Την περασμένη εβδομάδα, ο γενικός διευθυντής της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας επισήμανε ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός: το 3,4% των ανθρώπων που έχουν συμπτώματα από τον κορωνοϊό σε όλο τον κόσμο έχουν πεθάνει. Αυτό δεν σημαίνει ότι η θνησιμότητα από τον ιό είναι 3,4%.
Για διάφορους λόγους που σχετίζονται με τις επιδημίες, ο καθορισμός της θνησιμότητάς τους ενώ ακόμη βρίσκονται σε έξαρση είναι δύσκολος. Για να εκτιμήσουμε τον κίνδυνο, χρειαζόμαστε στοιχεία όπως ο λόγος μολύνσεων προς θανάτους.
Είναι άλλο να προσβάλλεσαι από έναν ιό και άλλο να παρουσιάζεις συμπτώματα. Ενας άγνωστος αριθμός ανθρώπων – άγνωστος, αλλά ίσως σημαντικός – μπορεί να μολυνθεί από τον νέο κοροναϊό χωρίς να παρουσιάσει συμπτώματα.
Υπάρχουν δύο δυσκολίες στον καθορισμό της πραγματικής θνησιμότητας από τον ιό. Η μία είναι ότι, αρχικά, ασχολούμαστε με τις πιο σοβαρές περιπτώσεις. Στο Ουχάν της Κίνας, όπου ξεκίνησε η επιδημία, η προτεραιότητα στη φροντίδα και τους ελέγχους δόθηκε στους περισσότερο αρρώστους. Σε άλλες χώρες όπως το Ιράν, οι πρώτοι έλεγχοι έγιναν επειδή άνθρωποι πέθαιναν απροσδόκητα από πνευμονία. Οι περιπτώσεις που γνωρίζουμε λοιπόν δεν αποτελούν ένα αντικειμενικό δείγμα, αλλά ένα δείγμα των πιο αρρώστων.
Μην υποτιμάμε τον κίνδυνο
Η δεύτερη δυσκολία μπορεί να μας κάνει να υποτιμήσουμε τον κίνδυνο θανάτων. Σε οποιαδήποτε στιγμή μιας αναπτυσσόμενης επιδημίας, τα περισσότερα κρούσματα είναι άνθρωποι που προσβλήθηκαν πρόσφατα. Αυτό σημαίνει ότι μια επιδημία αναπτύσσεται: ότι τα νέα κρούσματα αυτή την εβδομάδα είναι περισσότερα από την προηγούμενη. Πολλοί από τους ανθρώπους που έχουν προσβληθεί αυτή την εβδομάδα θα αναρρώσουν και μερικοί θα πεθάνουν. Δεν ξέρουμε ακόμη την τύχη εκείνων που προσβλήθηκαν, ας πούμε, χθες, ή την προηγουμένη. Για να μετρήσουμε σωστά, θα πρέπει να γνωρίζουμε πόσα από τα τρέχοντα κρούσματα θα πεθάνουν, όχι μόνο πόσα έχουν ήδη πεθάνει.
Οι επιδημιολόγοι έχουν επινοήσει στατιστικούς τρόπους για να εκτιμήσουν αυτόν τον αριθμό, να διορθώσουν δηλαδή τους υπολογισμούς ώστε να λάβουν υπόψη τους τους σημερινούς και τους αναμενόμενους μελλοντικούς θανάτους μεταξύ των γνωστών περιπτώσεων. Μια άλλη προσέγγιση είναι η χρησιμοποίηση στοιχείων από πληθυσμούς όπου η επιδημία έχει υποχωρήσει, ώστε οι μετρήσεις των θανάσιμων κρουσμάτων να είναι κοντά στις μετρήσεις των συνολικών κρουσμάτων.
Απροσδιόριστο το ποσοστό μολύνσεων προς θανάτους
Το ποσοστό μολύνσεων προς θανάτους – αυτό που όλοι θέλουν να ξέρουν δηλαδή- είναι ακόμη απροσδιόριστο. Πρώτα απ’όλα πρέπει να μάθουμε το ποσοστό των προσβεβλημένων ανθρώπων που παρουσιάζουν συμπτώματα. Αυτό απαιτεί εξετάσεις αίματος για τη μέτρηση των αντισωμάτων σε ένα μεγάλο δείγμα ενός εκτεθειμένου πληθυσμού. Αφού το κάνουμε αυτό, θα μπορέσουμε να εκτιμήσουμε την αναλογία θανάτων έναντι μολύνσεων πολλαπλασιάζοντας τη θνησιμότητα των συμπτωματικών περιπτώσεων με την αναλογία των συμπτωματικών μολύνσεων επί του συνόλου. Αυτός είναι ο πιο χρήσιμος αριθμός, καθώς τα μαθηματικά μοντέλα και η πείρα μας με τη γρίπη μπορεί να μας δώσουν εκτιμήσεις για το πόσοι άνθρωποι μπορεί να μολυνθούν – και άρα πόσοι είναι πιθανό να πεθάνουν.
Οι εξετάσεις αυτές, που δείχνουν κατά πόσον κάποιος έχει προσβληθεί, γίνονται ήδη σε ορισμένες κοινότητες στην Κίνα. Τα αποτελέσματά τους θα φωτίσουν όλο το φάσμα των μολύνσεων από τον κορωνοϊό, ξεκινώντας από τους ασυμπτωματικούς και συνεχίζοντας στους συμπτωματικούς, στους σοβαρά αρρώστους και σε αυτούς που καταλήγουν.
Οι περισσότερες εκτιμήσεις συγκλίνουν στο ότι ο κίνδυνος θανάτου για όσους προσβάλλονται από τον κορωνοϊό και παρουσιάζουν συμπτώματα είναι 1-2%. Η συνολική θνησιμότητα θα είναι χαμηλότερη – πιθανόν πολύ χαμηλότερη – όταν μάθουμε πόσοι μολύνονται και είναι ασυμπτωματικοί.
Κείμενο από τον Μαρκ Λίπσιτς, καθηγητής επιδημιολογίας και διευθυντής του Center for Communicable Disease Dynamics στο T.H. Chan School of Public Health του Χάρβαρντ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου