Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Αυγούστου 06, 2021

Μόνο τα κτήνη καίνε πλάσματα αθώα, μόνο κτήνη καταστρέφουν την ομορφιά, μόνο κτήνη αδιαφορούν γι' αυτό που μας δίνει ζωή ...

 



Γράφει η Sara Nozek


ψήνεται η Βαρυμπόμπη, ψήνεται το Τατόι, εκκενώνονται ως κι οι Θρακομακεδόνες, τώρα δα μαθαίνω ότι καίγεται και η Λίμνη Ευβοίας, γκαργκάνιασαν τα δάση, καίγονται ζώα, και βέβαια το μόνο που ενδιαφέρει είναι να σωθούν οι περιουσίες.

και να μην κινδυνεύσουν άνθρωποι.

ναι, να ζήσουν οι άνθρωποι και να μη χάσουν τις περιουσίες τους.

το ότι όμως συντελείται τεράστια οικολογική καταστροφή, κι εδώ και παραπέρα, διότι έχει προηγηθεί η Ρόδος, η Αχαΐα, η Μεσσηνία, και έπεται ποιος ξέρει ποιο δάσος, ποια φυσική ομορφιά, ποιος πνεύμονας πρασίνου και οξυγόνου, ούτε που δημιουργεί ανησυχία, αποτιμάται ως δευτερεύον.

τα ζώα, τα αθώα πλάσματα που γίνονται κάρβουνο, περνάνε στα ψιλά των ειδήσεων.

αυτά είναι τριτεύοντα.

οι περιουσίες, οι περιουσίες.

ο καύσωνας επιμένει -φυσικό είναι, έχει καεί κάθε ταπεινό χορτάρι και ρίζα, εξαφανίζεται κάθε δροσερή σκιά- έχουμε λιώσει, καίγεται το δέρμα μας, ο αέρας είναι σκέτη φλόγα, αλλά αφού οι περισσότεροι έχουν κλιματιστικό, το προσπερνάνε.

απ' το ένα κλιματιζόμενο κουτί, που είναι το σπίτι τους, μπαίνουν στο άλλο, το αμάξι, το γραφείο, το σούπερ μάρκετ, και μόνο το ενδιάμεσο διάστημα -δυο λεπτά στην κόλαση, κατά τη μετάβαση από κουτί σε κουτί- τους επιτρέπει να δηλώσουν ότι ναι, κι αυτοί έζησαν τον δολοφονικό καύσωνα, κι ότι, πω πω, ήταν δυσάρεστη αίσθηση.

και μετά ξαναγυρνούν στην ήδη δυστοπική τους κανονικότητα, εγκληματικά ανυποψίαστοι, ως την επόμενη φορά.

κάποια φορά απ' όλες θα είναι η τελευταία.

θα έχει ψηθεί κάθε έμβια ύπαρξη, ο αέρας θα είναι μόνιμα καυτός και μολυσμένος, και τα κουτιά-περιουσίες θα φιλοξενούν τα ανθρώπινα ποντίκια, που θα νοιώθουν ασυναίσθητα τον εγκλεισμό, θα αναπτύσσουν νευρώσεις, θα ματώνουν μεταξύ τους, αλλά δεν θα ξέρουν πού να αποδώσουν τη δυσφορία, ούτε θα ξέρουν πώς να ζήσουν έξω απ' το κουτί τους.

όπως δεν ξέρουν και σήμερα.

παντού τα ίδια, αλλά εδώ ειδικά, χώρα νούμερο.

χώρα για πολύ ξύλο.

ο ένας τα ρίχνει στον άλλο και τίποτα δεν αλλάζει.

η κυβέρνηση ξέρει μόνο να δείχνει το αυταρχικό της πρόσωπο σε όσους δεν πειθαρχούν στους παραλογισμούς της.

και πάει και για μπάνια, και δροσίζεται.

γιατί όχι;

αφού καθόμαστε και τους κοιτάμε, τους καμαρώνουμε, αντί να τους αποδώσουμε τα δέοντα, αυτά που ως τώρα αποδίδουν σε μας.

είναι, λέει, τα καλώδια της ΔΕΗ, που έλιωσαν και άρχισαν οι εκρήξεις.

είναι οι μετασχηματιστές...

και ποιος φταίει γι' αυτό;

γιατί δεν έχουν αντικατασταθεί;

δεν υπάρχουν λεφτά.

μπα, σοβαρά;

και οι φουσκωμένοι λογαριασμοί λεφτά δεν είναι;

πού πάνε αυτά τα λεφτά;

μετά σας μάραναν οι άνεργοι, που τους κόβετε το ρεύμα, επειδή επιβαρύνουν το δίκτυο.

α, λέει, μπορεί να είναι εμπρησμός: ανεμογεννήτριες, οικοπεδοφάγοι...

και γιατί δεν τους έχουμε σφάξει ακόμα;

γιατί δεν περιφρουρούμε τις περιοχές, στις οποίες υπάρχει κίνδυνος εμπρησμού;

γιατί δεν τους έχουμε εκτελέσει επί τόπου;

α, λέει, δεν έχουμε όπλα.

και οι τσουγκράνες τι είναι;

ας τρυπήσουν δέκα λαρύγγια μαζί, σου πω εγώ μετά αν θα ξανατολμήσουν.

με ρόπαλα, με σκουπόξυλα, με ό,τι υπάρχει εύκαιρο.

η πυροσβεστική δεν είχε αρκετά οχήματα, αρκετές μάνικες, αρκετό προσωπικό...

κι αυτοί οι μαλάκες, αυτά τα τέρατα, που μόνο να απαγορεύουν ξέρουν, γιατί δεν προσέλαβαν προσωπικό και γιατί δεν αγόρασαν καινούργιο εξοπλισμό;

δεν είχαν λεφτά;

σκατοΚούλη, λεφτά είχες όμως να πας όπου σου γουστάρει, ενώ εμείς είμαστε καταδικασμένοι να μην κάνουμε διάλειμμα απ' το καζάνι που βράζει.

καριολιλίκι, που βγαίνεις με πένθιμο ύφος στα δελτία ειδήσεων, και παριστάνεις κιόλας ότι νοιάζεσαι για την υγεία μας, και υποδεικνύεις πώς θα ζήσουμε, εσύ κι όλα τα υπόλοιπα τσόκαρα που σέρνεις από πίσω σου.

όχι, λέει, είναι γενικά η κλιματική αλλαγή.

εμείς έχουμε σκεφτεί πώς λειτουργούμε;

πόσο λίγο μας ενδιαφέρει η φύση;

την έχουμε μόνο για να την εκμεταλλευόμαστε.

κόψε δέκα δέντρα εδώ, στρώσε ένα τσιμεντάκι, και τι έγινε που πέθαναν χιλιάδες ζώα;

εμείς να είμαστε καλά.

γιατί κι αυτό εμπεριέχεται στην εξίσωση.

βλέπω τώρα ειδήσεις, μιλάει ο περιφερειάρχης -όχι, δεν θα σχολιάσω, γιατί οι περισσότεροι, ακόμα κι από όσους τον κοροϊδεύουν, είναι παρόμοιας, θηριωδώς υποκοσμιακής, κουλτούρας κι αισθητικής- και το μόνο που σχολιάζει ο δημοσιογράφος είναι: εδώ υπάρχουν επιχειρήσεις! υπάρχουν μαγαζιά!

και το άλλο το τομάρι συμφωνεί.

επιχειρήσεις!

μαγαζιά!

περιουσίες!

άνθρωποι!

να σωθούμε!

χεστήκαμε για το δάσος!

χεστήκαμε για τα ζώα!

καύσωνας είναι, θα περάσει!

εμείς τη γλυτώσαμε, είχαμε κλιματιστικό!

κι εμείς τη γλυτώσαμε, είχαμε πάει διακοπές!

αύριο θα πληρώνουμε το νερό χρυσό, θα περάσει στα χέρια εταιρειών.

μπορεί να πληρώνουμε και τον καθαρό αέρα χρυσό, πού ξέρεις.

οξυγόνο, φιάλη μία, τιμή 500 ευρώ, ας πούμε.

ναι, παντού γίνονται αυτά, ο πλανήτης μας βαρέθηκε και αντιδρά.

εδώ όμως είναι ξεχωριστή περίπτωση.

άχρηστοι, ανίκανοι, καθάρματα, ηλίθιοι, τσιράκια, φασιστόμουτρα, τελειωμένοι, υπόκοσμος και απόπατος βλακείας, όλοι μαζί.

και που οργιζόμαστε, τι βγαίνει;

γιατί, μήπως πρόκειται να συνεννοηθούμε, έστω για το υπέρτατο, τη ζωή μας την ίδια, και να βρούμε άκρη από κοινού, παραβλέποντας τις διαφορές μας;

όχι.

πώς; τι είπατε; πώς το είπατε αυτό;

όχι.

μόνο να τσακωνόμαστε ξέρουμε.

εγώ;

ακόμα δεν έχω μιλήσει όπως πραγματικά σκέφτομαι.

δεν έχω κλιματιστικό.

με κλειστά παντζούρια και νοιώθω ότι το δέρμα μου έχει εγκαύματα.

εδώ και μέρες.

και υπομένω.

φυσικά και δεν έχουμε φτάσει ακόμα στο τέλος.

θα φτάσουμε όμως.

όλο και πιο πολύ το σκέφτομαι.

να πω: με το καλό.

και: επιτέλους.

και πολλά άλλα, που δεν κάνει να ειπωθούν.

και που με ευχαριστεί να τα ονειρεύομαι.

ενημερώνεται ο πρωθυπουργός και θα ενημερώσει σύντομα κι ο Χαρδαλιάς.

ότι δεν μπόρεσαν, ότι προσπαθούν κι ότι, όταν ξημερώσει, θα το πιάσουν πάλι απ' την αρχή.

σοβαρά, ε;

στο μεταξύ, οι πυκνοί καπνοί έχουν κρύψει τον ήλιο στην Αττική, το βλέπω στις ειδήσεις κι έξω από το παράθυρό μου.

άχρηστοι παλιάνθρωποι, που να ψηθείτε ζωντανοί μέσα στις λιμουζίνες σας.

αφού εμείς -άλλοι άθλιοι και τραγικοί-είμαστε ανίκανοι να σας στείλουμε εκεί που σας αξίζει.

Σάρα Νόζεκ

**καίγονται οι Ροβιές.

παραθέριζα εκεί παιδί.

από μια εποχή και μετά, πήγαινα διαρκώς στη Βόρεια Εύβοια, αλλά πιο βορειοανατολικά, Βασιλικά, Πευκί, Ιστιαία...

είχα και έχω μεγάλη τρέλα με τη βόρεια Εύβοια.

λάτρευα να πηγαίνω Χαλκίδα με το τρένο, κι από κει (αφού πρώτα καθόμουν στον σταθμό με καφεδάκι και χάζευα τα δεντράκια μπροστά στη θάλασσα για ώρα) έπαιρνα το λεωφορείο.

περίμενα πώς και πώς να μπούμε στον δήμο Κηρέως με τις πρασινάδες, τη δενδροστοιχία και το ποτάμι.

χάζευα το κρυφό δασάκι στα Βασιλικά, που το έβλεπα για μια στιγμή φευγαλέα, φαινόταν λιγάκι η είσοδος, όπως περνούσε το λεωφορείο, για να καταλήξει στο Πευκί.

μόλις αντίκρυζα από μακριά το Πευκί, ενθουσιαζόμουν, ότι θα ξαναπάω στα πιο αγαπημένα μου σημεία, δεν μπορούσα να συγκρατηθώ απ' τη λαχτάρα.

στην Ιστιαία με πρωινό λεωφορείο για γλυκό και καφεδάκι, απέναντι από την πλατεία της Αγίας Παρασκευής, στο μικρό ζαχαροπλαστείο.

στην Κερασιά, στο Αχλάδι...

και οι Ροβιές...

έχω φάει τις πιο νόστιμες ντομάτες εκεί, από το χώμα, ζεστές.

εχω περπατήσει σε περιβόλια κατάφυτα, πανέμορφα, σε νεραϊδένιο δασάκι, σε πλούσια λιβάδια, μυθικά, που λες και βγήκαν από εξωτικό, αρχαίο παραμύθι.

και τώρα καίγεται αυτή η μνήμη, οι φλόγες έφτασαν μέχρι την παραλία με τα πεντακάθαρα νερά.

ονειρευόμουν να ζήσω κάποτε στη βόρεια Εύβοια.

μπορεί και να γίνει, μπορεί και όχι.

θα την αφήσουν ήσυχη;

ή θα θελήσουν να την προκόψουν κι αυτή ολοκληρωτικά, έτσι όπως είναι καταπράσινη και κούκλα;

κσι το λέω αυτό, επειδή τουλάχιστον στο ανατολικό κομμάτι και μέχρι το 2009, που πήγαινα ανελλιπώς, υπήρχε μια σχετική πρόληψη, υπήρχε μόνιμο πυροσβεστικό όχημα σε συγκεκριμένες περιοχές, και δεν είχα δει ούτε μισή φλογίτσα.

δεν μπορώ να το σηκώσω, ότι καίγονται τόσα σημεία ταυτόχρονα.

όχι, δεν είναι η ζέστη.

είναι στρεβλή, ηλίθια νοοτροπία, είναι συμφέρον, είναι αδιαφορία, ολιγωρία, ασυνεννοησία.

ειναι κτηνωδία.

μόνο τα κτήνη καίνε πλάσματα αθώα, μόνο κτήνη καταστρέφουν την ομορφιά, μόνο κτήνη αδιαφορούν γι' αυτό που μας δίνει ζωή.

κτήνη, όπως το λέω.

ακόμα και η λογική του ό,τι νά 'ναι, κτηνωδία είναι.

το έλα μωρέ, το τυχάρπαστο, το και τι έγινε, το βαριέμαι, το εμείς τη γλυτώσαμε, το τι με νοιάζει εμένα, μόνο η περιουσία μου να μη χαθεί, το πώς κάνετε έτσι για τα ζώα, αλλά και τα συμφέροντα, από ανεμογεννήτριες μέχρι φιλέτα, ανήκουν ΟΛΑ με μικρές διαβαθμίσεις στην ιδια κλίμακα κτηνωδίας.

ακόμα και η μιζέρια, από την οποία μονίμως πάσχουμε, κτηνωδία είναι.

γενικότερα, εδώ δεν εκτιμάμε αυτή την υπέρτατη ομορφιά της φύσης, την αγάπη της να μας δίνει ζωή κι ανάσα, την τρυφερότητα του άκακου ζώου, το μεγαλείο και την προσφορά στο ανθρώπινο είδος.

κι αφού δεν κατανοούμε το δώρο, τι άλλο κάνουμε από το να επιτρέπουμε παθητικά.

στις ειδήσεις των έξι:

ξεκίνησαν από τις πυρκαγιές, κάλεσαν τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας να πει τη γνώμη του... κι αυτός, ευκαιρίας δοθείσης, λόγω διακοπών ρεύματος, διαφημίζει τις ιδιωτικές εταιρείες ηλεκτροδότησης!!!!

τι θέλω εγώ:

όσοι φταίνε, να πεθάνουν.

όσοι κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν, να πεθάνουν.

όσοι έχουν συμφέρον από αυτή τη φρίκη, να πεθάνουν.

όσοι αδιαφορούν, όσοι κοιτάζουν μόνο το τομάρι τους, να πεθάνουν.

να τους δω νεκρούς, λέμε.

πειράζει;

κακό είναι;

τέλειο είναι.

να δω εκατόμβες καθαρμάτων και ηλιθίων, ν' ανοίξει το μάτι μου.

ο ένας πάνω στον άλλο, σαν ψοφίμια.

πανάθεμά σας, γαμώ τα συμφέροντά σας, τον παρτακισμό σας, τη βλακεία που σας δέρνει, τις παθογένειες αυτού του τόπου, το αλύπητο ξύλο που δεν φάγατε ποτέ.

κάηκαν οι Ροβιές, πάνε.

πάει κι η Βαρυμπόμπη.

καίγεται τώρα και η αρχαία Ολυμπία.

εμείς δεν μπορούμε να αναπνεύσουμε.

δέντρα νεκρά, ζωάκια ψητά.

περισώστε ό,τι μπορείτε.

ώστε αργότερα, να σας κάνουν καλή προσφορά... οι ιδιωτικές εταιρείες ηλεκτροδότησης.

λέει η παρουσιάστρια των ειδήσεων, με συνεσταλμένο χαμόγελο: εμείς δεν είμαστε ρομπότ.

όχι, ρομπότ είστε.

είστε και παραείστε, και φαίνεστε.

δεν θέλει πολύ, αρκεί κάποιος να σας βγάλει ολονών το βύσμα.

Σάρα Νόζεκ

----------------

Γράφει η Nota Protonotariou

"Στο σπίτι μου δεν υπάρχει air condition. Δεν έβαλα ποτέ. Θα μου πεις, δε χρειάζεται, στο βουνό, όπως και να το δεις, μια δροσιά την έχει. Στο βουνό...

Στο οικόπεδο στο βουνό, που είχε αγοράσει ο πατέρας μου πολύ πριν γεννηθώ, ερχόμαστε όλα τα παιδικά μου χρόνια για ημερήσια εκδρομή, απλώναμε τις κουβέρτες μας και απολαμβάναμε τα κεφτεδάκια της γιαγιάς, κάτω από τα πεύκα. Όταν η μάνα μου ξάπλωνε πάνω στις πευκοβελόνες να ξεκουραστεί και ο πατέρας μου ξεκινούσε να κλαδεύει τα κιτρινισμένα κλαδιά των πεύκων, την κοπανούσα διακριτικά και πήγαινα στο πιο απόμερο σημείο του οικοπέδου, να σκαρφαλώσω σε ένα γέρικο δέντρο, που φιλοξενούσε από τζιτζίκια και μέλισσες, μέχρι τουλάχιστον 5 είδη πουλιών και σαύρες που φώλιαζαν στις κουφάλες του. Φανταζόμουν τότε, ότι άνοιγα συζήτηση με όλα. Γλωσσομαθής.

Και τη γλώσσα των πουλιών και των εντόμων και των ερπετών. Τους έλεγα για το σχολείο κι εκείνα μου απαντούσαν τιτιβίζοντας, βουίζοντας ή εντελώς σιωπηλά αλλά ηχηρά μέσα στο μυαλό μου "Πότε θα έρθεις επιτέλους, πότε θα έρθεις για πάντα;;;"

Δεν ήθελα ποτέ να γυρίσω στην πόλη, κάθε φορά, μετά από αυτήν την εκδρομή. Έκλαιγα και παρακαλούσα για λίγο ακόμη αέρα κι ας μην είχαμε πού να σταθούμε εδώ κι ας μην είχαμε τρεχούμενο νερό κι ας γέμιζε όλο το σώμα μου καντήλες γιατί είχα αλλεργία στα πεύκα και κάποιες φορές με τσιμπούσαν κι οι σφήκες (σε αυτά τα τσιμπήματα, ευτυχώς δεν είχα αλλεργική αντίδραση) κι ας είχα σκίσει τα πόδια μου τόσο άσχημα που 2 φορές χρειάστηκα ράμματα, δε με ένοιαζε, ούτε αντιλήφθηκα ποτέ αυτά τα παθήματα σαν κακουχίες, ήταν ο ελάχιστος φόρος που όφειλα να πληρώνω, για να με ανέχεται η φύση.

Όταν μετακόμισα οριστικά εδώ, πριν 25 χρόνια, ένιωσα για πρώτη φορά τι σημαίνει ευτυχία. Ήμουν εντελώς μόνη μου, οι δικοί μου ήρθαν αρκετούς μήνες αργότερα. Απρίλιος μήνας και αποφάσισα να κοιμάμαι στη βεράντα. Οι μυρωδιές από τις ανθισμένες ρίγανες και τα φασκόμηλα μου έσπαγαν τη μύτη. Στερέωσα την αιώρα μου, πήρα τα παπλώματά μου και χουζούρεψα χαζεύοντας το πεύκο που ακουμπούσε στα κάγκελα της βεράντας.

Μετά από μια εβδομάδα, εμφανίστηκε για πρώτη φορά, πάνω στα κλαδιά του πεύκου η Κάθριν, η κουκουβάγια που συντρόφευε όλα τα επόμενα, μοναχικά βράδια μου εδώ. Αποφάσισα να υπάρξω κοινωνική, αν και με κοιτούσε βλοσυρά. Το επόμενο βράδυ, έκοψα λωρίδες κρέας και τις άφησα πάνω στο κλαδί. Ήρθε, τις έφαγε, γίναμε φίλες. Λίγα βράδια αργότερα ήρθε κι η Αλεξάνδρα, η μαμά αλεπού, ξεκίνησα να βγάζω έξω φαγητό και γι' αυτήν.

Η Κασσάλα, η τεράστια σαύρα ήταν η μόνη που εμφανιζόταν μέρα-μεσημέρι, οι άλλοι ήταν βραδινοί τύποι. Γίναμε μια μεγάλη παρέα και πολύ σύντομα, κατάλαβαν ότι δεν κινδύνευαν από την παρουσία μου. Μετά τη γέννηση των παιδιών μου, φρόντισα να τα φέρω αμέσως σε επαφή με τους "φίλους" μου κι έτσι (με μια μικρή αποτυχία λόγω εντομοφοβίας της μικρής) έμαθαν σχεδόν με αταβιστική προσέγγιση, να σέβονται τη φύση και τα πλάσματά της, να μη φοβούνται και να αισθάνονται μέρος της, τηρώντας κάθε φορά τους κανόνες που, από το περιβάλλον τους επιβάλλονται.

Κι ύστερα ήρθε το 2007, 16 Αυγούστου ήταν, όταν η φωτιά ένωσε τις κραυγές όλων μας, με τον επιθανάτιο ρόγχο των αγαπημένων πλασμάτων. Καθόμαστε και παρακολουθούσαμε ανήμποροι, κλαίγοντας, το "σπίτι" των φίλων μας να γίνεται παρανάλωμα, παρακαλούσαμε για κάποιο θαύμα, όταν πλέον και το νερό από τις πυροσβεστικές μάνικες τελείωσε, όταν το φράγμα που έθεσαν οι πυροσβέστες ήταν πάνω στην οικιστική γραμμή, για το δάσος δεν μπορούσε να γίνει πλέον τίποτα, λυπούμαστε...

Σώθηκαν κάποια ντουβάρια, το δέντρο που μας συναντούσε τα βράδια η Κάθριν δεν υπήρχε πια, ούτε τα υπόλοιπα στα οποία ανεβοκατέβαιναν ευτυχισμένα πλάσματα. Η μυρωδιά του καμένου δάσους στοίχειωνε τα ρουθούνια μας για τους επόμενους έξι μήνες κι η θέα των απανθρακωμένων πλασμάτων στην πρώτη απόπειρα αποτίμησης της κατάστασης, τα όνειρά μας, για πολλά χρόνια. Η Κάθριν, η Αλεξάνδρα, η Κασσάλα και τα υπόλοιπα ανώνυμα συνθετικά του όμορφου κόσμου στο οποίο υπήρξα τυχερή να βρεθώ, δεν εμφανίστηκαν, ποτέ ξανά.

Σήμερα, ξύπνησα, στις 3 το πρωί, με την ΙΔΙΑ μυρωδιά, αφού κοιμάμαι και πάλι στη βεράντα, για δροσιά από τον καύσωνα. Το ξημέρωμα είναι καφέ και γκρι και ήρθε να με χαστουκίσει, από τα κατάβαθα της μνήμης, η ΙΔΙΑ αίσθηση απελπισίας, ανημπόριας, εγκατάλειψης και βουβής οργής. "ΣΩΘΗΚΑΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΕΣ"!!! Τι μας λέτε;;;

Τι σας κάνει να πιστεύετε ότι τα ντουβάρια σας αποτιμώνται ως πιο σημαντικά από τις ζωές των πλασμάτων που κάηκαν ζωντανά; Πόσο δύσκολο είναι να καταλάβετε ότι αντίστοιχες οικολογικές καταστροφές, αναδεικνύουν τους τοίχους σας σε σύγχρονες φυλακές; Φυλακές εθελοντικού εγκλεισμού, για να μη βλέπετε την καταστροφή που εσείς δημιουργήσατε, γύρω από αυτές. Φυλακές που φωτίζονται με τεχνητό φως, γιατί έξω από αυτές, σβήσαμε τον ήλιο, θεωρώντας, αλλαζονικά, ότι κι αυτόν ακόμη μπορούμε να τον αντικαταστήσουμε.

Τοίχοι, περιουσίες, περισσότεροι τοίχοι, περισσότεροι μπάτσοι να φυλάνε τους τοίχους και τις περιουσίες, καινούργια περισσότερα κι ακριβότερα μπατσικά και πολεμικά αεροπλάνα, περισσότερες ανεμογεννήτριες, λιγότερα πυροσβεστικά, λιγότεροι πυροσβέστες, λιγότερη περιβαλλοντική παιδεία, όπως και λιγότερη παιδεία γενικώς, λιγότερη υγεία, βιολογική και ψυχική, λιγότερη ηθική, λιγότερη φύση.

Αν κάποιοι, μετά από όλα αυτά, νιώθουν περισσότερο Άνθρωποι, μάλλον ανήκουν ήδη στη μετάλλαξη που θα επιβιώσει, η δική μου κατηγορία θεωρώ ότι έχει ήδη εκλείψει..."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου