Ο Ουίλιαμ Πουλ (William Poole), γνωστός ως "Μπιλ ο Χασάπης" (Bill the Butcher) ήταν ένας
από τους πιο διαβόητους αντι-μεταναστευτικούς γκάνγκστερ στην αμερικανική ιστορία.
Ο Ουίλιαμ ήταν ένας βίαιος, πολέμιος των Καθολικών και των Ιρλανδών, που στα 1850 ηγήθηκε της συμμορίας του Μανχάταν "Washington Street Gang", η οποία αργότερα έγινε γνωστή ως Bowery Boys, αλλά και ο ηγέτης του πολιτικού κινήματος Know Nothing -ένα αμερικάνικο πολιτικό κόμμα, που αρχικά ονομαζόταν Native American Party (Κόμμα Αμερικανών Ιθαγενών) και που το 1855 μετονομάστηκε σε American Party (Αμερικανικό Κόμμα) που δραστηριοποιήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1850. Ήταν κατά κύριο λόγο αντι-καθολικό, ξενοφοβικό και εχθρικό προς τη μετανάστευση, ενώ αρχικά ξεκίνησε ως μυστική κοινωνία- στη Νέα Υόρκη.
Η εκφοβιστική, βίαιη ιδιοσυγκρασία του ενέπνευσε τον βασικό πρωταγωνιστή του βιβλίου του Χέρμπερ Άσμπουρι "The Gangs Of New York: An Informal History of the Underworld" (1928) -το οποίο περιγράφει πραγματικά γεγονότα- και το οποίο με τη σειρά του ενέπνευσε την ομότιτλη ταινία του 2002 σε σκηνοθεσία Μάρτιν Σκορσέζε. Όμως, αυτή η ιδιοσυγκρασία ήταν που τελικά οδήγησε στη δολοφονία του, σε ηλικία 33 χρόνων.
Στα μέσα του 1800, η Νέα Υόρκη ήταν μια πολύ διαφορετική πόλη από αυτή που ξέρουμε σήμερα. Ήταν μια πόλη όπου ένας εγωιστής, μαχαιροβγάλτης πυγμάχος μπορούσε να κερδίσει μια θέση στις καρδιές -και στον Κίτρινο Τύπο- των μαζών της πόλης (ίσως να μην διαφέρει και τόσο τελικά...).
Ο βίαιος γιος ενός χασάπη
Ο Bill the Butcher
Καταρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι η ιστορία του Μπιλ είναι γεμάτη από λαϊκές παραδόσεις και ιστορίες που ίσως είναι, ίσως και όχι, αληθινές. Υπάρχουν αντιφατικές απόψεις για πολλά από τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής του -συμπεριλαμβανομένων των πυγμαχικών αγώνων του και της δολοφονίας του.
Αυτό που είναι όντως αλήθεια είναι ότι ο Ουίλιαμ Πουλ γεννήθηκε στις 24 Ιουλίου του 1821, στο βόρειο Νιου Τζέρσι, και ήταν γιος κρεοπώλη. Σε ηλικία περίπου 10 χρόνων, η οικογένειά του μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του και τελικά ανέλαβε το οικογενειακό κατάστημα στην αγορά της Ουάσιγκτον στο Κάτω Μανχάταν. Στις αρχές της δεκαετίας του 1850, παντρεύτηκε και απέκτησε έναν γιο, τον Τσαρλς, και ζούσε σε ένα μικρό σπίτι στην οδό Christopher 164, κοντά στον ποταμό Χάντσον. Είχε ύψος πάνω από 1,82 μέτρα και ζύγιζε πάνω από 90 κιλά. Με καλές αναλογίες και γρήγορος, ήταν ένας εμφανίσιμος νεαρός με παχύ μουστάκι.
Ήταν επίσης θυελλώδης. Σύμφωνα με τους New York Times, καβγάδιζε συχνά, θεωρούνταν δύσκολος πελάτης και του άρεσε να παλεύει.
"Ήταν ένας μαχητής, έτοιμος για δράση σε όλες τις περιπτώσεις όταν πίστευε ότι είχε προσβληθεί", έγραψαν οι Times. "Και ενώ οι τρόποι του, όταν δεν ήταν ερεθισμένος, χαρακτηρίζονταν γενικά με πολλή ευγένεια, το πνεύμα του ήταν υπεροπτικό και αυταρχικό... Δεν ανέχονταν καμία αγενή παρατήρηση από κάποιον που θεωρούσε το ίδιο δυνατό όσο εκείνος".
Το βρώμικο στυλ πάλης του, τον έκανε να γνωστό και θαυμαστό ευρέως ως ένας από τους καλύτερους πυγμάχους της χώρας. Έβγαζε με μεγάλη άνεση τα μάτια του αντιπάλου του και ήταν πολύ καλός με τα μαχαίρια -λόγω της δουλειάς του.
Ένας ξενοφοβικός κατά της μετανάστευσης
Ο John Morrissey - πηγή
Ο Πουλ έγινε αρχηγός της συμμορίας Bowery Boys, μια εθνικιστική, αντι-καθολική, αντι-ιρλανδική συμμορία στο προπολεμικό Μανχάταν. Η συμμορία συνδέθηκε με το ξενοφοβικό, φιλο-Προτεσταντικό, πολιτικό κίνημα Know Nothing, το οποίο άνθισε στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του 1840 και του 1850. Το δημόσιο πρόσωπο αυτού του κινήματος ήταν το American Party, το οποίο υποστήριζε ότι οι ορδές Ιρλανδών μεταναστών θα κατέστρεφαν τις δημοκρατικές και προτεσταντικές αξίες των Η.Π.Α.. Ο Πουλ, από την πλευρά του, επέβαλλε την κυριαρχία των εθνικιστών στην κάλπη. Συχνά, ο ίδιος και άλλοι Bowery Boys έμπλεκαν σε μάχες και αναστάτωναν τους Ιρλανδούς αντιπάλους τους, που είχαν ενωθεί στην ομάδα "Dead Rabbits".
Η Νέμεσις του Πουλ ήταν ο John "Old Smoke" Morrissey, ένας Ιρλανδο-Αμερικανός πυγμάχος που κέρδισε τον τίτλο των βαρέων βαρών το 1853. Δέκα χρόνια νεώτερος του Πουλ, ο Morrissey ήταν προεξέχων του πολιτικού οργανισμού Tammany Hall του Δημοκρατικού Κόμματος της Νέας Υόρκης. Το Tammany Hall ήταν υπέρ των μεταναστών. Από τα μέσα του 19ου αιώνα, πολλοί -αν όχι οι περισσότεροι- από τους ηγέτες του ήταν Ιρλανδο-Αμερικανοί. Τόσο ο Πουλ, όσο και ο Morrissey, ήταν αλαζόνες, βίαιοι και τολμηροί. Ήταν όμως σε διαφορετικές πλευρές. Η θανατηφόρα σύγκρουση μεταξύ τους φαινόταν αναπόφευκτη λόγω των κομματικών διαφορών, του φανατισμού και του εγώ τους.
Μια βρώμικη μάχη
Μάχη με γυμνά χέρια στα μέσα του 19ου αιώνα
Η αντιπαλότητα του Πουλ με τον Morrissey έφτασε στα άκρα στα τέλη του Ιουλίου του 1854, όταν οι δρόμοι τους συναντήθηκαν στο City Hotel.
"Δεν τολμάς να παλέψεις μαζί μου για 100 δολάρια. Πες μέρος και πότε", δήλωσε ο Morrissey. Ο Πουλ έθεσε τους όρους: 7 το επόμενο πρωί, στις αποβάθρες της Amos Street (η Amos Street είναι σήμερα η West 10th Street). Την αυγή, ο Πουλ έφτασε με την βάρκα του. Είχε μαζί του περίπου εκατό άτομα που έψαχναν για λίγη ψυχαγωγία το πρωί της Παρασκευής. Οι θεατές αμφέβαλλαν αν θα εμφανιζόταν ο Morrissey. Όμως, στις 6:30 εμφανίστηκε.
Για περίπου 30 δευτερόλεπτα, ο ένας γύριζε γύρω από τον άλλο, μέχρι που ο Morrissey εξαπέλυσε την αριστερή γροθιά του. Ο Πουλ έσκυψε, έπιασε τον αντίπαλό του από τη μέση και τον έριξε στο έδαφος. Τότε, ο Πουλ πάλεψε όσο πιο βρώμικα μπορεί κανείς να φανταστεί. Πάνω από τον Morrissey, δάγκωνε, έσκιζε, έγδερνε, κλωτσούσε και χτυπούσε. Έσκαψε το δεξί μάτι του Morrissey, μέχρι που έτρεξε αίμα. Σύμφωνα με τους New York Times, ο Morrissey ήταν τόσο παραμορφωμένος "που ήταν ελάχιστα αναγνωρίσιμος από τους φίλους του". "Αρκετά", φώναξε ο Morrissey και απομακρύνθηκε, ενώ ο αντίπαλός του απολάμβανε μια πρόποση στο σκάφος του. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι υποστηρικτές του Πουλ επιτέθηκαν στον Morrissey κατά τη διάρκεια του αγώνα, δίνοντας έτσι στον Χασάπη μια άτιμη νίκη. Άλλοι υποστήριζαν ότι ο Πουλ ήταν ο μόνος που άγγιξε τον Morrissey.
Όπως και να 'χει, ο Morrissey ήταν χάλια. Αποχώρησε σε ένα ξενοδοχείο για να γιατρέψει τις πληγές του και να σκεφτεί εκδίκηση. Ο Πουλ, πήγε με τους φίλους του στο Κόνι Άιλαντ για να γιορτάσει.
Φόνος στο σαλούν
Η δολοφονία του Ουίλιαμ Πουλ
Σύμφωνα με τις εφημερίδες, ο Morrissey συνάντησε ξανά τον Πουλ στις 25 Φεβρουαρίου του 1855.
Περίπου στις 10 το βράδυ, ο Morrissey βρισκόταν σε ένα σαλούν -το Stanwix Hall- όπου μαζεύονταν συνομιλητές απ' όλες τις πολιτικές παρατάξεις στο SoHo. Κάποια στιγμή μπήκε ο Πουλ. Ακούγοντας ότι η Νέμεσίς του ήταν εκεί, ο Morrissey πήγε στον Πουλ και τον καταράστηκε.
Υπάρχουν αντιφατικές μαρτυρίες για το τι συνέβη στη συνέχεια, αλλά το σίγουρο είναι ότι βγήκαν όπλα. Κάποιοι λένε ότι ο Morrissey τράβηξε πιστόλι κατά του Πουλ και προσπάθησε να του ρίξει τρεις φορές στο κεφάλι. Το όπλο όμως δεν έβαλλε. Άλλοι υποστήριζαν ότι και οι δύο άντρες τράβηξαν τα πιστόλια τους, προκαλώντας ο ένας τον άλλο να πυροβολήσει.
Ο ιδιοκτήτης του σαλούν κάλεσε τις αρχές και οι άνδρες οδηγήθηκαν σε ξεχωριστά αστυνομικά τμήματα. Δεν τους απαγγέλθηκε καμία κατηγορία και σύντομα αφέθηκαν ελεύθεροι. Ο Πουλ επέστρεψε στο σαλούν, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο πού πήγε ο Morrissey.
Ο Πουλ ήταν ακόμα στο σαλούν, όταν, κάποια στιγμή μεταξύ 12 μ.μ. και 1 π.μ., μπήκαν μέσα έξι άτομα από την ομάδα του Morrissey -μεταξύ αυτών και οι Lewis Baker, James Turner και Patrick "Paudeen" McLaughlin. Ο καθένας από αυτός είτε είχε ξυλοκοπηθεί, είτε ταπεινωθεί από τον Πουλ και τους φίλους του.
Σύμφωνα με το βιβλίο του Άσμπουρι, ο Paudeen προσπάθησε να προκαλέσει τον Πουλ σε μάχη, αλλά εκείνος αρνήθηκε επειδή είχε λιγότερους άντρες, παρά το γεγονός ότι ο Paudeen τον έφτυσε τρεις φορές στο πρόσωπο και τον εξύβρισε. Τότε, ο Turner άνοιξε το παλτό του και αποκάλυψε ένα μεγάλο περίστροφο. Το έβγαλε και στόχευσε τον Πουλ, σταθεροποιώντας το στο αριστερό του χέρι. Ο Turner πάτησε τη σκανδάλη, αλλά τον έσπρωξαν. Η σφαίρα πέρασε τυχαία μέσα από το αριστερό του χέρι, καταστρέφοντας το κόκαλό του. Έπεσε στο πάτωμα και πυροβόλησε και πάλι, χτυπώντας τον Πουλ στο δεξί πόδι, πάνω από το γόνατο, και ξανά στον ώμο. Ο Bill The Butcher σύρθηκε προς την πόρτα, αλλά ο Lewis Baker τον παρέλαβε και τον πυροβόλησε στο στήθος.
"Πεθαίνω σαν γνήσιος Αμερικανός"
Χρειάστηκαν 11 ημέρες για να πεθάνει ο Ουίλιαμ Πουλ. Η σφαίρα δεν μπήκε στην καρδιά του, αλλά μάλλον σταμάτησε στον προστατευτικό του σάκο. Τελικά, στις 8 Μαρτίου του 1855, ο Bill the Butcher υπέκυψε στις πληγές του. Τα τελευταία του λόγια ήταν, "Αντίο παιδιά, πεθαίνω σαν γνήσιος Αμερικανός". Ο Πουλ θάφτηκε στο νεκροταφείο Greenwood στο Μπρούκλιν, στις 11 Μαρτίου του 1855. Χιλιάδες υποστηρικτές του πήγαν να τον αποχαιρετήσουν και να λάβουν μέρος στην πομπή. Η δολοφονία προκάλεσε θόρυβο και οι ντόπιοι είδαν τον Πουλ ως έναν μάρτυρα του σκοπού τους. Η New York Herald έγραψε, "Δημόσιες τιμές με μεγαλοπρέπεια στη μνήμη του πυγμάχου -ενός ανθρώπου του οποίου η ζωή στο παρελθόν έχει πολλά να καταδικάσει και πολύ λίγα για να επαινέσει".
Μετά από την ανθρωποκτονία, οι δολοφόνοι του Πουλ συνελήφθησαν, αλλά οι δίκες τελείωσαν με τρεις από τους εννέα ενόρκους να ψηφίζουν υπέρ της αθώωσής τους.
Σήμερα, θυμόμαστε τον Bill the Butcher κυρίως από την απόδοση του Ντάνιελ Ντέι-Λιούις στο "Συμμορίες της Νέας Υόρκης". Η ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε δεν ακολουθεί πιστά τα γεγονότα όταν πρόκειται για τον Bill The Butcher, αλλά καταγράφει το αδίστακτο πνεύμα του. Ο χαρακτήρας του Ντέι-Λιούις, Μπιλ "Χασάπης" Κάτινγκ, αντλεί έμπνευση από τον πραγματικό Ουίλιαμ Πουλ. Η ταινία είναι πιστή στο πνεύμα του πραγματικού Bill The Butcher. Ήταν ευέξαπτος, είχε χαρίσματα, ήταν ξενοφοβικός. Όμως, αποκλίνει από τα ιστορικά γεγονότα. Για παράδειγμα, ενώ στην ταινία ο Χασάπης είναι 47 χρονών, ο Πουλ πέθανε στην ηλικία των 33. Ή, ενώ ο Πουλ πέθανε πριν από τον Αμερικάνικο Εμφύλιο πόλεμο, ο χαρακτήρας ζει και ηγείται της συμμορίας το 1863 και σε αντίθεση με την πραγματική δολοφονία του Πουλ, ο χαρακτήρας σκοτώνεται σε μια επική μάχη στο δρόμο στο τέλος της ταινίας.
Ο Ουίλιαμ "Χασάπης" Πουλ έζησε τόσο λίγο, αλλά εξασφάλισε ότι θα τον ακολουθούσε η κακοφημία και στις επόμενες γενιές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου