Ο ηθοποιός Tony Todd ως Candyman στην ταινία του 1992
Οι πραγματικές ιστορίες του Candyman πίσω από τον θρύλο μπορεί να μην έχουν να κάνουν με το υπερφυσικό, αλλά είναι πιο ανατριχιαστικές απ’ ότι στην ταινία.
«Be my victim». Με αυτές τις λέξεις, γεννήθηκε μια εμβληματική μορφή τρόμου στην ταινία του 1992 «Candyman». Το εκδικητικό πνεύμα ενός μαύρου καλλιτέχνη που λιντσαρίστηκε επειδή είχε παράνομη σχέση με μια λευκή, τρομοκρατεί την Helen Lyle, μια απόφοιτη που ερευνά τον θρύλο του Candyman, για τον οποίο είναι βέβαιη ότι είναι μύθος.
Όμως, γρήγορα αποδεικνύεται ότι όλα είναι αληθινά. Όταν τον καλούν με το όνομά του μπροστά σε έναν καθρέφτη, το πνεύμα σκοτώνει με τον σκουριασμένο γάντζο που έχει για χέρι.
Κατά τη διάρκεια της ταινίας, η Lyle αποκαλύπτει την αλήθεια πίσω από τον θρύλο του Candyman, ενώ κάθε μέρα αντιμετωπίζει τις τρομακτικές αλήθειες της φτώχειας, της αδιαφορίας της αστυνομίας και των ναρκωτικών που μαστίζουν τις ζωές των μαύρων κατοίκων του Σικάγο για δεκαετίες.
Από την πρώτη του εμφάνιση, ο Candyman έχει γίνει ένας πραγματικός αστικός μύθος. Ο χαρακτήρας και η τραγική ιστορία του έχουν κάνει τους θεατές να αναρωτιόνται, «Είναι πραγματικός;».
Από τις ιστορίες ρατσιστικής βίας στις ΗΠΑ, μέχρι την δολοφονία μιας γυναίκας στο Σικάγο, η αληθινή ιστορία του Candyman είναι ακόμα πιο τραγική και τρομακτική από την ταινία.
Η δολοφονία της Ruthie Mae McCoy
Τα ABLA Homes στο South Side του Σικάγο, όπου ζούσε η Ruthie May McCoy και 17.000 ακόμη κάτοικοι
Αν και τα γεγονότα του Candyman μπορεί να μοιάζουν σαν να μην μπορούν να συμβούν στην πραγματική ζωή, η τραγική δολοφονία της μοναχικής, πνευματικά άρρωστης κατοίκου των ABLA homes στο Σικάγο, Ruthie Mae McCoy, λένε άλλα.
Την νύχτα της 22 Απριλίου του 1987, η τρομοκρατημένη Ruthie κάλεσε την Άμεσο Δράση ζητώντας βοήθεια. Στο τηλέφωνο είπε ότι κάποιος από το δίπλα διαμέρισμα προσπαθούσε να μπει στο διαμέρισμά της μέσω του καθρέφτη στο μπάνιο. «Έριξαν το ντουλάπι», είπε, μπερδεύοντας τον υπάλληλο στην άλλη άκρη της γραμμής και κάνοντάς τον να πιστέψει ότι είναι τρελή.
Αυτό όμως που δεν ήξερε ο υπάλληλος ήταν ότι η McCoy είχε δίκιο. Στενά περάσματα μεταξύ των διαμερισμάτων επέτρεπαν την εύκολη πρόσβαση στους εργάτες. Όμως, αυτά τα περάσματα, έγιναν δημοφιλή και στους ληστές οι οποίοι, για να μπουν σε ένα διαμέρισμα, έριχναν απλά το ντουλάπι του μπάνιου.
Παρ’ όλο που ένας γείτονας ανέφερε πυροβολισμούς από το διαμέρισμα της McCoy, η αστυνομία δεν μπήκε μέσα υπό τον φόβο μηνύσεων από τους κατοίκους. Όταν τελικά, δύο μέρες αργότερα, ένας επιστάτης άνοιξε την πόρτα, ανακάλυψε την McCoy να κείται στο πάτωμα. Είχε δεχτεί τέσσερις πυροβολισμούς.
Η ταινία περιέχει διάφορα στοιχεία της θλιβερής ιστορίας. Το πρώτο επιβεβαιωμένο θύμα του Candyman είναι η Ruthie Jean, η οποία δολοφονήθηκε από κάποιον που μπήκε από τον καθρέφτη του μπάνιου. Όπως και η Ruthie McCoy, οι γείτονες -μεταξύ των οποίων και μια που εντελώς κατά σύμπτωση ονομαζόταν Ann Marie McCoy-, θεωρούσαν την Ruthie Jean «τρελή». Και, όπως η Ruthie McCoy, η Ruthie Jean κάλεσε την αστυνομία, αλλά πέθανε μόνη και αβοήθητη.
Κανείς δεν είναι σίγουρος για το πώς κατέληξαν οι λεπτομέρειες από τον φόνο της McCoy στην ταινία. Είναι πιθανό, ο σκηνοθέτης Bernard Rose να τις έμαθε όταν αποφάσισε να γυρίσει την ταινία στο Σικάγο. Επίσης, έχει προταθεί ότι ο John Malkovich ενδιαφέρθηκε να γυρίσει ταινία με την ιστορία και μοιράστηκε τις λεπτομέρειες με τον Rose.
Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι ο θάνατός της μόνο ασυνήθιστος δεν ήταν στο Σικάγο.
Η φτώχεια και το έγκλημα στα Cabrini-Green Homes του Σικάγο
Μια αστυνομικός ψάχνει έναν έφηβο Αφροαμερικανό για ναρκωτικά και όπλα στο Cabrini Green Housing Project
Η ταινία εκτυλίσσεται και έχει εν μέρει γυριστεί στο Cabrini–Green, ένα συγκρότημα κατοικιών στο Near North Side του Σικάγο. Το Cabrini-Green, όπως το ABLA homes όπου έζησε και δολοφονήθηκε η Ruth McCoy, κατασκευάστηκε για να στεγάσει χιλιάδες μαύρους Αμερικανούς που πήγαν στο Σικάγο για να δουλέψουν και για να ξεφύγουν από τον τρόμο του Νότου των νόμων «Jim Crow», κυρίως κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Μετανάστευσης (Great Migration).
Τα διαμερίσματα διέθεταν φούρνους γκαζιού, υδραυλικά και μπάνιο, ζεστό νερό και κλιματιστικό για τους παγωμένους μήνες του χειμώνα. Όμως, ο ρατσισμός αποδείχτηκε ότι είχε βαθιές ρίζες και το Cabrini-Green μετατράπηκε σε έναν εφιάλτη. Μέχρι τη δεκαετία του 1990, 15.000 άνθρωποι, κυρίως Αφροαμερικανοί, ζούσαν σε κτήρια ερείπια, ενώ η εγκληματικότητα, αποτέλεσμα της φτώχειας και του εμπορίου ναρκωτικών, ήταν μεγάλη. Αξίζει να σημειωθεί ότι, στην ταινία, η Ruth McCoy αναφέρει στον τηλεφωνητή ότι το ασανσέρ λειτουργούσε. Τα ασανσέρ, τα φώτα και γενικά οι εγκαταστάσεις, ήταν συχνά χαλασμένα, και, όταν λειτουργούσαν, ήταν άξιο αναφοράς. Την εποχή που βγήκε το Candyman, μια έκθεση ανέφερε ότι μόλις το 9% των κατοίκων του Cabrini είχαν δουλειά μετ’ αποδοχών. Οι υπόλοιποι ζούσαν από ασήμαντες δωρεές και πολλοί είχαν στραφεί στο έγκλημα για να ζήσουν. Την εποχή που το προσωπικό της ταινίας πήγε για να τραβήξει πλάνα του εσωτερικού του «φωλιάς» του Candyman, δεν χρειάστηκαν πολλές μετατροπές για να είναι πιο πιστευτό. Τα τριάντα χρόνια εγκατάλειψης είχαν κάνει τη δουλειά τους.
Πραγματικές ιστορίες διαφυλετικών σχέσεων που προκαλούσαν βία
Η βία κατά των μαύρων που είχαν σχέση με λευκές αποτέλεσε ακόμη ένα σημαντικό σημείο για το Candyman. Ήταν η τραγική, αρχική ιστορία του κακού.
Ο πρώην πρωταθλητές του μποξ Jack Johnson και η σύζυγός του Etta Duryea. Ο γάμος τους το 1911 αποτέλεσε αφορμή για βίαιες αντιπαραθέσεις, ενώ ο δεύτερος γάμος του Johnson με μια άλλη λεύκη είχε σαν αποτέλεσμα την φυλάκισή του.
Στην ταινία, ο ταλαντούχος καλλιτέχνης Daniel Robitaille ερωτεύτηκε και άφησε έγκυο μια λευκή, της οποίας έφτιαχνε το πορτρέτο το 1890. Ο πατέρας της, μόλις το έμαθε, προσέλαβε μια συμμορία η οποία τον χτύπησε, του έκοψε το χέρι και στη θέση του έβαλε ένα γάντζο. Τέλος, τον κάλυψαν με μέλι και άφησαν τις μέλισσες να τον τσιμπήσουν μέχρι θανάτου, όπου τελικά, νεκρός, έγινε ο Candyman. Η Helen Lyle υποτίθεται ότι είναι η μετενσάρκωση της λευκής ερωμένης του Candyman.
Ο χρόνος είναι μια σημαντική λεπτομέρεια. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, όχλοι λευκών ξεσπούσαν τον θυμό τους στις γειτονιές των μαύρων και το λιντσάρισμα έγινε κοινή πρακτική καθώς τα χρόνια περνούσαν. Για παράδειγμα, το 1880, όχλοι δολοφόνησαν 40 Αφροαμερικανούς. Μέχρι το 1890, την χρονιά στην οποία τοποθετείται η ταινία ως η αρχή του μύθου του Candyman, οι –καταγεγραμμένοι- φόνοι υπερδιπλασιάστηκαν φτάνοντας τους 85. Για την ακρίβεια, η βία ήταν τόσο δημοφιλής που όχλοι οργάνωναν τα επονομαζόμενα «lynching bees», αλλόκοτες, δολοφονικές ομάδες, κάτι αντίστοιχο με τις ομάδες που είχαν σαν κοινό διάφορες καλλιτεχνικές δημιουργίες («quilting bees» ή «spelling bees»).
Θύματα λιντσαρίσματος το 1908 στο Κεντάκι. Συχνά, τα σώματα αφήνονταν εκτεθειμένα για μέρες, καθώς οι δολοφόνοι δεν φοβόντουσαν μήπως συλληφθούν από την αστυνομία.
Κανείς δεν γλύτωσε από αυτή την βιαιότητα. Μέχρι και τον διάσημο μποξέρ Jack Johnson, όταν το 1911 παντρεύτηκε μια λευκή, τον κυνήγησε ένας όχλος στο Σικάγο. Το 1924, το μοναδικό καταγεγραμμένο θύμα σε μια κομητεία, ο 33χρονος William Bell, χτυπήθηκε μέχρι θανάτου επειδή «ο νεκρός ήταν ύποπτος ότι επιχείρησε να επιτεθεί σε ένα ή δύο λευκά κορίτσια, αλλά κανένα από τα δύο δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει τον Bell ως τον επιτιθέμενο».
Το λιντσάρισμα που περιγράφεται στο Candyman είναι τόσο τρομακτικό επειδή ήταν κάτι το σύνηθες για πολλές γενεές Αφροαμερικανών. Μόλις το 1967, χάρη στην υπόθεση « Loving v. Virginia», το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ παρείχε επίσημη αναγνώριση στα διαφυλετικά ζευγάρια, ενώ, μόλις το 2020, η Βουλή των Αντιπροσώπων πέρασε νόμο καθιστώντας το λιντσάρισμα ομοσπονδιακό αδίκημα.
Πέρα από τον πραγματικό τρόμο που βίωναν οι μαύροι στις ΗΠΑ, ο Candyman σκιαγραφεί μύθους, ιστορίες και αστικούς θρύλους και δημιουργεί ένα νέο τρομακτικό σύμβολο με ρίζες σε γνωστές ιστορίες.
Η Bloody Mary, ο Clive Barker και ο μύθος πίσω από τον Candyman
Λέγεται ότι ο Tony Todd πληρώθηκε 1.000 δολάρια για κάθε τσίμπημα που δέχτηκε από τις ζωντανές μέλισσες που χρησιμοποιήθηκαν στην ταινία. Ο ηθοποιός δέχτηκε 23 τσιμπήματα.
Ποιος είναι λοιπόν ο Candyman;
Ο αρχικός Candyman ήταν ένας χαρακτήρας στην ιστορία τρόμου του 1985 του Βρετανού συγγραφέα Clive Barker «The Forbidden». Στην ιστορία, ο χαρακτήρας στοιχειώνει έναν πύργο στην γενέτειρα του Barker, το Λίβερπουλ.
Ο Candyman του Barker αντλεί έμπνευση από αστικούς μύθους όπως η Bloody Mary, η οποία λέγεται ότι εμφανίζεται όταν κάποιος επαναλάβει το όνομά της πολλές φορές μπροστά σε έναν καθρέφτη, ή τον Hookman, ο οποίος επιτίθεται σε ζευγάρια εφήβων με τον γάντζο που έχει στο χέρι.
Η βιβλική ιστορία του Σαμψών είναι πιθανώς μια ακόμη έμπνευση. Στην ιστορία από την Βίβλο, ο Σαμψών έχει πάρει για σύζυγο μια Φιλισταία –οι οποίοι Φιλισταίοι κυβερνούν το Ισραήλ, οπότε μιλάμε για ένα διαφυλετικό ζευγάρι-, και σκοτώνει ένα λιοντάρι στου οποίου την κοιλιά μέλισσες παράγουν μέλι.
Αυτό που κάνει τον Candyman διαφορετικό από άλλους αντίστοιχους ήρωες, όπως ο Jason Voorhees ή Leatherface, είναι ότι στην ταινία σκοτώνει μόνο ένα θύμα.
Η ιστορία του Candyman στον κινηματογράφο
Η ξαφνική, αιματοβαμμένη εμφάνιση του Candyman κάνει την Helen Lyle να συνειδητοποιήσει ότι έχει να κάνει με μια τρομακτική αλήθεια.
Υπάρχει λοιπόν πραγματικός Candyman; Υπάρχει κάποιος θρύλος στο Σικάγο σχετικός με το φάντασμα ενός κακού καλλιτέχνη που σκοτώθηκε;
Όχι. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα για την ιστορία του Candyman, εκτός ίσως από το μυαλό του Tony Todd. Ο Todd δούλεψε την ιστορία του Candyman αναφερόμενος στην Virginia Madsen.
Ο χαρακτήρας αντλεί έμπνευση από αυθεντική ιστορική βία, μύθους και ιστορίες όπως αυτή της McCoy και άπειρες άλλες για να αποκαλύψει τον πόνο που βίωναν οι Αφροαμερικανοί και τον τρόμο που ενέπνευσαν αυτά τα γεγονότα. Ο Todd χρησιμοποίησε δημιουργικά τις ιστορικές γνώσεις του ώστε να δώσει ζωή στον χαρακτήρα του Barker.
Είναι δύσκολο να πει κανείς αν ο Candyman άντλησε έμπνευση απευθείας από τον τραγικό θάνατο της Ruthie Mae McCoy, ή αν ήταν απλά μια περίπτωση έρευνας σε μια τοπική ιστορία για να προστεθεί ρεαλισμός στην ταινία. Αυτό που είναι γνωστό είναι ότι ο τραγικός θάνατός της ήταν ίδιος με πολλούς άλλους, που προκλήθηκαν από αδιαφορία και άγνοια, καθώς και από επιθετικότητα και εγκληματικότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου