Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Σεπτεμβρίου 24, 2020

Η Ιστορία Πίσω Από τον Οίκο Ανοχής στη Λάρισα που Γκρεμίστηκε αλά Τσετσένογλου

 

Ο ιδιοκτήτης της μονοκατοικίας, Θωμάς Γεωργιάδης, λέει ότι ήθελε να δώσει μία άλλη διάσταση στο αποχαιρετιστήριο αυτού του κτιρίου. Διότι, «αυτές τις γυναίκες τις χαρακτήριζε η ευγένεια, η συνέπεια, η τιμιότητα».

Το πρωί του Σαββάτου, λίγο πριν τις 8, οι κάτοικοι της οδού Βύρωνος στη Λάρισα ξαφνιάστηκαν όταν άρχισαν να ακούν στη διαπασών μπουζούκια. «Θα πάρω φόρα, θα τα γκρεμίσω…» τραγουδούσε η Γιούλη Κατσάνου. Στον δρόμο είχε στηθεί ένα σκηνικό αντίστοιχο με αυτό που διαδραματίστηκε στην ταινία του Π. Βούλγαρη «Όλα είναι δρόμος». Αντί όμως για το σκυλάδικο «Βιετνάμ» της ταινίας, ήταν ένας παλιός οίκος ανοχής. Εμβληματικός για τους Λαρισαίους. Και αντί για τον Γιώργο Αρμένη, ο ιδιοκτήτης του κτιρίου Θωμάς Γεωργιάδης χόρευε την τελευταία ζεμπεκιά πριν γκρεμιστεί η μονοκατοικία.

«Ήταν τιμή. Ήθελα να δώσω μία άλλη, καλύτερη, διάσταση στο αποχαιρετιστήριο αυτού του κτιρίου. Αυτές τις γυναίκες τις χαρακτήριζε η ευγένεια, η συνέπεια, η τιμιότητα». Ο ιδιοκτήτης της μονοκατοικίας μιλώντας στο VICE, έδειχνε πως με την κατεδάφιση του κτιρίου, έχανε κάτι από τη ζωή του. Ένα κομμάτι και της δικής του ιστορίας. Οργάνωσε μία ολόκληρη παραγωγή για να τιμήσει, όπως είπε, τους ανθρώπους αυτού του κτιρίου. Πάνω στη μονοκατοικία τοποθέτησε μία αφίσα με το «Βιετνάμ», το σκυλάδικο της ταινίας. Με μεγάλα γράμματα ήταν η παραγγελιά στον χειριστή του μηχανήματος: «Ηλία ρίχτο» και από κάτω με μικρότερα ο τίτλος της. «Όλα είναι δρόμος». Ο ίδιος στον ρυθμό της πενιάς του Παναγιώτη Σδράλη και στον ήχο των πλήκτρων του Ηλία Παζάρα, χόρεψε το τελευταίο ζεϊμπέκικο μπροστά στο «σπίτι» της Βύρωνος. Ως άλλος έμπορος επίπλων Τσετσένογλου της ταινίας, φορούσε ένα αδιάβροχο, αντί για καπαρντίνα. Άλλωστε το πέρασμα του κυκλώνα Ιανού από τη Λάρισα δεν επέτρεπε κάτι άλλο. «Θα τα γκρεμίσω όλα αυτά που μ’ έχουν παιδέψει στη ζωή, να πάρω επιτέλους αναπνοή», έλεγε το λαϊκό άσμα και ο Θωμάς Γεωργιάδης πέταξε στο έδαφος το χακί αδιάβροχο δίνοντας το σήμα στην μπουλντόζα να πλησιάσει για να γκρεμίσει τον παλιό οίκο ανοχής.

Γύρω είχε συγκεντρωθεί κόσμος, παρά την κακοκαιρία. Ορισμένοι ήταν συμμέτοχοι της ιστορίας του «σπιτιού» που πλέον θάφτηκε κάτω από τα μπάζα. «Τη δεκαετία του ’80 εδώ υπήρχαν μόνον μπουζούκια και ταβέρνες. Ήταν και η λαχαναγορά, το κέντρο του εμπορίου. Εκεί ήταν και οι οίκοι ανοχής. Για το σεξ υπήρχε μία πουριτανική διάθεση και ευτυχώς πολύς κόσμος έβρισκε καταφύγιο σε αυτά τα σπίτια», περιγράφει ο κ. Γεωργιάδης. Κτηνίατρος στο επάγγελμα συνεργάστηκε ως εκπρόσωπος της οικογένειάς του με τις ενοικιάστριες που ήταν και εργαζόμενες στον οίκο ανοχής της Βύρωνος. Αποφάσισε να ρίξει την αυλαία λειτουργίας του κτιρίου με την αντιγραφή της σκηνής της ταινίας τους Βούλγαρη. «Στη ζωή μας για άλλους ο δρόμος είναι ανηφορικός, για άλλους πάει πιο εύκολα», εξηγεί. «Κυκλοφορούν πολλές ιστορίες γι’ αυτόν τον δρόμο και γι’ αυτόν τον οίκο ανοχής». Μιλάει για τις κοπέλες που εργάστηκαν εκεί. «Υπάρχουν θρύλοι ακόμη και τώρα» και αναφέρεται στην Μπία, στην Κρητικιά, σε γυναίκες που άφησαν εποχή. «Τελευταία, πριν κλείσει, ήταν η Ιωάννα», θυμάται.


«Οι περισσότεροι άντρες εκείνης της εποχής, της δεκαετίας του ‘60 και του ‘70, πέρασαν από εκεί, ξεπαρθενεύτηκαν εκεί. Ήταν ένας “ναός” όπου οι περισσότεροι Λαρισαίοι γνώρισαν για πρώτη φορά και εκπαιδεύτηκαν στον έρωτα». Ο Λαρισαίος ποιητής και συγγραφέας Κώστας Λάνταβος γνωρίζει όσο λίγοι την ιστορία των οίκων ανοχής της πόλης. Μία νουβέλα του, η «Μαριώ», περιλαμβάνει περιγραφές για τα όσα συνέβαιναν, με κεντρικό πρόσωπο μία καθαρίστρια, μία «τσατσά». Το βιβλίο αποσύρθηκε μόλις κυκλοφόρησε ύστερα από δικαστική προσφυγή των συγγενών της γυναίκας. «Ήταν από τους πιο παλιούς οίκους ανοχής απ’ όπου πέρασαν πολλές διάσημες εταίρες, οι οποίες διαπαιδαγώγησαν ερωτικά τους Λαρισαίους», είπε.

Στη νουβέλα του μεταφέρει το κλίμα της εποχής. Όταν νέοι, όπως και μεγαλύτεροι, επισκέπτονταν κρυφά τα «σπίτια». Αναφέρεται στα γνωστά ονόματα της Μπίας και της Κρητικιάς που περιλαμβάνονται στο βιβλίο του και που γνωρίζουν οι περισσότεροι Λαρισαίοι. «Ήταν σοβαρές οι γυναίκες αυτές, υπεύθυνες. Δεν εξέθεταν κανέναν. Ήταν κυρίες», ξεκαθάρισε.

Πίσω στο σκηνικό της Βύρωνος, ο Θωμάς Γεωργιάδης μιλάει με ανθρώπους που ήρθαν να δουν την τελευταία πράξη της ζωής του οίκου ανοχής. «Ήταν αρκετοί που πέρασαν ως πελάτες από εδώ. Ήρθαν και από άλλες πόλεις, δεν ήταν λίγο αυτό που έζησαν», σημείωσε. Η οργάνωση της παραγωγής για την κατεδάφιση ξάφνιασε πρώτα απ’ όλους τους μουσικούς. «Όταν μου τηλεφώνησε γέλασα, δεν πίστεψα. Είπα ότι ήταν δύσκολο να γίνει, όμως μας βγήκε. Και βγήκε ωραίο», σχολίασε ο μουσικός Ηλίας Παζάρας. «Περιμέναμε ότι ο κόσμος θα μας έκανε παρατήρηση επειδή ήταν πρωί, γύρω στις 8, όμως βγήκαν ικανοποιημένοι στα μπαλκόνια. Άλλοι χόρευαν και άλλοι χειροκροτούσαν».


Τις σκηνές κατέγραψε ο Λαρισαίος δημοσιογράφος Ηλίας Γιουρμετάκης, ιδιοκτήτης του www.onlarissa.gr. Είχε ένα ιδιαίτερο δέσιμο με τον χώρο, ως δημοσιογράφος. Στη δεκαετία του ’80 εκδίδοντας μαζί με τον Αχιλλέα Τραγούδα το περιοδικό «Στιγμές», έκαναν ένα βιωματικό ρεπορτάζ, και πέρασαν και από το συγκεκριμένο «σπίτι», μιλώντας με τις εργαζόμενες. «Ήταν ένας από τους πέντε-έξι πιο εμβληματικούς οίκους ανοχής της δεκαετίας του ’70 και του ’80 που λειτουργούσαν στην πόλη. Διαπαιδαγωγήθηκαν σεξουαλικά εκεί όλοι οι Λαρισαίοι της εποχής», λέει στο VICE. Αναφέρεται και αυτός στην Μπία, την κοπέλα που σημάδεψε μία ολόκληρη γενιά εφήβων στη θεσσαλική πρωτεύουσα. «Ήταν η πιο όμορφη. Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου, για να χρησιμοποιήσουμε τον τίτλο της ταινίας του Λουί Μπουνιουέλ». Θυμήθηκε και την Αλέκα, η οποία στη συνέχεια απασχόλησε τον τοπικό τύπο με μία φάρμα με αδέσποτα. «Στην ουσία ήξεραν όλη τη Λάρισα. Μεγάλωσαν όλους τους νέους της εποχής».



Η Γιούλη Κατσάνου συνεχίζει να τραγουδά. Το αδιάβροχο δεν πυρπολήθηκε, όπως έκανε στην ταινία με την καπαρντίνα του ο Γ. Αρμένης, όμως η μπουλντόζα είναι έτοιμη να ρίξει τα δόντια της πάνω στη γωνία της εμβληματικής μονοκατοικίας. «Ρίχτο», φωνάζει ο Θωμάς Γεωργιάδης και πέφτει το πρώτο κομμάτι της στέγης. «Στη ζωή πρέπει να ζούμε και την τελευταία στιγμή», καταλήγει ο ιδιοκτήτης ρίχνοντας την αυλαία μίας άλλης εποχής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου