Ο Ιωάννης Ράλλης (δεξιά) παραδίδει το 1943 την Ελληνική σημαία στον αρχηγό των Ταγμάτων Ασφαλείας Αττικής, ταγματάρχη Πλυτσανόπουλο.
Νομικός και πολιτικός, ο τελευταίος κατοχικός πρωθυπουργός της Ελλάδας.
Ο Ιωάννης Ράλλης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1878. Υπήρξε γόνος της ομώνυμης αθηναϊκής οικογένειας πολιτικών και νομομαθών, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Ο παππούς του, Γεώργιος Ράλλης (1805-1883), υπήρξε διακεκριμένος νομοδιδάσκαλος (από τους πρώτους καθηγητές της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών) και πολιτικός, ο πεθερός του Γεώργιος Θεοτόκης (1844-1916) διετέλεσε επανειλημμένα πρωθυπουργός, όπως και ο πατέρας του Δημήτριος Ράλλης (1844-1921), ο επονομαζόμενος και «Αττικάρχης», λόγω της μεγάλης του επιρροής στα πολιτικά πράγματα της Αττικής.
Ο Ιωάννης Ράλλης σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Γαλλία και τη Γερμανία. Μετά την επάνοδό του στην Ελλάδα άσκησε τη δικηγορία στην Αθήνα. Στα κοινά αναμίχθηκε για πρώτη φορά το 1904, όταν μαζί με τον εκδότη Δημήτριο Καλαποθάκη (1862-1921), τον πολιτικό Στέφανο Δραγούμη (1842-1923), τον στρατιωτικό Πέτρο Σαρόγλου (1864-1920), τον στρατιωτικό Παύλο Μελά (1870-1904 ) και άλλους, ίδρυσε το «Ελληνικό Μακεδονικό Κομιτάτο» (4 Μαΐου), για τη δημιουργία αντάρτικου στην υπό οθωμανική κατοχή Μακεδονία και απόκρουση του αντίστοιχου Βουλγαρικού.
Το 1905 αναμείχθηκε στην πολιτική και εξελέγη πρώτα βουλευτής Μεγαρίδος, κατά τις εκλογές της 20ης Φεβρουαρίου. Έκτοτε εκλεγόταν σχεδόν σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις έως το 1936, βουλευτής, είτε Αττικής, είτε Αθηνών. Υπουργικό χαρτοφυλάκιο ανέλαβε για πρώτη φορά στην κυβέρνηση του πατέρα του (4 Νοεμβρίου 1920 - 24 Ιανουαρίου 1921), με τον διορισμό του ως Υπουργός Ναυτικών. Μετά την παραίτηση του πατέρα του, με τον οποίο είχε διαφωνήσει, ανέλαβε το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας στην κυβέρνηση του Δημητρίου Γούναρη (26 Μαρτίου 1921 - 2 Μαρτίου 1922). Μετά τις εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου 1932, έγινε υπουργός Εξωτερικών στη βραχύβια κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη (4 Νοεμβρίου 1932 - 16 Ιανουαρίου 1933).
Μετά τη νίκη του Λαϊκού Κόμματος στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933 ανέλαβε το Υπουργείο Συγκοινωνιών (10 Μαρτίου 1933) στην κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη. Τρεις ημέρες αργότερα παραιτήθηκε από το Υπουργείο Συγκοινωνιών και ανέλαβε και το Υπουργείο Εσωτερικών (13 Μαρτίου 1933), ενώ αργότερα παρέμεινε μόνο Υπουργός Αεροπορίας (9 Αυγούστου 1933 - 3 Ιανουαρίου 1934).
Μετά το φιλοβενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, διαφώνησε με τον Παναγή Τσαλδάρη για το πολιτειακό ζήτημα, εκτιμώντας ότι έπρεπε να τεθεί θέμα επαναφοράς της βασιλείας με δημοψήφισμα. Στις εκλογές που ακολούθησαν (9 Ιουνίου) κατάρτισε συνδυασμούς με τη συμμετοχή των Ιωάννη Μεταξά και Γεωργίου Στράτου (Ένωσις Βασιλοφρόνων), αλλά δεν εξελέγη βουλευτής. Επανήλθε στη Βουλή μετά τις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936, όταν συνεργάστηκε με τους Γεώργιο Κονδύλη και Ιωάννη Θεοτόκη, υπό την ομπρέλα της Γενικής Λαϊκής Ριζοσπαστικής Ενώσεως. Παρά τους στενούς δεσμούς του με τον Ιωάννη Μεταξά, διαφώνησε μαζί του, όταν κηρύχθηκε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936 και αντιτάχθηκε σ' αυτή.
Κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, ο Ιωάννης Ράλλης προσεγγίστηκε από τους κατακτητές, προκειμένου να αναλάβει την πρωθυπουργία τον Δεκέμβριο του 1942, διαδεχόμενος τον Γεώργιο Τσολάκογλου. Ζήτησε εγγυήσεις και οι Γερμανοί στράφηκαν στον καθηγητή Ιατρικής και γνωστό φιλογερμανό Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο. Τελικά, δέχτηκε και ανέλαβε πρωθυπουργός στις 7 Απριλίου 1943, σε μία εποχή που οι κατακτητές είχαν σκληρύνει τη στάση τους, παγιδευμένοι από τη φήμη ότι επίκειται συμμαχική απόβαση στην Ελλάδα, επειδή πίστευε ότι θα προσέφερε υπηρεσίες στον δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό. Παράλληλα με την πρωθυπουργία διατήρησε και τα χαρτοφυλάκια των υπουργείων Γεωργίας, Επισιτισμού και Εθνικής Άμυνας. Στο διάγγελμά του εξηγούσε γιατί δέχτηκε να κυβερνήσει τη χώρα:
…Είχον επιβεβλημένον καθήκον να καταλάβω την Αρχήν διά την μείωσιν της δυστυχίας του Ελληνικού λαού […] Το συμφέρον μου και ως πολιτικού και ως ανθρώπου μοι επέβαλλε να μη φθείρω το πολιτικόν μου κεφάλαιον […] Το πολιτεύεσθαι όμως εστί στρατεύεσθαι και εις ευτυχείς και εις ατυχείς στιγμάς.
Ως κατοχικός πρωθυπουργός, ο Ιωάννης Ράλλης οργάνωσε τα διαβόητα «Τάγματα Ασφαλείας» (18 Ιουνίου 1943), με τη συνηγορία ορισμένων πολιτικών του κέντρου (Πάγκαλος, Γονατάς), για την άμυνα της υπαίθρου και την αντιμετώπιση του ΕΛΑΣ, επειδή πίστευε ότι με αυτό τον τρόπο θα αντιμετωπιζόταν η απειλή επικράτησης του κομμουνισμού στην Ελλάδα, όταν η Ελλάδα θα απελευθερωνόταν και μάλιστα σύντομα, καθώς εκτιμούσε ότι οι Σύμμαχοι τελικά θα επικρατούσαν. Όμως, υπό το πρόσχημα της αποτροπής του κομμουνιστικού κινδύνου, τα Τάγματα Ασφαλείας, που τελούσαν υπό τις διαταγές των Γερμανών, συμμετείχαν σε πάμπολλες εγκληματικές ενέργειες κι έγιναν μισητά σε μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού, ιδίως του κόσμου της Αριστεράς. Τα μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν γνωστά ως «Γερμανοτσολιάδες» (λόγω κάποιων ευζωνικών μονάδων) ή «Ράλληδες».
Ο Ιωάννης Ράλλης παραιτήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1944, μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα. Σχεδόν αμέσως συνελήφθη και στις 21 Φεβρουαρίου 1945 προσήχθη σε δίκη ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων Αθηνών, μαζί με άλλους επιφανείς συνεργάτες των Γερμανών, κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Συνήγοροι υπεράσπισής του ήταν ο γιος του Γεώργιος Ράλλης, ο μετέπειτα πολιτικός (ΕΡΕ, ΝΔ) και πρωθυπουργός (8 Μαΐου 1980 - 19 Οκτωβρίου 1981), και ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, παππούς του σημερινού βουλευτή της Ν.Δ. Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη.
Οι δύο υπερασπιστές του ισχυρίσθηκαν ότι «ο Ιωάννης Ράλλης προσέφερε τεράστιες εθνικές υπηρεσίες κατά την κατοχή ενόσω ήταν πρωθυπουργός με το να αποσοβήσει τον λιμό των Ελλήνων, δίδοντας καθημερινά ένα μισθό, ενώ έσωσε επίσης πολλούς πατριώτες από το εκτελεστικό απόσπασμα των Γερμανών και ακόμη διευκολύνοντας τη διαφυγή πολλών πολιτικών και σημαινόντων πολιτών στη Μέση Ανατολή». Στη δίκη εξετάστηκαν περισσότεροι από 300 μάρτυρες υπερασπίσεως, μεταξύ αυτών ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, οι οποίοι κατέθεσαν ότι ο Ράλλης σχημάτισε κυβέρνηση δίχως δόλο και αποκλειστικά και μόνο για την ανακούφιση του ελληνικού λαού, ενώ ο ίδιος στην απολογία του είπε: «...Ούτε προδόται των εθνικών ή των συμμαχικών συμφερόντων πολιτικοί ή στρατιωτικοί υπήρξαν εν Ελλάδι, ούτε Κουίσλιγκς...». Στις 31 Μαΐου 1945 το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του και τον καταδίκασε σε ισόβια δεσμά.
Ο Ιωάννης Ράλλης εγκλείσθηκε στις φυλακές Αβέρωφ κι ένα χρόνο αργότερα, στις 26 Οκτωβρίου 1946, πέθανε από καρκίνο των πνευμόνων, σε ηλικία 68 ετών. Είχε νυμφευθεί δύο φορές. Σε πρώτο γάμο την Ασπασία Μαυρομιχάλη (κόρη του πρωθυπουργού Κυριακούλη Μαυρομιχάλη), με την οποία απέκτησαν δύο γιους, τον Δημήτριο και τον Κυριακούλη Ράλλη, και σε δεύτερο γάμο τη Ζαΐρα Θεοτόκη (κόρη του Κερκυραίου πολιτικού και πρωθυπουργού Γεωργίου Θεοτόκη και αδελφή του Κερκυραίου πολιτικού και πρωθυπουργού Ιωάννη Θεοτόκη), με την οποία απέκτησε τον πολιτικό και πρωθυπουργό Γεώργιο Ράλλη και τη Νίκη Ράλλη.
Το 1947 ο γιος του, Γεώργιος Ράλλης, εξέδωσε το βιβλίο Ο Ιωάννης Ράλλης ομιλεί εκ του τάφου, το οποίο αποτελεί κατά κάποιο τρόπο τη λογοδοσία του Ιωάννη Ράλλη προς τον ελληνικό λαό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου