Ο φαρμακευτικός κολοσσός Pfizer του οποίου το εμβόλιο για τον Covid-19 έχει εγκριθεί από τις 11 Δεκεμβρίου για επείγουσα χρήση στις ΗΠΑ, αναδειχθεί σε ηχηρό αντίπαλο της προσπάθειας να διασφαλιστεί πρόσβαση στο εμβόλιο και από τις φτωχότερες χώρες. Τον Οκτώβριο, η Ινδία και η Νότια Αφρική υπέβαλαν πρόταση στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) να παγώσει τους περιορισμούς στις πατέντες για τις θεραπείες Covid-19, στο πλαίσιο της συμφωνίας του Οργανισμού για τα Δικαιώματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας (“Trade-Related Aspects of Intellectual Property Rights” ή TRIPS). Η πρόταση αυτή πλέον υποστηρίζεται από σχεδόν 100 χώρες, καθώς επιτρέπει την πιο προσιτή παραγωγή θεραπευτικών φαρμάκων, όσο διαρκεί η πανδημία. Καθώς οι πλουσιότερες χώρες συσσωρεύουν αποθέματα εμβολίων, μια μελέτη προειδοποιεί ότι το ένα τέταρτο του παγκόσμιου πληθυσμού δεν θα έχει το εμβόλιο έως το 2022. Με τέτοια δεδομένα, η έγκριση της πρότασης, θα μπορούσε ενδεχομένως να σώσει αμέτρητες ζωές παγκοσμίως.
Η φαρμακευτική εταιρία αντιτίθεται στην πρόταση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου να επεκταθεί η πρόσβαση στο εμβόλιο και στις φτωχότερες χώρες.
Αλλά μέχρι στιγμής, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Βρετανία, η Νορβηγία, η Ελβετία, η Ιαπωνία και ο Καναδάς έχουν εμποδίσει με επιτυχία αυτήν την πρόταση, σε ένα πλαίσιο όπου η καθυστέρηση θα επιφέρει σχεδόν σίγουρα περισσότερους θανάτους. Η φαρμακευτική βιομηχανία, με την Pfizer μεταξύ των ηγετικών παραγόντων της, είναι ισχυρός εταίρος σε αυτή την κίνηση, επιδιώκοντας φυσικά την προστασία των κερδών της. «Η πνευματική ιδιοκτησία, που τροφοδοτεί τον ιδιωτικό τομέα, είναι αυτό που έφερε λύση σε αυτήν την πανδημία και δεν αποτελεί εμπόδιο αυτή τη στιγμή», δήλωσε ο Αλμπέρ Μπουρλά, διευθύνων σύμβουλος της Pfizer την περασμένη εβδομάδα. Σε ένα άρθρο της 5ης Δεκεμβρίου στο «The Lancet», η Pfizer κατέγραψε την αντίθεσή της στην πρόταση, λέγοντας: «ένα μοντέλο για όλα τα μεγέθη αγνοεί τις συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε κατάστασης, κάθε προϊόντος και κάθε χώρας».
Οι ισχυρισμοί της Pfizer δημιουργούν την εντύπωση, ότι το πλαίσιο κανόνων πνευματικής ιδιοκτησίας και φαρμακευτικών μονοπωλίων είναι μια παγκόσμια τάξη κοινής λογικής, της οποίας τα οφέλη για την κοινωνία είναι προφανή. Όμως, στην πραγματικότητα, αυτοί οι διεθνείς κανόνες είναι σχετικά πρόσφατοι και διαμορφώθηκαν εν μέρει από την ίδια την Pfizer. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η εταιρία έπαιξε κρίσιμο ρόλο στη θέσπιση των ίδιων κανόνων πνευματικής ιδιοκτησίας του ΠΟΕ, τους οποίους επικαλείται τώρα για να υποστηρίξει τη θέση της κατά της ελεύθερης προμήθειας εμβολίων στις φτωχές χώρες. Το «αίμα του ιδιωτικού τομέα» στο οποίο αναφέρεται ο Μπουρλά, δεν είναι κάποια φυσική κατάσταση, αλλά μια παγκόσμια εμπορική δομή, στη δημιουργία της οποίας συνέβαλε η Pfizer, σε βάρος των φτωχών ανθρώπων σε όλο τον κόσμο που αναζητούν πρόσβαση σε θεραπείες και φάρμακα που σώζουν ζωές.
Μια εταιρική εκστρατεία
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο Έντμουντ Πρατ, τότε πρόεδρος της Pfizer, είχε ένα στόχο: να διασφαλίσει ότι η ισχυρή προστασία των κανόνων πνευματικής ιδιοκτησίας θα συμπεριληφθεί στη Διάσκεψη της Ουρουγουάης για τη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT), δηλαδή στις διεθνείς εμπορικές διαπραγματεύσεις που θα οδηγούσαν εν τέλει στην ίδρυση του ΠΟΕ το 1995. Το σκεπτικό του ήταν απλό: Η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας είναι ζωτικής σημασίας για την προστασία της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας, ή με άλλα λόγια της δικής του εταιρείας και άλλων αμερικανικών βιομηχανιών.
Η σημαντική θεσμική θέση του Πρατ, οφείλεται, όπως σημειώνουν οι συγγραφείς Charan Devereaux, Robert Z. Lawrence και Michael D. Watkins στο βιβλίο τους, Case Studies in US Trade Negotiation, στο ότι διετέλεσε σύμβουλος για τις εμπορικές διαπραγματεύσεις στις κυβερνήσεις Κάρτερ και Ρήγκαν. Το 1986, συνέστησε την Επιτροπή Πνευματικής Ιδιοκτησίας (IPC), η οποία συνέχισε, μετά τη θητεία του, να χτίζει σχέσεις με βιομηχανίες σε ολόκληρη την Ευρώπη και την Ιαπωνία, να συναντιέται με αξιωματούχους του Παγκόσμιου Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας των Ηνωμένων Εθνών και να ασκεί επιθετική πίεση – όλα αυτά με σκοπό να διασφαλιστεί ότι η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας θα συμπεριλαμβανόταν στις εμπορικές διαπραγματεύσεις.
Η Pfizer έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην προώθηση της ιδέας ότι το διεθνές εμπόριο θα πρέπει να βασίζεται σε ισχυρούς κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας, ενώ οι χώρες που δεν ακολουθούν τους κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας των ΗΠΑ, θεωρούνται ότι συμμετέχουν στην «πειρατεία». Όπως σημειώνουν οι Peter Drahos και John Braithwaite στο βιβλίο τους Information Feudalism, «Το μήνυμα για την πνευματική ιδιοκτησία μεταδόθηκε από τα επιχειρηματικά δίκτυα στα εμπορικά επιμελητήρια, στα επιχειρηματικά συμβούλια, στις επιτροπές, σε εμπορικές ενώσεις και σώματα. Σταδιακά, στελέχη της Pfizer κατέλαβαν βασικές θέσεις σε στρατηγικούς επιχειρηματικούς οργανισμούς και μπόρεσαν να υποστηρίξουν τη θέση τους για την πνευματική ιδιοκτησία».
Δεν ήταν δεδομένο, τότε, ότι η πνευματική ιδιοκτησία θα συμπεριλαμβανόταν στις εμπορικές διαπραγματεύσεις. Πολλές χώρες του Τρίτου Κόσμου αντιστάθηκαν σε αυτήν την κίνηση, με την αιτιολογία ότι ισχυρότεροι κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας θα προστατεύουν τη μονοπωλιακή δύναμη των εταιρειών και θα υπονομεύουν τους εγχώριους ελέγχους των τιμών, όπως εξηγείται στο βιβλίο Case Studies in US Trade Negotiation. Το 1982, η πρωθυπουργός της Ινδίας Ίντιρα Γκάντι, δήλωσε στην Παγκόσμια Συνέλευση Υγείας ότι, «η ιδέα ενός καλύτερα οργανωμένου κόσμου είναι αυτή στην οποία η ιατρική ανακάλυψη θα είναι απαλλαγμένη από όλες τις πατέντες και δεν θα υπάρχει κέρδος από τη ζωή και το θάνατο». Το Christian Science Monitor ανέφερε το 1986 ότι, «η Βραζιλία και η Αργεντινή ηγήθηκαν μιας ομάδας που έχει εμποδίσει τις προσπάθειες των ΗΠΑ να συμπεριλάβουν την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας στον νέο γύρο εμπορικών διαπραγματεύσεων».
Ωστόσο, ο Πρατ είχε ισχυρούς συμμάχους, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου της IBM Τζον Όπελ, και οι κοινές τους προσπάθειές τους συνέβαλαν στην εξασφάλιση της ενσωμάτωσης του TRIPS – το οποίο θέτει κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας – στις διαπραγματεύσεις της GATT. Ο Πρατ, από την πλευρά του, πήρε τα εύσημα για αυτή την εξέλιξη. «Η τρέχουσα νίκη της GATT, η οποία καθιέρωσε διατάξεις για την πνευματική ιδιοκτησία, ήρθε ως αποτέλεσμα των σκληρών προσπαθειών της αμερικανικής κυβέρνησης και των επιχειρήσεων των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της Pfizer, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Στηρίξαμε την προσπάθεια αυτή από την αρχή, αναλαμβάνοντας ηγετικό ρόλο», δήλωσε ο Πρατ, σύμφωνα με το βιβλίο, «Ποιος είναι ο Οργανισμός Εμπορίου; Ένας περιεκτικός οδηγός για τον ΠΟΕ».
Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη συμφωνία για τις εμπορικές πτυχές των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, η Επιτροπή Πνευματικής Ιδιοκτησίας (IPC) έπαιξε ενεργό ρόλο στην οργάνωση των μεγάλων εταιριών στις Ηνωμένες Πολιτείες, όσο και στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία, για την υποστήριξη ισχυρών κανόνων πνευματικής ιδιοκτησίας. Μέχρι τη στιγμή που ο ΠΟΕ ιδρύθηκε επίσημα και η Σύμβαση TRIPs είχε συναφθεί, ο Πρατ δεν ήταν πλέον πρόεδρος της Pfizer. Αλλά η συμβολή του, και ο ρόλος της Pfizer, εξακολούθησαν να είναι αισθητές. Όπως σημειώνουν οι Devereaux, Lawrence και Watkins, ένας από τους απεσταλμένους των ΗΠΑ για τις διαπραγματεύσεις δήλωσε ότι ο Πρατ και ο Όπελ «ουσιαστικά σχεδίασαν και έσπρωξαν την κυβέρνηση να συμπεριλάβει την πνευματική ιδιοκτησία ως ένα από τα κύρια θέματα στην ατζέντα των διαπραγματεύσεων».
Η συμφωνία για τις εμπορικές πτυχές των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας του ΠΟΕ, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1995, θα εξακολουθήσει να είναι η «πιο σημαντική συμφωνία για την πνευματική ιδιοκτησία του 20ού αιώνα», όπως γράφουν οι Drahos και Braithwaite. Το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου υποβλήθηκε κάτω από πολύ περιορισμένα πρότυπα για την πνευματική ιδιοκτησία, συμπεριλαμβανομένων των μονοπωλίων στις πατέντες των φαρμακευτικών εταιριών, με περιορισμένες εγγυήσεις και ευελιξία.
Ο Ντην Μπέικερ, οικονομολόγος και συνιδρυτής του Κέντρου Έρευνας για την Οικονομική Πολιτική (CEPR), είπε στο In Times ότι, «η συμφωνία για τις εμπορικές πτυχές των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας απαιτούσε από τις αναπτυσσόμενες χώρες παγκοσμίως να υιοθετήσουν τους (εμπνευσμένους από τις ΗΠΑ) κανόνες για τις πατέντες και για τα πνευματικά δικαιώματα. Τα θέματα αυτά, δεν συμπεριλαμβάνονταν στις προηγούμενες εμπορικές συμφωνίες, οπότε και οι επιμέρους χώρες είχαν πλήρη έλεγχο στους κανόνες που ακολουθούσαν για την πνευματική ιδιοκτησία. Η Ινδία είχε ήδη μια καλά αναπτυγμένη φαρμακευτική βιομηχανία μέχρι τη δεκαετία του 1990. Πριν από τη συμφωνία για τις εμπορικές πτυχές των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, η Ινδία δεν επέτρεψε στις εταιρείες ναρκωτικών να κατοχυρώνουν πατέντες για φάρμακα. Μπορούσαν να κατοχυρώσουν τη διαδικασία παραγωγής του φαρμάκου, αλλά όχι το φάρμακο καθαυτό.»
Εμπόδιο στην πρόσβαση σε φάρμακα
Η συμφωνία για τις εμπορικές πτυχές των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας του ΠΟΕ έφερε κέρδη στις φαρμακευτικές εταιρείες, αλλά ταυτόχρονα «αύξησε το φαρμακευτικό κόστος στις ΗΠΑ και περιόρισε περαιτέρω τη διαθεσιμότητα βασικών σωστικών φαρμάκων στις αναπτυσσόμενες χώρες του ΠΟΕ», σύμφωνα με την ομάδα Public Citizen. Αυτή η δυναμική εξελίχθηκε σε αδίστακτη πρακτική κατά τη διάρκεια της κρίσης του AIDS, η οποία ήταν σε πλήρη εξέλιξη, την εποχή της δημιουργίας του ΠΟΕ. «Χρειάστηκε σχεδόν μια δεκαετία για την κυβέρνηση της Νοτίου Αφρικής, προκειμένου να σπάσει τα μονοπώλια των ξένων φαρμακευτικών-κολοσσών που κρατούσαν τη χώρα όμηρο και τους ανθρώπους της θύματα ασθενειών, για τις οποίες υπήρχε θεραπεία», έγραψαν ο Achal Prabhala, ο Arjun Jayadev και ο Dean Baker σε ένα πρόσφατο άρθρο τους στη New York Times.
Είναι δύσκολο να σκεφτούμε ένα καλύτερο λόγο για την αναστολή των νόμων περί πνευματικής ιδιοκτησίας από μια παγκόσμια πανδημία.
Εκτός από ένα πλήθος ακτιβιστών σε παγκόσμιο επίπεδο, οργανισμοί για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εμπειρογνώμονες του ΟΗΕ, έχουν συντονιστεί στην προσπάθεια για την αναστολή των νόμων για τις πατέντες. Οι εκκλήσεις τους ακολουθούν το παγκόσμιο κίνημα δικαιοσύνης της δεκαετίας του 1990 και των αρχών της δεκαετίας του 2000, το οποίο επικεντρώθηκε στον τεράστιο ρόλο του ΠΟΕ, μαζί με άλλα παγκόσμια ιδρύματα όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στην επέκταση της δύναμης των εταιριών, που υπονομεύουν την εγχώρια προστασία των κρατών, από την εργασία και το περιβάλλον μέχρι τη δημόσια υγεία. Η υπέρμετρη ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών και των εταιρειών των ΗΠΑ στον ΠΟΕ – που φαίνεται στο μπλοκάρισμα της πρότασης για απαλλαγή από τις πατέντες – ήταν το βασικό σημείο κριτικής.
Η Pfizer δεν αντιτίθεται μόνη της στην προσωρινή παύση των κανόνων πνευματικής ιδιοκτησίας. Διάφοροι εμπορικοί όμιλοι της φαρμακοβιομηχανίας καθώς και μεμονωμένες εταιρείες – συμπεριλαμβανομένης της Moderna, η οποία βρίσκεται πίσω από ένα άλλο κορυφαίο εμβόλιο Covid-19 – έχουν μπει δυνατά στη μάχη ενάντια στην εξαίρεση από τους αυστηρούς κανόνες της πνευματικής ιδιοκτησίας.
«Η επιρροή της φαρμακευτικής βιομηχανίας είναι τεράστια», λέει ο Μπέικερ. «Περιττό να πούμε, ο Τραμπ συμπλέει με τη φαρμακευτική βιομηχανία. Ακόμη και ο Μπάιντεν θα στοιχηθεί με τη φαρμακευτική βιομηχανία και θα πιεστεί σκληρά για να κάνει κάτι που ίσως δεν τους αρέσει. Δεν υπάρχει κάποιος από τη φαρμακευτική βιομηχανία που θα αντιταχθεί σε αυτό. Είναι όλοι με τη μεριά της υπεράσπισης της πατέντας».
Η φαρμακευτική βιομηχανία αγωνίζεται σκληρά να σωρεύσει κρίσιμες πληροφορίες σχετικά με τα εμβόλια και τη θεραπεία κατά του Covid-19, παρά τις τεράστιες δημόσιες δαπάνες για τη στήριξη των ερευνών τους. Η συνεργάτιδα εταιρεία της Pfizer, η BioNTech, για παράδειγμα, έλαβε σημαντική δημόσια χρηματοδότηση από τη Γερμανία. Ωστόσο, με εκτιμώμενο κόστος 19,50$ ανά δόση για τις πρώτες 100 εκατομμύρια δόσεις, το εμβόλιο είναι πιθανότατα πολύ δαπανηρό για πολλές φτωχές χώρες, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως το μεγάλο κόστος της αποθήκευσης του εμβολίου. Η φαρμακευτική εταιρεία AstraZeneca, η οποία παρήγαγε ένα εμβόλιο σε συνεργασία με την Οξφόρδη, έχει δεσμευτεί να αυξήσει την πρόσβαση στα εμβόλια για πολλές φτωχές χώρες, λέγοντας ότι δεν θα αποκομίσει κέρδος από το εμβόλιο κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Αλλά «επιφυλάσσεται των δικαιωμάτων της να κηρύξει το τέλος της πανδημίας τον Ιούλιο του 2021», σημειώνουν οι Prabhala, Jayadev και Baker.
Πράγματι, τα δεδομένα που προκύπτουν δείχνουν τι θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί πριν από μήνες:
Ένας χάρτης της παγκόσμιας φτώχειας κι ένας χάρτης που θα απεικόνιζε την παγκόσμια πρόσβαση στο εμβόλιο, θα ταυτίζονταν πλήρως.
«Οι ΗΠΑ, η Βρετανία, ο Καναδάς και άλλες αναπτυγμένες χώρες αγόρασαν εμβόλια που ξεπερνούν κατά πολύ σε αριθμό τους πληθυσμούς τους», αναφέρει η New York Times, «ενώ πολλές φτωχότερες χώρες αγωνίζονται να εξασφαλίσουν τον αριθμό των εμβολίων που τους είναι απαραίτητα». Αυτό είναι ένα λογικό αποτέλεσμα για ένα σύστημα που έχει σχεδιαστεί εξαρχής προκειμένου να ενισχύει τις υπάρχουσες δομές εξουσίας, όπως έχουν παγιωθεί ως κληρονομιά της αποικιοκρατίας. Ανεξάρτητα από την «πρόθεση», για μια ακόμη φορά, η πλειονότητα των αφρικανικών χωρών, σε γενικές γραμμές, αφήνονται να υποφέρουν και να πεθάνουν, ενώ οι πλούσιες χώρες του «πλούσιου Βορρά» υπερβαίνουν κατά πολύ σε κατανάλωση τις ανάγκες τους, ακόμα κι αν αυτό δεν αποτελεί εγγύηση για τη δίκαιη κατανομή του εμβολίου στις λεγόμενες αναπτυγμένες χώρες.
Λαμβάνοντας υπόψη τον κίνδυνο ενός παγκόσμιου απαρτχάιντ στη διανομή των εμβολίων, στο οποίο οι φτωχές χώρες συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν καταστροφικές απώλειες, ενώ οι πλούσιες χώρες επιδιώκουν την «ανοσία της αγέλης», δεν είναι αρκετά καθησυχαστικές οι ασαφείς διαβεβαιώσεις για μια «μεγαλοψυχία» από μέρους των εταιρειών. Όπως το θέτει ο Μπέικερ: «Γιατί να μην θέλεις κάθε εμβόλιο διαθέσιμο όσο το δυνατόν πλατύτερα;».
Πηγή: In these Times
Μετάφραση: antapocrisis
* Η Sarah Lazare είναι διαδικτυακή συντάκτρια στους New York Times. Έχει δουλέψει στο παρελθόν ως ανεξάρτητη δημοσιογράφος στην The Intercept, The Nation και στην Tom Dispatch.
Πηγή : antapocrisis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου