Του Θέμη Τζήμα
Η κατάθεση και η ψήφιση του νόμου της Δεξιάς για τις διαδηλώσεις έδωσε στη συμπαθή (;) τάξη των συστημικών Ελλήνων συνταγματολόγων να ταχθούν στο πλευρό ακόμα μίας (δεξιάς) κυβέρνησης. Δεν πρόκειται περί έκπληξης: οφείλει να αναγνωρίσει κανείς, με μια ορισμένη μελαγχολία, ότι το παράδειγμα του Σβώλου και του Μάνεση, το οποίο ήταν βεβαίως πάντοτε μειοψηφικό μεταξύ των Ελλήνων πανεπιστημιακών, τείνει πια να εκλείψει.
Γύρω από το νόμο, μεταξύ άλλων τοποθετήθηκαν και οι δύο γνωστοί Έλληνες συνταγματολόγοι, κ.κ. Αλιβιζάτος και Μανιτάκης. Το παρόν άρθρο δεν αποσκοπεί στο σχολιασμό αυτών καθ’ εαυτών, επί της ουσίας νομικών (αντ)επιχειρημάτων των δύο συνταγματολόγων. Τα τελευταία αποδείχτηκαν ανεπαρκή συγκρινόμενα με την προσπάθεια την οποία κατέβαλλαν διάφοροι νομικοί αλλά και συλλογικοί φορείς με επάρκεια, προκειμένου να εξηγήσουν την αντισυνταγματικότητα του νόμου Μητσοτάκη.
Έχει μεγαλύτερη σημασία η στερεοτυπική αφήγηση στην οποία έχουν προσχωρήσει πρόσωπα τα οποία κάποτε θεωρούνταν προοδευτικά ή και αριστερά (έστω στο πλαίσιο της λεγόμενης ανανεωτικής αριστεράς) και η οποία ούτε λίγο, ούτε πολύ διατείνεται ότι στην Ελλάδα το έχουμε “παρακάνει” με τις λαϊκές ελευθερίες και με τα συλλογικά και κοινωνικά δικαιώματα, μετά τη μεταπολίτευση. Επομένως ήρθε η ώρα με ολίγη από κοινωνικό αυτοματισμό, να τα περιορίσουμε.
Ο κ. Μανιτάκης μας λέει ότι “δεν πήγαινε άλλο με αυτήν την θεοποιημένη πρωτοκαθεδρία του δικαιώματος της συνάθροισης, όπου η κάθε ομάδα διαδήλωνε, όποτε ήθελε, όπου ήθελε και όπως ήθελε προβάλλοντας αιτήματα και διαδίδοντας ιδέες, που η ίδια έκρινε ότι είναι άξια προσοχής του κοινού”.
Ο κ. Αλιβιζάτος μεταξύ πολλών άλλων μιλάει για “δοκιμασμένες πρακτικές μιας παρωχημένης κινηματικής αντίληψης της πολιτικής”. Κάπως έτσι, ο πρωθυπουργός μίλησε για “αγύρτες”, αναφερόμενος σε όσους του ασκούν κριτική ως προς το συγκεκριμένο νόμο.
Το σχήμα είναι παρόν ήδη από τη δεκαετία του ’80 και μετ’ επιτάσεως μετά το 1996 και τον επελαύνοντα τότε, “εκσυγχρονισμό”: η μεταπολίτευση το “παράκανε” με τα δικαιώματα, το ΠΑΣΟΚ του ’80 και ο “λαϊκισμός” του Ανδρέα τη μετέτρεψαν σε μια χαμένη ευκαιρία (δεν είχαμε βλέπετε «εκσυγχρονισμό» από το 1981 ο οποίος όπως αποδεικνύεται έσωσε την Ελλάδα σε όλα τα επίπεδα).
H μη ανανεωτική, κομμουνιστική αριστερά- όποτε δεν αποδεικνύεται «υπεύθυνη» στο δρόμο- είναι συνένοχη και τελικά, μια εκδοχή «φωτισμένης» -ή όχι και τόσο φωτισμένης- νεοφιλελεύθερης, Βερολινέζικης και αμερικανοτραφείσας, νεοφιλελεύθερης, δεξιάς ήταν πάντοτε η λύση- σχετικός, πολυκομματισμός, με μια πολιτική δηλαδή. Επομένως το πανεπιστημιακό άσυλο, οι πορείες, οι φοιτητικές εκλογές και οι παρατάξεις, τα συνδικάτα και άλλοι θεσμοί ή πρακτικές, όταν δεν είναι επικίνδυνα για την ευημερία της χώρας, είναι απλώς παρωχημένα.
Τι και αν τα συλλογικά και κοινωνικά δικαιώματα αναδεικνύονται στο κατεξοχήν νομικό επίδικο, τόσο στο εσωτερικό, όσο και διεθνώς; Τι και αν οι λαϊκές ελευθερίες, η ίδια η έννοια του λαού εξελίσσονται στο θεμελιώδες, συμβολικό και υλικό-νομικό “αποκούμπι” εν μέσω διαδοχικών κρίσεων;
Για την συστημική και ως εκ τούτου αποστεωμένη συζήτηση στην Ελλάδα όλα αυτά είναι πολύ μακρινά. Τώρα είναι η ώρα να προστατευθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως σχεδόν “εθνικό κεφάλαιο”. Ακόμα και αν αυτό απαιτεί να τσαλαπατήσει κανείς τα θεμελιώδη του συνταγματικού δικαίου. Δεν θα είναι η πρώτη φορά άλλωστε.
Μετά από τον φόβο που σκόρπισε δικαίως η πενταετία 2010-2015, λόγω της ανόδου του λαϊκού στοιχείου (τόσο μισητού στις ντόπιες, κομψευόμενες, επαρχιώτικες ελίτ) και την ανησυχία που προκάλεσε ο ΣΥΡΙΖΑ (αδίκως) με την κυβερνητική θητεία του πρώτου εξαμήνου του 2015, έχει έρθει η ώρα να διασφαλιστεί πως όσο καταστροφική και αν είναι η πορεία των εξωτερικών σχέσεων της Ελλάδας και της οικονομίας της, όπως και όλης της Ε.Ε., ο λαός δεν θα σηκώσει κεφάλι ποτέ ξανά. Και στη δικαιολόγηση αυτής της πολιτικής φυσικά και θα στρατευτεί πλήθος ακαδημαϊκών.
Είναι τόσο ευχάριστο σε κάθε περίπτωση να δικαιολογείς την εξουσία – ιδίως όταν είναι δεξιά και την αγαπούν πρεσβείες και μέσα ενημέρωσης.
Η κατάθεση και η ψήφιση του νόμου της Δεξιάς για τις διαδηλώσεις έδωσε στη συμπαθή (;) τάξη των συστημικών Ελλήνων συνταγματολόγων να ταχθούν στο πλευρό ακόμα μίας (δεξιάς) κυβέρνησης. Δεν πρόκειται περί έκπληξης: οφείλει να αναγνωρίσει κανείς, με μια ορισμένη μελαγχολία, ότι το παράδειγμα του Σβώλου και του Μάνεση, το οποίο ήταν βεβαίως πάντοτε μειοψηφικό μεταξύ των Ελλήνων πανεπιστημιακών, τείνει πια να εκλείψει.
Γύρω από το νόμο, μεταξύ άλλων τοποθετήθηκαν και οι δύο γνωστοί Έλληνες συνταγματολόγοι, κ.κ. Αλιβιζάτος και Μανιτάκης. Το παρόν άρθρο δεν αποσκοπεί στο σχολιασμό αυτών καθ’ εαυτών, επί της ουσίας νομικών (αντ)επιχειρημάτων των δύο συνταγματολόγων. Τα τελευταία αποδείχτηκαν ανεπαρκή συγκρινόμενα με την προσπάθεια την οποία κατέβαλλαν διάφοροι νομικοί αλλά και συλλογικοί φορείς με επάρκεια, προκειμένου να εξηγήσουν την αντισυνταγματικότητα του νόμου Μητσοτάκη.
Έχει μεγαλύτερη σημασία η στερεοτυπική αφήγηση στην οποία έχουν προσχωρήσει πρόσωπα τα οποία κάποτε θεωρούνταν προοδευτικά ή και αριστερά (έστω στο πλαίσιο της λεγόμενης ανανεωτικής αριστεράς) και η οποία ούτε λίγο, ούτε πολύ διατείνεται ότι στην Ελλάδα το έχουμε “παρακάνει” με τις λαϊκές ελευθερίες και με τα συλλογικά και κοινωνικά δικαιώματα, μετά τη μεταπολίτευση. Επομένως ήρθε η ώρα με ολίγη από κοινωνικό αυτοματισμό, να τα περιορίσουμε.
Ο κ. Μανιτάκης μας λέει ότι “δεν πήγαινε άλλο με αυτήν την θεοποιημένη πρωτοκαθεδρία του δικαιώματος της συνάθροισης, όπου η κάθε ομάδα διαδήλωνε, όποτε ήθελε, όπου ήθελε και όπως ήθελε προβάλλοντας αιτήματα και διαδίδοντας ιδέες, που η ίδια έκρινε ότι είναι άξια προσοχής του κοινού”.
Ο κ. Αλιβιζάτος μεταξύ πολλών άλλων μιλάει για “δοκιμασμένες πρακτικές μιας παρωχημένης κινηματικής αντίληψης της πολιτικής”. Κάπως έτσι, ο πρωθυπουργός μίλησε για “αγύρτες”, αναφερόμενος σε όσους του ασκούν κριτική ως προς το συγκεκριμένο νόμο.
Το σχήμα είναι παρόν ήδη από τη δεκαετία του ’80 και μετ’ επιτάσεως μετά το 1996 και τον επελαύνοντα τότε, “εκσυγχρονισμό”: η μεταπολίτευση το “παράκανε” με τα δικαιώματα, το ΠΑΣΟΚ του ’80 και ο “λαϊκισμός” του Ανδρέα τη μετέτρεψαν σε μια χαμένη ευκαιρία (δεν είχαμε βλέπετε «εκσυγχρονισμό» από το 1981 ο οποίος όπως αποδεικνύεται έσωσε την Ελλάδα σε όλα τα επίπεδα).
H μη ανανεωτική, κομμουνιστική αριστερά- όποτε δεν αποδεικνύεται «υπεύθυνη» στο δρόμο- είναι συνένοχη και τελικά, μια εκδοχή «φωτισμένης» -ή όχι και τόσο φωτισμένης- νεοφιλελεύθερης, Βερολινέζικης και αμερικανοτραφείσας, νεοφιλελεύθερης, δεξιάς ήταν πάντοτε η λύση- σχετικός, πολυκομματισμός, με μια πολιτική δηλαδή. Επομένως το πανεπιστημιακό άσυλο, οι πορείες, οι φοιτητικές εκλογές και οι παρατάξεις, τα συνδικάτα και άλλοι θεσμοί ή πρακτικές, όταν δεν είναι επικίνδυνα για την ευημερία της χώρας, είναι απλώς παρωχημένα.
Τι και αν τα συλλογικά και κοινωνικά δικαιώματα αναδεικνύονται στο κατεξοχήν νομικό επίδικο, τόσο στο εσωτερικό, όσο και διεθνώς; Τι και αν οι λαϊκές ελευθερίες, η ίδια η έννοια του λαού εξελίσσονται στο θεμελιώδες, συμβολικό και υλικό-νομικό “αποκούμπι” εν μέσω διαδοχικών κρίσεων;
Για την συστημική και ως εκ τούτου αποστεωμένη συζήτηση στην Ελλάδα όλα αυτά είναι πολύ μακρινά. Τώρα είναι η ώρα να προστατευθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως σχεδόν “εθνικό κεφάλαιο”. Ακόμα και αν αυτό απαιτεί να τσαλαπατήσει κανείς τα θεμελιώδη του συνταγματικού δικαίου. Δεν θα είναι η πρώτη φορά άλλωστε.
Μετά από τον φόβο που σκόρπισε δικαίως η πενταετία 2010-2015, λόγω της ανόδου του λαϊκού στοιχείου (τόσο μισητού στις ντόπιες, κομψευόμενες, επαρχιώτικες ελίτ) και την ανησυχία που προκάλεσε ο ΣΥΡΙΖΑ (αδίκως) με την κυβερνητική θητεία του πρώτου εξαμήνου του 2015, έχει έρθει η ώρα να διασφαλιστεί πως όσο καταστροφική και αν είναι η πορεία των εξωτερικών σχέσεων της Ελλάδας και της οικονομίας της, όπως και όλης της Ε.Ε., ο λαός δεν θα σηκώσει κεφάλι ποτέ ξανά. Και στη δικαιολόγηση αυτής της πολιτικής φυσικά και θα στρατευτεί πλήθος ακαδημαϊκών.
Είναι τόσο ευχάριστο σε κάθε περίπτωση να δικαιολογείς την εξουσία – ιδίως όταν είναι δεξιά και την αγαπούν πρεσβείες και μέσα ενημέρωσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου