της δώσω πολλές εξηγήσεις. “Αυτά τα χρώματα μ’ αρέσουν”, της έλεγα. Όποτε μπορούσε μου έφερνε. Οι Άγγλοι έκαιγαν τις σημαίες μας, τις έσχιζαν, τις ποδοπατούσαν και κάπως ήθελα να πάρω το αίμα μου πίσω. “Έτσι είσαστε; Θα φτιάξω μια σημαία κάτω από τη μύτη σας”. Η μόνη εκδίκηση που μπορούσα να πάρω ήταν να βγω από κει μέσα με μια ελληνική σημαία στα χέρια. Έτσι το είδα με το νεανικό μου μυαλό. Το πολύ-πολύ να μου την πάρουν, σκέφτηκα, και να με βάλουν καμιά ακόμα τιμωρία. Κάθε βράδυ με τα κεριά που έπαιρνα από το εκκλησάκι -ένα κελί, δηλαδή, που το είχαν διαμορφώσει σε εκκλησία- καθόμουν και έσχιζα τα μεσοφόρια σε λωρίδες και τα έραβα. Όταν ήρθε εκείνη η ευλογημένη μέρα που δόθηκε αμνηστία, 2 του Μάρτη του 1959, πήρα ένα σκουπόξυλο και έδεσα πάνω το δημιούργημά μου. Βγήκα έτσι όπως το ονειρευόμουνα, με μια ελληνική σημαία! Την έχω πάντα φυλαγμένη. Κάποια στιγμή μου τη ζήτησαν από κάποιον Σύνδεσμο Αγωνιστών, αλλά αρνήθηκα να τη δώσω. Είναι πολύτιμη για μένα. Ζήτησα από την κόρη μου και τον γιο μου όταν πεθάνω να σκεπάσουν με αυτήν το φέρετρό μου».
Ο έρωτας
«Η ζωή μου υπήρξε μια σειρά από θαύματα. Ένα από αυτά ήταν η γνωριμία με τον άντρα μου, τον Θανάση Αραπίδη. Ήτανε από την Ελλάδα, σπουδαίος μουσικός, έπαιζε φλάουτο, σαξόφωνο και κλαρίνο. Μόλις τελείωσε ο αγώνας, βρήκε δουλειά με την ορχήστρα του στην Κύπρο, σ’ ένα ξενοδοχείο που λεγόταν Ακροπόλ. Στο πλοίο, καθώς ερχόταν με τους άλλους μουσικούς, βρήκε το περιοδικό «Εικόνες» της δημοσιογράφου Ελένης Βλάχου. Ήταν δημοσιευμένη η γνωστή φωτογραφία μου με τη σημαία. Τη βλέπει ο Θανάσης και λέει “ρε παιδιά αν γνώριζα αυτή τη γυναίκα θα γονατούσα και θα της φιλούσα τα πόδια”. Σημειώστε ότι, χωρίς να το ξέρει, η θεία του αλληλογραφούσε με τη μεγάλη μου αδερφή την Ελένη. Όταν έμαθε ότι ο ανιψιός της θα ερχόταν στην Κύπρο τού ζήτησε να τη συναντήσει. Τη δεύτερη μέρα που έφτασε στην Κύπρο, λοιπόν, ήρθε στο σπίτι μας. Ήταν μόλις βγήκα από τη φυλακή. Στεκόμουνα στην αυλή και πότιζα τα λουλούδια. Μου λέει είστε η κυρία Χριστοφίδου; Όχι, του λέω, είμαι η αδερφή της. Καθίσαμε μαζί του στο σαλόνι και έπιασε κουβέντα με την Ελένη. Αυτός με κοιτούσε συνέχεια και αναρωτιόταν πού με ξέρει. Δεν ήθελα κανείς να γνωρίζει την ιστορία μου. Είχα απαγορεύσει στους δικούς μου να μιλάνε γι’ αυτό. Δεν μπορούσα να αντέξω τις ερωτήσεις του κόσμου, γιατί μου προκαλούσαν έντονες κρίσεις άγχους. “Δεν γίνεται, είμαι σίγουρος ότι κάπου σας ξέρω”, επέμενε. Στην πολλή ώρα είπα στην αδερφή μου να του πει την αλήθεια. “Πιθανόν να έχετε δει τη φωτογραφία της με τη σημαία”, του είπε. Και εκείνος σηκώθηκε, γονάτισε μπροστά μου και μου φίλησε τα πόδια. “Είχα τάμα ότι αυτό θα έκανα αν ποτέ σας συναντούσα”, μου είπε. Από τότε ξεκίνησε μία φιλία που εξελίχθηκε σε έρωτα και μεγάλη αγάπη. Παντρευτήκαμε τον Σεπτέμβρη του 1960 και φύγαμε για την Ελλάδα. Τον έχασα πριν από πέντε χρόνια. Μου πρόσφερε μια υπέροχη ζωή γεμάτη αγάπη». Η ελπίδα
«Το όνειρό μας για ένωση με την Ελλάδα δεν ευοδώθηκε. Πιστέψαμε, όμως, πως αυτό το νέο κράτος μπορούσε να πετύχει. Θυμάμαι στη φυλακή μια σπουδαία φιλόλογο, κρατούμενη κι αυτή της ΕΟΚΑ, που μας είπε “μη χαίρεστε, γιατί αυτή η συμφωνία είναι η αρχή των δεινών της Κύπρου”. Πόσο προφητική ήταν. Με ρωτήσατε αν αισθάνομαι ότι έχει υποβαθμιστεί η συμβολή των γυναικών στην ΕΟΚΑ. Τι να σας πω; Εδώ έχουν υποβαθμίσει την ίδια την ΕΟΚΑ. Ο αγώνας του 1955-59 ήταν η τελευταία εποποιία του ελληνισμού.
Κι έρχονται κάποιοι σήμερα και μας λένε πως κάναμε λάθος. Πικρία αισθάνομαι, αλλά όχι απογοήτευση. Όταν πριν από μερικά χρόνια έδωσα μια συνέντευξη στην Ελλάδα, με ανακάλυψαν διάφορες οργανώσεις. Έκτοτε, με προσκαλούν σε εκδηλώσεις και σε σχολεία για να μοιραστώ τις εμπειρίες μου. Το τι είδαν τα μάτια μου και το πώς ένιωσα μέσα μου δεν περιγράφεται. Νέες και νέοι να γονατίζουν μπροστά μου, να μου φιλούν το χέρι, να συγκινούνται και αυτοί και εγώ. Όταν βλέπω αυτά τα πράγματα λέω, παιδιά, μην ανησυχείτε. Υπάρχει ελπίδα. Η μνήμη μας μόνο να είναι ζωντανή. Να μην αφήσουμε κανέναν και τίποτα να τη σκοτώσει».
Περιοδικό Down Town, τεύχος 644.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου