«Η Σαγκάη εις τας Αθήνας! Μα βέβαια. Κι'αν έχετε αντίρρησιν περάστε, σας παρακαλώ από την οδόν Αιόλου και ρίξτε μια ματιά σ'ένα χαρτοπωλείο πού υπάρχει κάτω από το
Ταχυδρομείο. Θα ιδήτε εκεί την εικόνα της Σαγκάης ολοζώντανη. Στέκουν μονίμως δύο από τα φρούτα της Άπω Ανατολής. Είνε δηλαδή εγκατεστημένοι απ'έξω από το μαγαζί αυτό από το πρωΐ έως το βράδυ δυό κινέζοι. Οι κίτρινοι μικροσκοπικοί ιδιότυποι άνθρωποι της χώρας του Βούδα και του Κομφούκιου πωλούν εκεί κολλιέ της Σαγκάης.
Τα ξέρετε όλοι. Απλά, λευκά ή χρωματιστά γυάλινα ή χάνδρινα, αλλά προ πάντων τόσο συμπαθητικά, αισθητικά, διακοσμητικά και πάμφθηνα κολλιέ. Το δεξί τους χέρι επέχει θέσιν βιτρίνας. Έχουν περάση μέσα απ'αυτό το κτυπητό τους εμπόρευμα και ... στέκουν. Άφωνοι, ακίνητοι, σιωπηλοί περιμένουν την πελατεία. Υπάρχει; Βεβαιότατα. Την προσελκύει περισσότερο ο Κινέζος πωλητής παρά το εμπόρευμά του. -Κολλέ, κολλέ... ψελλίζει ο κίτρινος ανθρωπάκος με την μογγολική φάτσα, μόλις πλησιάση καμμία από τις νεαρές διαβάτιδες. Το κοριτσάκι κυττάζει το κινέζικο εμπόρευμα και ερωτά πρακτικώτατα και ελληνικώτατα: -Πόσο; -Κόσι φράφκος... -Ακριβά. -Νόο μιμόζος... -Κάνει δέκα; -Ντέκα πέντος... -Έλα δώδεκα... Τα μικρά σαν τσιμπλιάρικα μισοκλεισμένα μάτια του κιτρίνου ανθρωπάκου κλείνουν περισσότερο, το έν είδει προτεταμένου ρύγχους σύνολον του στόματος διαστέλλεται, τα δόντια του προβάλλουν κατάλευκα –το μόνον στοιχείον ομοιότητος πωλητού και αγοράστριας- κι'ενώ νομίζετε ότι θα την δαγκάση, ο Κινέζος απλούστατα γελά κι'απαντά με τα ιδιότυπα ελληνικά του: -Πάρτος... Το κολλιέ πουλήθηκε. Ο Κινέζος μένει πάλι ακίνητος εκεί, καρφωμένος σαν άψυχο ομοίωμα του Βούδα καμμιάς παγόδας της μακρυνής πατρίδος του και περιμένει νέαν πελάτιδα. Αυτός είνε ο Όν-Τσάν-Κίγκ. Ό άλλος Κινέζος που κάθεται από από την άλλην μεριά και τον οποίον οι μικροπωληταί φωνάζουν «Μαύρον» γιατί είνε περισσότερον μελαψός, λέγεται Ό-λέ-Μιάν. Από αυτούς τους ανθρώπους πού σήμερα η σύρραξις πού συνταράσσει την Σαγκάην τους έχει κάνη ανθρώπους της ημέρας, υπάρχουν συνολικώς εις τας Αθήνας επτά. Ο Σά-Μπού-Τσίν είνε ο Πατριάρχης της πλείαδος των Κινέζων αυτών εμπόρων φθηνών περιδεραίων. Υπάρχει –υπήρχε μάλλον- και μια Κινέζα. Αυτή όμως πρέπει να διαγραφή, διότι έπαυσε να είνε κίτρινη. Η πούδρα την έχει κάμη... λευκή. Οι επτά άρρενες πωληταί περιδερείων δεν είνε μονίμως εγκατεστημένοι εδώ. Τους έφερε προ τετραετίας η μπόρα της κινέζικης μόδας. Τότε έκαμαν χρυσές δουλειές. Δεν είχε μείνη λευκός λαιμός Ατθίδος πού να μην είχε στολισθή με το απλό και φθηνό κόσμημα των κιτρίνων πωλητών. Τότε οι πωληταί με το τρίπτυχον κινέζικον επίθετον εθησαύριζαν και είχαν γίνη τα συμπαθέστερα πρόσωπα της κινήσεως των εμπορικών αθηναϊκών δρόμων. Η μόδα όμως πέρασε, οι δουλειές μίκρυναν, αλλά το ψωμί πάντα βγαίνει. Δι'αυτό πηγαίνουν, φεύγουν, αλλά διαρκώς κι'επανέρχονται. Πάνε τακτικά στο Παρίσι, στα άλλα Βαλκάνια και τσούπ ξαναφυτρώνουν με την εξωτική τους ύπαρξι εις την σκόνη του αθηναϊκού πεζοδρομίου. Οι δύο –όπως είπαμε- στέκουν πάντοτε απ'έξω από το χαρτοπωλείον Μιχαλοπούλου κάτω από το Ταχυδρομείον. Δυό άλλοι έχουν «πιάτσα» την οδόν Ερμού. Οι υπόλοιποι γυρίζουν στις συνοικίες και πωλούν τα κινέζικα κολλιέ. Αλλ'αλήθεια, είνε κινέζικα; Ως τύποι ναι. Ως πραγματικότης όμως όχι. Οι διάφορες χάνδρες από τις οποίες γίνονται παρασκευάζονται στην Τσεχοσλοβακία. Κάθε τόσο πηγαίνει ένας από την κιτρίνην πλειάδα και παραλαμβάνει σημαντικόν στόκ τέτοιου εμπορεύματος. Το φέρνει εδώ και πρωΐ-βράδυ κάθονται οι Κινέζοι και φτιάχνουν πιά μόνοι τους τα ποικίλα κολλιέ πού τους δίνουν πάντα –ιδία το καλοκαίρι- ένα γενναίο μεροκάματο. Κάνουν και χονδρική πώλησι –έχουν μια τσαντίτσα διαρκώς γεμάτη απ'το ιδιότυπο εμπόρευμά τους στο πλάϊ τους- και με μιά λέξι τα καταφέρνουν.
Καταλαβαίνουν λίγα ελληνικά, ψελλίζουν ελάχιστα, εννοούν μερικές γαλλικές φράσεις και προφέρουν κι'αυτοί κανένα-δυό φθόγγους της γλώσσης του Ρακίνα. Συνδιάλεξι μαζί τους: -Ευχαριστημένος Όν-Τσάν-Κίγκ; -Πολύς... -Ωραία η Αθήνα; -Ώμορφη... -Τα κορίτσια της; Ο Κινέζος γελά πονηρά... -Φορούν λαιμός κολλέ, τότες πολύ ωραίος... -Σαγκάη; -Ά! Πιο ωραίος! -Πηγαίνεις εκεί; -Κάτε ντύο χρόνος. Έχει εκεί γυναίκος και παιντίς. Η συνέχεια; Δεν ενδιαφέρει. Προ πάντων διότι όταν οι ελάχιστα ομιλητικοί Κινέζοι αρχίζουν να λένε μερικά λόγια στη γραμμή χάνουν τα ιδιότροπα ελληνικά, δεν μπορούν να εκφρασθούν κι'αρχίζουν να σας αραδιάζουν κάτι ακαταλαβίστικα λόγια. Θα έπαιρνε κανείς όρκο ότι ακούει σωστά... Κινέζικα! Και γνήσια».
(«Έθνος», 1932, Α.Μ. )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου