Το πλήρες όνομα του Μεγάλου και Ισαποστόλου Κωνσταντίνου ήταν Φλάβιος Βαλέριος Κωνσταντίνος Αύγουστος (Flavius Valerius Constantinus Augustus). Κι ενώ δεν έχει διευκρινιστεί η ακριβής χρονολόγηση της γέννησής του, υπάρχει μια άποψη χρονολόγησης στα 280, 285 και 272/329, στην Άνω Μοισία, στη σημερινή πόλη Νις της Σερβίας. Ο Μέγας Κωνσταντίνος ανέλαβε το αξίωμα του Ρωμαίου αυτοκράτορα από το 324 μέχρι το 337 οπότε και πέθανε. Οι γονείς του ήταν ο Κωνστάντιος Α΄ Χλωρός (305-306) και η Ελένη.
Λόγω της θέσης του Κωνσταντίνου ως αυτοκράτορα αλλά και ως πολύ σημαντικού ανθρώπου και μεταρρυθμιστή, πολλοί ιστορικοί ασχολήθηκαν με τη ζωή του παρέχοντας στους νεώτερους πολύτιμες πληροφορίες.
Ο ιταλός ερευνητής Alessandro Tomasi βάσει των ιστορικών στοιχείων και προτομών, έκανε μία πειραματική ανασύσταση του προσώπου του μεγάλου αυτοκράτορα που έγινε άγιος.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος άρχισε να εγκαταλείπει την αρχαία θρησκεία μετά το 320 και να στρέφεται προς τον χριστιανισμό. Χρειαζόταν, λοιπόν, μια νέα πρωτεύουσα που να μην έχει σχέση με την ειδωλολατρεία κι έτσι ίδρυσε την Κωνσταντινούπολη.
Αρχικά πίστευε στον Θεό Απόλλωνα και στη Θεά Νίκη, όπως και ο πατέρας του. Ήταν όμως πεπεισμένος για την αλήθεια της χριστιανικής πίστεως, ενώ αγαπούσε και εκτιμούσε την Εκκλησία και τους εκπροσώπους της. Είχε την πεποίθηση ότι η Θεία Πρόνοια τού είχε εμπιστευτεί ιδιαίτερη αποστολή στον κόσμο και γι’ αυτό επιθυμούσε τη διάδοση της χριστιανικής πίστης.
Στα νομίσματα που εικονιζόταν, χαράσσονταν χαρακτηρισμοί του ως αυτοκράτορα για χρόνια, όπως ο τίτλος «Pontifex Maximus», καθώς δεν ήταν δυνατόν να έχουν αποφασιστική αξία, αν αναλογιστούμε τη στάση του προς τον χριστιανισμό καθώς θεωρούσε καθήκον του να βοηθάει την Εκκλησία. Γι’ αυτό συγκαλούσε συνόδους, εξέδιδε σχετικούς νόμους και λάμβανε αποφάσεις που θεωρούσε πως βοηθούσαν την Εκκλησία. Αυτή η τακτική θεωρείται ότι εισήγαγε τον καισαροπαπισμό, κατά τον οποίο ο ηγεμών είναι δικαίω ηγέτης της Εκκλησίας. Ουσιαστικά ο ίδιος, αντί να κυβερνά την Εκκλησία, ήθελε να είναι ευεργέτης της. Μια φορά σε ένα δείπνο με τους επισκόπους της Εκκλησίας, εξέφρασε την επιθυμία να είναι «ὑπό τοῦ Θεοῦ ἐπίσκοπος τῶν ἐξωτερικών τής Ἐκκλησίας». Η συνήθεια αυτή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, να υπερασπίζεται την Εκκλησία, όπως στην περίπτωση των αιρέσεων, οδήγησε τους επισκόπους να ζητούν τη συμπαράστασή του.
Στα 337, και ενώ ο Κωνσταντίνος ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει εναντίον του βασιλιά της Περσίας Σαπώρ Β΄(310-379), ασθένησε και πέθανε κατά την ημέρα του εορτασμού της Πεντηκοστής, στις 22 Μαΐου, αφού είχε βαπτιστεί χριστιανός από τον Ευσέβιο, επίσκοπο Νικομήδειας. Βαπτίστηκε προς το τέλος της ζωής του σε ένα προάστειο της Νικομήδειας του οποίου το όνομα δεν αναφέρει ο Ευσέβιος. Ετάφη στον ναό των Αγίων Αποστόλων, στην Κωνσταντινούπολη, μέσα σε περίτεχνη σαρκοφάγο.
Από τους πιο σημαντικούς «σταθμούς» της ζωής του ήταν και το όραμά του πριν τη Μάχη με τον Μαξέντιο στη Μουλβία γέφυρα , στα 312, που ήταν καταλυτική στη ψυχοσύνθεσή του γιατί τον οδήγησε στην αρχή της σχέσης του με τον Θεό των Χριστιανών, τον αληθινό Θεό και κατέληξε στην βάπτισή του, λίγο πριν το θάνατό του, στα 337. Η Εύρεση του Τιμίου Σταυρού από τη μητέρα του, την Αγία Ελένη, λίγο πριν πεθάνει, υπήρξε καταλυτική για την εδραίωση της χριστιανικής θρησκείας στην αυτοκρατορία και για τη λατρεία του Τιμίου Ξύλου, που πλέον απεδείκνυε και ιστορικά την ύπαρξη του Χριστού.
Δεν είναι γνωστό πότε εδραιώθηκε η εορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Η ημερομηνία θανάτου του Αγίου Κωνσταντίνου, στις 21 Μαΐου που είναι και η ημέρα εορτής των Αγίων, πρωτοεμφανίστηκε τον 10ο αιώνα στο «Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας».
Όμως, ακόμη από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια υπήρχαν πορτρέτα των δύο με τον Σταυρό, τα οποία δεν έχουν διασωθεί. Μετά την εικονομαχία (787) η τιμή προς τους δύο Αγίους αυξήθηκε, λόγω της σχέσης τους με το Τίμιο Ξύλο, το οποίο τιμούσαν τόσο οι εικονομάχοι όσο και οι εικονόφιλοι οι οποίοι θεωρούσαν τον σταυρό σύμβολο του Χριστού που υπέφερε και σταυρώθηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου